Το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» («The little match girl») είναι μία από τις πιο γνωστές και διαχρονικές ιστορίες του διάσημου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κι ένα από τα πλέον αγαπημένα παραμύθια μικρών και μεγάλων.
Η ιστορία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845. Λέγεται πως ο Άντερσεν την εμπνεύστηκε από μια ξυλογραφία του γνωστού Δανού καλλιτέχνη, Γιόχαν Τόμας Λόντμπι, που είχε τυπωθεί σ’ ένα ημερολόγιο του 1843. Στη ξυλογραφία αυτήν απεικονίζoταν ένα φτωχό παιδί να πουλάει σπίρτα. Άλλοι υποστηρίζουν πως ο συγγραφέας την εμπνεύστηκε μετά από ένα ταξίδι του στην Μπρατισλάβα, το 1841, όπου έγινε μάρτυρας της καταστροφής της πόλης Ντέβιν από πυρκαγιά, και είδε πολλές μητέρες να ψάχνουν για τα χαμένα τους παιδιά.
Το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» δεν είναι το κλασικό παραμύθι με το ευτυχισμένο τέλος που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε – αν και για τη μικρούλα ήταν μάλλον αυτό που επιθυμούσε περισσότερο. Τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει είναι κάπως ‘σκληρά’, αλλά απόλυτα ρεαλιστικά: οι περισσότεροι από μας, ιδίως την εποχή των γιορτών, κατακλυζόμαστε από μια καταναλωτική μανία άνευ προηγουμένου. Προσπερνάμε έτσι, πολλές φορές αυτά που έχουν την πραγματική σημασία στη ζωή ή αδιαφορούμε, χαμένοι στις προσωπικές μας ανάγκες κι επιθυμίες, εκείνους που έχουν σταθεί λιγότερο τυχεροί από εμάς και μας ικετεύουν, με ένα απλωμένο χέρι ή με ένα παρακλητικό βλέμμα, να τους αφιερώσουμε λίγα λεπτά από το χρόνο μας.
Η μικρή ηρωίδα της ιστορίας αντιπροσωπεύει τη φτώχια, την απελπισία, τη μοναξιά και τον πόνο. Έχοντας απομείνει ολομόναχη στον κόσμο, δεν έχει πλέον κανέναν να στραφεί, κανέναν να τη βοηθήσει. Καταλήγει λοιπόν στο σημείο να χαίρεται, όταν βλέπει τη νεκρή γιαγιά μπροστά της και καταλαβαίνει πως θα πεθάνει! Από την άλλη, οι δευτερεύοντες ήρωες, οι περαστικοί που αδιαφορούν στη θέα της μικρούλας, είναι άνθρωποι που –δυστυχώς υπάρχουν παντού γύρω μας. Είναι η προσωποποίηση της αδιαφορίας για τον συνάνθρωπο, της αναλγησίας, του εγωισμού. Είναι εκείνοι που, χαμένοι στις υποχρεώσεις τους ή στην ανάγκη τους να εντυπωσιάσουν, έχουν ξεχάσει ποιο είναι το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων: η αγάπη και η προσφορά.
Εκτός από το κλασικό, πρωτότυπο τέλος της ιστορίας, έχουν δημοσιευτεί κι άλλες βερσιόν σε παιδικά βιβλία, όπου η ταλαιπωρημένη μικρούλα βρίσκει τελικά την ευτυχία, όταν μια οικογένεια την ανακαλύπτει να στέκεται ξεπαγιασμένη στα σκαλιά του σπιτιού της και αποφασίζει να την υιοθετήσει. Έτσι, το κοριτσάκι βρίσκει έναν πατέρα, μία μητέρα και αδέλφια, που την αγκαλιάζουν και την καλωσορίζουν στο σπιτικό και την καρδιά τους.
Έχοντας διαβάσει προσωπικά και τις δύο εκδοχές, μπορώ να πω πως μου άρεσαν εξίσου. Στην πρωτότυπη το κοριτσάκι σταματάει μεν να ταλαιπωρείται και να βασανίζεται, ακολουθώντας τη γιαγιά του σ’ ένα μέρος χωρίς κρύο και φόβο, αλλά και η εναλλακτική, με το απόλυτο happy end της, με γέμισε με ελπίδα και μ’ έκανε να χαμογελάσω. Όπως και να έχει, μιλάμε για μια ιστορία γεμάτη κοινωνικά μηνύματα, που θα πρέπει να εντυπωθούν καλά στο μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη-αποδέκτη. Αυτό είναι που έχει την περισσότερη σημασία. Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, αυτές τις Άγιες μέρες κι εκείνους που δεν είναι τόσο τυχεροί όσο εμείς. Ας έχουμε ανοιχτά τα μάτια, τα αυτιά, την αγκαλιά και την καρδιά μας.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Παραμονή Πρωτοχρονιάς: οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που βάδιζαν βιαστικοί, φορτωμένοι ψώνια και δώρα. Σε μια γωνιά ένα μικρό κορίτσι, ντυμένο με κουρέλια που δεν μπορούσαν να το προστατέψουν από την παγωνιά, προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή τους και να τους πουλήσει έστω ένα σπίρτο. Κανείς όμως δεν έδινε σημασία στην απελπισμένη μικρούλα. Κι εκείνη έτρεμε από κρύο κι από φόβο, μιας και αν γύριζε στην τρώγλη όπου έμενε χωρίς να έχει πουλήσει την πραμάτεια της, την περίμενε άγρια τιμωρία από τον πατριό της.
Περπατώντας στους δρόμους, χάζευε αφηρημένη τις χαρούμενες, γιορτινές, οικογενειακές στιγμές που έπιανε βιαστικά το μάτι της μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών που προσπερνούσε. Η καρδιά του κοριτσιού μάτωνε στη σκέψη των δικών της αγαπημένων ανθρώπων, που ήταν όλοι τους από καιρό πεθαμένοι.
Μην αντέχοντας το κρύο, το κοριτσάκι κούρνιασε σε μια γωνιά κι αποφάσισε ν’ ανάψει ένα σπίρτο, προκειμένου να ζεσταθεί. Στη λάμψη της φλόγας του είδε ένα υπέροχο όραμα: χριστουγεννιάτικα πολύχρωμα στολίδια και δώρα, αναμμένα τζάκια και ένα τραπέζι στρωμένο με κάθε είδους φαγητά. Δυστυχώς όμως, η φλόγα έσβησε και το όραμα χάθηκε. Αμέσως, η μικρή άναψε ένα δεύτερο σπίρτο, και είδε αυτήν τη φορά σε όραμα την αγαπημένη της γιαγιά, που της έδειχνε τον ουρανό. Σηκώνοντας το κεφάλι, η μικρούλα είδε ένα πεφταστέρι και συλλογίστηκε πως εκείνη τη στιγμή κάποια ψυχή πέθαινε και ταξίδευε προς τον παράδεισο. Μη θέλοντας να χαθεί το όραμα της γιαγιάς της, συνέχισε να ανάβει τα σπίρτα το ένα μετά το άλλο, προσπαθώντας να διατηρήσει τη μορφή της γριάς γυναίκας όσο περισσότερο μπορούσε.
Η γιαγιά άπλωσε το χέρι στη μικρούλα, λέγοντάς της πως θα την έπαιρνε μαζί της, σ’ ένα μέρος που δε θα ένιωθε ποτέ πια κρύο, λύπη ή πείνα. Εκείνη χαμογέλασε κι έπιασε ευτυχισμένη το χέρι της γιαγιάς της. Το επόμενο πρωινό, οι διαβάτες αντίκρισαν το νεκρό, παγωμένο σώμα του μικρού κοριτσιού. Στα χείλη του ήταν αποτυπωμένο ένα αχνό χαμόγελο και δίπλα στα ξυλιασμένα δάχτυλα των χεριών του πεταμένα αναρίθμητα καμένα σπίρτα.
Πηγή: thedailyowl.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου