Amfipoli News: ΤΕΤΤΙΓΕΣ: Η... λαογραφία των εντόμων, που κάποτε ήταν ο πλέον φιλόμουσος λαός της Γης!

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΤΕΤΤΙΓΕΣ: Η... λαογραφία των εντόμων, που κάποτε ήταν ο πλέον φιλόμουσος λαός της Γης!

 

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλάκια και τζιτζίκια,

μερμήγκια, θάμνους, βότσαλα, ροδόκρινα και φύκια,

μα, γυιόκα μου, κι αν μου ’δειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,

τα ‘βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια…

Γ. Ρίτσος «Επιτάφιος».

Κατά την παράδοσή μας, οι Τέττιγες ήταν άνθρωποι, γεννημένοι από την λάσπη, οι οποίοι μαγεύθηκαν από τις μελωδίες των Μουσών, τόσο πολύ, που λησμόνησαν τους εαυτούς τους και κόντεψαν να… πεθάνουν από την πείνα! Έτσι τους συμπόνεσαν οι Μούσες και τους μεταμόρφωσαν στα γνωστά έντομα τζιτζίκια, τα οποία προίκισαν με «τερπνά χαρίσματα»: Έγιναν «Μουσών υποφήται».[1]

Οι μεγάλοι τέττιγες λέγονται αχέται (= εύηχοι) και οι μικροί τεττιγόνια.

Τζιντζίκι ή τζιτζίκι ή τζίντζικας ή τζίτζικας, ή ζίζικας, ή τσίντζυρας, ή τσίτζυρας, ή τζίντζιρας ή τζίτζιρας είναι λέξις η οποία προέκυψε από παραφθορά του τίτυρος (cicada), που είναι η λαϊκή ονομασία του εντόμου τέττιξ – ενώ κατ’ άλλους είναι ηχοποιητή λέξις από το αδιάκοπο «τζι-τζι-τζι» που κάνουν.

Το τραγούδι τους συνδέθηκε από τον λαό μας, από τα αρχαία χρόνια, με το καλοκαίρι και δη την συγκομιδή των δημητριακών και την ωρίμανση των σταφυλιών. Ακόμη και σήμερα λέει ο λαός μας:

Τζίτζικας ελάλησε

μαύρη ρώγα γυάλισε.

Γι’ αυτό και οι αρχαίοι μας συγγραφείς τα παρομοιάζουν με ανθρώπους που έχουν ωραία φωνή. Ο Όμηρος[2] λ.χ., παρομοιάζει τους διαλεγομένους γέροντες στα τείχη της Τροίας, ως εσθλούς αγορητάς, ομοίους προς τέττιγας με ηδείαν ως το κρίνον φωνήν (όπα λειριόεσσαν).

Ο Ησίοδος[3], πάλι, γράφει «λιγυράν καταχεύονται αοιδήν», κ.ά.

Και οι δυο τους εξυμνούν το τραγούδι τους. Ο Ανακρέων μακαρίζει τους τέττιγες για την αμέριμνη ευτυχία τους: «Μακαρίζομέν σε, τέττιξ, ότι δενδρέων επ’ άκρων βασιλεύς όπως αείδεις».

Πίστευαν πως τρέφονταν με σταγόνες δρόσου[4] – γι’ αυτό, ίσως, και να τους έτρωγαν ως ορεκτικό, ιδίως τα πλήρη ωών θηλυκά και τις νύμφες.[5] Στα σπίτια έτρεφαν αρσενικούς τέττιγες για το ωραίο τερέτισμά τους και τους έτρεφαν με γήθυο.[6] Μάλιστα, όταν πέθαιναν, εις ένδειξην ευγνωμοσύνης για όλη αυτή την μελωδική παρέα, τους έθαβαν σε μικρούς τάφους.

Ο τέττιξ ήταν ιερό ζώο του Απόλλωνος, και σύμβολο της ποιητικής.

Όταν ο περίφημος κιθαρωδός από τους Λοκρούς[7] της Μεγ. Ελλάδος, Εύνομος, ο μαθητής του Ορφέως, διαγωνιζόμενος στα Πύθια ατύχησε, όταν έσπασε μια χορδή της κιθάρας του, στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του, διότι τις νότες της αντικατέστησε ένα τζιτζίκι!..

Μπορεί ο τέττιξ να ήταν καλός αοιδός, αλλά δεν ήταν καθόλου καλός… ρήτωρ. Γι’ αυτό, ο λαός μας λέει τέττη τον τραυλό και τον βραδύγλωσσο…

Τον υιό του Λαομέδοντος και της Στρυμούς[8]Τιθωνό, τον άρπαξε η Ηώς στην Αιθιοπία για το έξοχο κάλλος του κι επέτυχε υπέρ αυτού την αθανασία, παρακαλώντας γι’ αυτό τους θεούς. Αλλά επειδή λησμόνησε αυτή να ζητήσει και την αιωνία νεότητα, ο καημένος ο Τιθωνός κατάντησε υπέργηρος, μέχρις που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε τέττιγα… Με την Ηώ απέκτησε τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα

Ειδικώς, στην αρχαία Αθήνα, προ των μηδικών, οι πλούσιοι γέροντες έφεραν επί κεφαλής κρωβύλο, με χρυσά ομοιώματα τεττίγων (τεττιγόμορφες περόνες ή σπειροειδή σύρματα, πλεγμένα με τρίχες), για να δηλώσουν μ’ αυτόν τον τρόπο την αυτοχθονία τους[9]. Επειδή όλη η Αττική έμεινε απρόσβλητη από την λεγόμενη «Κάθοδο των Δωριέων», γι’ αυτό οι Αθηναίοι της ιστορικής εποχής έλεγαν με υπερηφάνεια πως ήταν «γηγενείς και αυτόχθονες, γεννημένοι από το χώμα τους σαν τα τζιτζίκια»…

Στην νεώτερη λαογραφία, ο τέττιγας κατηγορείται ως άφρων χαροκόπος, αδιάφορος για το μέλλον του και συγκρίνεται με το εργατικό μυρμήγκι. Η μητέρα του, λέει ο λαός μας, τον καταράσθηκε, για την αστοργία και αδιαφορία του προς αυτήν, «να τραγουδεί μέχρι να σκάσει» ή «να φωνάζει, να φωνάζει και να σκα».

Παρ’ όλα αυτά, ζητεί πάντα από τους ανθρώπους μερτικό από τα δημητριακά, γιατί ο ίδιος αισθάνεται πως δουλεύει, συντροφεύοντάς τους με το τραγούδι του. Γι’ αυτό και τους λέει την χαρακτηριστική φράση «θερίζετε, αλωνίζετε και μένα το μεράδι μου», που έμεινε παροιμιώδης, να λέγεται για καθέναν που ζητεί μερτικό από δουλειά στην οποία δεν συμμετείχε.

Ο λαός μας έχει σκαρφιστεί και σχετικά τραγούδια:

Παιδιά μου κολυμπήσετε

θερίσετ’, αλωνίσετε,

κι εμέ κουκκί ν’ αφήσετε.

Κι αν ίσως δεν αφήσετε

του χρόνου να μη ζήσετε.

Τζίτζι-βίτζι, τζίτζι-βίτζι,

τζίτζι-βίτζι, τζίτζι-βίτζι… 

ή

Θερίζετ’, αλωνίζετε

κι εμένα κλίκι κάμετε,

στη βρύση να το βάνετε

για να ‘ρθω να το πάρω

να κάτσω να το φάω

μαζί με τα παιδιά μου

να πέσω να πεθάνω… 

Το δεύτερο είναι μακεδονίτικο. Άδεται τον Ιούλιο, όταν οι γυναίκες ζυμώνουν την απαρχή του νέου σίτου σε μεγάλο και λεπτό ψωμί, που το λένε κλίκι (κολλίκι < αρχ. κολλίκιον = ψωμί από χονδρό αλεύρι), όπως ακριβώς παλαιά οι Αθηναίοι έφερναν τον άρτο των Θαργηλίων σε βρύση ή φρέαρ, και αφού το έβρεχαν στο νερό, το μοίραζαν στους διαβάτες.

Σήμερα ο λαός μας χρησιμοποιεί τα τζιτζίκια και ως… θερμόμετρο. Όταν λέει «σκάει ο τζίτζικας» εννοεί πως κάνει πάρα πολλή ζέστη. Τότε «τα τζιτζίκια κανοναρχάνε ώσπου να γίνουν διά­φανα»... Ενώ λέγοντας την φράση «του κόστισε ο τζίτζικας αηδόνι» εννοεί πως πλήρωσε ακριβά κάτι που δεν άξιζε και τόσο…

Τέλος, τζίτζικα ο λαός μας λέει τον λάλο, τον φλύαρο άνθρωπο ή τον υποψήφιο τραγουδιστή… Παροιμιωδώς από τους χρόνους της μέσης κωμωδίας… Ενώ την κοπέλα που είναι πολύ αδύνατη, αναρωτιέται αν τρέφεται με… «τζιτζικοπροβιές»

Πάντως, ο τζίτιζικας χρησιμοποιείται από τον λαό μας και στην πρακτική Ιατρική: Ξεραίνει τζιτζίκια στον φούρνο, τα κοπανά και τα κάνει σκόνη, και τα βάζει σε ένα σχετικό παρασκεύασμα για την αιμορραγία του εντέρου

Στον Μεσαίωνα, ο Τέττιξ είναι ο εκτόπιος (ξενομερίτης) παραμάγειρας, που εμφανίζεται με ειδικό προσωπείο, μελαψός, αναφαλαντίας και παραβλώψ… Έγινε έμβλημα κάθε οραματιστή, ποιητή και θεωρητικού, κάθε φτωχού, που πέρασε την νεότητά του γράφοντας στίχους και ποιήματα, αδιαφορώντας για το μέλλον και τα γηρατειά του…

Κλείνοντας δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τα «Τζιτζίκια» του Οδυσσέα Ελύτη, όπου μας δίνεται μια νέα εκδοχή για το «τζι-τζι-τζι» του τραγουδιού τους: 

Η Παναγιά στο πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της

τη Σίκινο, την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της.

Κι εγώ μέσα στους αχινούς, στις γούβες, στ’ αρμυρίκια,

σαν τους παλιούς θαλασσινούς ρωτούσα τα τζιτζίκια:

-Ε, ‘σείς τζιτζίκια μου, άγγελοι, γεια σας κι η ώρα η καλή,

ο βασιλιάς ο Ηλιος ζει; Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

-Ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει…

Στην Κίνα, το τζιτζίκι και η χρυσαλλίς είναι σύμβολα των φάσεων της Σελήνης. Στο στόμα των νεκρών τοποθετούσαν έναν τζίτζικα από όνυχα (ζαντ).

Τέλος, να πούμε πως… τζιτζίκι υπάρχει και στον κόσμο των ψαριών, το επιστημονικώς λεγόμενο Callionymus lyra

ΠΗΓΗεφημ. «Ελευθερία» του Λονδίνου, στην στήλη του Γ. Λεκάκη «Ελλάδος Μεγαλείον» (9 και 30.8.2001). Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Λεκάκη "Μουσικής Μύησις".

Ø Κυριακίδης Σ. Π. «Λαογραφία».

Ø Πολίτης Ν. Γ. «Περί των εθίμων του θέρους», στην «Λαογραφία», τ. γ΄.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[2] βλ. σχ. Γ,151.

[3] βλ. σχ. «Έργα και Ημέραι»,580.

[4] βλ. σχ. Θεόκριτος δ’,16.

[5] Στην Ταϊλάνδη, τις ακρίδες και τα τζιτζίκια τα τρώνε με κολοκυθάκια τα οποία τηγανίζουν όλα μαζί.

[6] Όπως κάνουν σήμερα οι Ισπανοί, που τους συντηρούν σε κλουβιά εκ θρύου.

[7] Αποικία των Λοκρών της Στερεάς Ελλάδος.

[8] Κατ’ άλλους της Ηούς και του Κεφάλου.

[9] βλ. σχ. Θουκυδίδης, α’,16.



.arxeion-politismou.gr
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου