Το βουκολικό τραγούδι, καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα, από πανάρχαια χρόνια.
Τραγουδούσαν τα βουκολικά τραγούδια συνοδεύοντας τα, με το πρωτόγονο σουραύλι τους, οι αρχαίοι τσοπάνηδες.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρεται ότι: «Τέρπονται σύριγξι οι νομήες».
Λαός προικισμένος μ’ έμφυτη αγάπη στην ποίηση ο λαός της ευλογημένης τούτης χώρας, που οι φυσικές της ομορφιές,
το εξαίσιο κλίμα της και το φως της φτερώνουν την ψυχή,
ακόμα και την πιο σκληρή και ακαλλιέργητη την βυθίζουν
στην έκσταση και την υποβολή, βρήκε τον τρόπο να τραγουδήσει με αφέλεια και απλότητα αρχικά, με μέσα περίτεχνα αργότερα.
Κάποιοι σοφοί μελετητές της ζωής των Ελλήνων, υποστηρίζουν
ότι τα βουκολικά τραγούδια πρωτοφάνηκαν στην Σπάρτη, τον καιρό του Τρωϊκού πολέμου.
Σε μια γιορτή της Αρτέμιδος οι παρθένες που κατά την συνήθεια, υμνούσαν τη θεά, φοβισμένες για «την εκ του πολέμου ταραχήν», κρύφτηκαν κι αντί γι’ αυτές, μπήκαν στο ναό μερικοί βοσκοί
και έψαλαν δικές τους ωδές.
Ήταν ωδές πρωτόγονες, συνθεμένες από τους ίδιους, για την Αρτέμιδα, τη μεγάλη θεά που ήταν κατά τον Όμηρο η «πότνια θηρών», η θεά των αγρίων ζώων, που έπρεπε να τάχουν καλά μαζί της, αν ήθελαν να είναι απείραχτα τα κοπάδια τους. Η θεά της φύσης, που λατρευότανε στα δάση και στις πηγές.
Γι’ αυτό οι τσοπάνηδες της Σπάρτης, ζώντας στα παχιά βοσκοτόπια ολημερίς, έχοντας να παλέψουν με τ’ αγρίμια που σπαράζανε τα κοπάδια τους, με τους χειμάρρους, με την αναβροχιά, μ’ όλα τα στοιχεία που κυβερνούσε η θεά.
Σ’ εκείνη ατενίζανε με δέος και μ’ ελπίδα και της ταίριαζαν ύμνους
που τους τραγουδούσαν συνοδεύοντάς τους, με τη φλογέρα απάνω στου περήφανου Ταύγετου τις πλατωσιές ή τις ολάνθιστες όχθες του Ευρώτα.
Τα τραγούδια των βοσκών, τόσο αρέσανε στο λαό της Σπάρτης, ώστε γίνηκε έθιμο,να τραγουδιόνται κάθε χρόνο στη γιορτή της θεάς, ένα έθιμο που κράτησε αιώνες.
Άλλοι πάλι λένε, στη Σικελία, την ωραία χώρα της δυτικής Ελλάδας,
καθιερώθηκαν τα βουκολικά τραγούδια από τον Ορέστη, που έφερε
από του Ταύρους της Σκυθίας το ξόανο της Αρτέμιδος. Ένας χρησμός του όρισε, να λουστεί στα επτά ποτάμια που έχουν την ίδια πηγή.
Πήγε στο Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας για να ξεπλύνει το έγκλημα που είχε διαπράξει στους «διαχώρους ποταμούς» .
Μετά πήγε στην Τυνδαρίδα, που οι κάτοικοι υποδέχτηκαν το ξόανο της θεάς πανηγυρικά και το υμνήσανε με δικά τους βουκολικά τραγούδια.
Στους ώμους τους είχαν κρεμάσει πίτες και ασκιά γεμάτα κρασί,
στα χέρια τους κρατούσαν αγκλίτσα ~ αγκούλα, αγκύλη, από το αγκύλος = κυρτός, καμπύλος~.
Από τότε καθιερώθηκε να γιορτάζουν έτσι τη θεά κάθε χρόνο.
Συχνά οι βοσκοί μετά την τελετή παραβγαίνανε στο τραγούδι
«αμιλλώμενοι αμοιβαίας αοιδάς» κι’ οι νικητές παίρνανε από τους νικημένους, μια πίτα για έπαθλο.
Σε συμπόσια που γίνονταν στα πανηγύρια αυτά πολλοί
αυτοσχεδιάζανε πειραχτικά ή εγκωμιαστικά τραγούδια, όπως κάνουν και σήμερα στην Κρήτη.
Αλλά το βουκολικό τραγούδι έχει συνδεθεί και με τον Πάνα,
θεότητα καθαρά Ελληνική, που έχει πρώτη πατρίδα την Αρκαδία κι όπου λατρευότανε, όσο κι ο Δίας και ο Ερμής.
Το θρόισμα των φύλλων και των καλαμιών με την πνοή της αύρας
συνθέτουνε μέσα στη σιγαλιά των βουνών και των δασών
μια ασύγκριτη μελωδία.
Η μελωδία αυτή ήταν έργο του θεού, που ζούσε στο ύπαιθρο,
που πλανιότανε ανάμεσα στις φυλλωσιές και τις ρεματιές,
που ξάπλωνε κάτω από τα πεύκα ή μέσα στις σπηλιές.
Ο τραγοπόδης Πάνας ήτανε θεός της μουσικής.
Η ποιμενική θεότητα που τους έδινε χαρά, ξεκούραση, διασκέδαση. Εκείνος έκανε δροσερό το νεράκι των πηγών, εκείνος τους έστελνε πλούσιο κυνήγι.
Εκείνος τους βοηθούσε να μαθαίνουν τη φλογέρα και να ταιριάζουν σ’ αυτή δικούς τους σκοπούς, εκείνος ευλογούσε τις αγάπες τους.
Εκείνος όταν οργιζότανε έκανε να τσακίζονται τα κλωνάρια των δέντρων, να πλημμυρίζουν οι χείμαρροι, να τουρτουρίζουν από το κρύο τα κοπάδια. Ήταν το κακό, το γεμάτο μοχθηρία πνεύμα, ο Σινόεις Παν, όπως τον ονόμασε ο Παυσανίας.
Άσβηστη φωτιά έκαιγε στο σπουδαιότερο ιερό του Πανός στην Αρκαδία.
Πολλοί θέλαν τον Πάνα, πατέρα του βουκολικού τραγουδιού.
Ποια είναι η πιστή μαρτυρία, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα.
Το βουκολικό τραγούδι πήγασε, από τον ίδιο το λαό, όπως πηγάζουν
όλα τα δημοτικά τραγούδια κάθε τόπου.
Η παράδοση λέει πως όταν γκρεμίστηκαν οι ναοί στην Ελλάδα
και επικράτησε η νέα θρησκεία, ένας καπετάνιος, ο Θάμας,
διασχίζοντας τη Μεσόγειο, άκουσε μέσα στη νύχτα μια θλιμμένη φωνή που έκραζε: «Ο Μέγας Παν απέθανε», κι ύστερα θρήνους από τη θάλασσα και τις ακτές για το χαμό του θεού.
Ο Παν όμως είναι το Παν το αθάνατο!!! Παριστάνεται τραγοπόδαρος, επειδή συμβολίζει το τέλειο ΟΝ το οποίο απέκτησε ανθρώπινη φρόνηση αλλά δεν αποσπάστηκε από τη φύση και τους αιώνιους νόμους της.
Παρέμεινε το ά-λογο και μαζί το εν-λογο το πλήρες ΟΝ.
'' Οι θεοί δεν αποθνήσκουν...η πίστη αποθνήσκει...του αχάριστου όχλου θνητών''μας λέει ο Καβάφης...στο ''Ιωνικόν''...!!!
~ Ο πίνακας απεικονίζει την «Ευτυχισμένη Αρκαδία» είναι του: Konstantin Makovsky με την ευγενή χορηγία της wikimedia commons~
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου