Τον Ιούνιο του 1991 μια τετραμελής οικογένεια δολοφονείται μέσα στο σπίτι της στην Εκάλη, ενώ ο εξαφανίζεται ο Ταϊλανδός μπάτλερ της βίλας. Οι απαντήσεις σε μία από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας, δεν έχουν ακόμα βρεθεί.
Τριάντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τη νύχτα της 24 Ιουνίου του 1991, όταν βρέθηκε αποτρόπαια δολοφονημένη μια τετραμελής οικογένεια στο σπίτι της στην Εκάλη. Πρόκειται για την οικογένεια Χρυσαφίδη, η στυγερή δολοφονία της οποίας παραμένει μυστήριο για τις Αρχές. Σε μια κομψή κατοικία στην Εκάλη κατοικούσε ο 48χρονος Μιχάλης Χρυσαφίδης, ιδιοκτήτης εργοστασίου βιομηχανικών ειδών, η βρετανικής καταγωγής σύζυγός του Λιζ και τα δύο τους παιδιά, ο 18χρονος Γιώργος και τον 16χρονος Μιχάλης. Από το 1989 είχαν μαζί τους ως εσωτερικό οικιακό ή -όπως τον αποκαλούσαν- Τάι.
Το βράδυ της 24 Ιουνίου 1991 επικρατούσε απόλυτη σιγή έξω από το σκοτεινό σπίτι της οικογένειας στην Εκάλη. Είχε περάσει μια εβδομάδα από την τελευταία φορά που κάποιος είχε μιλήσει μαζί τους, ενώ ο Τάι απαντούσε τις προηγούμενες ημέρες στα τηλέφωνα, λέγοντας πως η οικογένεια έλειπε σε ταξίδι. Εκείνη τη νύχτα, έδωσαν ραντεβού έξω από το σπίτι της οικογένειας τρεις άνδρες. Ο γείτονας τους Βασίλης Σαλαπάτας, ο ανιψιός του Μιχάλη Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης και ο διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου του, Αντώνης Γεωργιάδης.
Αυτό που προβλημάτισε το περιβάλλον της οικογένειας, είναι ότι κανείς δεν είχε γνώση του περιβόητου ταξιδιού, ούτε καν οι συνεργάτες του Μιχάλη Χρυσαφίδη στο εργοστάσιο. Αυτό το γεγονός από μόνο του είχε θορυβήσει από την πρώτη ημέρα τον περίγυρο της οικογένειας, γιατί ο επιχειρηματίας ήταν ιδιαίτερα συνεπής στις υποχρεώσεις του, που του απέφεραν τζίρο μεγαλύτερο των 600 εκατομμυρίων δραχμών το χρόνο.
Ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει την οικογένεια, ήταν η φίλη της Λιζ, Αγγελική Παπαλεξανδράτου, η οποία την είχε επισκεφθεί στο σπίτι της το βράδυ της 17ης Ιουνίου. Η γυναίκα έμεινε μέχρι τα μεσάνυχτα στην οικία Χρυσαφίδη και κανείς δεν της ανέφερε οτιδήποτε για ταξίδι. Τις επόμενες ημέρες, όταν χτυπούσε το τηλέφωνο της βίλας, ο μπάτλερ της οικογένειας απαντούσε από την άλλη άκρη της γραμμής, ενημερώνοντας ότι λείπουν σε ταξίδι και θα επιτρέψουν στις 28 Ιουνίου. Έπειτα από 3-4 ημέρες, ακόμα κι εκείνος έπαψε να απαντά στα τηλέφωνα, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία στους οικείους τους.
Έτσι, οι τρεις άνδρες αποφάσισαν να επισκεφθούν το σπίτι του Χρυσαφίδη για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Φτάνοντας, αντίκρισαν πάνω στην πόρτα ένα σημείωμα που ανέφερε ότι η οικογένεια απουσιάζει και θα επιστρέψει στις 28 Ιουνίου. Κάλεσαν αμέσως κλειδαρά, ο οποίος παραβίασε την εξώθυρα του σπιτιού.
Οι τρεις άνδρες μπήκαν στη βίλα και άρχισαν να ερευνούν το εσωτερικό της. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε στο σπίτι, ενώ στο ισόγειο όλα έμοιαζαν όλα τακτοποιημένα και φυσιολογικά. Όμως, κατεβαίνοντας τις σκάλες προς το υπόγειο του σπιτιού, τους χτύπησε μια έντονη μυρωδιά. Οι τρεις άνδρες ήρθαν αντιμέτωποι με το πιο σοκαριστικό θέαμα της ζωής τουw. Σε κάθε δωμάτιο υπήρχε κι ένα πτώμα σκεπασμένο με κουβέρτες και πετσέτες. Και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Χρυσαφίδη είχαν βρει φρικτό θάνατο.
Ο 16χρονος Μιχάλης είχε φιμωθεί με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με νάιλον σχοινί και το πτώμα του είχε σκεπαστεί με μία κουβέρτα. Στο διπλανό δωμάτιο βρέθηκαν νεκροί ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας του. Τα χέρια και τα πόδια του παιδιού ήταν δεμένα, αλλά όχι και του πατέρα του. Και τα δυο πτώματα ήταν σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες. Στο τρίτο δωμάτιο, εντοπίστηκε το άψυχο κορμί της Λιζ Χρυσαφίδη. Ήταν ντυμένη με ένα ακριβό φόρεμα. Δεν φορούσε εσώρουχο και αμέσως γεννήθηκε η υποψία πως έχει βιαστεί.
Οι ιατροδικαστικές εκθέσεις που ακολούθησαν βοήθησαν τις αρχές να ξετυλίξουν το κουβάρι της υπόθεσης και να οδηγηθούν στο συμπέρασμα πως η τετραμελής οικογένεια βασανιζόταν επί 4 ημέρες. Στις 20 Ιουνίου δολοφονήθηκαν οι δύο γιοι της οικογένειας. Ο 16χρονος Μιχάλης είχε ξυλοκοπηθεί άγρια, το στέρνο του είχε σπάσει από τα χτυπήματα που δέχθηκε με μια βαριοπούλα. Την επόμενη ημέρα δολοφονήθηκε ο πατέρας Χρυσαφίδης και μια ημέρα πριν αποκαλυφθεί το έγκλημα, είχε χάσει τη ζωή της και η Λιζ Χρυσαφίδη.
Τα φονικά όπλα βρέθηκαν λουσμένα στο αίμα κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας. Μια βαριοπούλα, έναν τσεκούρι κι ένα σκερπάνι. Από το χρηματοκιβώτιο της οικογένειας έλειπαν χρήματα και κάποια κοσμήματα, ενώ είχαν μείνει παρατημένα κάποια ομόλογα, αρκετά χρυσαφικά και μερικά έγγραφα του επιχειρηματία.
Ο ρόλος του μπάτλερ
Στο μικροσκόπιο των Αρχών από το πρώτο λεπτό ο μπάτλερ της οικογένειας, ο άνθρωπος που διαβεβαίωνε το φιλικό και εργασιακό περιβάλλον τους, ότι λείπουν διακοπές. Ο 28χρονος Τάι ζούσε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, στην οποία είχε έρθει με τη μητέρα του Κάνυα και τη θεία του Μαρλί και όσοι τον γνώριζαν τον περιέγραψαν, στην αστυνομία, ως έναν ήρεμο και ευγενικό νεαρό άνδρα. Μάλιστα, δυο μήνες πριν το άγριο έγκλημα, ο Τάι είχε παντρευτεί την νεαρή Ουαζίτα, η οποία εργαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Πουλιάση, στη Βάρη.
Από την έρευνα της αστυνομίας προέκυψε ότι στις 19 Ιουνίου, η Ουαζίτα είχε επισκεφθεί την πεθερά της, λέγοντάς της πως ο πατέρας της στην Ταϋλάνδη ήταν άρρωστος. Το ίδιο απόγευμα είχε επισκεφθεί ταξιδιωτικό γραφείο, όπου έβγαλε δύο εισιτήρια για Μπανγκόγκ με ημερομηνία 21 Ιουνίου. Το ίδιο βράδυ η μητέρα του Τάι μαζί με την Ουαζίτα επισκέφθηκαν και την αδελφή της, την οποία προσπάθησαν να πείσουν να φύγουν αμέσως για Ταϊλάνδη λέγοντας ψέματα ότι ήταν άρρωστη η μητέρα τους. Η Μαρλί όμως τηλεφώνησε στη μητέρα τους και διαπίστωσε ότι ήταν καλά στην υγεία της. Παρόλα αυτά έβγαλε κι εκείνη εισιτήριο για Ταϊλάνδη και πράγματι οι δύο γυναίκες έφυγαν μαζί με το ζευγάρι για Μπανγκόκ στις 21 Ιουνίου.
«Ήταν υπερβολικά ταραγμένη και αφηρημένη. Με προβλημάτισε, γιατί όσο την ήξερα ήταν πάντα χαρούμενη, ευγενέστατη και τυπική. Την Παρασκευή το πρωί ξύπνησα και δεν τη βρήκα στο σπίτι. Τη Δευτέρα, αφού δεν είχε επιστρέψει ακόμα, κοίταξα στο δωμάτιό της. Είχε αφήσει όλα τα χειμωνιάτικα ρούχα της, αλλά είχε πάρει τα προσωπικά της αντικείμενα, το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αλλά και τα καλοκαιρινά της ρούχα» θα καταθέσει στις Αρχές η Μαρία Πουλιάση, ιδιοκτήτρια του σπιτιού στη Βάρη, που εργαζόταν η Ουαζίτα.
Το φευγιό του Τάι και της οικογένειάς του ήταν ολοφάνερα βιαστικό. Αυτό ήταν και μια από τις ισχυρές ενδείξεις ότι τουλάχιστον ένας ή και περισσότεροι από αυτούς είχαν αναμιχθεί στη μαζική δολοφονία της οικογένειας. Ωστόσο, οι Αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν και άλλοι εμπλεκόμενοι, αφού η Λιζ Χρυσαφίδη δολοφονήθηκε δύο ημέρες μετά την αποχώρηση της οικογένειας του μπάτλερ από την Ελλάδα.
Τα σενάρια
Οι πρώτες εκτιμήσεις έδειχναν ως κίνητρο τη ληστεία, καθώς είχαν κλαπεί χρήματα από το σπίτι και κάποια αντικείμενα αξίας. Ωστόσο, δεν ήταν αρκετά για να θεωρηθεί βέβαιο, πως αυτός ήταν ο στόχος των δολοφόνων. Παράλληλα, το γεγονός ότι τα τέσσερα άτομα δολοφονήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, σε άλλους χώρους και βασανίστηκαν πριν πεθάνουν, έδειχνε ότι οι δράστες προσπαθούσαν να αποσπάσουν από την οικογένεια κάποια σημαντική πληροφορία.
Από άλλους εκφράστηκε η άποψη ότι ο Τάι δεν είχε άμεση σχέση με τις δολοφονίες, αλλά ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες, οι οποίοι τελικά του επέτρεψαν να φύγει. Μάλιστα, η Μαρία Πουλιάση είχε πει σε συνέντευξή της πως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ζευγάρι ήταν υπεύθυνο για τις δολοφονίες: «Μου κάνουν εντύπωση αυτά που ακούω. Ο Τάι ήταν ένα γλυκύτατο και ευγενέστατο παιδί. Γνώρισε την Ουαζίτα πριν από ένα χρόνο και παντρεύτηκαν πριν από δύο μήνες. Αγαπιόνταν πάρα πολύ. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτά τα παιδιά έχουν σχέση με τις δολοφονίες. Αν έχουν σχέση, σίγουρα κάποιος τα έβαλε, κάποιος τα ανάγκασε να το κάνουν».
Από την αστυνομική έρευνα εντός της βίλας της Χρυσαφίδη, εντοπίστηκε σημείωμα του επιχειρηματία, στο οποίο ανέφερε ότι σε περίπτωση που πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία τους θα πήγαινε στον ανιψιό του. Η έρευνα, όμως, της αστυνομίας δεν κατέληξε πουθενά και ουδέποτε θεωρήθηκε ύποπτο το συγκεκριμένο συγγενικό πρόσωπο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έφτασαν στην Ελλάδα Ταϋλανδοί αξιωματικοί για να βοηθήσουν στις έρευνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η αποτρόπαια δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη παραμένει τριάντα χρόνια μετά, ένα έγκλημα που έμεινε ατιμώρητο.
Η υπόθεση ήρθε ξανά στο προσκήνιο, όταν τον Ιανουάριο του 2019 εμφανίστηκαν προς στο ιστότοπο του Ebay δύο φωτογραφίες, που πωλούνταν από μια αγνώστων στοιχείων «εταιρεία» με την επωνυμία nordicpix, με έδρα στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Στη μια από τις φωτογραφίες απεικονίζονται ο Τάι που ποζάρει μαζί με τη σύζυγό του Ουαζίτα και στην άλλη ο επιχειρηματίας Μιχάλης Χρυσαφίδης να πίνει μπίρα στο οικογενειακό γιοτ.
Newsbomb.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου