Μια ζωή σαν ταινία
Στις 16 Νοεμβρίου του 1973 η Αθήνα «βράζει» από την κατάληψη των φοιτητών στο Πολυτεχνείο και τις χιλιάδες λαού που κατευθύνονται προς αυτό, ενώ η αστυνομία προσπαθεί να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή εξέγερση.
Με τα μάτια όλων στραμμένα στο «πυρακτωμένο» ιστορικό κτίριο της Πατησίων, ένας νεαρός άνδρας αποφασίζει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα. Αδιαφορεί μάλιστα τόσο για τα μέτρα προστασίας που σε μια εποχή που ελάχιστα πολυτελή αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στην Αθήνα σταθμεύει μια κατακόκκινη τζάγκουαρ έξω από το υποκατάσταστημα της τράπεζας στο Παγκράτι, το οποίο επιλέγει ως στόχο.
Είναι ντυμένος σαν καθολικός παπάς και εισβάλει στην τράπεζα κρύβοντας κάτω από το ράσο του μια κοντόκανη καραμπίνα. Η λεία του φτάνει στο αστρονομικό για την εποχή ποσό των 2.375.000 εκατ. δραχμών. Παίρνει τα χρήματα σε μια μαύρη σακούλα, καβαλάει την τζάγκουαρ και φεύγει σαν κύριος.
Η είδηση της πρωτοφανούς ληστείας δεν παίρνει μεγάλες διαστάσεις, καθώς μιλάμε για την παραμονή του πιο σημαντικού γεγονότος στη νεότερη ελληνική ιστορία. Αφότου η χούντα ξεσπά όλη τη βαρβαρότητά της και (νομίζει ότι) τελειώνει με το Πολυτεχνείο, αποφασίζει να ασχοληθεί με τον θρασύ ληστή. Για το καθεστώς είναι άλλωστε θέμα τιμής η σύλληψη του ανθρώπου που με την απειλή όπλου τόλμησε να «χτυπήσει» τράπεζα σε μια αστυνομοκρατούμενη περίοδο.
Το έργο των αρχών δεν είναι δύσκολο. Ο 24χρονος άνδρας έλκεται από τη μεγάλη ζωή και σκορπάει τα κλοπιμαία σαν να μην υπάρχει αύριο. Φεύγει για διακοπές στο Σεν Μόριτς της Ελβετίας, μετά στη Ζυρίχη, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, το Μιλάνο και την Μπολόνια. Επιστρέφει στην Αθήνα στις 3 Ιανουαρίου και εντελώς αφελώς κάνει ό,τι μπορεί για να προσελκύσει με το lifestyle του. Διασκεδάζει διαρκώς σε νυχτερινά κέντρα, επισκέπτεται το καζίνο της Πάρνηθας και τον Ιππόδρομο, ενώ αγοράζει αυτοκίνητο έναντι 250.000 δραχμών. Ξόδευε χρήματα όχι μόνο για λογαριασμό του αλλά και για να βοηθήσει συγγενείς, γνωστούς και φίλους.
Προφανώς δεν άργησε να πέσει στα χέρια της αστυνομίας όταν έφτασαν σε αυτή πληροφορίες για τα υπέρογκα ποσά που σκορπούσε.
Τότε αποκαλύπτεται και το όνομα του: Ο Θόδωρος Βενάρδος γίνεται αμέσως συμπαθής σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα στο γυναικείο φύλο, λόγω του παρουσιαστικού του, αλλά και του γεγονότος ότι η παραβατικότητα του συμβολίζει και μια ενέργεια αντίστασης κατά της χούντας. Εμφανίζεται στο δικαστήριο κομψός και καλοντυμένος, με ένα αριστοκρατικό στιλ που παραπέμπει σε σταρ του σινεμά. Αυτό βέβαια δεν του παρέχει καμία προνομιακή μεταχείριση από τη δικαιοσύνη και φυλακίζεται στον Κορυδαλλό. Ωστόσο στη φυλακή μένει για μόνο για δύο μήνες. Στις 24 Απριλίου 1974 ο Βενάρδος αποδρά με κινηματογραφικό τρόπο, όταν ο φρουρός πήγε να πιάσει την μπάλα των κρατουμένων που έπεσε έξω από το προαύλιο της φυλακής και σκαρφάλωσε τον ψηλό τοίχο. «Ήταν πολύ γυμνασμένος, ανέβηκε σαν γάτα, βρήκε την πόρτα της σκοπιάς ανοιχτή και βγήκε έξω…», θα έλεγε αργότερα ένας από τους κρατούμενους.
Είναι η ώρα του για να γίνει πρωτοσέλιδο στον Τύπο. Οι εφημερίδες αφιερώνουν μεγάλα ρεπορτάζ στην απόδραση, γράφοντας πως απέδρασε καταχειροκροτούμενος από 100 κρατούμενους που του φώναζαν «μπράβο Βενάρδο».
Πρώην μηχανικός του εμπορικού ναυτικού, ο Βενάρδος περιγράφεται από τους οικείους του ως «κοινωνικά ανένταχτος, αντικρατιστής, με μια φυσική άρνηση προς την καθεστηκυία τάξη». Κάπως έτσι αποφασίζει να δράσει ξανά. Στις 17 Μαΐου 1974 μπαίνει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Σεπόλια, κρατώντας αυτή τη φορά ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Κάτω από τα λουλούδια είχε κρύψει την κοντόκανη καραμπίνα με την οποία απείλησε τους υπαλλήλους και τον διευθυντή της τράπεζας προκειμένου να πάρει 555.000 δραχμές από το ταμείο. Πριν φύγει ο Βενάρδος λέει «ευχαριστώ» και προσφέρει την ανθοδέσμη στις κυρίες της τράπεζας, αφήνοντας άναυδους τους πάντες. Η καταδίωξη από κάποιους – παράτολμους είναι η αλήθεια – τραπεζικούς υπαλλήλους (ένας από αυτούς κατάφερε να ανέβει στην οροφή του αυτοκινήτου και άρχισε να την χτυπάει) δεν έχει αποτέλεσμα και ο Βενάρδος διαφεύγει ξανά. Πλέον θα είναι ο θρυλικός «ληστής με τις γλαδιόλες», τον οποίο η χουντική αστυνομία επικηρύσσει για 200.000 δραχμές «διά την αποτελεσματικήν κατάδοσιν εις τα Αρχάς» και για 300.000 δραχμές για την σύλληψη του.
Η φωτογραφία του δεσπόζει σε όλα τα κεντρικά σημεία και στις πύλες εξόδου της χώρας και ως εκ τούτου μια μεγάλη μερίδα του γυναικείου πληθυσμού… πίνει νερό στ’ όνομα του.
Οι Αρχές εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό και επινοούν ένα «βρώμικο» τρικ, φυλακίζοντας την αδελφή του καταζητούμενου, δήθεν για συνέργεια και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Η πανέμορφη Αννίτα Βενάρδου, πρώην μανεκέν, έχει ξεκινήσει καριέρα τραγουδίστριας και η σύλληψη της κάνει έξω φρενών τον αδελφό της, που μέσω του τότε δημοσιογράφου των Νέων Κώστα Καββαθά στέλνει επιστολή ζητώντας να αφεθεί ελεύθερη, ειδάλλως θα έπραττε τα «δέοντα που γνωρίζουν οι αξιωματικοί της αστυνομίας». Ζητά επίσης να του δοθεί αμνηστία και να απελαθεί στη Λατινική Αμερική, υπονοώντας ότι δεν πρόκειται να «ενοχλήσει» ξανά το καθεστώς. Φυσικά κανένα τέτοιο deal δεν δρομολογείται και ο Βενάρδος αποφασίζει να φύγει για της ΗΠΑ. Λίγες ημέρες πριν από τη δεύτερη ληστεία έχει κλέψει ένα Fiat 125, που όπως αποδεικνύεται ανήκε στον πρώην ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Νίκο Σιδέρη (όχι τον θρυλικό Γιώργο). Μέσα στο αυτοκίνητο ο Σιδέρης είχε ξεχάσει την ταυτότητα του, που όπως φάνηκε ήταν ο αντικειμενικός στόχος του Βενάρδου. Το αυτοκίνητο βρέθηκε δυο μήνες αργότερα, έξω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού (προφανώς ο δράστης είχε πηγαίο χιούμορ…), αλλά η ταυτότητα του Σιδέρη… ταξίδευε μαζί με τον Βενάρδο για τις ΗΠΑ, λαθραία, με ένα νορβηγικό καράβι.
Φτάνοντας στις ΗΠΑ εμφανίστηκε με την κλεμμένη ταυτότητα σαν Νίκος Σιδέρης, αγνοώντας όμως ότι για να γίνει κάποιος δεκτός ως μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να διαθέτει διαβατήριο, βίζα και να περάσει από ιατρικές εξετάσεις στην Υπηρεσία Μετανάστευσης. Οι αμερικανικές αρχές έκαναν πακέτο τον λαθρεπιβάτη και τον έστειλαν στην Ελλάδα συστημένο.
Στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής, με το οποίο επέστρεψε στη χώρα, δικαίωσε όσο ποτέ τον τίτλο του τζέντλεμαν και του μπον βιβέρ. Παρέδωσε ένα κανονικό σόου αριστοκρατικού savoir vivre. Φορούσε σακάκι με χρυσά κουμπιά, κρατούσε μια πανάκριβη ταξιδιωτική τσάντα, ήταν ευγενέστατος και φλέρταρε τις αεροσυνοδούς, χαρίζοντας τους παράλληλα κολόνιες αφού πρώτα είχε φροντίζει να κάνει τα ψώνια του στα duty free. «Αναρωτιόσουν αν είναι εφοπλιστής ή βιομήχανος», θα πει αργότερα μια αεροσυνοδός για τη σπάνια εμπειρία που είχε.
Όταν προσγειώθηκε στην Αθήνα, ο Βενάρδος προσπάθησε πάλι να χρησιμοποιήσει την κλεμμένη ταυτότητα αλλά έγινε αντιληπτός. Μολονότι η αστυνομία δεν τον περίμενε στο αεροδρόμιο (δεν υπήρχε σύστημα ηλεκτρονικής διασταύρωσης στοιχείων επιβατών και διακρατική συνεργασία), τελικά συνελήφθη κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Στη φυλακή ο Βενάρδος έγινε αποδέκτης καθημερινών ερωτικών επιστολών, φωτογραφιών και λουλουδιών από γυναίκες κάθε ηλικίας! Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, που ήταν συγκρατούμενός του, έγραψε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ισοβίτης ή δραπέτης» ότι «στο κελί του είχε τις πιο ωραίες φωτογραφίες και τις πιο όμορφες γυναίκες που είχα δει σε φωτογραφία, ενώ ήταν πάντα κομψά ντυμένος και πάντα μύριζε κάποιο καινούργιο άρωμα».
Για τη διάδοση του μύθου του ως ατίθασου… γυναικοκατακτητή είχε παίξει ρόλο και η αποκάλυψη του έρωτα του με την Μπελίντα, μια τρανσέξουαλ με την οποία διατηρούσε παράνομο δεσμό για δυο χρόνια (ήταν παντρεμένος) και της είχε προτείνει ακόμη και γάμο. Παράλληλα είχε τροφοδοτηθεί και ο μύθος του «αντιστασιακού» και ενός σύγχρονου «Ρομπέν των Δασών», καθώς είχε διαδοθεί η φήμη (;) ότι βοηθούσε οικονομικά πολύ κόσμο και μάλιστα σκόρπισε χαρτονομίσματα έξω από τις τράπεζες που λήστεψε, ως «δώρο» στους περαστικούς.
Στην απολογία του ο Βενάρδος παραδέχτηκε μόνο τις δυο ληστείες και την κλοπή των αυτοκινήτων και αρνήθηκε ότι εμπλέκεται σε μια σειρά άλλων ληστειών που είχαν διαπραχθεί από το 1968 έως τον Ιανουάριο του 1973, τις οποίες ομολόγησε, όπως είπε, μετά από βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε από τους αστυνομικούς.
Η δίκη του έγινε τον Ιούλιο του ’75 και ισχυρίστηκε επιπλέον πως μεγάλο μέρος από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι το διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας, τροφοδοτώντας με εξοπλισμό επαναστατικές ομάδες.
Οτιδήποτε συνέβη από εκεί και πέρα δεν έχει καμία σχέση με μια ανάλαφρη ιστοριούλα κινηματογραφικών καταβολών, απ’ αυτές που λατρεύει ο Τύπος και ξεπουλάει παραδίδοντας την στο αδηφάγο κοινό με πιπεράτες λεπτομέρειες. Μετά τη δεύτερη φυλάκιση του Βενάρδου (η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 20 έτη και 7 μήνες) εκτυλίχθηκε μια σειρά – όχι πολύκροτων αυτή τη φορά – αλλά τραγικών επεισοδίων, με κατάληξη την αυτοκτονία του, κάτω από τουλάχιστον ύποπτες συνθήκες, τον Ιούλιο του 1984. Μόλις λίγες μέρες πριν είχε απορριφθεί η 5η αίτησης αποφυλάκισης που είχε κάνει για ανήκεστο βλάβη, ενώ είχαν προηγηθεί 15 απόπειρες αυτοκτονίας (!) στο διάστημα της 11ετους φυλάκισής του. Ψυχολογικά ράκος από την βαρύτατη κατά τη γνώμη του ποινή που του επιβλήθηκε, ο Βενάρδος έκανε ό,τι μπορούσε για να μεταφερθεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα με το status του αυτοκαταστροφικού.
Άρχισε να αυτοτραυματίζεται, καταπίνοντας ξυραφάκια, καρφιά, θερμόμετρα, γυαλιά, αναπτήρες, κουταλιά, μπαταρίες και αντικείμενα με τοξικές ουσίες. Υποβλήθηκε πέντε φορές σε εγχείρηση σε στομάχι και κοιλιά, ενώ έφτασε ακόμα και να ράψει το στόμα και τα αυτιά του με βελόνα. Σε μια περίπτωση έφτασε ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο ύστερα από 25ημερη απεργία πείνας, ενώ έστελνε επιστολές με ποιήματα του Καβάφη και του Καρυωτάκη στη μητέρα και την αδελφή του, με κάποιες σειρές να είναι γραμμένες με το αίμα από τις… κομμένες φλέβες του.
Κατάφερε να αποσπάσει και να συνυποβάλει 62 γνωματεύσεις ψυχιάτρων, που πιστοποιούσα ότι είναι ψυχοπαθητικό άτομο, με αυτοκαταστροφικές τάσεις, ενώ δύο ιατροδικαστές κατέθεσαν ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να αυτοκτονήσει. Ωστόσο μεταφέρθηκε μόνο για λίγο σε ψυχιατρική κλινική και από εκεί πίσω σε πτέρυγες φυλακής. Έμεινε έγκλειστος περισσότερα χρόνια από πολλούς δολοφόνους που είχαν αφαιρέσει ζωές, συνολικά σχεδόν στα 2/3 της σύντομης ζωής του.
Όταν στις 10 Ιουλίου του 1984 βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του ένας άνθρωπος, μόλις 35 ετών, που είχε απόλυτη ανάγκη νοσηλείας και ψυχιατρικής βοήθειας, η κρίση ταυτότητας για το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα ήταν τέλεια: άνηκε άραγε σε κάποιο δημοκρατικό πολίτευμα ή είχε ξεμείνει στα χρόνια της δικτατορίας;
Η κοινωνική κατακραυγή που προκλήθηκε και οι αντιδράσεις επιστημόνων και ειδικών, που απαίτησαν αλλαγές, κατέστησαν την αυτοκτονία του Βενάρδου σε ορόσημο σε δικαστικό και σωφρονιστικό επίπεδο.
Ο «ληστής με τις γλαδιόλες» που νόμιζε ότι πολεμούσε τη χούντα, είχε τελικά πολεμήσει και αλλάξει ένα μεσαιωνικού τύπου, ανάλγητο, σωφρονιστικό σύστημα, όμως ακόμη και ως σήμερα η «ωραιοποίηση» της εγκληματικής δράσης του επισκιάζει τη δραματική και απολύτως ντροπιαστική για τις αρχές κραυγή απελπισίας του εντός φυλακής.
menshouse.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου