Του Γιώργου Λεκάκη
Όλα ξεκινούν από το λυκ = φως.
Όλα καθαρίζουν σε αυτό, Όλα στο φως.
Από την ρίζα λυκ και το ρήμα ρήμα λάμπω[1] (= εκπέμπω λάμψη, φέγγω, στίλβω, ακτινοβολώ, απαστράπτω, λαμποκοπώ, είμαι ευκρινής, διαπρέπω, φωτίζω, καταφαίνομαι, καταδεικνύομαι, έχω χαρωπή όψη, ωραία έκφραση (λέμε «αυτός λάμπει από χαρά» = φάος, φως, φαικός = λαμπρός > face = όψη, πρόσωπο > φάηκες = οφθαλμοί, > φακός, φάρος, φανός, κλπ) προκύπτει μια ολόκληρη γενεά λέξεων:
> Λύκειο (= λευκό, φωτεινό, φως > λύκος = ζώο που βγαίνει το λυκαυγές) > λύχνος, lux, look, light, lumiere, Licht, lycee, lope (λιθουανκιά) = φως, lama (= πυρσός), λάμα (που στράφεται στον ήλιο), IucioIe (= πυγολαμπίς), κλπ. Πρώτος ο Αριστοτέλης ονόμασε την Σχολή του Λύκειον (= φως).
Το Λύκειον του Αριστοτέλους, σήμερα εν Αθήναις. |
> λαμπηδόνα, λαμπηδούσα, το μυθικό θαυματουργό φυτό, που ήταν αφανές την ημέρα, και έλαμπε την νύκτα…
> Λαμπρό, το γλαυσό (ρ. γλαύσσω > gelei, κλπ.).
Ø Λαμπτήρ (αρχαίο σκεύος ή εσχάρα για φωτισμό), λάμπα, λαμπάδα, λαμπαδίας (= κομήτης), lamp, lapter, Lampe, κλπ. > αλλά και η λαμπερή λατέρνα και ο λαμπίκος (ο λαμπερός άμβυξ)…
Ø λούσις, λούσιμο, λουτρό, κλπ.
Ø Ήλεκτρο[2], ηλέκτωρ = ηλεκτρόδιο, ηλεκτρισμός, κλπ.
Το φως, η λάμψις προκαλεί καθαρμό, καθαρίζει, προκαλεί διαύγεια > limpido, λούστρο, λούστρος, λουστρίνι, κλπ.
Όμως η ελληνική γλώσσα, έχει και κάτι πιο λαμπρό από το λαμπερό…
Περιλάμπω σημαίνει ολολάμπω, περιβάλλω δια λάμψεως, λάμπω ολόγυρά μου, ομοιάζω προς την Σελήνη (> σέλαινα = λαμπάδα, λουνό = λαμπρό). Περίλαμπρος = ο μέγας στις μάχες.
Περιλαμπής χαρακτηρίζεται ο Οίκος του Διός[3].
Περιλαμπής χαρακτηρίζεται η αίγλη[4], η σοφία, η τύχη, η ακρίβεια, η ακτίς / ακτίνα, η αυγή, ο θεός, ο χρυσός, ο άργυρος[5] / ασήμι, ο (νώρωψ) χαλκός, ο (πολιός, λάμπων, πυρωθείς) σίδηρος, ο οίκος (= γενεά), ο θρόνος, η (θεία) φωτιά, η φλοξ / φλόγα, η αστραπή, η φρυκτωρία, αλλά και η τρίχα (φοίβα = η λαμπρή τρίχα, τα μαλλιά του Φοίβου). Ολολαμπής ο Όλυμπος.
Περιλαμπές το στίλβων οξὺ, το φως (το θείο, το εξ αιθρίας[6]), το πυρ (ιδία του πολέμου), το σώμα, το άστρο («τι είναι περιλαμπέστερον των άστρων;»[7]), το λάλημα, θεϊκό Πνεύμα, αλλά και το (οικογενειακό) όνομα[8].
«Η ανάγκη κρατεί τα περιλαμπέστερα»[9].
Υπάρχουν μορφές περιλάμπουσες[10]. Και περιλάμπρως (εξόχως, περίφημα) φέγγουσες.
Οι περιλαμπομένες φύσεις υπερβάλλουν λαμπρότητας.
Αναφέρεται περιλαμπόμενος τόπος, θίασος, κ.ά.
Περιλάμπον το φέγγος του νου.
Ενώ με τις ακτίνες θα περιλάμψουν «τα κεκρυμμένα των αδικημάτων»…
Το επίθετο περιλαμπής (‑ές = ο πολύ λαμπερός, ο λίαν λαμπρός, ο περιφανής), απαντάται στην αρχαία ελληνική γραμματεία για πρώτη φορά τον 2ο αιώνα π.Χ. και αναφέρεται μόνο 44 φορές στα ελληνικά κείμενα!
Κάπου εδώ το ταξείδι προς το φως τελειώνει… Όχι όμως και η οδύσσεια της γνώσεως…
ΠΗΓΕΣ: TLG. Λέξ. Λ. και Σκ. Ph.1.485 (Sup.), cf. Max.Tyr. 39.4 (Comp.): metaph., Plu.Fab.19: neut. as Adv., Id.Crass.24, etc. Id.Cam. 17; Id.Arat.21, etc.:—Med., D.S.3.12; Luc.Ind.9. II. c.acc., Demad.39; Ph.1.634; Plu.Cic. 35; Act.Ap.26.13, cf. Ev.Luc.2.9:—Pass., Plu.Per.39, Dio 46; Luc.Dom. 8. DIDYMUS CAECUS «De trinitate» (lib. 2.8-27) [Sp.] {2102.042}, vol. 39 705.19. Λεξ. Δημητράκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.5.2020.
[1] Λάμπω, λαμπετής, λαμπετώ, λαμπετόων, κλπ.
[2] Κράμα χρυσού και αργύρου.
[3] Μάξιμος «Διαλέξεις» {0563.001}, 13.6.2.
[4] αγλαός = λαμπρός.
[5] Άλλωστε άργος = λαμπρός > το Άργος (Αργολίς) argentum, argent (το ασημένιο χρήμα), argento, > Αργεντινή, Argentina, η κατ’ εξοχήν ασημοπαραγωγός χώρα, Αργεντινή η λευκή Κίμωλος (> κιμωλία), κλπ.
[6] αίθω = λάμπω.
[7] Μάξιμος «Διαλέξεις» {0563.001} 39.4.2.
[8] Ατταλειάτης Μιχ. «Ιστ.» {3079.001} 236.9.
[9] Μάξιμος «Διαλέξεις» {0563.001} 40.4.i.5.
[10] Γρηγόριος Ναζιανζηνός «In laudem sororis Gorgoniae» (orat. 8) {2022.021}, 35 800.33.
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου