Ο αργαλειός ήταν ένας οικιακός μηχανισμός, μέσω του οποίου ασκήθηκε η παραδοσιακή και εξαιρετικά χρήσιμη τέχνη της ύφανσης, η οποία μεταδιδόταν από τη γιαγιά στην εγγονή και από τη μάνα στην κόρη. Εργαλείο που συντελούσε στην αυτάρκεια και στην οικιακή οικονομία των νοικοκυριών μιας περασμένης εποχής.
Ήταν ένα από τα αρχαιότερα οικιακά εργαλεία. Η παρουσία του αναφέρεται και στον Όμηρο, στην «Οδύσσεια», ως Ιστός. Η λειτουργία του ήταν απαραίτητη σε κάθε σπιτικό και συνέβαλε μέγιστα στην οικιακή οικονομία, έως τις αρχές της δεκαετίας 1970, οπότε η χρήση του άρχισε σταδιακά να εκλείπει. Το πολύτιμο εργαλείο στηρίζονταν επάνω σε τέσσερα ισομεγέθη και βαριά ξύλα, κυρίως κυπαρισσιού, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με άλλα πολλά μικρότερα, με ειδικούς αρμούς που φιλοτεχνούσαν ξυλουργοί.
Ο μηχανισμός του αργαλειού
Πλήθος τα εξαρτήματα του αργαλειού. Όλα τους ήταν άκρως απαραίτητα για τη λειτουργία αυτού του πανάρχαιου μηχανισμού και κατά συνέπεια για την κατασκευή των πολύτιμων, για το κάθε νοικοκυριό, υφαντών. Τα κυριότερα από αυτά ήταν τα δύο αντιά -ξύλινοι κύλινδροι που επάνω τους τυλίγονταν το νήμα και το ύφασμα-, τα χτένια, η κουρούνα, η ποταμίστρα, τα μιτάρια, η σαΐτα, τα μασούρια, τα ποδαρικά, οι σφίχτες κ.α. Το πιο δύσκολο και πολύπλοκο στην κατασκευή ήταν το χτένι το οποίο αποτελείτο από δεκάδες μικρά «δόντια» από καλάμι, μέσα από τα οποία περνούσε το στημόνι, κόκκινο ή λευκό νήμα, το οποίο τα τελευταία χρόνια οι νοικοκυρές το προμηθεύονταν και από το εμπόριο. Ανάμεσα στο στημόνι, γίνονταν η κύρια ύφανση – συγκράτηση του υφαντού.
Το αποτέλεσμα της λειτουργίας του αργαλειού ήταν εκπληκτικό. Πλήθος υφαντών που στοιβάζονταν με επιμέλεια στους «γιούκους» των φτωχικών εκείνων σπιτιών, ήταν αποτέλεσμα πολύπλοκης εργασίας, κατά την οποία η γυναίκα του σπιτιού, εφήρμοζε την τέχνη που είχε μάθει από τη γιαγιά ή τη μάνα, σκυμμένη για μέρες επάνω στον αργαλειό, χτυπώντας το χτένι ρυθμικά και δυνατά για να σφίξει το νήμα ανάμεσα στο στημόνι. Τέτοια υφαντά ήταν φλοκάτες, βελέντζες, σαγίσματα, κουβέρτες, κουρελούδες, γιουρντιά, σακούλια – ταγάρια, τραπεζομάντηλα, και πετσέτες. Πρώτη ύλη για την κατασκευή των υφαντών ήταν το νήμα το οποίο προέρχονταν από το μαλλί των αιγοπροβάτων, κυρίως όμως των προβάτων, μετά από την κουρά τους που γινόταν από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Το μαλλί το έβραζαν μέσα σε μεγάλα καζάνια για να καθαρίσει. Ύστερα το έλιαζαν στον ήλιο για να στεγνώσει και το έξαιναν με τα λανάρια (μεγάλα χτένια) για να το κάνουν τουλούπες, το πιο εκλεκτό δηλαδή μέρος του, το οποίο προορίζονταν για νήμα.
Σειρά είχε το γνέσιμο ή κλώσιμο, το οποίο γινόταν με τη ρόκα. Η νοικοκυροσύνη και η τέχνη της υφάντρας φαινόταν από το πόσο λεπτή έκανε την κλωστή του νήματος. Ύστερα, η νοικοκυρά τύλιγε το κλωσμένο νήμα επάνω στο αδράχτι, το οποίο στο κάτω μέρος του είχε για αντίβαρο το σφονδύλι. Το σφονδύλι συγκρατούσε το τυλιγμένο νήμα και ταυτόχρονα βοηθούσε στην περιστροφική κίνηση του αδραχτιού.
Όταν γέμιζε το αδράχτι, το άδειαζαν τυλίγοντας το νήμα στο τυλιγάδι από το οποίο μεταφερόταν πιο εύκολα στην ανέμη. Μετά από αυτό ακολουθούσε άλλο ένα στάδιο: η πολύπλοκη εργασία η οποία περιελάμβανε το ίδιασμα (διάσιμο) και την περαμάτιση. Πραγματοποιούνταν από έμπειρες υφάντρες σε ελεύθερο υπαίθριο χώρο του χωριού και μόλις τελείωναν ξεκινούσε πλέον η διαδικασία της ύφανσης στον αργαλειό....
Πηγή: Αγία Σοφία Blog, mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου