Μια δολοφονία που άφησε αναπάντητο το «γιατί»
Υπόθεση Έρικ Σμιθ: Το 13χρονο παιδί-δολοφόνος που στραγγάλισε τον 4χρονο γείτονά του, Ντέρικ Ρόμπι, αποφυλακίζεται μετά από 27 χρόνια στη φυλακή.
Ένα ντοκιμαντέρ για «παιδιά δολοφόνους» («Killer Kids», Discovery Channel) είχε προβληθεί παλαιότερα από ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι. Ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά ήταν ένας νεαρός έφηβος 13 ετών, που όμως έμοιαζε 10 ετών, με πολύ χαρακτηριστική εμφάνιση: Είχε κόκκινα μαλλιά, μάγουλα γεμάτα κόκκινες φακίδες και γυαλιά με χοντρούς φακούς. Το έγκλημά του ήταν φρικτό και ανεξήγητο.
Στις 2 Αυγούστου 1993 σε ένα μικρό χωριό έξω από τη Νέα Υόρκη, στη Σαβόνα, με λιγότερους από χίλιους κατοίκους, έγινε ένα έγκλημα που συγκλόνισε τις ΗΠΑ και είχε παγκόσμια προβολή. Ο 4χρονος Ντέρικ Ρόμπι βρέθηκε δολοφονημένος εκατό μέτρα από το σπίτι του. Ο Ντέρικ για πρώτη φορά θα περπατούσε μόνος από το σπίτι του έως το πάρκο, όπου ήταν προγραμματισμένες μαθητικές ψυχαγωγικές και αθλητικές εκδηλώσεις. Όταν η μητέρα του τον αναζήτησε στις 11 πμ, οι υπεύθυνοι των εκδηλώσεων της είπαν ότι ο Ντέρικ δεν έφτασε ποτέ.
Αμέσως ενημερώθηκε η αστυνομία και άρχισε η αγωνιώδης έρευνα για το παιδί. Σε τέσσερις ώρες βρέθηκε το πτώμα του σε με μικρή δασώδη περιοχή, δίπλα στο μονοπάτι που οδηγούσε από το σπίτι του στο πάρκο. Δεν έγιναν γνωστά στον κόσμο τα στοιχεία από την έκθεση του Ιατροδικαστή, ωστόσο η αστυνομία που τα γνώριζε υπέθεσε ότι ο δράστης ήταν ένας ανώμαλος που είχε στόχο τα παιδιά. Το πτώμα του Ντέρικ ήταν ξαπλωμένο ανάμεσα στα δέντρα και η σκηνή του εγκλήματος φαινόταν σκηνοθετημένη: Μια μεγάλη κοτρώνα είχε συνθλίψει το κρανίο του και ο δολοφόνος, που είχε ανοίξει την τσάντα με το κολατσιό του Ντέρικ, είχε πετάξει και είχε λιώσει τη μπανάνα που ήταν μέσα, είχε ρίξει στις πληγές χυμό από το θερμός και είχε τοποθετήσει τα δυο αθλητικά παπουτσάκια δίπλα στα απλωμένα χέρια του. Το πτώμα ήταν γυμνό από τη μέση και κάτω και είχε σοδομιστεί με ένα κλαδί. Η αιτία θανάτου ήταν το αμβλύ τραύμα από την κοτρώνα και ασφυξία από στραγγαλισμό.
Τις μέρες που ακολούθησαν ανακρίθηκαν γύρω στα 500 άτομα της περιοχής που ήταν συνδεδεμένα με σεξουαλικά εγκλήματα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το πρωί της 5ης Αυγούστου ένα 13χρονο αγόρι με κόκκινα μαλλιά και φακίδες, ο Έρικ Σμιθ, που τριγυρνούσε τη μέρα της δολοφονίας με το ποδήλατό του στην περιοχή, εμφανίστηκε στο αστυνομικό Τμήμα με τη συνοδεία της μητέρας του για να προσφέρει πληροφορίες για την έρευνα. Ο Σμιθ αποκάλυψε ότι είχε πάει τρεις-τέσσερις φορές στο πάρκο, αλλά δεν είχε δει τον Ντέρικ. Το ίδιο βράδυ, αστυνομικοί πήγαν στο σπίτι των Σμιθ και ζήτησαν από τον Έρικ να διευκρινίσει κάποιες αποκλίσεις που είχαν οι δηλώσεις του από εκείνες των άλλων μαρτύρων. Τότε ο Έρικ παραδέχτηκε ότι κάνοντας ποδήλατο στις 2 Αυγούστου είχε δει τον Ντέρικ στην απέναντι μεριά του δρόμου. Ωστόσο, περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια τα ρούχα που φορούσε και τι περιείχε η τσάντα του, που οι αστυνομικοί απόρησαν και του ζήτησαν μια μικρή αναπαράσταση. Τότε φάνηκε ότι ήταν αδύνατο να έχει δει τόσα πολλά από την απόσταση που έλεγε (ειδικά χωρίς τα γυαλιά του, τα οποία είχαν σπάσει αρκετές βδομάδες νωρίτερα). Ο Έρικ βλέποντας τη δυσπιστία τους, ρώτησε: «Νομίζετε ότι εγώ τον σκότωσα, έτσι;» Όταν οι αστυνομικοί απόρησαν και τον ρώτησαν αν είχε δει κάτι άλλο, ο Έρικ απάντησε: «Δεν είμαι ο τύπος που θα σκότωνε ή θα κακοποιούσε σεξουαλικά κάποιον».
Στις 6 Αυγούστου, σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης, έγινε η κηδεία του Ντέρικ στη Σαβόνα. Δυο μέρες μετά, στις 8 Αυγούστου 1993, ο Έρικ Σμιθ ομολόγησε στη μητέρα του: «Εγώ σκότωσα το αγοράκι. Δεν ξέρω γιατί». Η γονείς του ενημέρωσαν την αστυνομία το ίδιο βράδυ, λέγοντας ότι δεν είχαν ιδέα για την πράξη του γιου τους. Οι παππούδες του είπαν ότι απλώς υποψιάζονταν πως κάτι έκρυβε ο Έρικ τις μέρες μετά το έγκλημα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν φαντάζονταν ότι δράστης ήταν ο ίδιος.
Ο Έρικ αφηγήθηκε στους αστυνομικούς τι είχε συμβεί στις 2 Αυγούστου. Το πρωί ήταν πολύ θυμωμένος γιατί δεν είχε γίνει δεκτός στις εκδηλώσεις του πάρκου λόγω «κακής διαγωγής» και επέστρεφε στο σπίτι του, όταν είδε τον Ντέρικ στην απέναντι μεριά του δρόμου, να κατευθύνεται προς το πάρκο. Τα δυο αγόρια ήταν γείτονες, ο Έρικ χαιρέτησε τον Ντέρικ και τον ρώτησε αν ήθελε να κόψει δρόμο για να πάει πιο γρήγορα. Ο Ντέρικ είπε ότι δε θα το επέτρεπαν οι γονείς του, αλλά ο Έρικ τον καθησύχασε λέγοντας «δεν πειράζει, είμαι εγώ μαζί σου».
Ο Έρικ ομολόγησε ότι εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι ήθελε να τον πάει κάπου και να του κάνει κακό. Κατέβηκε από το ποδήλατό του και τον οδήγησε σε μια δασώδη περιοχή δίπλα στο πάρκο. Εκεί επιχείρησε να τον στραγγαλίσει, αλλά ο Ντέρικ αντιστάθηκε με όλη του τη δύναμη. Ούρλιαζε και άρχισε να κλωτσάει και να ρίχνει μπουνιές στον Έρικ. Σε λίγο σταμάτησε και ο Έρικ υπέθεσε ότι είχε πεθάνει. Σύντομα όμως ο Ντέρικ άρχισε να καταβάλει αγωνιώδεις προσπάθειες να πάρει ανάσα. Τρομοκρατημένος ο Έρικ, άρπαξε μια μεγάλη κοτρώνα, μετά άλλη μια, και του έλιωσε το κρανίο. Για να βεβαιωθεί ότι ο 4χρονος είχε πεθάνει και δε θα μπορούσε να πει σε κανέναν τι είχε συμβεί, o Έρικ τον σοδόμισε με ένα κλαδί. Μετά άνοιξε το βαλιτσάκι του κολατσιού, έβγαλε ένα σάντουιτς και το έχωσε στον λαιμό του Ντέρικ. Από το θερμός έχυσε κόκκινο χυμό Kool Aid στις πληγές του Ντέρικ. Τις επόμενες ώρες επέστρεψε πολλές φορές στον τόπο του εγκλήματος για να βεβαιωθεί ότι το αγόρι είχε πραγματικά πεθάνει και μετέφερε το πτώμα σε ένα λιγότερο ορατό σημείο. Στη συνέχεια, αφού σκούπισε καλά τα αίματα από τα χέρια του, πήγε στο σπίτι του και έβαλε τα ματωμένα ρούχα στο πλυντήριο την ίδια μέρα.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα που ανέλαβε τη δίωξη του Έρικ Σμιθ, ο 13χρονος είχε συνείδηση των πράξεών του, ήξερε ότι στραγγάλιζε έναν άνθρωπο, ένα παιδί και ότι αυτό ήταν λάθος. Όποιο ψυχολογικό ή ψυχιατρικό πρόβλημα και αν είχε, ήταν νομικά υπεύθυνος για την πράξη του και η συμπεριφορά του μετά το έγκλημα ήταν η απόδειξη. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι το θύμα ήταν νεκρό και δε θα μιλούσε, ώστε να μην ανησυχεί. Ο Έρικ Σμιθ καταδικάστηκε για τη δολοφονία του Ντέρικ Ρόμπι με ελαφρυντικά το 1994 και του επιβλήθηκε η μέγιστη ποινή που υπήρχε τότε για ανήλικους δολοφόνους: Εννέα χρόνια έως ισόβια (δηλαδή, φυλάκιση τουλάχιστον 9 ετών και μετά δυνατότητα αποφυλάκισης υπό όρους).
Ο Έρικ Σμιθ είναι σήμερα 41 ετών, έχει συμπληρώσει 27 χρόνια στη φυλακή (αρχικά ανηλίκων και μετά ενηλίκων). Κάθε δυο χρόνια μετά τη συμπλήρωση 9 ετών υπέβαλε αίτηση αποφυλάκισης, αλλά κάθε φορά η απάντηση της αρμόδιας επιτροπής ήταν αρνητική. Στη διάρκεια των ακροάσεων, ωστόσο, και καθώς ο Έρικ μεγάλωνε, μορφωνόταν (με ειδικά προγράμματα εξ αποστάσεως) και ωρίμαζε, φανερώθηκαν πολλά στοιχεία της ζωής του που είχαν συμβάλει στο εγκληματικό του ξέσπασμα. Από μικρός ήταν στόχος των νταήδων στη γειτονιά και στο σχολείο, που έκαναν την ξεχωριστή του εμφάνιση (τα κόκκινα μαλλιά, τις φακίδες, τα γυαλιά) αντικείμενο κοροϊδίας. Αναγκαζόταν να υποστεί τη λεκτική και σωματική βία και να κλείσει μέσα του τα συναισθήματά του για να μην νιώθει τον πόνο, που θα τον έκανε ακόμη πιο ευάλωτο και αδύναμο. Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Άρχισε να πιστεύει ότι ήταν ένα τίποτα. Η οπτική του για τη ζωή και τον κόσμο είχε γίνει πολύ σκοτεινή. «Πήγαινα στο σχολείο και νόμιζα ότι πάω στην Κόλαση, γιατί αυτό ήταν για μένα, Κόλαση» έχει πει ο ίδιος.
Πρώτος στόχος του για εκδίκηση ήταν τα μικρά ζώα. Στραγγάλισε τη γάτα ενός γείτονα, έπνιξε πουλιά, πυροβόλησε ένα σκύλο (συμπεριφορά των σίριαλ κίλερ, - για τον λόγο αυτό ο εισαγγελέας έκανε λόγο για έναν «κατά συρροή δολοφόνο εν τη γενέσει του»). Η «διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή», η αδυναμία να χαλιναγωγήσει τον θυμό του, που διέγνωσαν οι ψυχίατροι μετά τη σύλληψή του, εμφανίστηκε εκείνα τα πρώτα χρόνια. Από μικρός ο Έρικ γύριζε από το σχολείο οργισμένος και χτυπούσε το κεφάλι του στο πάτωμα.
Ωστόσο οι ιατρικές εξετάσεις δε φανέρωσαν καμιά εγκεφαλική ανωμαλία (που συνήθως συνδέεται με βίαιη συμπεριφορά). Υπήρχε όμως μια ένδειξη ότι στην περίπτωση του Σμιθ το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον είχε μέρος της ευθύνης για τη συμπεριφορά του. Το φάρμακο που έπαιρνε η μητέρα του όταν ήταν έγκυος στον Έρικ κρίθηκε από ορισμένους ειδικούς υπεύθυνο για τις επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεσή του, αλλά οι ψυχολόγοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη σύνδεση. Η αδερφή του Έρικ κατέθεσε στη δίκη ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατριό τους. Ο ίδιος ο Έρικ δεν έκανε ποτέ λόγο για παρόμοια κακοποίησή του μέσα στο σπίτι. Παρότι δεν έχει απαντήσει ποτέ στο γιατί διέπραξε το έγκλημα, περιέγραψε τη συσσώρευση της βίας ετών μέσα του. Ένιωσε την ανάγκη να την ξεσπάσει σε ένα πιο αδύναμο παιδί και ένιωσε ικανοποίηση ξέροντας ότι η βία θα ξεσπούσε σε κάποιον άλλον και όχι σε αυτόν.
Μετά από δέκα αιτήσεις αποφυλάκισης, τον Οκτώβριο του 2021 η αίτησή του έγινε δεκτή. Η αρμόδια επιτροπή έκρινε ότι έχει τιμωρηθεί επαρκώς για το έγκλημά του και δεν αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία. Έχει αρραβωνιαστεί και έχει πάρει πτυχίο ηλεκτρολόγου, που θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά.
Η προγραμματισμένη για τις 17 Νοεμβρίου 2021 αποφυλάκισή του ωστόσο καθυστερεί επειδή ο Σμιθ δεν έχει ακόμη τόπο κατοικίας εγκεκριμένο από την επιτροπή αποφυλακίσεων.
Πηγή: athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου