του Βασίλη Σπανού, ιστορικού
βασισμένο στο βιβλίο του Δ. Κοκκινάκη
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα, που επηρέασε και λάμπρυνε με τη δυναμική του παρουσία όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Πολιτικός, διπλωμάτης με ευρωπαϊκή μόρφωση και εμπειρία, διαδραμάτισε σημαντικό σε όλα τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της Ευρώπης. Πρώτος αυτός οραματίσθηκε την ιδέα μιας Ηνωμένης Ευρώπης και τον άνθρωπο στον οποίο οφείλει την κρατική της συγκρότηση και δομή η Ελβετία.
Όταν ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828, η εικόνα της Ελλάδας ήταν τραγική. H χώρα εκτεινόταν ουσιαστικά μόνο στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες, αλλά ακόμη και σε αυτά τα ελάχιστα εδάφη την εξουσία δεν ασκούσε το κράτος, αλλά οι τοπικοί αρχηγοί και κοτζαμπάσηδες.
Ο Καποδίστριας ήταν μια από τις ελάχιστες προσωπικότητες εκείνης της εποχής που θα μπορούσε να μεταμορφώσει σε κράτος αυτόν τον σωρό ερειπίων που ήταν τότε η Ελλάδα. Η δολοφονία του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ-Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΧΗ
Το πρωινό της 27ης Οκτωβρίου 1831 ο κυβερνήτης με την ολιγάριθμη φρουρά του (τον μονόχειρα Κρητικό Κοζώνη ή Κοκκώνη (1) και ένα στρατιώτη, το όνομα του οποίου ήταν Λέων ή Λεωνίδης) ξεκίνησε, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κοζώνη, στις 06.35, προκειμένου να μεταβεί στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, για να παρακολουθήσει την Κυριακάτικη λειτουργία. Οι δύο φρουροί, βάδιζαν λίγα βήματα πιο πίσω από τον Καποδίστρια, ενώ προπορευόταν ο γέρο-Γούτος, ο οποίος και ειδοποιούσε για την άφιξη του κυβερνήτη.
Λίγο πριν από τον ναό (100-150 μ. περίπου πριν την είσοδό του), σε ένα ερημικό σημείο της διαδρομής, ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, φορώντας τα γιορτινά τους ρούχα (2) και ερχόμενοι από το σπίτι τους, πλησίασαν τον Καποδίστρια και τη συνοδεία του από πίσω, τον χαιρέτησαν με σεβασμό και τον προσπέρασαν, φθάνοντας πρώτοι στην εκκλησία. O κυβερνήτης, όπως ισχυρίστηκε ο Κοζώνης, (στοιχείο όμως που δεν αναφέρθηκε στη δίκη), ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
Φθάνοντας πριν από τον Καποδίστρια στον Άγιο Σπυρίδωνα, ο Κωνσταντίνος στάθηκε έξω από την εκκλησία και στη δεξιά (ως προς τον εισερχόμενο) πλευρά, κοιτάζοντας προς τα έξω, ενώ ο Γεώργιος περίπου στον άξονα της στενής θύρας και πιο βαθειά, στη στοά που σχημάτιζε το αψιδωτό άνοιγμα μέχρι την ξύλινη θύρα, στην οποία και στηρίχθηκε, κοιτάζοντας προς το εσωτερικό της εκκλησίας. Δεν εισήλθαν στον ναό αφού βρίσκονταν υπό το καθεστώς της επιτήρησης και δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στις εκκλησίες, προς αποφυγή αιτήσεως ασύλου εντός του ιερού ναού. Έξω από την εκκλησία βρίσκονταν ακόμα οι φρουροί των Μαυρομιχαλαίων (3) Καραγιάννης και Γεωργίου, ο λοχαγός Κουτσιαφόπουλος (που επέστρεφε στο σπίτι του) δύο ξένοι περιηγητές, ένας άγνωστος φουστανελλοφόρος «ξηρακιανός νέος» και ένας ζητιάνος (4). Απέναντι από την εκκλησία, στο παράθυρο του σπιτιού της στεκόταν μια γυναίκα του Ναυπλίου, η Παρασκευούλα. Ο υπουργός Εσωτερικών Ρόδιος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν στο παράθυρο της δικής του οικίας. Μέσα στον ναό, με σχετική θέα προς την είσοδο ευρίσκοντο οι επίτροποι Μητρόπουλος και Νικολάου, ο στρατηγός Βαλτινός, ο Ι. Σαράντου, ο Π. Σκούρας και ο ένοπλος υπαξιωματικός Βούλγαρης (5), οι οποίοι και κατάθεσαν στη δίκη καθώς και 5-6 άτομα ακόμα, κυρίως γυναίκες.
Ο Καποδίστριας, φορώντας το τσόχινο παλτό του (την ρεντικότα, γνωστή από τις λαϊκές απεικονίσεις της εποχής), το καπέλο του και κρατώντας τα γάντια του, καθώς πλησίαζε στην είσοδο του ναού, κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά προς το σπίτι του Ροδίου. Λίγα βήματα από το πλατύσκαλο της εκκλησίας έβγαλε με το αριστερό χέρι το καπέλο του, όχι για να χαιρετίσει τους Μαυρομιχαλαίους, όπως λανθασμένα παραδίδεται (6), αλλά επειδή ετοιμαζόταν να εισέλθει στην εκκλησία ασκεπής για να κάνει το σταυρό του. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, που βρισκόταν απέναντι από τον Καποδίστρια, τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον πυροβόλησε με την μπιστόλα που κρατούσε στο δεξί του χέρι, στην περιοχή του ινιακού οστού (στη βάση του κρανίου) και συγκεκριμένα πίσω από το δεξί αυτί, λέγοντάς του: «και γω κακά χερόβολα και συ κακά δεμάτια».
Σχεδόν ταυτόχρονα ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης μαχαίρωσε τον Καποδίστρια με το αμφίστομο μαχαιρίδιό του στη δεξιά βουβωνική περιοχή. Η φρουρά του κυβερνήτη, το εκκλησίασμα (6-8 άτομα) και οι γείτονες που κατέφθασαν, ξάπλωσαν τον νεκρό στο δρόμο και ειδοποίησαν το Φρουραρχείο με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να φθάσουν στο σημείο οι στρατιώτες. (7)
Ο μονόχειρας συνοδός του Καποδίστρια, ακουμπώντας το σώμα του κυβερνήτη στο έδαφος, πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τραυματίζοντάς τον ελαφρά στη πλάτη. Ο Κωνσταντίνος τραυματισμένος από τη βολή του Κοζώνη έτρεξε στο δρόμο, με αποτέλεσμα το πλήθος να τον λυντσάρει. Κάποιοι τον μετέφεραν στην πλατεία Πλατάνου. Δεν ελήφθη καμιά μέριμνα για την σύλληψη και την περίθαλψή του, ενώ ο στρατηγός Φωτομάρας του επέφερε το τελειωτικό κτύπημα, για να τον λυτρώσει από το μαρτύριο.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης προσέτρεξε στη Γαλλική Πρεσβεία όπου και ζήτησε άσυλο. Παρεδόθη στην ελληνική Δικαιοσύνη υπό την πίεση του πλήθους, αφού εγγυήθηκε ο Πορτογάλος φρούραρχος του Ναυπλίου Αλμέιντα (8) ο οποίος και παρέδωσε το μαχαίρι με το οποίο χτυπήθηκε ο Καποδίστριας.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δικάσθηκε από αναρμόδιο στρατοδικείο (ως διατελέσας πρωθυπουργός, έπρεπε να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο) και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέσθηκε σε απίστευτα γρήγορα χρονικό διάστημα (11 Οκτωβρίου 1831), τη στιγμή που ο επίσης καταδικασμένος σε θάνατο Καραγιάννης (θεωρήθηκε αρχικά ότι πυροβόλησε και αυτός εναντίον του Καποδίστρια και των φρουρών του), αναιρώντας την αρχική του κατάθεση, αφέθηκε ελεύθερος μετά από έξι μήνες, καταθέτοντας εναντίον των Μαυρομιχαλαίων (9).
Η δολοφονία του Καποδίστρια πίνακας του Διονύσιου Τσόκου
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Αναλύοντας όλα τα παραπάνω γεγονότα, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιες σκέψεις σχετικά με το πώς πραγματοποιήθηκε η δολοφονία του Καποδίστρια.
Η πραγματική ώρα της αναχώρησης του κυβερνήτη, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ήταν πριν τις 06.00, γεγονός που αποδεικνύει πως η δολοφονία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 05.50-06.00 και όχι μετά τις 06.30.
Γεγονός είναι επίσης ότι ακούσθηκαν τρεις πυροβολισμοί. Ο ένας πυροβολισμός ρίφθηκε εναντίον του κυβερνήτη, ο δεύτερος δεν βρήκε στόχο, αλλά εξοστρακίστηκε στον τοίχο της εκκλησίας (όπου ακόμα και σήμερα υπάρχει το σημάδι), ενώ ο τρίτος πυροβολισμός είχε ως στόχο τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Ο Καποδίστριας πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής, στην περιοχή του ινιακού οστού (στη βάση του κρανίου) και συγκεκριμένα πίσω από το δεξί αυτί. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που κατηγορήθηκε ότι τον πυροβόλησε, βρισκόταν απέναντι από τον κυβερνήτη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων των αυτοπτών μαρτύρων, (πρόσωπο με πρόσωπο) πριν εκείνος εισέλθει στο ναό. Αν τον άρπαξε και τον γύριζε, προφανώς θα γινόταν αντιληπτός από τους παριστάμενους. Ακόμα και οι φρουροί του Καποδίστρια βλέποντας αυτή τη κίνηση του Κωνσταντίνου, θα είχαν το χρόνο για να αντιδράσουν. Άρα η κίνηση αυτή μάλλον αποκλείεται, διότι ο Μαυρομιχάλης ευρισκόμενος μεταξύ του κυβερνήτη και του Κοζώνη, θα αντιμετώπιζε λογικά την αντίδραση των φρουρών του Καποδίστρια. Αν είχε πράγματι σκοπό να κτυπήσει τον Καποδίστρια ο Κωνσταντίνος, λόγω και τη θέσης που βρισκόταν, πιθανότατα θα έπρεπε να κινηθεί κατά πρόσωπο προς αυτόν, βάλλοντας τον από μπροστά. Ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως ο Κωνσταντίνος άρπαξε τον Καποδίστρια από το ώμο, τον στριφογύρισε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Κανένας όμως από τους μάρτυρες δεν κατέθεσε για μια τέτοια κίνηση του Κωνσταντίνου, όπως επίσης και κανένας δεν άκουσε τα λόγια που υποτίθεται ότι είπε ο Κωνσταντίνος στον Καποδίστρια λίγο πριν τον πιάσει από τον ώμο και του επιφέρει το φονικό κτύπημα. Σύμφωνα με τον Κασομούλη, πιθανότατα αργότερα ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, διηγήθηκε τη σκηνή επιβεβαιώνοντας τα λόγια του θείου του.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων («...έβγαλαν τα φέσια με το αριστερό χέρι...»), αλλά και από την αγόρευση του Εισαγγελέα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν δεξιόχειρες. Αν υποθέσουμε ότι πράγματι ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης άρπαξε τον κυβερνήτη με το αριστερό του χέρι (στο δεξί κρατούσε την πιστόλα) από τον δεξιό ώμο, τότε το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου θα έπρεπε να περάσει πάνω από το αριστερό του, προκειμένου να πυροβολήσει τον κυβερνήτη στο κεφάλι. Με την κίνηση αυτή το κεφάλι του κυβερνήτη θα στρεφόταν προς τα αριστερά, ενώ το δεξί αυτί του θα βρισκόταν μπροστά στα μάτια του Κωνσταντίνου, ο οποίος και θα τον πυροβολούσε. Με την στροφή αυτή όμως, ο κυβερνήτης θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κοζώνη, οπότε τότε δεν δικαιολογείται το κτύπημα που έφερε ο Καποδίστριας στο τριχωτό της κεφαλής (το οποίο αποδόθηκε στη πτώση του), καθώς πέφτοντας πιθανότατα θα κτυπούσε στο μέτωπο.
Εξετάζοντας την πορεία των βλημάτων («μπαλαρμάδες») καθώς και την γωνία τους, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Σύμφωνα με την έκθεση των γιατρών, τα βλήματα είχαν ανοδική γωνία (20-30 μοιρών) φθάνοντας μέχρι τον αριστερό κρόταφο, δηλαδή σε ευθεία γραμμή από το δεξί στο αριστερό αυτί και χωρίς απόκλιση από τη νοητή ευθεία της προέκτασης την κάνης του όπλου. Δεδομένης της θέσης του Κωνσταντίνου (στεκόταν σε υψηλότερο επίπεδο από τον κυβερνήτη, στο πλατύσκαλο της εκκλησίας, ενώ εκείνος στο επίπεδο του δρόμου), της υψομετρικής διαφοράς τους (ο Κωνσταντίνος ήταν ψηλότερος) και ότι το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου θα έπρεπε να βρεθεί αναγκαστικά πάνω από το αριστερό του, με την κεκτημένη ταχύτητα του κορμιού του κυβερνήτη σε συνδυασμό και με την κλίση της κεφαλής του, η πορεία των «μπαλαρμάδων» στο κρανίο του κυβερνήτη θα έπρεπε να έχει ως κατάληξη το κάτω μέρος της αριστεράς παρειάς του (δηλαδή υπό γωνία περίπου 15-20 μοιρών ως προς το οριζόντιο επίπεδο) και όχι πιο ψηλά, τον κρόταφο και χωρίς απόκλιση. Εάν επίσης η βολή πραγματοποιείτο από απόσταση μεγαλύτερη των 10-15 εκ. είναι προφανές ότι τα βόλια («μπαλαρμάδες») θα «άνοιγαν», θα δημιουργούσαν δηλαδή πολύ μεγαλύτερο τραύμα, και δεν θα εισέρχονταν τόσο βαθειά, συγκεντρωμένα όλα σε τόσο μικρό χώρο. Άρα ο δολοφόνος θα πρέπει να ήταν πολύ κοντά, πίσω από τον κυβερνήτη, είτε ανάμεσα στους σωματοφύλακές του ή και στην θέση αυτών.
Επιπλέον, ένα βόλι του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη (ή κάποιου εκ των φρουρών), καρφώθηκε στο τοίχο, χαμηλά δίπλα στην είσοδο του ναού, όπου ακόμα και σήμερα διακρίνεται το ίχνος που άφησε. Αν η βολίδα αυτή ήταν του Κωνσταντίνου, όπως κατατέθηκε από πολλούς μάρτυρες, τότε η θέση του δεν μπορεί να ήταν αυτή που αρχικά υποτέθηκε. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να πυροβόλησε προς την πλάτη του, αφού το ίχνος βρίσκεται ακριβώς στο σημείο του τοίχου όπου ακουμπούσε λίγο νωρίτερα. Με δεδομένο πως ο Κωνσταντίνος πυροβόλησε μόνο μία φορά, δεν θα μπορούσε να είχε πυροβολήσει και τον κυβερνήτη.
Μετά την εκτέλεση του Καποδίστρια, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης έτρεξε προς το ανηφορικό δρομάκι για να ξεφύγει. Ο φρουρός του Καποδίστρια (ο Κοζώνης) τον πυροβόλησε στη πλάτη. Ο μόνος όμως που περιγράφει τις πληγές του Κωνσταντίνου, ο επικεφαλής υπαξιωματικός Βούλγαρης, κατέθεσε πως ήταν τραυματισμένος στη κοιλιά και όχι στη πλάτη. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει μάλλον την άποψη ότι ο Καραγιάννης, ευρισκόμενος σχεδόν απέναντι από τον Κωνσταντίνο, τον πυροβόλησε στη κοιλιά, πριν ανηφορίσει προς το στενό δρομάκι. Κάποιοι υποστήριξαν ακόμα ότι το τραύμα της πλάτης ήταν διαμπερές και ότι το βόλι εξήλθε από το δεξί μέρος του στήθους. Τα βόλια της εποχής όμως («μπαλαρμάδες») ήταν αδύνατο να δημιουργήσουν διαμπερή τραύματα. Τα αίματα στο μαχαίρι που βρέθηκε επάνω στον Κωνσταντίνο, και αποδόθηκε αργότερα ότι ανήκε στον Γεώργιο (κατηγορήθηκε ότι με αυτό μαχαίρωσε τον κυβερνήτη), προέρχονταν πιθανότατα από τη πληγή που έφερε στη κοιλιά ο Κωνσταντίνος.
Τέλος, δεδομένης της ώρας του φονικού, πλήθος στην εκκλησία δεν υπήρχε. Άρα τον Κωνσταντίνο τον λυντσάρισαν οι στρατιώτες, χωρίς να ληφθεί εκ μέρους τους καμιά μέριμνα για την σύλληψή του.
Όσο αφορά εξάλλου το κτύπημα με το μαχαίρι που δέχτηκε ο κυβερνήτης στη βουβωνική περιοχή από τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, μάλλον ήταν αδύνατο να προκληθεί στο σημείο εκείνο, λόγω της στροφής του σώματος του Καποδίστρια, γεγονός που θα κατεύθυνε το μαχαίρι πιθανότατα στο πίσω δεξί τμήμα του κορμιού του κυβερνήτη, κοντά στο νεφρό και όχι στη δεξιά βουβωνική χώρα, δηλαδή στο εμπρόσθιο τμήμα του σώματος. Το μαχαίρι που βρέθηκε είχε διαστάσεις 12,5 Χ 2,5 εκ. ενώ το τραύμα του κυβερνήτη είχε πύλη εισόδου 8-9 εκ. και βάθος σχεδόν 1 πόδι (33 εκ.), σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση. Άρα το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ο Καποδίστριας φορούσε εκείνο το πρωινό ρεντικότα, πουκάμισό, περισκελίδα του και εσώρουχά. Ένα μαχαίρι σαν αυτό που βρέθηκε, δεν θα ήταν δυνατό να τρυπήσει ούτε καν τη φόδρα του παλτού του Καποδίστρια (10).
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δεν ζήτησε ποτέ άσυλο στο σπίτι του Ρουάν. Η αλήθεια είναι ότι έτρεξε για να βρει προστασία στο σπίτι του στρατηγού Γεράρδου, που ως Στρατιωτικός Διοικητής Ναυπλίου ήταν υποχρεωμένος να τον προστατεύσει. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειές του να εισέλθει σε κάποιο σπίτι, βρήκε ανοιχτό το σπίτι του ταγματάρχη Βαλλιάνου. Ακολουθώντας τον Βαλλιάνο, πέρασε από μια μικρή εσωτερική πορτούλα και κατέφυγε στην κατοικία του Γάλλου αντιπρέσβη Ρουάν, ζητώντας προστασία, αφού επιθυμούσε να παραδοθεί στη νόμιμη κυβέρνηση για να δικασθεί. Αρχικά μετά από όσα έγιναν πίστεψε ότι είχε αναμιχθεί και ο θείος του, μην μπορώντας όμως να πιστέψει ότι είχε επιτεθεί εναντίον του Καποδίστρια. Είδε πως ο Κωνσταντίνος πυροβόλησε (πράγματι πυροβόλησε κάποιον, ίσως το φονιά του κυβερνήτη) και έτρεξε να φύγει γιατί αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μάλιστα οι Ρουάν και Γεράρδος, μην βλέποντας ίχνη αίματος στα χέρια του, στην κατάλευκη φουστανέλλα και στα άλλα πολυτελή ρούχα του, διερωτήθηκαν αν ήταν πράγματι αυτός που μαχαίρωσε τον Καποδίστρια στη βουβωνική περιοχή.
Απορία επίσης προκαλεί το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν αναζήτησε τον φουστανελλοφόρο «ξηρακιανό» νέο και τον ζητιάνο, που σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες βρίσκονταν την στιγμή της δολοφονίας έξω από την εκκλησία.
Από την μελέτη της όλης υπόθεσης γεννιούνται ορισμένα ερωτήματα. Το τραύμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του κυβερνήτη με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε δεν δικαιολογείται από τις περιγραφές. Πώς ένα μαχαιρίδιο, διαστάσεων 12,5 Χ 2, 5 εκ. προξένησε τραύμα με πύλη εισόδου 8-9 εκ. και βάθος 33εκ.; Γιατί οι Μαυρομιχαλαίοι, αν πράγματι σκόπευαν να δολοφονήσουν τον κυβερνήτη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ασφάλεια του σκοταδιού της νύκτας και την απουσία μαρτύρων, όταν συναντήθηκαν με τον Καποδίστρια πριν την έλευσή του στην εκκλησία; Γιατί δεν υπάρχει μάρτυρας που να βεβαιώνει τόσο την κίνηση του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη να βρεθεί πίσω από τον κυβερνήτη, όσο και τα λόγια που φέρεται να του είπε; Πώς βρέθηκε το μαχαιρίδιο του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη που αποδόθηκε στο Γεώργιο στα πόδια του νεκρού Καποδίστρια; Πώς δεν βρέθηκαν λερωμένα τα ρούχα του Γεωργίου, αφού φέρεται πώς εκείνος μαχαίρωσε τον Καποδίστρια; Γιατί ο Γεώργιος είχε την οικογένειά του στο Ναύπλιο, αφού σχεδίαζε μια τέτοια ενέργεια; Γιατί αποκρύπτεται το σημείωμα που βρέθηκε στο αρχείο του Καποδίστρια ότι σχεδίαζε να συμφιλιωθεί με τους Μαυρομιχαλαίους; Γιατί δολοφονήθηκε ο Κωνσταντίνος από τους στρατιώτες, τη στιγμή που είχαν το καθήκον να τον προστατεύσουν και να τον προσαγάγουν σε δίκη; Γιατί παραποιήθηκαν ή άλλαξαν οι καταθέσεις σημαντικών μαρτύρων; Γιατί υπάρχουν τόσες πολλές ανακρίβειες και διαφορετικές εκδοχές στις αφηγήσεις των ιστορικών; Γιατί δεν επιτρέπουν οι Άγγλοι το άνοιγμα του σχετικού αρχείου 180 χρόνια μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη; (11)
Η δολοφονία του Καποδίστρια. Έργο λαϊκού ζωγράφου μέσα στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ο Καποδίστριας είναι γεγονός ότι έπειτα από υστερόβουλες σκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής έγινε δεκτός ως προσωρινός κυβερνήτης της Ελλάδας για μια επταετία. Σταδιακά όμως διαπίστωσαν πώς στεκόταν εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους για την Ελλάδα. Ο κυβερνήτης ονειρευόταν ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος και όχι περιορισμένο στα στενά όρια που επιθυμούσαν οι Ευρωπαίοι. Η αντίθεσή του στην εκλογή Ευρωπαίου μονάρχη και οι προσπάθειές του να διευρύνει τα όρια του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, δημιουργούσαν εμπόδια στις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας ο κυβερνήτης αντιμετώπισε πρωτόγνωρη εχθρότητα. Η αντιπάθεια προς το πρόσωπό του εκδηλώθηκε κυρίως από τους Υδραίους πλοιοκτήτες, τους κοτσαμπάσηδες και τους πολιτικούς, που αντιλαμβάνονταν ότι συρρικνωνόταν το πεδίο επιρροής τους. Οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και Κουντουριώτης, αντιμετώπισαν από την αρχή με δυσπιστία τον κυβερνήτη, αφού επιθυμούσαν το δικό τους μερίδιο στην εξουσία. Αιχμή του δόρατος της αντιπολίτευσης αποτέλεσε ο Πολυζωϊδης με την εφημερίδα του «Απόλλων», ο οποίος στο τελευταίο της φύλλο δήλωσε απροκάλυπτα ότι σκοπός της εφημερίδας ήταν «η διαπόμπευσις του Καποδίστρια» και μετά την δολοφονία ότι «ο σκοπός επετεύχθη», με συνέπεια να μην χρειάζεται πλέον να συνεχισθεί η έκδοσή της.
Η δυσαρέσκεια των Μαυρομιχαλαίων προς τον κυβερνήτη, άρχισε τον Ιούνιο του 1828, όταν ο Καποδίστριας αντικατέστησε τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη από τη θέση του φρουράρχου Μονεμβασίας, και εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να ικανοποιεί μόνο μερικώς τα οικονομικά αιτήματα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι σύμβουλοι του κυβερνήτη, τοποθέτησαν νομάρχη στην Καλαμάτα κάποιον Γενοβέλη και τοπάρχη στη Μάνη τον Κορνήλιο, φανατικούς και ορκισμένους εχθρούς των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τους προσβάλλουν και να τους εξουθενώσουν οικονομικά, με αποτέλεσμα οι Μανιάτες να ξεσηκωθούν εναντίον των κρατικών λειτουργών. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην σύλληψη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι ταραχές όμως δεν σταμάτησαν. Ο Καποδίστριας αντιλήφθηκε τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο. Γι' αυτό και αρκετές φορές στο παρελθόν είχε αποφασίσει την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη, αλλά την τελευταία στιγμή αυτή ακυρωνόταν με νομικίστικα κόλπα των «συμβούλων» του. Το Ιούλιο του 1831, ο Καποδίστριας δήλωσε στον Ανδρέα Ζαΐμη ότι θα δεχόταν να συμβιβαστεί με τον Πετρόμπεη. Στον κυβερνήτη όμως μεταφέρθηκαν φανταστικές απειλές εκ μέρους των Μανιατών, με αποτέλεσμα η προσέγγιση αυτή να ματαιωθεί. Έτσι διατάχθηκε ο Κανάρης να συλλάβει τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη παρά τη συμφωνία του με τον Κασομούλη να ειρηνεύσει η περιοχή της Μάνης με αντάλλαγμα την αποπομπή του Κορνήλιου. Ακολούθησε η μεσολάβηση του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, ο οποίος έλαβε την διαβεβαίωση της μητέρας του Πετρόμπεη πως θα σταματήσει κάθε ταραχή στην περιοχή, αν αποφυλακισθεί από το Ιτς Καλέ, όπου κρατείτο σε έναν ανεμόμυλο, ο Πετρόμπεης. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1831, με την έγκριση του κυβερνήτη, ο Ρίκορντ συναντήθηκε στο πλοίο του με τον Πετρόμπεη, συμφωνώντας σε όλα. Την ίδια μέρα αναχώρησαν μαζί για το Κυβερνείο με σκοπό να αναγγείλουν στον κυβερνήτη τα ευχάριστα νέα. Ο Καποδίστριας, θέλοντας να ακολουθήσει την τυπική διαδικασία, υποσχέθηκε την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη σε διάστημα 5-6 ημερών (την οποία ο ίδιος περιχαρής ανακοίνωσε στους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη), διατάσσοντας μάλιστα να μεταφερθεί την νύχτα εκείνη από τον ανεμόμυλο όπου κρατείτο στο μικρό ιδιόκτητο σπίτι του στο Ναύπλιο. Όπως αναφέρει ο Κ.Μ. Μπαζίλι (υπασπιστής του Ρίκορντ), ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου οι ταραχές στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης είχαν σταματήσει, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο κυβερνήτης κράτησε το λόγο του. Κάποιοι ιστορικοί όμως αναφέρουν την 26η Σεπτεμβρίου ως ημέρα της συνάντησης των Καποδίστρια, Πετρόμπεη και Ρίκορντ, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως το δημοσίευμα κάποιας αγγλικής εφημερίδας εξόργισε τον κυβερνήτη με αποτέλεσμα να αθετήσει το λόγο του και να φερθεί ανεπίτρεπτα στον Πετρόμπεη. Σύμφωνα όμως με τις εγγραφές από το βιβλίο του λιμανιού του Ναυπλίου αλλά και από τις αναφορές του Μπαζίλι, ο Ρώσος ναύαρχος στις 23 Σεπτεμβρίου απέπλευσε για τον Πόρο, όπου αποδεδειγμένα βρισκόταν εκεί στις 26 Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στο Ναύπλιο το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου. Άρα η συνάντηση και μάλιστα με αρνητικά αποτελέσματα δεν θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα στις 26 Σεπτεμβρίου. Το βασικό ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι γιατί οι Μαυρομιχαλαίοι αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον κυβερνήτη σε μια περίοδο που οι μεταξύ τους διαφορές όδευαν προς επίλυση;
Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
Ο Δ. Κοκκινάκης, ιστορικός ερευνητής, στο βιβλίο του «Ποιοι δολοφόνησαν τον Καποδίστρια;» δηλώνει ότι ασχολήθηκε επί χρόνια με το θέμα της δολοφονίας του κυβερνήτη, μελετώντας όλα τα σχετικά αρχεία της εποχής, τις ιατροδικαστικές εκθέσεις, το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων αλλά και τη δικογραφία της δίκης του Γεωργίου Μαυρομιχάλη. Προσπάθησε να ανασυνθέσει το παζλ των γεγονότων που οδήγησαν στη δολοφονία του Καποδίστρια, καταλήγοντας σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα σχετικά με τους δολοφόνους. Προσπαθώντας και ο ίδιος να αναπαραστήσει το σκηνικό του φόνου και χρησιμοποιώντας σχετικά σύγχρονες μεθόδους της εγκληματολογίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τον Καποδίστρια δεν τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι . Ποιοι ήταν όμως οι δολοφόνοι του;
Ο Κοκκινάκης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια συνομωσία στην οποία πρωτοστάτησαν οι Άγγλοι, οι οποίοι και είχαν αποφασίσει τη δολοφονία του κυβερνήτη, αφενός για να τερματίσουν τα όνειρα των Ελλήνων για ένα μονάρχη ελληνικής καταγωγής, αφετέρου για να επιτύχουν τον αφοπλισμό των αξιόμαχων ελληνικών μονάδων που προήλαυναν στη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, άρχισαν να δημιουργούν συνθήκες ενοχοποίησης των Μαυρομιχαλαίων, εμφανίζοντας την οικογένεια να προβαίνει σε ενέργειες τις οποίες όμως προφανώς δεν θα πραγματοποιούσε, αν πράγματι είχε σκοπό να δολοφονήσει τον Καποδίστρια (αγορά πιστολιών, εκτόξευση απειλών, ψευδείς αναφορές για στάση στη Μάνη κλπ.). Η επίρριψη του φονικού στους Μαυρομιχαλαίους έπρεπε να γίνει με πειστικό τρόπο. Τα σχέδια των Άγγλων δεν θα εξυπηρετούσε η δολοφονία του κυβερνήτη από έναν άγνωστο εκτελεστή, δεδομένου ότι ο δολοφόνος θα έπρεπε να βρεθεί αμέσως, ώστε να εξευμενισθεί κατά κάποιο τρόπο η αντίδραση του ελληνικού λαού. Ο φρουρός των Μαυρομιχαλαίων, ο στρατιώτης Καραγιάννης, δεν αντικαταστήθηκε ποτέ από την παρακολούθηση και προστασία της οικογένειας, πιθανότατα προκειμένου να μεταφέρει στους συνωμότες όλες τις προσπάθειες προσέγγισης του Καποδίστρια με τον Πετρομπέη.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουν λεχθεί, αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων, ο Κοκκινάκης περιγράφει τη δολοφονία με βάση τα δικά του στοιχεία. Το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο κυβερνήτης συνοδευόταν από δύο φρουρούς, το στρατιώτη Λεωνίδη και τον μονόχειρα υπηρέτη του Κοζώνη, ο οποίος αντικατέστησε εκείνη την ημέρα τον κανονικό του φρουρό που αρρώστησε ξαφνικά (;). Καθοδόν, 100-150 μέτρα πριν την εκκλησία, σε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό σημείο του δρόμου, κοντά στην πλατεία του Αναβρυτηρίου, συναντήθηκε με τους Μαυρομιχαλαίους, οι οποίοι τον χαιρέτησαν με σεβασμό και τον προσπέρασαν, χωρίς να τον κτυπήσουν εκεί, όπου οι συνθήκες ήταν περισσότερο κατάλληλες. Οι Μαυρομιχαλαίοι, φθάνοντας πρώτοι στην εκκλησία, στάθηκαν έξω από αυτή (ως υπόδικοι που ήταν): Ο Κωνσταντίνος στο δεξί (ως προς τον εισερχόμενο) τμήμα της θύρας του ναού, ακουμπώντας στον τοίχο, με μέτωπο προς την οικία του υπουργού Ροδίου, δηλαδή αντίθετα από την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο κυβερνήτης, ο δε Γεώργιος περίπου στο μέσον της στενής θύρας, στο βάθος του εσωτερικού πλατύσκαλου, 1,20-1,50 μ. από τον δρόμο με μέτωπο προς το εσωτερικό του ναού. Ο κυβερνήτης με τους φρουρούς του πλησίασε την είσοδο της εκκλησίας, αποκαλύφθηκε με το αριστερό χέρι για να κάνει με το δεξί χέρι τον σταυρό του (και όχι βέβαια για να χαιρετήσει τους Μαυρομιχαλαίους, τους οποίους είχε ήδη συναντήσει και χαιρετήσει).
Η δολοφονία του Καποδίστρια
Μπροστά από τον Κωνσταντίνο, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, βρισκόταν ένας «ξηρακιανός νέος με μαύρην καππόταν», ενώ ένας άλλος άγνωστος νέος (αναφέρθηκε από τον Γεώργιο, στην κατάθεσή του ως ζητιάνος) στεκόταν στο αριστερό, ως προς τον εισερχόμενο, τμήμα της θύρας του ναού. Ο Κωνσταντίνος διαπίστωσε κάποια ύποπτη κίνηση (τράβηγμα όπλου;), είτε του Κοζώνη είτε του «ξηρακιανού νέου» που στεκόταν μπροστά του. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως κινδύνευε ο ίδιος. Αντέδρασε πηδώντας στο μέσον του δρόμου και ταυτόχρονα πυροβολώντας εναντίον του υπόπτου. Επειδή όμως βρισκόταν εν κινήσει, αστόχησε και η βολή του εξοστρακίσθηκε στον τοίχο της εκκλησίας, εκεί που στεκόταν προηγουμένως ο ίδιος (το ίχνος υπάρχει ως σήμερα). Ο Καποδίστριας αιφνιδιάσθηκε από το άλμα του Κωνσταντίνου και το άκουσμα του πρώτου πυροβολισμού, και έστρεψε το κεφάλι του δεξιά και πίσω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πυροβολήθηκε εξ επαφής στο πίσω μέρος του ινιακού οστού, λίγο πάνω από το δεξί αυτί, από τον «ξηρακιανό νέο» ή από τον Κοζώνη. Ο τελευταίος είτε πυροβόλησε είτε όχι, πιθανότατα ήταν μυημένος στη συνομωσία, δεδομένου πως δεν κατονόμασε αυτόν που πυροβόλησε, αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν ο Κωνσταντίνος, τον οποίον δεν είδε να πυροβολεί αλλά τον άκουσε (!).
Ταυτόχρονα, ο ζητιάνος που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της θύρας του ναού, τον κτύπησε με ένα μαχαίρι μήκους μεγαλύτερου του ενός ποδός (33 εκ.) και πλάτους 8-9 εκ. Με βάση το μήκος της πύλης εισόδου του μαχαιριού στο σώμα του κυβερνήτη και το σύνηθες ιχθυοειδές σχήμα των μαχαιριών, υπολογίζεται πως πρόκειται για μάχαιρα μήκους 40-45 εκ. Το όπλο αυτό δε βρέθηκε ποτέ (το αποδιδόμενο στον Γεώργιο μαχαιρίδιο δε θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο μεγάλο τραύμα). Ο στρατιώτης Καραγιάννης πυροβόλησε τον ευρισκόμενο πλέον πολύ κοντά του (στην αρχή του ανηφορικού μονοπατιού) Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη στην κοιλιά, ο οποίος προσπάθησε τραυματισμένος να τρέξει στο ανηφορικό δρομάκι. Ο υπαξιωματικός Βούλγαρης, ευρισκόμενος συμπτωματικά (;) ένστολος και ένοπλος μέσα στην εκκλησία (η μονάδα του βρισκόταν στον Πλάτανο, 200 μέτρα από την εκκλησία), καταδίωξε τον τραυματισμένο Κωνσταντίνο, (ο οποίος αν και είχε ακόμη μία πιστόλα γεμάτη, δεν αμύνθηκε!), τον πρόφθασε και τον λόγχισε. Σχεδόν αμέσως κατέφθασαν ακόμη έξι στρατιώτες, υπό τον Μομφεράτο, (πως άραγε κατάφεραν να φθάσουν τόσο γρήγορα από τον Πλάτανο, αν κάποιος δεν τους είχε ειδοποιήσει από πριν;) και συνέχισαν βάναυσα (ανεπίτρεπτα, για έναν δολοφόνο που θα μπορούσε να έχει συλληφθεί) να κτυπούν τον Κωνσταντίνο, ο οποίος τελικά και πυροβολήθηκε στο κεφάλι από τον στρατηγό Φωτομάρα (δήθεν για να τον γλύτωσει από το μαρτύριό του). Ο Γεώργιος διαπιστώνοντας την εμπλοκή του θείου του στο συμβάν, και χωρίς να έχει καταλάβει στην πραγματικότητα τι συνέβη, διέφυγε τρέχοντας, καταδιωκόμενος από δύο στρατιώτες, προς την κατοικία του Στρατιωτικού Διοικητή Ναυπλίου, στρατηγού Γεράρδου, θεωρώντας ότι εκεί θα ήταν ασφαλής. Μετά από πολλές απόπειρες να εισέλθει σε κάποιο σπίτι, ανακάλυψε (κατά περίεργο τρόπο, αφού ήταν πολύ νωρίς το πρωί) την πόρτα του σπιτιού του ταγματάρχη Βαλλιάνου ανοικτή, στο οποίο και εισήλθε. Ακολουθώντας τον Βαλλιάνο, από μια πορτούλα του κήπου πέρασε στην κατοικία του Γάλλου αντιπρέσβη Ρουάν, δηλώνοντας αθώος και ζητώντας να τον παραδώσουν στη νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδας (δεν ζήτησε άσυλο, όπως υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί).
Κατά τη διάρκεια της δίκης και στην προσπάθεια να εφευρεθούν και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον των Μαυρομιχαλαίων, εμφανίσθηκε ένα πλαστό ιατρικό ανακοινωθέν (στο οποίο γίνεται προσπάθεια να ανασκευασθεί το μέγεθος των τραυμάτων του κυβερνήτη), αλλά και το γνωστό μαχαιρίδιο που αποδόθηκε στον Γεώργιο. Δε λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων, τόσο για την παρουσία των δύο αγνώστων μπροστά στην εκκλησία (δεν αναζητήθηκαν από το δικαστήριο) όσο και για την παρουσία δύο ακόμη άγνωστων φουστανελλοφόρων που επέβαιναν σε μια άμαξα και συμμετείχαν στην επιχείρηση κατά του κυβερνήτη, αλλά ούτε και η κατάθεση της Παρασκευούλας (που βρισκόταν στο παράθυρο του σπιτιού της, κοιτάζοντας προς την εκκλησία), η οποία δεν είδε ποτέ τον Κωνσταντίνο να πυροβολεί τον κυβερνήτη. Η κατάθεση του Γ. Τερζή (Ράπτη) η οποία αθώωνε τους Μαυρομιχαλαίους, εξαφανίσθηκε μυστηριωδώς από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ενώ εκτός από τον Καραγιάννη, κανείς από τους μάρτυρες δεν κατονόμασε τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Επίσης τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνουν και τα ημερολόγια δύο Ευρωπαίων περιηγητών, ενός Σκώτου και ενός Ουαλλού, τα οποία όμως από το 1979 και μετά, κατά έναν περίεργο τρόπο έχουν εξαφανισθεί (!).
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δικάσθηκε από το στρατοδικείο (γεγονός αντισυνταγματικό, διότι είχε διατελέσει πρωθυπουργός της Ελλάδας), κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Καραγιάννης, αν και αρχικά είχε καταδικασθεί σε θάνατο, άλλαξε την κατάθεσή του εναντίον των Μαυρομιχαλαίων, με αποτέλεσμα να απαλλαγεί (!) Η εκτέλεση του Γεωργίου επισπεύσθηκε, «κλείνοντας» την υπόθεση. Κατά την εντός του Ναυπλίου διαδρομή του προς το σημείο της εκτέλεσης του (Πλάτανος), ο Γεώργιος πέρασε κάτω από το σπίτι όπου κρατείτο ο Πετρόμπεης και ζήτησε να τον δει, αλλά του απαγορεύθηκε από τις Αρχές. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι είχε μεταφερθεί από τον Καποδίστρια από τον ανεμόμυλο, όπου κρατείτο, στο σπίτι του στο Ναύπλιο και ο Γεώργιος ήδη το γνώριζε. Αρνούμενος κάθε ενοχή, έδωσε ο ίδιος το παράγγελμα προς το εκτελεστικό απόσπασμα, φωνάζοντας προς το συγκεντρωμένο πλήθος «Ομόνοια αδέλφια».
Μετά την εκτέλεση του Γεωργίου, το θέμα της δολοφονίας του Καποδίστρια, σε συνδυασμό και με τις μεγάλες εθνικές εξελίξεις, άρχισε σιγά-σιγά να λησμονείται, ενώ και οι σχετικές δημοσιεύσεις για συνομωσία σταμάτησαν.
Πίνακας του Γεώργιου Μαυρομιχάλη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πέρα από τις θεωρίες συνομωσίας που ο καθένας θα μπορούσε να επικαλεσθεί αλλά δύσκολα να αποδείξει, είναι γεγονός ότι στην υπόθεση της δολοφονίας του Καποδίστρια παραμένουν ορισμένα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τους δράστες. Η σχέση του Καποδίστρια με τους Μαυρομιχαλαίους υπήρξε πράγματι θυελλώδης. Δεν πρέπει να λησμονούμε όμως ότι ο Πετρόμπεης ήταν από τους πρώτους που προσπάθησαν να πείσουν τον Καποδίστρια να εγκαταλείψει την Αυλή του τσάρου και να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, γεγονός που αποδεικνύεται και από την κωδικοποιημένη αλληλογραφία τους από το 1818.
Μια δεύτερη διαπίστωση αφορά τη στάση της αγγλικής κυβέρνησης, η οποία 180 χρόνια μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια συνεχίζει να θεωρεί τον φάκελο της υπόθεσης που υπάρχει στα Βρετανικά Αρχεία «άκρως απόρρητον», μη επιτρέποντας την πρόσβαση σε αυτόν. Τι έχουν λοιπόν να κρύψουν οι Άγγλοι, οι οποίοι σε άλλες περιπτώσεις δίνουν πολύ εύκολα στη δημοσιότητα απόρρητα αρχεία τους και μάλιστα νεώτερων χρόνων; Εξάλλου ακόμη και οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν πληρωμένοι δολοφόνοι, πιστοποιούν έμμεσα την ύπαρξη συνομωσίας, αφού κάποιοι θα πρέπει να κίνησαν τα νήματα από το παρασκήνιο πληρώνοντας τους Μαυρομιχαλαίους και στήνοντας το σκηνικό, όπως πραγματικά ήθελαν.
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν η πρώτη πολιτική δολοφονία αρχηγού κράτους στη Νεώτερη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας. Η ανάμιξη της Αγγλίας και της Γαλλίας θεωρείται πλέον δεδομένη. Το νέο ελληνικό κράτος ξεκινούσε τον ελεύθερο βίο του με μία πράξη που αποτελούσε ταυτόχρονα μήνυμα και προειδοποίηση προς κάθε κατεύθυνση. Αμέσως μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ακολούθησε χάος και αναρχία. Ο επικεφαλής της Προσωρινής Διοίκησης, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο οποίος αποτελούσε σκιά του νεκρού αδελφού του, αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη. Το χάος αυτό άνοιξε τον δρόμο για την επιβολή της «Ελέω Θεού» βασιλείας του Όθωνα. Ίσως σ' αυτό να απέβλεπαν οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη δολοφονία του Καποδίστρια, του ανθρώπου ο οποίος με απίστευτους διπλωματικούς ελιγμούς, τους «εγκλώβισε» στην αναγκαιότητα της αναγνώρισης του ελληνικού κράτους και ο οποίος δεν ήταν εύκολο να δεχθεί μοναρχίες και απολυταρχικά καθεστώτα τέτοιου τύπου. Λίγο πριν το τέλος του, είχε αναφέρει στον Γάλλο ιστορικό και περιηγητή Μισό, όταν ρωτήθηκε αν η Ελλάδα έμελλε να γίνει βασίλειο ή δημοκρατία: «Ένα τέτοιο πράγμα δε θα ήτο και τόσο εύκολον! Ανηγέρθη πολλάκις ναός προς τον αληθή Θεόν εκ των στηλών του Διός και της Αθηνάς. Πώς όμως θα ιδρυθή θρόνος επί του εδάφους των αρχαίων δημοκρατιών και εκ της κόνεως αυτών;»
ΠΗΓΗ: historical-quest.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου