Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Τα ίχνη του χάθηκαν πριν από χρόνια κάπου στα δυτικά και αργότερα στα νότια προάστια της Αθήνας.
Έκρυψε βαθιά στην καρδιά και το μυαλό του αυτό που έκανε τη νύχτα στις 17 Νοεμβρίου του 1973, αρνήθηκε την ταυτότητα του και όταν κάποτε τον ρώτησαν τι σχέση έχει με την εισβολή στο Πολυτεχνείο απάντησε.
«Δεν ήμουν εγώ. Ένας ξάδελφος μου με το ίδιο όνομα που σκοτώθηκε σε τροχαίο…!»
Βιοπαλαιστής και οικογενειάρχης, έχει εξομολογηθεί την πράξη του μόνο στην γυναίκα του και όχι στα παιδιά του.
Σήμερα κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται…
Έφεδρος στρατιώτης τεθωρακισμένων Α. Σκευοφυλαξ οδηγός άρματος.
Ήταν αυτός που πάτησε το γκάζι στο ΑΜΧ – 30, για να γκρεμίσει την πύλη.
Από τότε μόνο μια φορά έσπασε τη σιωπή του.
«Τους έβλεπα σαν μαμούνια και ήθελα να τους λιώσω.
Ήμουν φασίστας.
Έχω μετανιώσει και ζητάω συγγνώμη.
Η ζωή μου είναι μια κόλαση» λέει.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΗΓΟΥ
Η εξομολόγηση του Σκευοφύλακα είναι ιστορικό ντοκουμέντο με αναμφισβήτητη αξία.
Διαφωνεί η συμφωνεί κάνεις με την ειλικρίνεια της, δεν παύει να αποτελεί στοιχείο της νεώτερης ιστορίας σε μια τραγική αλλά κορυφαία στιγμή της.
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία.
Στον στρατό είχα δέκα μήνες.
Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί.
Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επιλέκτων.
Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. «Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε!» λέγαμε».
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο.
Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30.
Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο.
Στο ίδιο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος και ο Γιάννης Τίρπας.
Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας.
Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός.
Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία.
Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε» θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο.
«Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα.
Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα σαν μαμούνια»!
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών που κατευθύνουν την επιχείρηση «Εκκένωσις του Πολυτεχνείου» τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο. H ώρα της αιματοβαμμένης επέμβασης πλησιάζει.
«Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα». Στη θέα των τανκς εκατοντάδες φοιτητές πλησιάζουν στην πύλη, ανεβαίνουν στα κάγκελα, φωνάζουν συνθήματα συναδέλφωσης.
Με διάφορους απειλητικούς ελιγμούς και μαρσαρίσματα που ακούγονται σαν κανονιές, οι οδηγοί των τανκς προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των φοιτητών.
Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου απευθύνει νέα έκκληση να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
«Οι φαντάροι δεν ανήκουν στη χούντα. H χούντα στηρίζεται στο μέταλλο, στηρίζεται στα τανκς, στο σίδερο.
H καρδιά των φαντάρων έχει τον ίδιο παλμό με τη δικιά μας. Αγαπάτε τους φαντάρους. Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ο λαός δεν σας κρατάει κακία. Ξέρει ότι είστε μαζί μας».
Η ΕΙΣΒΟΛΗ
«Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω.
Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα.
Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι».
Ένα τέταρτο πριν από τις 3 το πρωί οι στρατιωτικοί δίνουν προθεσμία λίγων λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να παραδοθούν. Κάποιοι από τους φοιτητές που θέλουν να αποχωρήσουν δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη. Δεν τα καταφέρνουν.
Πίσω από την πύλη είναι σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο Μερτσέντες που μπλοκάρει το άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων εκνευρίζεται. Οργισμένος φωνάζει: «Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα!» και δίνει σήμα για την επέλαση του άρματος.
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!»» λέει ο κ. Σκευοφύλαξ.
«Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος.
Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής.
Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω.
Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
Λίγα λεπτά αργότερα ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως.
Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο.
Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε.
Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές.
Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου.
Δεν υπήρχε νεκρός.
Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί»
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
«Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι.
Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί.
Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;».
Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας:
«Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω». Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή…
Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ότι προμήθειες είχαν μαζί τους.
Όταν επιστρέψαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο.
Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε…
Δεν μπορώ να το συχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!.
Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο.
Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα.»
Με τη Μεταπολίτευση ο στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ θα βρεθεί στα σύνορα.
«Ο Καραμανλής είχε πει «τα άρματα στα σύνορα». Ήταν τα γεγονότα της Κύπρου. Πήγαμε Αλεξανδρούπολη. Μετά από έξι μήνες πήρα άδεια.
Αντί να απολυθώ στους 22 μήνες, έφτασα στους 30. Εφεδρεία στην εφεδρεία.
Όταν απολύθηκα, όλα είχαν αλλάξει μέσα μου.
Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα.
Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».
Ο οδηγός του τεθωρακισμένου που μπήκε στο Πολυτεχνείο δεν θα ξεχάσει τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια – σήμερα – του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
Πηγές:
Κώστας Χατζιδης
Εφημερίδα Τα Νέα
Militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου