της Νικολέτας Μιχαλοπούλου,
Ο Αλκιβιάδης, ο γιος του Κλεινία, είναι ένα πρόσωπο που σκιάζει το αρχαιοελληνικό πάνθεον της πολιτικής της Αθήνας του 5ου αιώνα π. Χ. Είναι ο εξέχων πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός γύρω από το πρόσωπο του οποίου υφαίνεται ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Ο τελευταίος γνωστός απόγονος του γένους των Αλκμεωνίδων ήταν γοητευτικός και εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, ένας φαύλος, μα ικανότητος άνδρας που με την πανουργία και την περιπετειώδη του προσωπική ζωή άφησε το στίγμα του στην πολιτική και κοσμική αρχαία Ελλάδα παρά το άδοξο τέλος του.
Οι ευγενικές καταβολές
Ο Αλκιβιάδης, από την πλευρά του πατέρα του, φαίνεται να συνδέεται με τον ξακουστό Αίαντα τον Τελαμώνιο, ενώ, από τη μεριά της μητέρας του, με τον Κλεισθένη. Από βρέφος μεγάλωσε με την απώλεια της πατρικής φιγούρας. Ο πατέρας του, ο μεγάλος στρατηγός των Αθηναίων, Κλεινίας, πέθανε το 447 π. Χ. βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του. Η σύζυγός του, Δεινομάχη, και εξαδέλφη του ισχυρού άνδρα της Αρχαίας Αθήνας, Περικλή, εμπιστεύτηκε στον μεγάλο πολιτικό την τύχη της ίδιας αλλά και την κηδεμονία του γιου της. Ο Περικλής επιδίωξε ο Αλκιβιάδης από κοινού με τον αδελφό του, Αρίφρονα, να λάβουν εξαιρετική μόρφωση. Εξαιτίας της αριστοκρατικής καταγωγής τους η μόρφωσή τους επιβαλλόταν να είναι αντάξια της καταγωγής τους.
Η περιουσία του νεαρού Αλκιβιάδη τού επέτρεπε να ζει μέσα στην τρυφή. Η περιουσία της συζύγου του πολλαπλασίασε τα πλούτη του κι έτσι είχε τη δυνατότητα να σπαταλά γενναιόδωρα ποσά για τον ματαιόδοξο βίο του. Βέβαια αφειδώς προσέφερε μέρος των εσόδων για τις περίφημες αθηναϊκές λειτουργίες. Ο βιοπορισμός του προερχόταν από τους πολυτελείς στάβλους του στους οποίους φιλοξενούσε ίππους για αρματοδρομίες. Η ικανότητά του σε ό,τι αφορά τα άλογα αποδείχθηκε το 416 π. Χ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες στους οποίους τιμήθηκε με στεφάνι ελιάς δύο φορές για τις διαδοχικές του νίκες στο τέθριππο όπως αναφέρει ο Πλούταρχος και υμνεί ο Ευριπίδης.
Οι επιρροές του και η επιρροή του
Ο Αλκιβιάδης μαθήτευσε κοντά στους καλύτερους δασκάλους. Το μονοπάτι της ζωής του διασταυρώθηκε με τους δρόμους των λαμπρότερων διανοητών της εποχής του. Λάτρευε τον μεγάλο φιλόσοφο Σωκράτη. Τον θεωρούσε πολύ καλό του φίλο και ευεργέτη. Μα και ο δάσκαλος του μεριμνούσε με επιμονή για την ηθική διάπλαση του μαθητή του. Αμφότεροι απέδειξαν έμπρακτα την αφοσίωσή τους ο ένας στον άλλο διακυβεύοντας τις ζωές τους. Το 432 π.Χ. ο φιλόσοφος έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη στη μάχη της Ποτίδαιας ενώ το 424 π. Χ. ο θαρραλέος νεαρός έσωσε τον φιλόσοφο από βέβαιο θάνατο στη μάχη του Δήλιου. Ωστόσο ούτε οι νουθεσίες και ο υποδειγματικός βίος του κορυφαίου Σωκράτη ούτε η αυτοθυσία του ήταν επαρκείς για να τιθασεύσουν την άμετρη φιλοδοξία του ανήσυχου μαθητή.
Ούτε η μετριοφροσύνη, ούτε η φιλοπατρία ήταν χαρακτηριστικά του ατίθασου Αλκιβιάδη. Καθώς φαίνεται, στη διάνοια και στην ψυχή του είχαν βρει πρόσφορο έδαφος οι διδασκαλίες της σοφιστικής. Οι διακηρύξεις του Πρόδικου και του Πρωταγόρα, περί σχετικότητας της αλήθειας, καλλιέργησαν την καιροσκοπική ηθική στον νέο. Ο Θεόφραστος, ο διάδοχος του Αριστοτέλη στην Περιπατητική Σχολή, επισημαίνει πως ο εξέχων στρατηγός «είχε μία απεριόριστη ικανότητα να βρίσκει και να συλλαμβάνει ό,τι ήταν αναγκαίο κάθε φορά».
Οι προσλαμβάνουσες αυτές μαζί με την πηγαία γοητεία και το φυσικό του τάλαντο στη ρητορεία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα πολιτική του εξέλιξή. Η επιχειρηματολογία του σε συνδυασμό με την εξωτερική του εμφάνιση ήταν ακαταμάχητος συνδυασμός. Ο ίδιος ο Δημοσθένης παραδέχεται στον λόγο του “Κατά Μειδίου” ότι «ο Αλκιβιάδης εκτός από τα άλλα του προτερήματα ήταν και δεινότατος στον λόγο, ώστε κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί ως προς το λέγειν».
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τη δημηγορία του ενώπιον του λαού της Σπάρτης μετά την προσχώρησή του στο αντίπαλο στρατόπεδο : «καλός πατριώτης δεν είναι εκείνος ο οποίος αφού έχασε άδικα την πατρίδα του αρνείται να βαδίσει εναντίον της, αλλά εκείνος που προσπαθεί από πάθος να την ανακτήσει με κάθε τρόπο». Ο Αλκιβιάδης ουσιαστικά κάλυψε την προδοσία του πίσω από το προσωπείο του “ευπατρίδη”.
Ο Αλκιβιάδης ήξερε να ελίσσεται καλά στη διπλωματική κονίστρα. Υιοθετούσε εύκολα την κατάλληλη συμπεριφορά ανάλογα με τις περιστάσεις και τον τόπο που τον φιλοξενούσε. όπως αναφέρει ο Πλούταρχος: «Όσο καιρό ο Αλκιβιάδης έμενε στην Σπάρτη, γοήτευε τον λαό με την συμπεριφορά του και τους τρόπους του. Άρχισε να μιμείται τους Σπαρτιάτες ξυρίζοντας σύρριζα τα μαλλιά του, να λούζεται με πολύ κρύο νερό, να πίνει και αυτός μέλανα ζωμό, να φορά ρούχα απλά και να γυμνάζεται, όπως και εκείνοι. Την δυνατότητα αυτής της προσαρμογής δεν την έδειξε ο Αλκιβιάδης μόνο στην Σπάρτη. Στην Ιωνία αγαπούσε τις ηδονές και τις ασωτίες, στην Θράκη ήταν μέθυσος, στην Θεσσαλία επιδέξιος ιππέας και κοντά στον σατράπη Τισσαφέρνη ήταν πολυέξοδος και μεγαλοπρεπής, όπως ακριβώς οι επιφανείς Πέρσες. Και όλα αυτά τα έκανε, γιατί πίστευε ότι πρέπει να προσαρμόζεται στους τρόπους αυτών που συναναστρεφόταν, για να είναι ευχαριστημένοι μαζί του και όχι γιατί ήταν ευμετάβλητος.»
Στον πολιτικό στίβο
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Αλκιβιάδης ήταν αποδέκτης της τιμής και εκτίμησης των συμπατριωτών του καθώς ήταν από αριστοκρατικό γένος και είχε ισχυρή πολιτική κληρονομιά. Ήταν πολυμήχανος και διέθετε ευρύτητα σκέψης. Ήθελε να λάμψει, επεδίωξε το προσωπικό συμφέρον και χρησιμοποίησε όλα τα εφόδιά του για την επίτευξη των επιδιώξεών του. Άλλωστε η φυσιογνωμία του ήταν ηγετική και η σοφιστική διδασκαλία είχε μπολιάσει στην ψυχή του την θεωρία “περί του φυσικού δικαίου του ισχυρού” εξ απαλών ονύχων.
Ο Αλκιβιάδης ανήκε στον κύκλο των επιφανών ανδρών του αθηναϊκού Δήμου. Ο περιλάλητος άνδρας μετά τον θάνατο του κηδεμόνα του, Περικλή, το 429 π .Χ., τον διαδέχθηκε στην αρχηγεσία της δημοκρατικής παράταξης. Την Αθήνα τότε λοιδορούσαν οι δημοκόλακες. Πολιτικός του αντίπαλος ήταν ο συντηρητικός Νικίας. Παρόλο που ο Αλκιβιάδης είχε προλειάνει το έδαφος για να αναλάβει ο ίδιος τις διεργασίες για τη σύναψη ειρήνης ανάμεσα στην πατρίδα του και τη Σπάρτη, το 421 π. Χ. οι Σπαρτιάτες εμπιστεύτηκαν τον αντίπαλό του για την διεκπεραίωση των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο πόλεις. Ο Αλκιβιάδης πήρε το βάπτισμα του πυρός επίσημα ένα χρόνο αργότερα με την εκλογή του ως στρατηγού.
Ο φιλόδοξος στρατηγός είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για την πατρίδα του, αν και κατέγραψε γρήγορα αποτυχίες στο ενεργητικό του. Η μία ήταν όταν έπεισε τους Αθηναίους να συνάψουν συμφωνία ειρήνης με το Άργος, την Ήλιδα και τη Μαντινεία. Αυτό συνιστούσε ευθεία πρόκληση για τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι συνέτριψαν την αθηναϊκή συμμαχία. Βέβαια, ο υπερφίαλος Αλκιβιάδης όχι μόνο απέφυγε τον εξοστρακισμό του, αλλά κατόρθωσε και να αναστρέψει το κλίμα και να πετύχει τον εξοστρακισμό του κατήγορού του, Υπέρβολου. Παταγωδώς απέτυχε όμως και στην εκστρατεία στην Αμφίπολη, γεγονός που αμαύρωσε την υπερηφάνεια των Αθηναίων. Το αποκορύφωμα των λανθασμένων πολιτικών χειρισμών ολοκληρώνει η κατάληψη της Μήλου με την συνακόλουθη σφαγή των αρρένων και την πώληση του ευαίσθητου πληθυσμού ως σκλάβων.
«Ερμοκοπίδες»
Το όνομα του Αλκιβιάδη έχει συνδεθεί με ένα επονείδιστο περιστατικό που έλαβε μέρος στην Αθήνα τις παραμονές του απόπλου του στόλου για την εκστρατεία στη Σικελία. Το ανίερο και σκανδαλώδες επεισόδιο- που σπίλωσε διαπαντός τη δημοφιλή προσωπικότητα του στρατηγού- προκάλεσε κοινωνική αναταραχή και επηρέασε, εντέλει, την έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου.
Την αρχαία Αθήνα, όπως και όλη την ελληνική επικράτεια, κοσμούσαν οι ερμαϊκές στήλες, λαξευμένες σε ορθογώνιο σχήμα, από πέτρα ή μάρμαρο. Αποτελούσαν στοιχείο σήμανσης των οδών, οριοθέτησης της ιδιοκτησίας για τους πλουσιότερους και σύμβολα προστασίας από το κακό. Ως εκ τούτου στο πέρασμα των χρόνων απέκτησαν και λατρευτικές ιδιότητες.
Το πρωινό της 11ης Μαΐου του 415 π.Χ., λίγο πριν την αναχώρηση του Αθηναϊκού στόλου για τη Σικελία, οι Αθηναίοι εμβρόντητοι αντίκρισαν το επαίσχυντο θέαμα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας βάνδαλοι απέκοψαν τις κεφαλές από σχεδόν όλες τις Ερμές. Φυσικά οι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη κατηγόρησαν τον ίδιο και τους ιερόσυλους φίλους του για τη δολιοφθορά. Στο κατηγορητήριο συμπεριελήφθη το γεγονός ότι τα γεγονότα συνέβησαν υπό την επήρεια μέθης και ότι ο Αλκιβιάδης στο σπίτι του με την παρέα του αναπαριστούσαν τα Ελευσίνια μυστήρια με σκοπό τη μύηση. Αυτά ενίσχυσαν τις υποψίες για την ενοχή του. Στόχος των κατηγόρων του ήταν να απαξιώσουν ηθικά τον αντίπαλό τους, ένας άνθρωπος τόσο υπερφίαλος όπως ο Αλκιβιάδης, ο οποίος δε σεβάστηκε το ανώτερο μυστήριο όλων, θα ήταν ικανός ακόμα και να ηγηθεί της συμμορίας των «Ερμοκοπιδών».
Στην «Ελένη» του Ευριπίδη ο θεατής αφουγκράζεται τον αντίλαλο αυτής της ανόσιας πράξης δια στόματος του Χορού: «Πράματα ιερά, που ανίερο να τ’ αγγίζεις, μες στο σπίτι σου δοκίμασες». Είναι αξιοσημείωτο άλλωστε πως συχνά ο Αλκιβιάδης παρομοιαζόταν με την όμορφη Ελένη. Ίσως γι’ αυτό και ο Γερμανός φιλόλογος Χάρτουνγκ βρίσκει στην Ελένη του Ευριπίδη να καθρεπτίζεται ο φιλήδονος στρατηγός. Ωραίοι και εξόριστοι και οι δύο.
Η παράδοξη εξέλιξη μετά την μομφή κατά του Αλκιβιάδη δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Εκείνος ζήτησε την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς ήθελε να αποπλεύσει για τη Σικελία. Οι μηνυτές του όμως την απέφυγαν καθώς γνώριζαν ότι η υπόθεση θα είχε αίσια έκβαση για τον «έκφαυλο» αντίπαλό τους γιατί είχε ήδη οριστεί ως ένας εκ των επικεφαλής των στρατηγών της εκστρατείας. Άλλωστε Αλκιβιάδης ήταν ένα είδωλο της εποχής και λαοπρόβλητος ηγέτης ανάμεσα στους συστρατιώτες του. Η αθώωσή του θα ανανέωνε το γόητρό του αλλά και η ενοχή του πιθανόν να έκαμπτε το ηθικό του στρατεύματος. Για τους παραπάνω λογους, οι πολιτικοί του αντίπαλοι επιδίωξαν την αναβολή της εκδίκασης της κατηγορίας, η ιεροσυλία ξεχάστηκε για λίγο και ο Αλκιβιάδης κατέπλευσε στις Συρακούσες με τουλάχιστον 134 τριήρεις και 30.000 αξιόμαχους στρατιώτες.
Ωστόσο η μήνις των Αθηναίων πολιτών για τους βέβηλους προξενούσε νέες μηνύσεις πυροδοτώντας τις αντιπαλότητες στην πολιτική κονίστρα. Καθώς όλη αυτή η αναταραχή έλαβε μεγάλες διαστάσεις, οι Αθηναίοι ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη για να λογοδοτήσει. Το αθηναϊκό πλοίο «Σαλαμίνα» στάλθηκε στα σικελικά ύδατα για να παραλάβει τον κατηγορούμενο. Εκείνος έπεισε τους συμπατριώτες του να μεταβεί στην Αθήνα με δικό του πλοίο και τη συνοδεία του «Σαλαμίς». Στα μισά της πορείας ο πανούργος Αλκιβιάδης διέφυγε στην Πελοπόννησο. Έτσι, δικάστηκε ερήμην του. Η ποινή που ορίστηκε ήταν καταδίκη σε θάνατο και δήμευση της περιουσίας του.
Το μυστήριο των Ερμών παραμένει άλυτο έως σήμερα. Όμως ο σύγχρονος ιστοριοδίφης μπορεί με νηφαλιότητα να αντιληφθεί πως θα ήταν ευήθες ο Αλκιβιάδης να έχει προβεί σε μία τέτοια πράξη τη δεδομένη στιγμή. Τις παραμονές της Σικελικής εκστρατείας ο επικεφαλής του Αθηναϊκού στόλου δε θα ήταν σώφρον να διακινδυνεύσει την αποστολή στην οποία μπορούσε να λάμψουν οι στρατιωτικές του ικανότητες. Αντιθέτως, για τους Κορίνθιους και τους Συρακούσιους ήταν ζωτικής σημασίας να αποτραπεί η εκστρατεία, με κάθε μέσο, έστω και την τελευταία στιγμή. Ο Αλκιβιάδης αποτέλεσε το εξιλαστήριο θύμα του πολέμου.
Αλκιβιάδης: Ο Χαμαιλέων της Πολιτικής Ιστορίας
Μετά την αυτοεξορία του στη Σπάρτη ο Αλκιβιάδης χρημάτισε σύμβουλος του βασιλιά Άγι του Β’. Σε εκείνον οφείλεται η αποστολή του στρατηγού Γυλίππου στις Συρακούσες που κατέληξε στην επιτυχή έκβαση των εχθροπαραξιών υπέρ των Σπαρτιατών και η εγκατάσταση οχυρωματικής φρουράς στη Δεκέλεια που ανέκοψε τον ανεφοδιασμό των Αθηναίων από την ξηρά. Όμως η θέση του κοντά στον Άγι κινδύνευσε λόγω της περιπετειώδους προσωπικής του ζωής και από εκεί κατέφυγε στην Περσία, στον Τισσαφέρνη το 412 π.Χ.
Εκεί ο Αλκιβιάδης προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια των Περσών αλλά συνάμα και να εκμεταλλευτεί την τακτική του προς όφελός του. Ο Τισσαφέρνης του εμπιστευόταν τυφλά τη διαχείριση των δοσοληψιών του με τους Σπαρτιάτες. Η ρητορική δεινότητά του έπεισε τον βασιλιά να μειώσει τις δαπάνες για την ενίσχυση του στρατού των Σπαρτιατών. Παράλληλα ο Τισσαφέρνης ενέδωσε στη μείωση των μακροχρόνιων μαχών, γεγονός που θα εξασφάλιζε αναπλήρωση των σωματικών και των ψυχικών δυνάμεων του στρατεύματος.
Ο Αλκιβιάδης παρουσίαζε πυρετικά τις υπηρεσίες του στους Πέρσες ως προσφορά του για την πατρίδα του. Μα οι Αθηναίοι τον αποστρέφονταν. Δεν είχε διαμορφωθεί ακόμα το κατάλληλο κλίμα για την επιστροφή του. Προσπαθούσε να δελεάσει τους Αθηναίους προτείνοντάς τους περσική ενίσχυση, μα στην Αθήνα έτσι κι αλλιώς είχε καλλιεργηθεί μία περισσότερο απολυταρχική ατμόσφαιρα. Με την εγκαθίδρυση του ολιγαρχικού πολιτεύματος ο εξόριστος στρατηγός των Αθηνών επέστρεψε στη γεννέτειρά του. Η μετέπειτα επαναφορά των δημοκρατικών του «ανέθεσε» να αποκαταστήσει την επικυριαρχία των Αθηναίων στην ευρύτερη περιοχή του Ελλησπόντου. Το 407 π. Χ. ο Αλκιβιάδης δράττεται την ευκαιρία και επιστρέφει με θριαμβευτικές τυμπανοκρουσίες ως στρατηγός αυτοκράτωρ (με απόλυτη εξουσία).
Όμως η μοίρα έπλεκε το ζοφερό της αδράχτι για τη μοίρα των Αθηνών και μαζί και του έμπειρου διπλωμάτη. Το 406 π.Χ., παρ’ όλο που ο διορατικός Αλκιβιάδης συμβούλευσε τους Αθηναίους να μην αντιμετωπίσουν τον Λύσανδρο στους Αιγός ποταμούς, εκείνοι τον παράκουσαν με αποτέλεσμα την ήττα. Το μένος τους στράφηκε εναντίον του. Του απέδωσαν ευθύνες και τον αποκαθήλωσαν. Ο ίδιος κατέφυγε στον άνθρωπο που όπλισε- μαζί με τον Λύσανδρο και τους τριάκοντα- το χέρι των δολοφόνων του. Το 405 π.Χ. βρέθηκε στην αυλή του σατράπη Φαρνάβαζου. Λίγους μήνες αργότερα “έσβησε” ο Αλκιβιάδης, εκδιωγμένος από τη δημοκρατία που λοιδορούσε και προδομένος από την ολιγαρχία που υπηρέτησε.
Χωρίς ηθικές αναστολές
“Επιρρεπής στις απολαύσεις”, “άσωτος” και “φιλήδονος” είναι οι κυρίαρχοι χαρακτηρισμοί που έχουν αποδοθεί στον Αλκιβιάδη. Όχι άδικα. Από τον Πλούταρχο μάς είναι γνωστό πως την περιβολή του χαρακτήριζε η θηλυπρέπεια των πορφυρών αποχρώσεων. Τη δε πολεμική του εμφάνιση «κοσμούσε» χρυσή ασπίδα που έφερε ως παράσταση τον θεό Έρωτα με έναν κεραυνό στο χέρι.
Παράλληλα παρεκτρεπόταν στα συμπόσια. Τον αμύητο αναγνώστη σίγουρα θα τον σκανδαλίσει η αμφίσημη φιλία του απολωλότος μαθητή με τον μεγάλο φιλόσοφο Σωκράτη, όπως παρουσιάζεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Μα για τον μυημένο είναι η παραφορά του που εγείρει αντιδράσεις, καθώς επιχειρεί να προκαλέσει διαμάχη ανάμεσα στον Αγάθωνα και τον δάσκαλό τους. Μάλιστα πλέκοντας το εγκώμιο του φιλοσόφου, ο Αλκιβιάδης παραδέχεται τον θαυμασμό του στο πρόσωπό του και τη σοφία του. Ταυτόχρονα ομολογεί ότι είχε παρεξηγήσει τις προθέσεις του και τον επαινεί για την εγκράτειά του, καθώς, όσο και να τον προκαλούσε, επιβεβαιώνει πως ο Σωκράτης δεν επεδίωξε ποτέ τη σαρκική επαφή μαζί του. Και σίγουρα πιο ταιριαστό στο ήθος του Σωκράτη είναι πως αυτό που επιδίωκε ήταν αυστηρά η ηθική καλλιέργεια του ανεπίδεκτου μαθήσεως νέου.
Το ακόλουθο απόσπασμα από το Συμπόσιο (217b-c) του Πλάτωνα είναι αποκαλυπτικό της σχέσης των δύο ανδρών
“Έσηκώθηκα λοιπόν καί χωρίς πλέον νά τοΰ αφήσω καιρόν νά πρόσθεση τίποτε, τόν έσκέπασα μέ τόν μανδύαν μου , εξάπλωσα κάτω άπό τόν τρίβωνα τόν εδικόν του, έτύλιξα τά χέρια μου γύρω άπό τό σώμα του αληθινά δαιμονίου και εξαιρετικού αύτου όντος καί έμεινα πλαγιασμένος έτσι όλόκληρον τήν νύκτα. […] Ε λοιπόν μ’ όλα πού ‘καμα έγώ, αυτός έδείχθη τόσον ανίκητος άπό τά νεανικά μου θέλγητρα, τόσον τα περιεφρόνησε καί τά έγελοιοποίησε, τόσον μ’ έταπείνωσεν— καί ομως έπίστευα πώς κάποιαν άξίαν ειχεν αυτό τό πράγμα, κύριοι δικασταί, διότι δικασταί, ναί, είσθε τής υπερηφάνειας του Σωκράτους. Μάθετε λοιπόν, σας ορκίζομαι εις τους θεούς, είς τάς θεάς, έκοιμήθην καί έξύπνησα είς τό πλευράν του Σωκράτους, χωρίς να συμβή τίποτε περισσότερον παρ’ ο,τι αν ειχα κοιμηθή με τον πατέρα μου ή μ’ έvav αδελφόν μεγαλύτερον.”
Στην αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. οι εξωσυζυγικές σχέσεις ήταν επιτρεπτές αρκεί να διέπονταν από διακριτικότητα. Ο Αλκιβιάδης είχε απολέσει το μέτρο και σε αυτό. Νυμφεύτηκε την Ιππαρέτη, κόρη του πλουσιότερου άνδρα της εποχής. Ακόμη κι όταν εκείνη αγανακτισμένη του ζήτησε διαζύγιο, καθώς δεν άντεχε τις απιστίες του, εκείνος αρνήθηκε και την έσυρε από τα δικαστήρια στο σπίτι τους.
Λέγεται μάλιστα ότι οι ασωτίες του ήταν «καρποφόρες», καθώς απέκτησε αρκετούς νόθους απογόνους. Ένα παιδί, το οποίο ανέθρεψε ως νόμιμο, το απέκτησε με μία σκλάβα από τη Μήλο μετά την καταστροφή του νησιού το 416 π.Χ.. Επιπλέον το τελευταίο διάστημα της παραμονής του στη Φρυγία συζούσε με μία εταίρα, την Τιμάνδρα, με την οποία ήταν σύντροφοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Αλλά ο Αλκιβιάδης φαίνεται πως «συνηγόρησε» και στο πλέον απονενοημένο σκάνδαλο της εποχής. Την περίοδο που είχε αυτομολήσει στη Σπάρτη απέκτησε έναν γιο, τον Λεωτυχίδα, με τη βασίλισσα και γυναίκα του Άγι, Τιμαία . Η κομπορρημοσύνη του και ο ενθουσιασμός της Σπαρτιάτισσας βασίλισσας πρόδωσαν το μυστικό τους. Ο βασιλιάς, αφού δε μπορούσε να εναντιωθεί στους Εφόρους, που ήθελαν ο Αθηναίος στρατηγός να παραμείνει στη θέση του συμβούλου, εξανάγκασε τον Λεωτυχίδα να παραχωρήσει τη διαδοχή του θρόνου του στον Αγησίλαο. Ωστόσο για τον Αλκιβιάδη η παραμονή του στη Σπάρτη ήταν ριψοκίνδυνο διακύβευμα. Έτσι βρήκε καταφύγιο στο κατώφλι του σατράπη Τισσαφέρνη.
Το τέλος μιας πολυσχιδούς πολιτικής φυσιογνωμίας
Δεν είναι τυχαίο που ο θάνατος του ταλαντούχου στρατηγού και γοητευτικού ρήτορα, Αλκιβιάδη, συμπίπτει με τον όλεθρο των Αθηνών. Η δύναμη της δημοκρατικής Αθήνας καταποντίστηκε από την Πελοποννησιακή συμμαχία συμπαρασύροντας και τον ίδιο τον Αλκιβιάδη σε μία πτώση δραματική. Ο ίδιος άνθρωπος, που έβγαινε αλώβητος από κάθε μοιραία ανατροπή και συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της εποχής, γεύτηκε το τέλος ενός κοινού φυγόδικου.
Το 405 π.Χ. κυνηγημένος από Έλληνες και Πέρσες, δολοφονήθηκε στη Μέλισα της Φρυγίας, στην οποία στήθηκε η παγίδα του θανάτου του Αλκιβιάδη. Οι εκτελεστές του έβαλαν φωτιά στο σπίτι στο οποίο βρισκόταν με την τελευταία του σύντροφο, Τιμάνδρα. Εκείνος, όπως εξιστορεί ο Πλούταρχος, κατάφερε να εγκαταλείψει το οίκημα, σώζοντας τη σύντροφό του, όμως έπεσε νεκρός έξω από αυτό από βέλη.
Παράλληλα, στην Αθήνα συντελέστηκε ένα πρωτοφανές ατόπημα . Οι Αθηναίοι μέσα στο μισερό κουκούλι του πολέμου τυφλωμένοι από την ματαίωση των οραμάτων τους αποδίδουν ευθύνες στον Σωκράτη. Τον κατηγορούν ότι παρέσυρε τους νέους στη διαφθορά. Το στηρίζουν μάλιστα αυτό στο γεγονός ότι ο αγαπημένος μαθητής του και φίλος του, Αλκιβιάδης, πρόδωσε ουκ ολίγες φορές το κοινό συμφέρον για την εξυπηρέτηση των οικείων συμφερόντων και ότι συντάχθηκε με τον εχθρό. Μέσα σε ένα μήνα θα μετανοήσουν. Μα θα είναι αργά. Μοίρα της Αθήνας έγινε η πολιτική και πνευματική παρακμή της για να παραδώσει στη συνέχεια σε άλλη δύναμη τα πρωτεία της.
Ο Αλκιβιάδης, ο γιος του Κλεινία, ένας φυγάς και τυχοδιώκτης υψηλής καταγωγής έπλεξε με συνωμοσίες και προδοσίες το νήμα της σύγχρονής του Ιστορίας. Υπήρξε μία εξαίρετη διάνοια αλλά και άνθρωπος χωρίς ηθικούς φραγμούς. Ντρόπιασε τους οικείους του, πρόσβαλε την πόλη που τον ανάθρεψε και πρόδωσε τον λαό που τον λάτρεψε. Δεν ήταν μόνο η έκλυτη ζωή του που προκαλεί αίσθηση αλλά και η προπέτειά του. Η παντελής έλλειψη του μέτρου τον κατέστησε τον τέλειο ήρωα αρχαίας τραγωδίας. Με τα καμώματά του προκάλεσε την Ύβριν και τον τιμώρησε η Νέμεσις. Πέθανε ως άτιμος. Η Ιστορία, βέβαια, κράτησε για εκείνον μία θέση στα κιτάπια της. Αυτή του ωραίου μα πανούργου στρατηγού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου