Ο Άλεξ Μόργκαν δολοφονήθηκε από έναν Ελβετό αριστοκράτη, που βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Πώς μια μητέρα κατάφερε μόνη να αποδώσει δικαιοσύνη για τον 23χρονο γιο της, που δολοφονήθηκε από τον πλούσιο φίλο του
Τέσσερα χρόνια αφότου ο Άλεξ Μόργκαν ξυλοκοπήθηκε και στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου σε ένα ελβετικό σαλέ από τον γιο ενός πλούσιου αριστοκράτη, η μητέρα του έλαβε ένα email από το γραφείο του εισαγγελέα, που ρωτούσε αν θα ήθελε πίσω τα προσωπικά του αντικείμενα.
Η Κάτια Φάμπερ απόρησε. Η τσάντα που είχε ετοιμάσει ο 23χρονος γιος της πριν το μοιραίο ταξίδι για σκι τής είχε ήδη επιστραφεί.
Το ρολόι, το διαβατήριο και το πορτοφόλι του είχαν ήδη επιστραφεί μέσα σε πλαστικές θήκες με τους αριθμούς της αστυνομίας πάνω τους.
Η Κάτια, η οποία είχε δουλέψει ως δικηγόρος σε ποινικά δικαστήρια στο Λονδίνο πριν γεννηθεί ο Άλεξ («και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό», λέει σήμερα), ρώτησε ποια αντικείμενα εννοούσαν. Κι έφτασε κανονικά μια λίστα.
«Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που διάβαζα. Ανέφερε όλα τα ρούχα του Άλεξ - τζιν, πουκάμισο, εσώρουχα και διευκρίνιζε ότι ήταν όλα ματωμένα. Και στο τέλος έγραφε "ένα κερί", διευκρινίζοντας πόσο μακρύ ήταν. Κοίταζα τη λίστα ξανά και ξανά και σκεφτόμουν, "είναι δυνατόν, βλέπω καλά ή τρελαίνομαι;"» .
Όλα ξεκίνησαν όταν η μητέρα του Άλεξ έλαβε ένα email, τέσσερα χρόνια μετά την δολοφονία του, που ρωτούσε αν ήθελε πίσω τα προσωπικά του αντικείμενα. Μόνο που της είχαν ήδη επιστραφεί.Ο Άλεξ, ο οποίος φοιτούσε στο φημισμένο σχολείο Gordonstoun στη Σκωτία, είχε πέσει θύμα βίαιης επίθεσης από τον Ελβετό φίλο του Μπένετ φον Βέρτες, του οποίου η δικτυωμένη οικογένεια είναι ιδιοκτήτρια γκαλερί τέχνης στη Ζυρίχη.
Καθοδόν για ένα ταξίδι για σκι, όπου επρόκειτο να συναντήσει τη μητέρα του, στις 30 Δεκεμβρίου 2014, ο Άλεξ είχε αποδεχτεί την πρόσκληση να μείνει ένα βράδυ στο οικογενειακό σαλέ του Φον Βέρτες, στο ακριβό προάστιο Κούσναχτ της Ζυρίχης, όπου μεταξύ άλλων μένουν επώνυμοι εκατομμυριούχοι, όπως η Τίνα Τέρνερ.
Μετά από μια βραδιά που ξεκίνησε με μια παρτίδα σκάκι και κατανάλωση ναρκωτικών, επέστρεψαν στο σαλέ και εκεί, στο σαλόνι με θέα στη λίμνη της Ζυρίχης, ο φον Βέρτες, υπό την επήρεια κοκαΐνης και κεταμίνης, επιτέθηκε άνευ λόγου στον φίλο του.
Η Κάτια δεν άντεξε ποτέ να δει τις φωτογραφίες που προσφέρθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο, αλλά δυστυχώς γνωρίζει κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια, μέχρι και την εμβέλεια των πιτσιλιών αίματος.
Ο Άλεξ -μακράν πιο μικρόσωμος από τον φίλο του, τον οποίο είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο στο Λονδίνο- έφερε κατάγματα στο κρανίο, στο σώμα του είχε πληγές από χτυπήματα με σπασμένο γυαλί και είχε χτυπηθεί με ένα βαρύ κηροπήγιο. Τα τραύματά του ήταν τόσο φρικτά που χρειάστηκε σφραγισμένο φέρετρο.
Αυτό που τον σκότωσε, ωστόσο, ήταν ότι ο δολοφόνος έβαλε στο στόμα του ένα κερί που έφραξε την αναπνευστική οδό. «Και ναι, αυτό ήταν το κερί που με ρωτούσαν αν ήθελα. Προφανώς, επειδή βρέθηκε σε αυτόν, θεωρήθηκε ότι ήταν ένα από τα υπάρχοντά του», λέει η μητέρα του. «Αυτά περνάς, βλέπεις, ως μητέρα. Αυτή είναι η απόλυτη φρίκη. Και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει».
Ο Άλεξ Μόργκαν έπεσε θύμα της πιο βάρβαρης επίθεσης από τον Ελβετό φίλο του, γιο ενός πλούσιου αριστοκράτη, Μπένετ Φον Βέρντες (φωτογραφία).
Υπήρξαν «αμέτρητες» φορές τα τελευταία επτάμισι χρόνια που η Κάτια αναρωτήθηκε αν ζει ταινία τρόμου. Δυο εβδομάδες μετά την κηδεία του Άλεξ έλαβε έναν λογαριασμό από την εταιρεία που είχε μεταφέρει το σώμα του γιου της από το σαλέ.
«Νόμιζα ότι το κράτος ήταν υπεύθυνο για αυτά τα πράγματα, αλλά προφανώς όχι. Έστειλαν ένα αναλυτικό λογαριασμό —σε μένα, αν είναι δυνατόν— με χρέωση για το πλαστικό που είχαν χρησιμοποιήσει για να τυλίξουν το σώμα του Άλεξ. Θυμάμαι να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και να κλαίω. Σκέφτηκα: "Δεν μπορώ να το κάνω αυτό"»
Και όμως το έκανε. Η Κάτια βρέθηκε στο δικαστήριο, ξανά, αυτή την εβδομάδα, στην Ελβετία, σε αυτό που ελπίζει ότι είναι η «τελική» προσπάθεια για να εξασφαλίσει δικαιοσύνη για τον γιο της.
Μπαινοβγαίνει στις δικαστικές αίθουσες από την πρώτη δίκη το 2017, κατά την οποία ο φον Βέρτες καταδικάστηκε σε 12μιση χρόνια φυλάκιση αφού κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Η δίκη ήταν αρκετά οδυνηρή. Ο φον Βέρτες κρίθηκε επίσης ένοχος για τον βιασμό μιας γυναίκας σε ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου. Στην Ελβετία, οι κατηγορούμενοι μπορούν να δικάζονται ταυτόχρονα για άσχετα αδικήματα.
Στην έφεση, ωστόσο, το 2019, μειώθηκε η ποινή του, αφού οι δικηγόροι του υποστήριξαν επιτυχώς ότι η κατανάλωση ναρκωτικών τον είχε κάνει να μην γνωρίζει τι έκανε. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών, αν και αφέθηκε ελεύθερος λόγω του χρόνου που είχε ήδη εκτίσει - υπό τον όρο ότι θα μπει σε μονάδα απεξάρτησης από ναρκωτικά.
Μετά από μια βραδιά που ξεκίνησε σε φιλικό σπίτι με μια παρτίδα σκάκι και άφθονα ναρκωτικά, επέστρεψαν στο σαλέ, όπου ο Μπένετ φον Βέρτες τον σκότωσε.
Η Κάτια κατέβασε από το διαδίκτυο ένα φυλλάδιο για την κλινική απεξάρτησης. «Μόνο στην Ελβετία θα είχαν διαφημιστικό φυλλάδιο. Μοιάζει με σπα, ένα υπέροχο παλιό κτίριο με κλειστούς διαδρόμους και έναν όμορφο κήπο. Ανακάλυψα επίσης ότι μερικές φορές την εβδομάδα παρακολουθούσε διαλέξεις ιστορίας της τέχνης στη Βέρνη».
Έμεινε άναυδη όταν η οικογένεια φον Βέρτες τής πρόσφερε 47.000 ελβετικά φράγκα για να καλύψει τα έξοδα κηδείας και ως «συναισθηματική αποζημίωση» για το θάνατο του γιου της.
«Η αριστοκρατική οικογένεια του δολοφόνου μού έλεγε ότι ήταν ατυχές που πέθανε ο Άλεξ, αλλά στην πραγματικότητα δεν έφταιγε κανένας. Ήταν γελοίο. Τί σημαίνει αυτό δηλαδή; ΄Οποιος έχει καταναλώσει πολλά ναρκωτικά ή αλκοόλ και διαπράξει έγκλημα δεν πρέπει να λογοδοτήσει
«Η μειωμένη ποινή έλεγε ουσιαστικά ότι ήταν ατυχία που πέθανε ο Άλεξ, αλλά στην πραγματικότητα δεν έφταιγε κανείς. Ήταν γελοίο. Αυτό σημαίνει ότι όποιος είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών ή αλκοόλ δεν μπορεί να λογοδοτήσει;», λέει.
Τα τραύματά του Άλεξ ήταν τόσο φρικτά που χρειάστηκε σφραγισμένο φέρετρο. Αυτό που τον σκότωσε, ωστόσο, ήταν ότι ο δολοφόνος έβαλε στο στόμα του ένα κερί που έφραξε την αναπνευστική οδό.
Η εισαγγελία —μετά από δική της επιμονή— άσκησε αντέφεση και την περασμένη Τρίτη, μετά από μια μαραθώνια μάχη, η νίκη ήταν δική της. Η αρχική ποινή επιβλήθηκε εκ νέου, με τον φον Βέρτες να κρίνεται ένοχος
Μπορεί ακόμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στη μονάδα απεξάρτησης, «αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό σημείο. Το σημαντικό είναι ότι μπορώ να τον αποκαλώ δολοφόνο», επιμένει η Κάτια
«Η τακτική που ακολούθησαν ήταν να απαξιώσουν αυτό που είχε γίνει στον Άλεξ. Μιλούσαν για εκείνον σαν να μην ήταν άνθρωπος. Οι δικηγόροι δεν εκπροσωπούσαν τον Άλεξ, εκπροσωπούσαν το κράτος», προσθέτει.
Οπότε ανέλαβε εκείνη δράση. Η πιο εκπληκτική πτυχή αυτής της τραγικής ιστορίας είναι ο ρόλος της Κάτια στη μάχη για απόδοση δικαιοσύνης στη δολοφονία του γιού της. Όχι μόνο ώθησε τους δικηγόρους της εισαγγελίας να συνεχίσουν τα δικαστήρια, αλλά προσέλαβε και δική της νομική ομάδ
Έγινε η ίδια ντετέκτιβ, εξετάζοντας κάθε αποδεικτικό στοιχείο που μπορούσε να βρει, χωρίς να κοιτάξει τις φωτογραφίες του Άλεξ. Κάθισε μάλιστα στο ακροατήριο όταν οι μάρτυρες έδιναν καταθέσεις με αποτέλεσμα να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον δολοφόνο του γιου της.
«Έπρεπε να καθίσω τρία μέτρα μακριά από εκείνον και το κασμιρένιο πουλόβερ του. Οι δικηγόροι του -είχε τρεις κορυφαίους δικηγόρους- φαινόταν να φέρνουν όλους όσοι τον είχαν γνωρίσει ποτέ, συμπεριλαμβανομένης της τεχνίτριας νυχιών του», λέει.
«Ο Άλεξ ήταν έξυπνος, σύνθετος, δυσλεξικός, πνευματώδης, αστείος και πεισματάρης, όπως εγώ», λέει η μητέρα του.
Κάθε βράδυ, η Κάτια μελετούσε τη δικογραφία. Μια φορά ζήτησε να σταλούν οι κάλτσες του γιου της για ιατροδικαστική εξέταση.
Γιατί; Όπως η ίδια λέει: «Επειδή [ο Φον Βέρτες] έλεγε πως τσακώνονταν, ότι αυτός ήταν ένας καβγάς που ξέφυγε από τον έλεγχο και είπε ότι ο Άλεξ, αφού τον χτύπησε σηκώθηκε ξανά όρθιος. Είπα ότι θα υπήρχαν θραύσματα γυαλιού στις κάλτσες του αν είχε γίνει έτσι. Δεν βρήκαν τίποτα».
Δεν έπαιξε ρόλο μόνο η νομική της εκπαίδευση, αλλά και τα χρήματα. Αν και δεν ανήκει στην αφρόκρεμα του πλούτου, όπως η οικογένεια φον Βέρτες, η Κάτια και η οικογένειά της είναι σαφώς εύποροι. Ο πατέρας του Άλεξ είναι χρηματιστής στο Λονδίνο (το ζευγάρι είναι διαζευγμένο, αν και παρευρέθηκε και αυτός στη δίκη). Η Κάτια, η οποία έχει άλλα δύο παιδιά, δεν έχει απλώς ένα σπίτι στην Ελβετία, αλλά και μια φάρμα στην Ισπανία.
Και ναι, επωμίστηκε νομικά έξοδα που ήταν πάρα πολλά. Αν και δεν αποκαλύπτει το ακριβές ποσό, λέει ότι πούλησε ένα διαμέρισμα για να χρηματοδοτήσει τη νομική της μάχη και επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για εκατοντάδες χιλιάδες λίρες.
«Τα χρήματα δεν είναι σημαντικά. Θα έδινες την τελευταία σου δεκάρα για να παλέψεις για τα παιδιά σου. Θα έδινα το νεφρό μου, αλλά τι γίνεται με άλλους ανθρώπους που δεν έχουν τα μέσα; Είμαι 100% πεπεισμένη ότι αν δεν είχα γνώση του νόμου και τα οικονομικά μέσα, δεν θα είχαμε καταδικαστική απόφαση», τονίζει.
Υπάρχει επίσης ένας απλός λόγος για τον οποίο η δικαιοσύνη αποδείχθηκε τόσο δύσκολη, όπως λέει η Κάτια- και είναι ξανά το χρήμα.
«Ένα από τα πράγματα που έβρισκα πιο ενοχλητικό σε όλο αυτό ήταν το να βάλλω εναντίον του ακραίου πλούτου και της αίσθησης ανωτερότητας που η οικογένεια του Φον Βέρτες είχε. Είμαι πεπεισμένη ότι, πίστευαν πως θα τα παρατούσαμε. Δεν ξέρω αν νόμιζαν ότι ο Άλεξ ήταν απλώς ένα Αγγλάκι που δεν είχε σημασία για κανέναν. Αλλά υποτίμησαν τη δύναμη μιας μητέρας που έχασε τον γιο της. Και δεν υπάρχει περίπτωση να ήξεραν ότι ήμουν δικηγόρος».
Ο Άλεξ ήταν ο μεγαλύτερος γιος της και θυμάται τα πάντα- από την πρώτη φορά που τον ένιωσε να κινείται όταν ήταν έγκυος, μέχρι τα πρώτα του βήματα και «πόσο αγαπούσε τους Power Rangers, πόσο φοβόταν το νερό, πόσο καλός σκιέρ ήταν». «Ο Άλεξ ήταν έξυπνος, σύνθετος, δυσλεξικός, πνευματώδης, αστείος και πεισματάρης, όπως εγώ» λέει.
Ήταν μετά τα Χριστούγεννα του 2014 όταν ο Άλεξ είχε κανονίσει να πάει να δει τη μητέρα του στην Ελβετία και να κάνει σκι μαζί της.
Ωστόσο, η Κάτια δεν βρισκόταν στο διαμέρισμά της, επειδή ήταν με την κόρη της, η οποία ανάρρωνε από μια εγχείρηση, στην Ισπανία. «Είχε χάσει τα κλειδιά του τον προηγούμενο Νοέμβριο και θα κοιμόταν στον καναπέ ενός φίλου εκείνο το βράδυ. Η προσφορά του Μπένετ [φον Βέρτες[ ήταν ελκυστική».
Μετά από αυτό, τα πράγματα περιπλέκονται. Γνωρίζει ότι ο Άλεξ και ο φον Βέρτες ήταν στο σπίτι ενός φίλου, παίζοντας εκείνη την παρτίδα σκάκι υπό την επήρεια ναρκωτικών, πριν καλέσουν ταξί για να επιστρέψουν στο σαλέ του φον Βέρτες.
Πήραν κι άλλα ναρκωτικά, τα οποία συνόδευσαν με καλό κρασί. Κάποια στιγμή τις πρώτες πρωινές ώρες, ο φον Βέρτες, ένας κικμπόξερ ύψους 1,80 μ., πέταξε τον Άλεξ πάνω σε ένα τραπεζάκι, με αποτέλεσμα να σπάσει. Χρησιμοποίησε τα κομμάτια γυαλιού για να τον μαχαιρώσει, και στη συνέχεια έπιασε ένα μεγάλο κηροπήγιο και του επιτέθηκε.
Η επίθεση ήταν τέτοια που το κρανίο του Άλεξ διαλύθηκε και τα οστά του προσώπου του έσπασαν. Μετά, ο φον Βέρτες έκανε ντους και στη συνέχεια κάλεσε την αστυνομία λέγοντας ήρεμα, «το δάχτυλό μου αιμορραγεί και ο φίλος μου είναι νεκρός».
Την είδηση του θανάτου του Άλεξ έφερε στην Κάτια ένας αστυνομικός της Ιντερπόλ. «Ήταν δύο. Το κατάλαβα όταν είδα ότι υπήρχε και γυναίκα αστυνομικός. Πάντα στέλνουν μια γυναίκα. Ήταν τόσο νέα. Ούρλιαξα. Τρελαίνεσαι», λέει.
Το πρώτο ένστικτο της Κάτιας ήταν να τρέξει στο παιδί της. «Ήθελα απλώς να πάω κοντά του. Θυμάμαι να λέω: "Θεέ μου, θα κρυώσει, κρυώνει. Πρέπει να τον πάρω από εκεί". Ξέρω ότι είναι παράλογο, αλλά δεν μπορείς απλώς να απενεργοποιήσεις αυτό το μέρος του εαυτού σου, αυτό που λέει πάντα στο παιδί σου: "Πού είναι το παλτό σου;"», θυμάται.
Ήθελε να του χαϊδέψει τα μαλλιά, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει, αλλά λόγω της έκτασης των τραυμάτων του αποφάσισε ότι «ο Άλεξ δεν θα ήθελε να τον δω έτσι, οπότε κάθε μέρα μέχρι την κηδεία καθόμουν δίπλα στο κλειστό φέρετρο».
Έγραψε τον επικήδειο, έκλαψε με τους φίλους του, που έφεραν λευκά τριαντάφυλλα και σχεδίασαν την ταφόπλακα. Τα άλλα δύο παιδιά της, αμφότερα μικρότερα από τον Άλεξ, της έδωσαν έναν λόγο για να συνεχίσει να ζει.
«Με την κόρη μου κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι για μήνες μετά το θάνατο του Άλεξ. Το χρειαζόμασταν και οι δύο. Ο γιος μου ήταν μόλις 12 ετών. Του ήταν πολύ δύσκολο. Σκεφτόταν συνεχώς ότι ο Άλεξ θα επέστρεφε ως πνεύμα. Έπαθε εμμονή με τις πολεμικές τέχνες. Κι αν κάποιος ήθελε να τον σκοτώσει;», λέει.
Άλεξ Μόργκαν: Το αγόρι που στραγγαλίστηκε με ένα κερί- και ο πλούσιος δολοφόνος που προσπάθησε να γλιτώσειFacebook Twitter
«Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε στη ζωή του. Είχε όποιο αυτοκίνητο ήθελε, όσα ναρκωτικά ήθελε και αυτό επέτρεψε να αποκτήσει μια συμπεριφορά που οδήγησε στην καταστροφή. Δεν ήταν η δική τους καταστροφή, όμως, αλλά η δική μας».
Ωστόσο, όπως λέει, συμπονεί τη μητέρα του φον Βέρτες, η οποία ήταν επίσης καθημερινά στο δικαστήριο. «Μια φορά πραγματικά πήγα κοντά της. Την αγκάλιασα. Είπε: "Χάσαμε και οι δύο τους γιους μας από ναρκωτικά", αλλά σε εκείνο το σημείο έφυγα. Δεν έχει χάσει τον γιο της από τα ναρκωτικά. Μπορεί να δει τον γιο της και να τον αγκαλιάσει και να κάνει σχέδια για το μέλλον. Ενώ ο δικός μου είναι στο νεκροταφείο».
Ο δικηγόρος μέσα της γνωρίζει ότι η οικογένεια φον Βέρτες δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για όσα έκανε ο γιος τους. Ωστόσο, η μητέρα μέσα της παλεύει με αυτό. Σίγουρα πρέπει να δουν επίσης, υποστηρίζει, ότι ο γιος τους πρέπει να πληρώσει για αυτό που έκανε.
«Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε στη ζωή του. Είχε ό,τι αυτοκίνητα ήθελε, όσα ναρκωτικά ήθελε και αυτό επέτρεψε να αποκτήσει μια συμπεριφορά που οδήγησε στην καταστροφή. Δεν ήταν η δική τους καταστροφή, όμως, αλλά η δική μας».
lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου