Όταν τα θρυλικά τσιγάρα κυκλοφόρησαν το 1931, όλοι έψαχναν να βρουν ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα που κοσμούσε το πακέτο. Πολλοί πίστευαν ότι επρόκειτο για μια κυρία της καλής κοινωνία των Αθηνών που δεν ήθελε να αποκαλύψει το όνομά της.
Τελικά έγινε γνωστό ότι το μοντέλο του ζωγράφου ήταν η καλλιτέχνιδα Ζωζώ Νταλμάς.
Τελικά έγινε γνωστό ότι το μοντέλο του ζωγράφου ήταν η καλλιτέχνιδα Ζωζώ Νταλμάς.
Το όνομά της ήταν Ζωζώ Νταλμάς και γεννήθηκε το 1905 στην Κωνσταντινούπολη.
Η ζωή της γεμάτη έρωτες, περιπέτειες, πριγκιπικά παλάτια, επιτυχίες, τραγούδι και χορό.
Οι λεπτομέρειες της περιπετειώδους ζωή της έγιναν γνωστές μέσα από το βιβλίο «Εγώ, η Ζωζώ Νταλμάς» που έγραψε ο Βασίλης Κολοβός, τον οποίο συναντούσε σε ένα καφενεδάκι στην Κυψέλη. «Έζησα τα πάντα, έκανα τα πάντα, δεν είχα φραγμούς, ήμουν ελεύθερη. Βασιλάκο, έλα να σου δώσω ένα φιλί» του έλεγε «Να διηγηθώ το ρομάντζο της ζωής μου!
Μεγάλες λέξεις, πόζες, ξελιγώματα, ε; Αλλά ησυχάστε, δεν πρόκειται για τέτοιο πράγμα.
Νομίζετε πως μία καλλιτέχνις της δικής μου ιδιοσυγκρασίας, μποέμισσα από κούνια και αδιόρθωτη αναρχική που δεν μπορεί να ανεχθεί ρέγουλες, ετικέτες και δεσμούς σκλαβιάς, δεν έχει καμία φιλοσοφική αρχή;
Ε, λοιπόν εγώ έχω μία. Η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία όταν δεν μοιάζει με ρομάντζο».
Πέθανε φτωχή
Το τέλος της ζωής της τη βρήκε να ζει σε ένα δυάρι, δύο υπόγεια κάτω από τη γη, στην οδό Τρικάλων στους Αμπελόκηπους, όπου της πήγαιναν φαγητό οι γείτονες και κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου. Τα ένσημα που είχε μαζέψει δεν ήταν αρκετά για να βγάλει τη σύνταξη. Από την γεμάτη πλούτη ζωή της, δεν είχε κρατήσει απολύτως τίποτα και πέθανε το 1988 μόνη.
«Γλεντώ, πίνω, αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς γλέντι, χωρίς έρωτα. Οι άνθρωποι τυλίγουν τη ζωή με πολλή ετικέτα, τη φορτώνουν με σοβαρότητα. Κι αυτό είναι το δράμα τους.
Ο έρωτας και το γλέντι λύνουν από τη ζωή τα δεσμά και της δίνουν έναν τόνο ελαφρότητας που είναι στη φύση της».
Το τέλος της ζωής της τη βρήκε να ζει σε ένα δυάρι, δύο υπόγεια κάτω από τη γη, στην οδό Τρικάλων στους Αμπελόκηπους, όπου της πήγαιναν φαγητό οι γείτονες και κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου. Τα ένσημα που είχε μαζέψει δεν ήταν αρκετά για να βγάλει τη σύνταξη. Από την γεμάτη πλούτη ζωή της, δεν είχε κρατήσει απολύτως τίποτα και πέθανε το 1988 μόνη.
«Γλεντώ, πίνω, αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς γλέντι, χωρίς έρωτα. Οι άνθρωποι τυλίγουν τη ζωή με πολλή ετικέτα, τη φορτώνουν με σοβαρότητα. Κι αυτό είναι το δράμα τους.
Ο έρωτας και το γλέντι λύνουν από τη ζωή τα δεσμά και της δίνουν έναν τόνο ελαφρότητας που είναι στη φύση της».
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν κουβαρντού και σπάταλη, απεχώρησε από τη σκηνή το 1957 και πέθανε στην Αθήνα (2.8.1988) πάμπτωχη και ξεχασμένη σε οίκο ευγηρίας.
Λένε πως την κηδεία της έκανε ένας παλιός χορευτής και θαυμαστής της, ο Δημήτρης Ιβάνωφ.
Λένε πως την κηδεία της έκανε ένας παλιός χορευτής και θαυμαστής της, ο Δημήτρης Ιβάνωφ.
Ο έρωτας με τον Κεμάλ
Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό μαγαζί που χόρευε η Ζωζώ, όταν τελείωσε τον χορό την κάλεσε στο τραπέζι του και στην συνέχεια πέρασαν τη νύχτα μαζί. Το 6.30 το επόμενο πρωί, ο Κεμάλ έφυγε, έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό, όταν εκείνη ξυπνήσει να την περιποιηθούν ενώ της άφησε κι ένα χαρτονόμισμα χιλίων λιρών στο κομοδίνο «διά τις καλές της υπηρεσίες».
Η Ελληνίδα ντίβα ένιωσε προσβεβλημένη, πήρε το χαρτονόμισμα στα χέρια της για να το σκίσει, αλλά βλέποντας πάνω σε αυτό τυπωμένο το πρόσωπο του Κεμάλ αποφάσισε να… δράσει διαφορετικά. Πήρε λοιπόν ένα ψαλίδι και έκοψε προσεχτικά το κομμάτι που ήταν η εικόνα του. Το υπόλοιπο κομμάτι με την τρύπα στη μέση το άφησε στη θέση του μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε: «Από αυτό που μου αφήσατε πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο».
Ο Κεμάλ φάνηκε να συγκλονίζεται από την κίνηση αυτή. Το βράδυ της έστειλε στο θέατρο λουλούδια κι ένα πανάκριβο κόσμημα. Η Ζωζώ τα γύρισε πίσω. Το άλλο βράδυ τα ίδια, μέχρι που τελικά οι δυο τους ξεκίνησαν ένα δεσμό ο οποίος κράτησε πολλά χρόνια, εως και λίγο πριν από τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η ίδια είχε υποστηρίξει, ότι σε προσωπικές στιγμές ο Κεμάλ της έκανε εξομολογήσεις. Σε συνέντευξή της το 1962, είπε: «Άστα «μπαμπά», του έλεγα ειρωνικά, «το θες ή δεν το θες, είσαι Ρωμιός! Από πού ήταν η γιαγιά σου; Δεν ήταν η κυρα-Μαρία από τα Γιάννενα; Ύστερα τούρκεψες, «μπαμπά»! Κι αυτός χαχάνιζε, χτυπιόταν, άρπαζε ένα μπουκάλι με ρακή, έπινε στην υγειά μου και στην ελληνοτουρκική φιλία».
Μια απο τις πιο σημαντικές -και σίγουρα ενδιαφέρουσες στιγμές τα νεότερα χρόνια πριν τον θάνατο της, ήταν η συνέντευξη που είχε δώσει στον δημοσιογράφο κ. Λιμπερόπουλο, όπου αναφέρθηκε αναλυτικά στην σχέση της με τον Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς και το τι συνέβη την κατοχή, όταν αρνήθηκε να προδόσει συντρόφους της στην Γκεστάπο, και οι γερμανοί την τελευταία στιγμή μετά απο βασανισμούς δεν την σκότωσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου