Καμία ελληνική πολιτεία, γράφει ο Μ. Α. Τιβέριος, δεν έγινε θεοκρατική ούτε επέτρεψε οι ιερείς της να αποτελέσουν μια κλειστή οργανωμένη ομάδα, μια κάστα, ικανή να επηρεάζει σημαντικά τα πολιτικά πράγματα
Για τους αρχαίους προγόνους μας κάθε ελεύθερος πολίτης είχε το δικαίωμα να ασκήσει το λειτούργημα της ιεροσύνης.
Οι ιερείς δεν σχημάτισαν ποτέ οργανωμένη ομάδα, δεν είχαν ιεραρχία, δεν έφεραν κανένα εξωτερικό γνώρισμα στις καθημερινές τους εμφανίσεις και η επιλογή τους δεν συνοδευόταν από κάποιο είδος χειροτονίας ή μύησης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Τη θυσία, την κύρια λατρευτική πράξη των αρχαίων, με την οποία πίστευαν ότι γίνονταν φιλοξενούμενοι και ομοτράπεζοι των θεών τους, μπορούσε να την κάνει οποιοσδήποτε. Ο αρχηγός κάθε οικογένειας ήταν συγχρόνως και ιερέας της.
Ο θεός δεχόταν τους πάντες αρκεί αυτοί να σέβονταν τους νόμους, γραπτούς ή άγραφους.
Τη σχετική τελετουργία της θυσίας, δρώμενα και λεγόμενα, την ήξεραν όλοι, έχοντας συμμετάσχει από μικρά παιδιά σε πολλές τέτοιες λατρευτικές εκδηλώσεις.
Ωστόσο στις μεγάλες επίσημες κρατικές γιορτές ήταν απαραίτητο κάποιος να έχει την ευθύνη της οργάνωσης της όλης τελετουργίας και ήταν αυτός που εκφωνούσε επίσης τη σχετική προσευχή και έκανε την απαραίτητη σπονδή.
Στην Αθήνα υπεύθυνος για τις περισσότερες κρατικές γιορτές ήταν ένας ανώτατος αξιωματούχος, ο «άρχων βασιλεύς», που εκλεγόταν για ένα χρόνο, και ήταν αυτός που διοικούσε «τας πατρίους θυσίας... πάσας».
Αλλά και για την εξασφάλιση της περιουσίας των θεών, που ήταν τα ίδια τα ιερά τους, από τυχόν καταπατήσεις και γενικά για τη μέριμνα να γίνονται εδώ όλα σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση, η παρουσία ιερέων σε κάθε ιερό ήταν απαραίτητη.
Για την ηλικία και το φύλο τους, τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους, για το αν ήταν παντρεμένοι ή όχι, για το επίπεδο των γνώσεών τους κ.ά. δεν υπήρχαν κανόνες που να ισχύουν σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Διέφεραν από πόλη σε πόλη και από λατρεία σε λατρεία. Συνήθως οι ιερείς (ή ιέρειες) εκλέγονταν ή κληρώνονταν για ένα χρόνο δεν έλειπαν ωστόσο και ισόβια ιερατικά αξιώματα και περιορίζονταν αυστηρά στο ιερό στο οποίο είχαν οριστεί.
Φυσικά το ίδιο πρόσωπο μπορούσε να οριστεί ιερέας σε περισσότερα ιερά. Για τον ορισμό ιερέων κατέφευγαν συχνά στη διαδικασία της κλήρωσης, επειδή μ' αυτήν η θεϊκή βούληση εκφραζόταν πιο άμεσα και συγχρόνως απέφευγαν και τα... μαγειρέματα, σύνηθες φαινόμενο κάθε φορά που η προς πλήρωση θέση έχει πολύ... ψωμί.
Τους ιερείς βοηθούσαν στα καθήκοντά τους «νεωκόροι», οι φύλακες δηλαδή του ιερού και υπεύθυνοι για την καθαριότητα, «ιεροποιοί», που φρόντιζαν κυρίως για το πρακτικό μέρος των θυσιών, και «επιμεληταί και ιεροταμίαι», που ήταν επιτροπές πολιτών διορισμένες από την πολιτεία για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ιερών.
Υπήρχαν όμως και ορισμένα ιερατικά αξιώματα που ήταν κληρονομικά. Σε παλιότερες εποχές, όταν κυριαρχούσε ο θεσμός της βασιλείας, ο βασιλιάς ήταν αυτός που ασκούσε τόσο την πολιτική όσο και τη θρησκευτική εξουσία.
Αργότερα όμως, όταν οι βασιλείς έχασαν τη δύναμή τους, σε κάποιες περιπτώσεις και μετά από... σκληρές διαπραγματεύσεις, κράτησαν το μάλλον τιμητικό δικαίωμα να ασκούν αποκλειστικά αυτοί και οι απόγονοί τους τη λατρεία μιας σημαντικής θεότητας. Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι που έκαναν τη θητεία ενός ιερέα κληρονομική.
Με το πέρασμα του χρόνου και κυρίως μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν οι θρησκευτικές εκδηλώσεις γίνονταν όλο και πιο πομπώδεις, ενώ αντίθετα η πίστη προς το θείο καθημερινά ατονούσε, η πολιτεία έβγαζε μερικές φορές τα ιερατικά αξιώματα σε πλειοδοτικούς διαγωνισμούς!
Τα έδινε σ' αυτούς που πρόσφεραν τα περισσότερα χρήματα. Με τέτοιες διαδικασίες όμως μπορεί το κράτος να εξασφάλιζε πρόσθετους οικονομικούς πόρους αλλά στην πραγματικότητα βεβήλωνε τη θρησκεία και τραυμάτιζε καίρια το θρησκευτικό συναίσθημα. Από μια τέτοια θρησκεία δεν είχαν πλέον τίποτε να περιμένουν οι άνθρωποι.
Οι ιερείς, εκτός από τον σεβασμό που απολάμβαναν από την πολιτεία και τους πιστούς, είχαν και τιμητικές και κυρίως υλικές απολαβές, που το μέγεθός τους εξαρτιόταν από τη σπουδαιότητα του ιερού στο οποίο υπηρετούσαν.
Οπως και σήμερα, έτσι και κατά την αρχαιότητα έπαιρναν ένα σημαντικό μέρος από τις προσφορές των πιστών, όπως π.χ. τμήματα των θυσιαζόμενων ζώων και μερικές φορές και τα δέρματά τους, άρτους, καρπούς, λάδι, κρασί. Δεν λείπουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου ένας ιερέας, προερχόμενος βέβαια από εύπορη οικογένεια, έδινε περισσότερα στο ιερό από όσα έπαιρνε από αυτό.
Ιερατικό αξίωμα μπορούσε να διεκδικήσει οποιοσδήποτε πολίτης αρκεί να ήταν αρτιμελής, νομοταγής και να διακρινόταν από αγνότητα ψυχής. Μας έχει σωθεί ο κανονισμός της λατρείας της Αθηνάς Νίκης πάνω στην Ακρόπολη, από τον οποίο μαθαίνουμε ότι η ιέρεια εκλεγόταν από την Εκκλησία του Δήμου, από το ανώτατο δηλαδή πολιτικό όργανο της αθηναϊκής Δημοκρατίας, ανάμεσα από όλες τις αθηναίες δέσποινες.
Ορισμένα ωστόσο ιερά ζητούσαν αυξημένα προσόντα από τους ιερείς τους. Ετσι, π.χ., οι ιερείς του Ασκληπιού έπρεπε να είναι καλοί ιατροί, ενώ αυτοί του μαντείου των Δελφών έπρεπε να έχουν υψηλή μόρφωση και να είναι άριστοι γνώστες όσων συνέβαιναν στον τότε γνωστό κόσμο. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους οι ιερείς και οι ιέρειες έπρεπε να διατηρούν μακριά κόμη, να αποφεύγουν οποιαδήποτε επαφή με νεκρό ή λεχώνα και να απέχουν από σεξουαλικές δραστηριότητες. Στις ιεροτελεστίες έφεραν στην κεφαλή τους ταινία και στεφάνι, φορούσαν πολυτελή ενδύματα με ειδική ζώνη στη μέση και κρατούσαν ράβδο.
Ακόμη, μερικές λατρείες απαιτούσαν οι ιέρειές τους να ήταν παρθένες, ενώ άλλες ζητούσαν από τους ιερείς να απέχουν, κατά τη διάρκεια της γιορτής, από κάποια φαγητά.
Σπάνιες είναι εκείνες που ήθελαν τις ιέρειες (ή τους ιερείς) να παραμένουν για όλη τους τη ζωή ανύπαντροι.
Οπωσδήποτε στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν επαγγελματίες ιερείς και την ιερατεία δεν την ασκούσαν ως επάγγελμα αλλά ως τιμητική υπηρεσία που έδινε στον κάτοχό της πρόσθετο κύρος.
Οπωσδήποτε η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν βασιζόταν σε υψηλά, θεολογικά δόγματα. Δεν είχε ιερές γραφές αλλά μερικούς ύμνους και κάποιες τυποποιημένες προσευχές.
Πάντα υπήρχε η τάση υποταγής της θρησκείας στην πολιτεία.
Η Εκκλησία του Δήμου, το ανώτατο πολιτικό όργανο της αθηναϊκής Δημοκρατίας, έπαιρνε αποφάσεις και για θρησκευτικά θέματα. Καμιά ελληνική πολιτεία δεν έγινε θεοκρατική ούτε επέτρεψε οι ιερείς της να αποτελέσουν μια κλειστή οργανωμένη ομάδα, μια κάστα, ικανή να επηρεάζει σημαντικά τα πολιτικά πράγματα, όπως π.χ. συνέβαινε στην αρχαία Αίγυπτο.
Και σ' αυτό ασφαλώς ρόλο έπαιξε και ο τρόπος με τον οποίο ορίζονταν οι ιερείς στην αρχαία Ελλάδα. Ενας τρόπος που και αυτός επέτρεψε στη θρησκεία να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του θαυμαστού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου