ο Μιχάλης Μερακλής
Ο μεσσιανισμός, λέξη και όρος εβραϊκής προελεύσεως που έχει περάσει και στις άλλες γλώσσες, εκφράζει τη διαδεδομένη στους λαούς, ήδη από την αρχαιότητα, προσδοκία του ερχομού ενός λυτρωτή και αναμορφωτή της ανθρωπότητας, ενός Μεσσία.
Σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, γίνεται παραπομπή στον Προμηθέα (αν και είναι βέβαιο ότι ο προμηθεϊκός μύθος ήλθε απ’ έξω, πιθανώς από τους λαούς του Καυκάσου, βλ. Enzyklopaedie des Maerchens, τ. 4 [1984], στήλες 1087-93) ή στη γνωστή ρήση του Σωκράτη, στην Απολογία του, πως θα έλθει κάποιος λυτρωτής σταλμένος από το Θεό που νοιάζεται για τους ανθρώπους. Αλλά δεν πρέπει διόλου να αγνοηθούν τα ησιόδεια Έργα και Ημέραι με το μύθο για τα πέντε ανθρώπινα γένη, που είναι σκαλοπάτια που κατεβάζουν στην παρακμή: χρυσό, ασημένιο, χάλκινο, ηρωικό και σιδερένιο, στο οποίο επικράτησε η αδικία και η “ύβρις”.
Το ενδιαφέρον λοιπόν είναι ότι στη λαϊκή παράδοση, –ο Ησίοδος αντλεί από βαθιές λαϊκές ρίζες– αναπτύχθηκε και μια ρεαλιστική ή, έστω, ιστορική απαισιόδοξη αντιμεσσιανική δοξασία και πίστη: ότι καμιά λύτρωση δεν πρόκειται να έλθει, απεναντίας η ανθρωπότητα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Θα μείνω στη νεοελληνική παράδοση.
Υπάρχουν δύο τουλάχιστον παραδόσεις που τεκμηριώνουν αυτή την πίστη. Και τις δύο έχει περιλάβει ο Νικόλαος Πολίτης στο ανεκτίμητης σημασίας σώμα των λαϊκών παραδόσεων που εξέδωσε. Στην πρώτη, καθαρά αντιδιαστέλλεται προς το λαμπρό παρελθόν, όπου έζησαν άνθρωποι “αντρειωμένοι και γίγαντες”, ένα ολοένα περισσότερο εκφυλιζόμενο μέλλον: “Του παλιού καιρού οι αθρώποι δεν ήταν σαν τσι σημερνοί· ήτανε αντρειωμένοι, κι εμπορούσαν να σηκώσουνε με το ‘να του χέρι αυτό το χάλαρο, και να τονε σβουρίξει να πάει ώσπου θωρεί το μάτι σου. Η ανθρωπότη, παιδί μου, αχάμνησε· η συγχωρεμένη η λάλα μου μου λέενε το πως θα να ‘ρθει ένας καιρός να γίνουνε οι αθρώποι τόσο μικροί, που να ανεβαίνουνε στη ροβιθιά να τινάζουν τα ροβίθια”.
Ο Πολίτης, στα σχόλιά του, σημειώνει ότι η σταδιακή κατάπτωση της ανθρωπότητας αναφέρεται από το Ρωμαίο σατιρικό ποιητή Ιουβενάλη (60-140 περίπου) ο οποίος μνημονεύει και παραδείγματα εκσφενδόνισης τεράστιων λίθων από τους παλαιούς ανθρώπους και παρατηρεί ότι το σύγχρονό του γένος βρίσκεται σε κατάσταση ξεπεσμού και η γη τρέφει νάνους (εννοούμενους πια και ηθικά και πνευματικά) και πονηρούς ανθρώπους.
Η άλλη παράδοση δεν έχει αντιμεσσιανική αμεσότητα. Ίσως μάλιστα εκ πρώτης όψεως περιέχει το μεσσιανικό μήνυμα, τουλάχιστον στην αρχαία εκδοχή της· γιατί υπάρχει ήδη στην Οδύσσεια. Ο Οδυσσέας, στη ραψωδία λ, έχει κατεβεί στον Άδη, να πληροφορηθεί από το μάντη Τειρεσία, που είναι ήδη εγκάτοικος και αυτός του κάτω κόσμου, τι θα του συμβεί στο υπόλοιπο ταξίδι και τι πρέπει να κάνει. “Αφού ξεκάνεις, του λεει, τους μνηστήρες, να πάρεις ένα κουπί και να φύγεις, τραβώντας για λαούς που δεν γνωρίζουν τη θάλασσα, τρωνε φαΐ χωρίς αλάτι και δεν έχουν ιδέα από κουπιά κι από καράβια”. Του υπαγορεύει μάλιστα ο Τειρεσίας τον τρόπο με τον οποίο θα διαλέξει τον εντελλόμενο τρόπο: θα δείχνει το κουπί και θα ρωτάει τους ανθρώπους που θα συναντάει, τι πράγμα είναι αυτό. Όταν επιτέλους δεν θα ξέρουν τι είναι το κουπί και θα του απαντήσουν πως είναι ξύλο για το λίχνισμα του σιταριού, τότε να χώσει το κουπί στη γη, να κάνει θυσία στον Ποσειδώνα και να επιστρέψει πια στο σπίτι του, στην Ιθάκη, όπου θα θυσιάσει στους θεούς. Και κει, μακριά απ’ τις θάλασσες, θα τον βρει ο θάνατος σε βαθιά γεράματα κι ενώ γύρω του θα ζουν ευτυχισμένοι οι άνθρωποί του και ο λαός του.
Αλλά το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι πάλι ότι ο μύθος αυτός που έφτασε, μέσα από τους αιώνες, από στόμα σε στόμα, ως τις μέρες μας, διαφοροποιήθηκε ιδίως στο τέλος του, και μάλιστα ουσιαστικά. Ο Πολίτης έχει καταγράψει την ακόλουθη παραλλαγή από το Αιγαίο και από την Αχαΐα: “Ο αϊ-Λιάς ήταν ναύτης και πέρασε παραλυμένη ζωή. Ύστερα όμως μετανόησε για όσα έκαμε και εσιχάθη τη θάλασσα. Άλλοι πάλι λεν πως επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές εκόντεψε να πνιγεί, εβαρέθη τα ταξίδια και αποφάσισε να παει εις μέρος που να μην ηξεύρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάνει λοιπόν στον ώμο το κουπί του και βγαίνει στη στεριά, κι όποιον απαντούσε τον ερωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει. Όσο του έλεγαν “κουπί”, τραβούσε ψηλότερα. Ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που ηύρε κει τι είναι, και του λεν “ξύλο”. Κατάλαβε λοιπόν πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί, και έμεινε μαζί τους εκεί στα ψηλά”.
Δεν υπάρχει λοιπόν εδώ ο ερχομός κάποιου λυτρωτή, κάποιου λυτρωτικού τέλους για τους ανθρώπους, αλλά η κατάπαυση απλώς ενός ταλανισμένου απ’ τις εγκόσμιες ταραχές –αυτό μπορεί να σημαίνουν, μεταφορικά, οι θαλασσοδαρμοί και οι περιπέτειες του ναύτη– η καταφυγή του σ’ έναν ολότελα μακρινό τόπο.
Βέβαια ο Νικόλαος Πολίτης, σε άλλο μελέτημά του σχετικό με τις λαϊκές παραδόσεις για τον ήλιο (Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Β΄, σ. 147), γράφοντας για τον άγιο Ηλία και εξηγώντας γιατί “τον βάνουν πάντα στα ψηλώματα” (κατά κανόνα, πράγματι, τα εκκλησάκια που βλέπουμε σε κορυφές βράχων και βουνών είναι αφιερωμένα στον άγιο Ηλία), παρατηρούσε πως η λατρεία του αγίου πάνω στις κορυφές των βουνών είναι μεταφορά από την αρχαία ελληνική θρησκεία, γιατί ο Ηλίας ταυτίστηκε παρετυμολογικά με τον Ήλιο (ο οποίος στην αρχαιότητα ταυτιζόταν και με τον Δία που, ως θεός των μετεωρολογικών φαινομένων, λατρευόταν στις κορυφές των λόφων και των βουνών· βλ. και Γ. Α. Μέγα, Ελληνικές γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας, Εστία, Αθήνα 2001, σ. 272-3). Είναι αυτή μια προσφυής ερμηνεία, που όμως δεν μας εμποδίζει να εκτιμήσουμε –κάθε άλλο μάλιστα– τη μεταπλαστική ικανότητα της λαϊκής σκέψης, η οποία είτε δικές της ιδέες είτε ιδέες που παραλαμβάνει από το λόγιο πολιτισμό τις προσαρμόζει σε νέα δεδομένα. Έτσι και εδώ, στη νεοελληνική παράδοση, εκτοπίστηκε το ευτυχισμένο τέλος που προβλέπει ο Τειρεσίας.
Ίσως πάντως η απομάκρυνση του μεσαιωνικού αυτού μηνύματος να είχε αρχίσει από την αρχαιότητα κιόλας, δεδομένου ότι στην ίδια την Οδύσσεια, όπως μας έχει παραδοθεί, η εντολή, που δίνει ο μάντης στον Οδυσσέα, δεν πραγματοποιείται, έστω και αν ακόμα μια φορά ο πολύπλαγκτος ήρωας, όταν θα έχει φτάσει στο σπίτι του, θα την ανακοινώσει στην Πηνελόπη (ραψωδία ψ). Όπως συνοψίζω κάπου, ο Οδυσσέας θα της πει “ότι τα βάσανά τους δεν τέλειωσαν ακόμα, τους περιμένουν κι άλλα, αμέτρητοι πόνοι· έτσι μάντεψε η ψυχή του Τειρεσία την ημέρα εκείνη, όπου ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη να μάθει για το γυρισμό των συντρόφων του και των δικών του. Είναι μια φράση, που την πρόσεξαν περισσότερο από τους αρχαίους οι νεότεροι. Ταίριαζε περισσότερο στην οδύσσεια του νεότερου ανθρώπου. Η Πηνελόπη θέλει να μάθει λεπτομέρειες, εκείνος θα επαναλάβει την προφητεία του Τειρεσία, όπως του δόθηκε στη νέκυια: θα γυρίσει τόπους και τόπους, ώσπου να συναντήσει ανθρώπους που δεν θα ξέρουν τη θάλασσα, το αλάτι, το κουπί. Εκεί θα θυσιάσει στον Ποσειδώνα, ύστερα θα επιστρέψει στην πατρίδα (όπου θα τον βρει ένα γήρας μακαριστό), αφού θ’ αφήσει μπηγμένο στη γη το κουπί που θα κρατεί στα χέρια του και οι άνθρωποι εκείνοι θα το πάρουν για λιχνισήρι” (Μ. Γ. Μερακλής, Η Οδύσσεια του Ομήρου, Πατάκης, Αθήνα 1996).
Είναι πάντως μια αμφιλεγόμενη ευδαιμονία αυτή που σημαδεύεται από ένα κουπί μπηγμένο –σχεδόν θαμμένο– μέσα στη γη. Είναι αμφίβολη η ευδαιμονία, που συνίσταται στην απάρνηση όλων εκείνων που δόξασαν τον Οδυσσέα, που γέμισαν την αδηφάγο ψυχή του. Εννοώ τη θάλασσα, το αλάτι, το κουπί. Ας σημειώσω ακόμα ότι και ο νεκρός σύντροφός του Ελπήνωρ, που θα τον συναντήσει ο Οδυσσέας στη Νέκυια και θα εκλιπαρήσει τον αρχηγό του να του κάνει έναν τάφο όταν θ’ ανέβει στον επάνω κόσμο, γιατί μένει άταφος ακόμα και βασανίζεται, θα τον προκαλέσει ακόμα να βάλει πάνω στον τάφο του ένα κουπί: αυτό που κρατούσε ζώντας και κωπηλατούσε, μαζί με τους συντρόφους του!
Η συνηγορία του Καζαντζάκη
Όταν έγραφα πιο πάνω ότι την εντολή του Τειρεσία για την εκ νέου αναχώρηση του Οδυσσέα από την Ιθάκη, –που δεν είναι παρά μια μετακίνηση πιο πέρα του ποθητού τέρματος ή και οριστική ματαίωσή του όπως εξελίχθηκε,– την κατανόησαν καλύτερα οι νεότεροι, εννοούσα βέβαια τον Καζαντζάκη και τη δική του Οδύσσεια, στην οποία έδωσε τη συνέχεια που δεν έδωσε ο Όμηρος.
Αλλά ο Καζαντζάκης συμμερίζεται και την άλλη ιδέα για την σταδιακή φθορά, τον προοδευτικό ξεπεσμό του ανθρώπινου γένους, το συνεχές κατρακύλισμα, από το οποίο γλιτώνουν μόνο τα εξαιρετικά άτομα· όπως ο καπετάν Μιχάλης (που είναι όχι απλώς πατριώτης αγωνιστής, αλλά και πρότυπο, σε τελευταία ανάλυση, της καζαντζακικής “άσκησης”). Θαυμάζει τους παλαιούς “οραδάτους” (αντρειωμένους) και περιφρονεί τα σύγχρονά του “χαμαντράκια” (βλ. Μερακλή, “Η φιλοσοφική ηθογραφία και ανθρωπολογία του Ν. Καζαντζάκη”, Λαογραφία, 95 (1986), σ. 360-6).
Περιοδικό Άρδην τ. 35, 2002
cognoscoteam.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου