Ένα από τα αφηγήματα που έχουν υιοθετήσει οι πνευματικώς νεόπλουτοι σπουδαγμένοι των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών είναι εκείνο του ότι η εθνική συνείδηση, αλλά και η ίδια η σύλληψη της έννοιας του έθνους, είναι δημιουργήματα των ρομαντικών των 18ου και 19ου αιώνων. Πραγματικά πρόκειται για πνευματικά νεόπλουτους της ίδιας νεοταξικής αναθεώρησης των πραγμάτων που προσφάτως ασέλγησαν στην ιστορία της Μακεδονίας και που έχουν καταλάβει έδρες σε πανεπιστήμια και κυβερνητικά σχήματα απλούστατα επειδή υπηρετούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα πάμπλουτων καιροσκόπων.
Επειδή, λοιπόν, επ’ ουδενί πρέπει να καμφθεί το φρόνημά μας ως Έλληνες κατόπιν αυτής της εφήμερης εθνικής μας ήττας, καλά θα κάνουμε να επαναφέρουμε την μνήμη και το γνώθι σαυτόν, ώστε να ορθοποδήσουμε και να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας. Όπως πάντοτε επράτταμε, εξ άλλου. Αρχίζω, λοιπόν, με αυτό το πρώτο μέρος του εγχειρήματός μου, δια του οποίου θα κάνω μία σύντομη ιστορική διαδρομή από την επανασύστασή μας ως έθνος έως και το παρόν προτού, στις επερχόμενες παρουσιάσεις μου, ορίσω τον Έλληνα και τις οντολογικές του διαβαθμίσεις που τον συγκροτούν. Αλλά και τις υποδιαιρέσεις του που καθιστούν πολλούς Ελλαδίτες κατώτερους του τίτλου. Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων, όσο και εάν δεν αρέσει στους πνευματικά νεόπλουτους, προέκυψε από την πολιτισμοφυλετική ζύμωση πολλών χιλιετιών και κορυφώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε ό,τι υπήρχε έξω από αυτήν, για τους Έλληνες ήταν βάρβαρο. Το να μην διακρίνει ένας νεοσπουδαγμένος αυτήν την εθνική συνείδηση μέσα από τις ένοπλες συγκρούσεις του Ελληνικού έθνους με αυτούς τους βάρβαρους αλλά και μέσα από την εθνική εορτή των Ολυμπιακών αγώνων, όπου κάποιος έπρεπε να αποδείξει την Ελληνικότητά του για να συμμετέχει, σημαίνει ότι είτε εθελοτυφλεί ένεκα ιδεολογικής εμφύτευσης στον εγκέφαλο, είτε είναι απλούστατα βραδύνους.
Πέραν τούτων, η παρακαταθήκη του Ηρόδοτου δεν αφήνει αμφιβολία για την εθνική συνείδηση των Ελλήνων:
«Τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι, ἤθεά τε ὁμότροπα». Ἤτοι, το Ελληνικόν έθνος έχει τὴν κοινὴ καταγωγὴ καὶ γλῶσσα, τὴν ἴδια θρησκεία, τὰ κοινὰ ἤθη καὶ ἔθιμα.
Επίσης, το να μην μπορεί κάποιος να κάνει την απλή επαγωγή, ότι εφόσον κατάφεραν οι Έλληνες να ομιλούν Ελληνικά και να φέρουν αρχέγονες παραδόσεις σε κάθε Ελληνικό χωριό και πόλη παρά τις τόσες μεταλλάξεις, κατακτήσεις και υποδουλώσεις, η εθνική αυτή συνείδηση ουδέποτε εξαλείφτηκε, απλούστατα δηλώνει την πνευματική του ανεπάρκεια. Ωστόσο, το πέρασμα του Ελληνικού έθνους από την αρχαία του δόξα στην Ρωμαϊκή και κατόπιν στην Οθωμανική του υποδούλωση σήμαινε την αποκοπή του από τα τεκταινόμενα της Δύσης, η οποία, ώ τί ειρωνεία, αναγεννήθηκε μελετώντας ενδελεχώς και θαυμάζοντας τους Έλληνες. Και μάλιστα καθ' όλη αυτήν την περίοδο οι Έλληνες γιγαντώθηκαν τόσο πολύ στην φαντασία των Δυτικών, ώστε όταν άκουσαν ότι ακόμη υπήρχαν Έλληνες που τώρα επαναστατούσαν κατά των Τούρκων, κυριαρχήθησαν υπό της επιθυμίας να τους γνωρίσουν, θεωρώντας τους έως τότε εξαφανισμένους από προσώπου γης!
Εκατοντάδες Δυτικοί φιλέλληνες, όπως και τον Λόρδο Βύρωνα, εισέρρευσαν στον Ελλαδικό χώρο για να γνωρίσουν από κοντά τους απογόνους του Περικλέους, του Πλάτωνος και του Λεωνίδα. Αυτοί οι φιλέλληνες ήσαν τόσο εμποτισμένοι με ρομαντισμό από τις ηρωικές εικόνες των ιστορικών τους βιβλίων περί της αρχαίας δόξας των Ελλήνων, ώστε πραγματικά προσδοκούσαν να ιδούν σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό νέους να γυμνάζονται σε παλαίστρες, να τρέχουν σε στάδια και γεροντότερους να στήνουν συμπόσια και να συναθροίζονται στις αγορές φιλοσοφώντας...Αντί τούτου, προς απογοήτευσίν τους, βρήκαν έναν ρακένδυτο, τσακισμένο λαό που μαχόταν για την επιβίωσή του. Απορούσαν, και πολλοί αμφέβαλαν, εάν αυτό που αντίκρισαν είχε κάποια σχέση με τους χρυσούς Έλληνες που είχαν χαράξει το πεπρωμένο του δυτικού πολιτισμού. Η αποστομωτική απάντηση σε αυτούς βρίσκονται στους στίχους του Κώστα Κρυστάλλη, το 1888, με τίτλο «Αι οδύναι μου»:
Γιατί με βλέπεις πάντοτε εις σκέψεις βυθισμένον;
Με βλέπεις μελαγχολικόν, ρεμβάν και τεθλιμμένον
και φεύγουσαν με την χαράν, ώ φίλε, καθ' ημέραν
και γενομένην βαθμηδόν την όψιν μου ωχροτέραν
και τάνθη απεξηραμμένα της νεότητος μου
προώρως, πριν ή θάλλωσι, σβεννύμενον το φώς μου,
το σώμα μου κυρτούμενον, απεσκελεθρωμένον,
και το ευρύ μου μέτωπον κατερρυτιδωμένον.
Και τις οδύνη, μ' ερωτάς, με καθιστά, φεύ! Ούτω;
Πολλά εις σε εκοίνωσα, μάθε λοιπόν και τούτο.
Δουλεία και Αμάθεια και Μητρυιά, τρείς είναι
αι δηλητηριάσασαι τον βίον μου οδύναι.
Συρράκον, 7 Σεπτεμβρίου 1888.
Και εάν η «μητρυιά» τότεσάς ήτο η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Γιάννενα του Κρυστάλλη, εάν κρίνουμε από την σημερινή μας οικονομική κατάσταση, φαίνεται ότι η «δουλεία», η «αμάθεια» και οι «μητρυιές» ακόμη καλά κρατούν.
Όμως αυτό που πάντοτε έδινε ελπίδα και δύναμη για την εθνική μας επιβίωση, και γιατί όχι ανάταση και αναγέννηση του εθνικού μας οράματος, ήταν η γλώσσα μας, οι παραδόσεις μας και η γνώση ότι ήμασταν διαφορετικοί - τα ίδια ακριβώς στοιχεία που ένωναν και τους αρχαίους μας προγόνους ως Έλληνες, παρά τις εμφύλιες συρράξεις που κάθε τόσο ρήμαζαν την χώρα. Όμως, ο θαυμασμός και η αγάπη, κατόπιν κάποιας απογοήτευσης, ευκόλως μετατρέπονται σε φθόνο και μίσος. Και κανένα έθνος στον πλανήτη δεν έχει προκαλέσει αυτά τα δύο συναισθήματα όσο το Ελληνικόν.
Ο Γερμανός φιλόσοφος και μεγάλος θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού,Φρεντερίκος Νίτσε, στο βιβλίο του «Η Γέννηση της Τραγωδίας» επισημαίνει:
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.
Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.»
Μη αντέχοντας, λοιπόν, την ιδέα ότι ένας ρακένδυτος λαός θα μπορούσε να χαίρει ενός τέτοιου γοήτρου ως συνεχιστής του ενδοξότερου πολιτισμού στον πλανήτη, πολλοί έσπευσαν να σπιλώσουν με κάθε τρόπο τους νεοέλληνες που τολμούσαν να δηλώσουν απόγονοι εκείνων των γιγάντων που είχαν κτίσει έναν Παρθενώνα, και που είχαν κατατροπώσει αυτοκρατορίες, θέτοντας τα θεμέλια για ό,τι καλό και όμορφο είχε να αναδείξει ο άνθρωπος της Εσπερίας. Έκτοτε ο κάθε εχθρός του Ελληνικού έθνους εστίαζε όλες του τις δυνάμεις στο να αποδείξει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ουδεμία συγγένεια έχουν με τους αρχαίους. Το ότι το σημερινό Υπουργείο Παιδείας επιδιώκει το ίδιο σχίσμα μέσα από τις αίθουσες των σχολείων μας τώρα και μερικές δεκαετίες σημαίνει ότι ο σημερινός εχθρός έχει παρεισφρήσει βαθιά στο ίδιο το πολιτικό μας σύστημα. Και είναι ο ίδιος που ψήφισε την συμφωνία των Πρεσπών τις προάλλες.
Ωστόσο, η πρώτη φυλετιστική επίθεση κατά του σύγχρονου Ελληνικού γένους συγγράφηκε το 1830 από τον Τζέικομπ Φαλμεράιερ με τίτλο "Περί της Καταγωγής των Σημερινών Ελλήνων", όπου ο Αυστριακός Βυζαντινολόγος τονίζει ότι «Ούτε μία σταγόνα γνησίου ελληνικού αίματος δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδος, εφ’ όσον Σλάβοι και Αλβανοί αναμίχθηκαν με Ελληνόφωνες πρόσφυγες από το Βυζάντιο...». Ο Φαλμεράιερ διετείνετο ότι οι πολέμοι και η πανώλη είχαν αδειάσει όλη την χώρα από τους ευγενείς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Η θεωρία του είχε την βάση της στην αναστροφή της εξιδανικευμένης εικόνας που κατασκεύασαν οι Ευρωπαίοι για τους σύγχρονους Έλληνες. Μία εικόνα που δεν συνέφερε τις τότε άρχουσες τάξεις των Ευρωπαίων αι οποίαι κυριαρχούσαν επί διαφόρων εθνικών ομάδων. Και όντως, αργότερα, αποδείχτηκε ότι ο Φαλμεράιερ λειτουργούσε ως πράκτωρ υπό των συμφερόντων της Αυστρο-ουγγαρικής αυτοκρατορίας, ην έβλεπε την εξέγερση των Ελλήνων ως απειλή, εφόσον θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο προκαλώντας εξεγέρσεις των εθνών επί των οποίων η ίδια ηγεμόνευε. Εν καιρώ, όμως, οι θεωρίες του Φαλμεράιερ απορρίφθησαν ως υποκειμενικές και αντιεπιστημονικές από την ίδια την Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και Κλασσικών Μελετών, αλλά και πιο πρόσφατα από τις σύγχρονες φυλογενετικές έρευνες από όσους ξένους και Έλληνες γενετιστές έχουν μελετήσει την σύσταση των σύγχρονων Ελλήνων. Και μάλιστα όχι μόνον έχουν αποφανθεί ότι η γενετική σύσταση του πληθυσμού της σημερινής Ελλάδος και της Κύπρου έχει μείνει σχετικώς αναλλοίωτη από την αρχαιότητα, αλλά ότι και οι γειτονικές περιοχές όπως η Δυτική Τουρκία και η Νότια Ιταλία επί το πλείστον απαρτίζονται από Ελληνογενείς πληθυσμούς. Αυτό εξ άλλου ενισχύεται ιστορικώς, εφόσον πληθυσμιακά ουδέποτε επικράτησαν τα μογγολικά φύλλα τουρκογενών επί του υπεράριθμου πληθυσμού των Ελλήνων που ασπάστηκαν το Ισλάμ για να χαίρουν προνομίων από την Μεγάλη Πύλη, και είτε ως γενίτσαροι, είτε ως αφέντες, επιβλήθησαν στους Χριστιανούς ομογενείς αυτών. Ακόμη και στην Κρήτη, υπάρχει σωρεία αναφορών από Ευρωπαίους περιηγητές κατά την Τουρκοκρατία που επεσήμεναν ότι οι Τουρκοκρήτες ήσαν Ελληνικές οικογένειες οι οποίες είχαν ασπαστεί το Ισλάμ για τα προνόμια που θα τους εξασφάλιζε εν σχέσει με τον Χριστιανικόν πληθυσμόν.
Εξ άλλου, ουδόλως τυχαίως σε όλες τις Τουρκικές τηλεοπτικές σειρές σήμερον βλέπουμε Ελληνικούς φαινότυπους με Ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά παρά εκείνα των Μογγόλων... επειδή Μογγόλοι με σκιστά μάτια ήσαν τα γνήσια Τούρκικα φύλα. (Αν το καλοσκεφτούμε, προκαλεί θλίψη το ότι ρέει στις φλέβες αυτών των δύστυχων το αίμα των Ιώνων αλλά εν αγνοία των πνευματικώς και γλωσσικώς να έχουν απορροφηθεί από έναν άξεστο πολιτισμό και μία βάρβαρη γλώσσα που ουδέποτε προσέφερε κάτι αξιόλογο στον πανανθρώπινο πολιτισμό.)
Αυτή είναι η κατάντια όσων απολέσουν την Ελληνική μνήμη.
Και γι αυτό πρέπει πάντοτε να ηχούν μέσα μας οι δύο τελευταίοι στίχοι του Κρυστάλλη:
Δουλεία και Αμάθεια και Μητρυιά, τρείς είναι
αι δηλητηριάσασαι τον βίον μου οδύναι.
Το ότι έχουν εννοιολογική ισχύ που περιγράφει την σημερινή εν γένει κατάσταση των Ελλήνων δηλοί ότι για άλλη μία φορά ευρισκόμεθα υπό κατοχή. Μόνον που σήμερα, η δουλεία μας υπήρξε εκούσια, προκύπτουσα εκ των κατωτέρων καταναλωτικών μας ορέξεων, τις οποίες ο εχθρός ικανοποίησε ώστε να ξεχάσουμε την μάνα μας Ελλάδα και να στραφούμε στην πλούσια μητρυιά της Εσπερίας και σε έναν κάλπικο τρόπο ζωής που θα προκαλούσε την ανεξέλεγκτη αστυφιλία, η οποία θα άδειαζε τον αιματοκρίτη της φυλής και του έθνους: Την ελληνοποιό ελληνική ύπαιθρο και τις κωμοπόλεις της.
Χωρίς αυτήν την γείωση, ο αφιλτράριστος πνευματικός νεοπλουτισμός σήμερον εκδηλώνεται κάθε φορά που ένας ακαδημαϊκός ή ένας πολιτικός ανοίγει το στόμα του αναφερόμενοι σε Γαλλικούς διαφωτισμούς και σε Μαρξιστικές ιδεοληψίες, που δεν είναι τίποτα άλλο από τις αλλόκοτες σκιές στον τοίχο του Πλατωνικού σπηλαίου που προκαλεί το Ελληνικό φως εισρέοντα από το άνοιγμα του σπηλαίου πίσω από τους αλυσοδεμένους δούλους. Στο Β' μέρος, το οποίο θα ανακοινώσω σύντομα, θα επεκταθώ στο Ελληνικό ανθρωπολογικό είδος που επιβίωσε των χιλιετιών μέσα από τα μάτια ξένων που επισκέφτηκαν την χώρα μας κατά τον 20όν αιώνα, πριν και μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο έως και πριν την μεταπολίτευση, κατόπιν της οποίας ο Έλληνας θα αντιμετώπιζε την μεγαλύτερή του αλλοίωση ως ξεχωριστό είδος πολιτισμού και παραστήματος. Και όχι αυτό το είδος που σήμερα αποκεχαυνωμένο αποβλέπει σε μεσάζοντες σωτήρες αντί να επιστρέψει στην γη του και να αναλάβει την ευθύνη ο ίδιος με θαρραλέες πρωτοβουλίες.
28.1.2019.
ΠΗΓΗ: Harmoscope / ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου