Ένα βιβλίο-μύθος βρίσκεται εδώ και μερικούς μήνες στη διάθεση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, το οποίο διερευνά ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα-αινίγματα της φιλοσοφικο-επιστημονικής έρευνας: τη μνήμη κι πιο συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο αυτή διαμορφώνεται μέσα από εξωτερικές προς το σώμα τεχνολογίες στο ρου της ιστορίας του ευρωπαϊκού συστήματος σκέψης και πολιτισμού.
Ο λόγος για την κορυφαία ιστορική μελέτη της Φράνσις Γέιτς, με τίτλο: Η τέχνη της μνήμης, σε μετάφραση Άρη Μπερλή, εκδοθείσα υπό το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης.
Το θέμα αυτού του βιβλίου είναι η τέχνη της μνήμης και η θέση που αυτή κατείχε στα μεγάλα νευραλγικά κέντρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Λίγοι γνωρίζουν ότι οι Έλληνες, που εφηύραν πολλές τέχνες, εφηύραν και μια τέχνη της μνήμης, η οποία πέρασε, όπως και οι υπόλοιπες τέχνες τους, στη Ρώμη, και από εκεί στην ευρωπαϊκή παράδοση.
Η τέχνη αυτή έχει αντικείμενο την απομνημόνευση και χρησιμοποιεί μια τεχνική αποτύπωσης "θέσεων" και "εικόνων" στη μνήμη. Συνήθως αποκαλείται "μνημοτεχνική", και στη νεότερη εποχή θεωρείται μάλλον επουσιώδης κλάδος της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αλλά σε όλες τις εποχές πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας η ασκημένη μνήμη είχε ζωτική σημασία· και η διαχείριση των εικόνων στη μνήμη θα πρέπει να δραστηριοποιούσε μέχρις ενός βαθμού όλες τις ψυχικές λειτουργίες.
Επιπλέον, μια τέχνη που χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική της εποχής της για να επιλέξει τις μνημονικές της θέσεις και τις σύγχρονές της αναπαραστατικές τέχνες για τις εικόνες της θα έχει κι αυτή τις περιόδους της, κλασική, γοτθική και αναγεννησιακή. Μολονότι η μνημοτεχνική πλευρά της τέχνης της μνήμης είναι πάντα παρούσα, και στην αρχαιότητα και μετέπειτα, και αποτελεί την πραγματική βάση για τη μελέτη της, η εξέτασή της πρέπει να περιλάβει κάτι περισσότερο από την ιστορία των τεχνικών της.
Η Μνημοσύνη, είπαν οι Έλληνες, είναι η μητέρα των Μουσών· και η ιστορία της άσκησης αυτής της θεμελιώδους όσο και απροσδιόριστης ανθρώπινης λειτουργίας θα μας ρίξει σε βαθιά νερά. Στην αρχαιότητα διατυπώνονται οι γενικές αρχές των κανόνων της τεχνητής μνήμης.
Στον Μεσαίωνα η θέση της τέχνης της μνήμης ήταν κεντρική, η θεωρία της διατυπώθηκε από τους Σχολαστικούς και η πρακτική της είχε σχέση με τη μεσαιωνική εικονοποιία στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική και με μεγάλα λογοτεχνικά μνημεία, όπως η Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Κατά την Αναγέννηση η σημασία της υποχώρησε στην καθαρά ουμανιστική παράδοση, αλλά απέκτησε τεράστιες διαστάσεις στην ερμητική παράδοση.
Στον 17ο αιώνα η τέχνη της μνήμης υπέστη άλλη μία μεταμόρφωση, από μέθοδος απομνημόνευσης της εγκυκλοπαίδειας της γνώσης, απεικόνισης του κόσμου στη μνήμη, έγινε βοήθημα διερεύνησης της εγκυκλοπαίδειας και του κόσμου με στόχο την ανακάλυψη νέας γνώσης.
Σε διαφωτιστικό άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα με τίτλο «Θυμάμαι, άρα υπάρχω», ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διονύσης Καββαθάς επισημαίνει:
«[...] Το βιβλίο της Φράνσες Γέιτς (1899-1981) εκπονήθηκε ως δεκαπενταετής έρευνα στο πλαίσιο του Ινστιτούτου Βάρμπουργκ στο Λονδίνο και εκδόθηκε το 1966, όταν διευθυντής του ιδρύματος ήταν ο Ε. Χ. Γκόμπριχ. Καλύπτει μια περίοδο της ιστορίας της μνήμης που εκκινεί από τον Σιμωνίδη τον Κείο και φθάνει ως το τέλος της Αναγέννησης και το μνημονικό θέατρο του Φλαντ (1574-1637) ονόματι «Γκλόουμπ» (Globe), όπου παίζονταν και τα έργα του Σαίξπηρ.
Η Γέιτς δίδαξε στο Ινστιτούτο Βάρμπουργκ Ιστορία της Αναγέννησης και εστίασε σε αυτή την περίοδο τις μελέτες της, κάτι που μπορεί κανείς να συμπεράνει και από το έργο της Η τέχνη της μνήμης. Το βιβλίο της μπορεί επίσης να διαβαστεί επιτελεστικά, ως ένα έργο μνημόνευσης μιας λησμονημένης και άρα απωθημένης τέχνης: της ρητορικής μνημοτεχνικής.
Αυτό που δεσπόζει στο μοντέλο μνήμης της εν λόγω παράδοσης (Κικέρων, Κοϊντιλιανός, Πλάτων, Αριστοτέλης, Αυγουστίνος) είναι οι χωρικές μεταφορές (παλάτια, θέατρα, ναοί), αφού το ζητούμενο είναι η τοποθέτηση έντονων εικόνων σε συγκεκριμένες θέσεις εντός ενός ιδεατού ή και εμπειρικού οικοδομήματος. Η αρχιτεκτονική διάταξη του οικοδομήματος διευκολύνει όποιον το διέρχεται νοητικά να ανακαλεί με υψηλή πιστότητα σταθερά δεδομένα.
Το τοπικό και άρα εντοπιστικό αυτό μοντέλο της memoria οργανώνεται ως «εσωτερική γραφή» του υποκειμένου και έλκει την καταγωγή από το πλατωνικό μοντέλο της εγχάραξης δεδομένων πάνω στο παθητικό υλικό υπόστρωμα μιας κέρινης πλάκας. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης υποβάλλεται σε διάφορους μετασχηματισμούς, ώσπου υποκαθίσταται τελικά από τη δημιουργική δύναμη της νεοτερικής φαντασίας (imaginatio)...».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου