Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ο Μέγας Αλέξανδρος γεννήθηκε το 356 π.Χ. στην Πέλλα. Πατέρας του ήταν ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ και μητέρα του η Ολυμπιάδα, πριγκίπισσα από τον ηπειρωτικό οίκο των Αιακίδων.
Μεγάλη επιρροή άσκησε στην παιδική του ηλικία η μητέρα του, καθώς και οι δάσκαλοί του, ο Αναξιμένης από την Λάμψακο και ο Αριστοτέλης από τα Στάγιρα της Χαλκιδικής.
Ιδιαίτερα ο τελευταίος εισήγαγε στον Αλέξανδρο ποικίλες γνώσεις για τον Ελληνισμό και την παιδεία του, αλλά προπάντων τον εξοικείωσε με τον Όμηρο, για την Ιλιάδα του οποίου ο πρίγκιπας έτρεφε φλογερή αγάπη.
Είχε ιδιαίτερη λατρεία για τον Αχιλλέα, τον οποίον είχε από μικρός ως πρότυπο. Παρόλο που μετά από τρία χρόνια χωρίστηκαν οι δρόμοι μεταξύ του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου, ο Μακεδόνας διάδοχος δε λησμόνησε ποτέ την βαθιά επίδραση που άσκησε μέσα του ο δάσκαλός του. Αργότερα, συνήθιζε να λέει πως στον πατέρα του χρωστούσε «το ζην» και στον δάσκαλό του «το ευ ζην».
Στην ηλικία των 16, ο Αλέξανδρος ως «διοικητής αυτοκρατορίας» ίδρυσε την πρώτη του πόλη, την Αλεξανδρούπολη στη Θράκη. Μετά την δολοφονία του πατέρα του, Φιλίππου Β'(336 π.Χ.), με τη βοήθεια των στρατηγών, ανέβηκε στο θρόνο. Στην Ελλάδα τα πνεύματα ταράχθηκαν και υπήρχε μεγάλος φόβος μιας νέας τυραννίας.
Στην πρώτη του εκστρατεία, έδειξε ασυνήθιστη δυναμικότητα, στρατηγικό ταλέντο και πολεμική ικανότητα.
Το 334 π.Χ. ανεμπόδιστος από τους Πέρσες και συνοδευόμενος από τον ελληνικό στόλο, διαπεραίωσε το στρατό του από τη Σηστό στην Άβυδα. Καθώς, ο Μέγας αυτός Στρατηλάτης πατούσε στην Ασία πέταξε από το πλοίο το ακόντιο του στη γη και με αυτόν τον τρόπο έδειξε συμβολικά πως έπαιρνε την κυριότητα της Ηπείρου.
Οι περσικές σατραπείες δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν έτσι εύκολα τα εδάφη τους χωρίς μάχη στον κατακτητή. Έτσι, τον Μάιο του 334 π.Χ, στον ποταμό Γρανικό οι Πέρσες κατατροπώθηκαν. Ο Αλέξανδρος έστειλε 300 πανοπλίες από τα λάφυρά του στην Αθήνα και τα αφιέρωσε στη θεά Αθηνά για να δείξει τον πανελλήνιο χαρακτήρα του περσικού πολέμου.
Μεταξύ των άλλων, θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο του μεγάλου βασιλιά στα ασιατικά εδάφη, που «είχαν κερδηθεί με το δόρυ».
Επέτρεψε στους Λυδούς να χρησιμοποιήσουν την πατροπαράδοτη νομοθεσία τους και χαρίζοντάς τους την ελευθερία αποδείκνυε ότι ερχόταν σαν ελευθερωτής των λαών, για να τους απαλλάσσει από την περσική κυριαρχία. Με την κατάληψη της Εφέσου, που ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της δυτικής μικρασιατικής παραλίας, κατάφερε να εκδιώξει τους ολιγαρχικούς που είχαν φιλοπερσικά αισθήματα.
Ο Μακεδόνας είχε πετύχει μέσα σε λίγους μήνες ό, τι δεν είχε κατορθώσει κανείς πριν από κείνον. Βρισκόταν στην καρδιά της Μικρά Ασίας, τα στρατεύματα των Περσών είχαν συντριβεί μπροστά του και η περσική κυριαρχία στην Ανατολία είχε ουσιαστικά καταρρεύσει.
Αφού υπέταξε την Κιλικία και πέρασε τη Συρία, έδωσε τη δεύτερη μεγάλη μάχη του στην Ισσό(Νοέμβριος 333 π.Χ.). Τη στιγμή που η μάχη βρίσκονταν στο πιο κρίσιμό της σημείο, ο Δαρείος έχασε την ψυχραιμία του, σαν δέχθηκε την επίθεση του μακεδονικού ιππικού, που το οδηγούσε ο Αλέξανδρος. Πολύ πρόωρα ο Πέρσης μονάρχης θεώρησε την υπόθεση χαμένη και τράπηκε σε φυγή. Ο Αλέξανδρος, όμως τον καταδίωξε και κατόρθωσε να διαλύσει τον εχθρικό στρατό.
Βαθιά εντύπωση έκανε αυτή η νίκη ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Οι αντιμακεδονικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα ο Δημοσθένης, υπολόγισαν στην συντριπτική ήττα του Αλεξάνδρου. Η σημασία, όμως, που έδωσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος στο κατόρθωμά του φαίνεται από την απάντηση που έστειλε στον Δαρείο, ο οποίος ζήτησε την επιστροφή των συγγενών του, που είχαν αιχμαλωτιστεί. Τότε, ο Μέγας Αλέξανδρος πρόσταξε στον Αχαιμενίδη να τον αποκαλεί στο μέλλον «βασιλιά της Ασίας», πράγμα που σημαίνει πως διεκδικούσε την εξουσία ολόκληρης της αυτοκρατορίας.
Η Αίγυπτος του παραδόθηκε από τον σατράπη Μαζάκη δίχως μάχη. Στη χώρα του Νείλου θυμούνται με μελανά χρώματα την περσική ανακατάληψη που είχε γίνει πριν από μια δεκαετία από τον Αρταξέρξη Γ'. Έτσι όλοι δέχθηκαν τον Μακεδόνα σαν ελευθερωτή και οι ιερείς της Μέμφιδος τον έστεψαν με το διπλό αιγυπτιακό στέμμα.
Με πλήρη συνείδηση, ο Αλέξανδρος δεν εμφανίζεται στην Αίγυπτο σαν νόμιμος διάδοχος των Αχαιμενίδων, αλλά σαν κληρονόμος της μεγάλης σειράς των αυτοχθόνων Φαραώ. Η εθνότητα, τα έθιμα, η αιγυπτιακή θρησκεία αντιμετωπίζονται από αυτόν με βαθιά κατανόηση, όπως ακριβώς συνέβη και στην Μικρά Ασία με τους Λυδούς και τους Κάρες.
Κατά την διαμονή του στα παράλια, θεμελίωσε την πόλη που σήμερα φέρει το όνομά του, την Αλεξάνδρεια το 331 π.Χ. Έγινε σε πολύ σύντομο διάστημα το πιο σημαντικό κέντρο της Αιγύπτου για να εξελιχθεί κατά την εποχή των Πτολεμαίων στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Μεσογείου.
Στα Γαυγάμηλα κρίθηκε, την 1η Οκτωβρίου 331 π.Χ. το μέλλον της Ασίας. Ο Αλέξανδρος εξουδετέρωσε τον ενδεχόμενο κίνδυνο και τους Πέρσες που είχαν αριθμητική υπεροχή. Μετά την νίκη του πήρε επίσημα τον τίτλο του «βασιλέα της Ασίας».
Επί τρία ολόκληρα χρόνια πολεμούσε την ανατολικο-ιρανική αντίσταση.
Προχώρησε μέσα στο Ιράν, ίδρυσε πολλές πόλεις και το 327 π.Χ παντρεύτηκε τη Ρωξάνη, κόρη του Οξυάρτη, προκειμένου να συμφιλιωθεί με τους Ιρανούς.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς στις Ινδίες και στον Υδάσπη ποταμό, όπου έδωσε τη τελευταία μεγάλη μάχη της ζωής του, το 326 π.Χ, πετυχαίνοντας τη νίκη. Οι Ινδίες ήταν αποκομμένες και είχαν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Παρόλα αυτά κατάφερε και ίδρυσε πολλές πόλεις που φέρουν το όνομά του. Η ινδική εκστρατεία τελείωσε στα Μάλλα, όπου ο βασιλιάς τραυματίστηκε και η χώρα προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία του.
Εξαιτίας κάποιων εσωτερικών προβλημάτων στην Ελλάδα και στην Ασία αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Από τη στιγμή που ξεκίνησε από τη Μακεδονία, είχε διατρέξει με τους στρατιώτες του, επί 8 ½ χρόνια 18.000 χιλιόμετρα περίπου, κάτι που δεν είχε καταφέρει κανείς μέχρι τότε.
Μετά την επιστροφή του και την διευθέτηση των προβλημάτων που είχαν προκύψει κατά την απουσία του, ο Αλέξανδρος παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον μια επιχείρηση που στόχευε στην ανεύρεση μιας ναυτικής οδού προς την Αίγυπτο, η οποία θα συνέδεε τη Βαβυλώνα με την Αλεξάνδρεια. Και τότε ακριβώς, σε μια στιγμή ακούραστης δημιουργίας, ο απροσδόκητος θάνατος διέκοψε το νήμα της ζωής του. Μετά από ένα συμπόσιο, ο Μέγας Στρατηλάτης όλων των εποχών, αρρώστησε από ενδημικό ελώδη πυρετό και ύστερα από δέκα ημέρες τον βρήκε ο θάνατος στις 10 Ιουνίου 323 π.Χ. (σύμφωνα με κάποιες πηγές).
Η ζωή και το έργο του Αλεξάνδρου δεν ολοκληρώθηκαν, αποτελούν όμως μια μεγαλεπήβολη σύνθεση που ξεπέρασε τη δημιουργία κάθε προηγούμενου ανθρώπου.
Οτιδήποτε του αρνήθηκε η θνητή φύση του, του το πρόσφερε η μεταγενέστερη ανθρωπότητα. Την Αθανασία...
Τριπτόλεμος Τζημίκας
[Μ.Δ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου