Ο καθηγητής φιλοσοφίας που αψήφησε τον θάνατο και τον κοίταξε κατάματα
«Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου». Τα λόγια αυτά προέρχονται από το γράμμα που άφησε ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης στην κόρη του.
Το τελευταίο γράμμα το οποίο επί της ουσίας πρόκειται για μια πνευματική διαθήκη ενός ανθρώπου ο οποίος αποφάσισε πως θέλει να «νικήσει» τον θάνατο. Να τον «ξεγελάσει». Να επιλέξει αυτός τον τρόπο και το πότε.
Αυτοκτονία, λένε οι περισσότεροι. Τυπικά προφανώς και έχουν δίκιο. Σε ένα φιλοσοφικό επίπεδο σκέψης, ωστόσο, μόνο τέτοια δεν ήταν η πράξη του Λιαντίνη. Εδώ δεν υπάρχει καμία αυτοκτονία. Υπάρχει η ακόρεστη δίψα του ανθρώπου να μην παραδοθεί στο αδηφάγο τέρας του χρόνου.
Ένας άνθρωπος που, όπως και ο ίδιος λέει, σχεδίασε βήμα- βήμα με πλήρη διαύγεια πνεύματος το ταξίδι του προς το θάνατο. Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν πολλά πράγματα, αλλά κυρίως ήταν ένας σύγχρονος φιλόσοφος.
«Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω»
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, δεν αποφάσισε ξαφνικά να βρεθεί αντιμέτωπος με τον χάρο και να τον προκαλέσει. Επί πολλά χρόνια σχεδίαζε αυτή την πράξη του. Μυστικά απ’ όλους αν και οι περισσότεροι κοντινοί του άνθρωποι γνώρισαν και ήταν βέβαιοι πως εκείνη η ημέρα που τόσο ήθελε κάποια στιγμή θα έρθει.
Και είχαν απόλυτο δίκιο. Όταν εξαφανίστηκε, άφησε πίσω του πολλά στοιχεία (πέρα από το γράμμα στην κόρη του) ικανά να πείσουν τον οποιονδήποτε πως το ταξίδι του Λιαντίνη προς το θάνατο είχε σχεδιαστεί με κάθε λεπτομέρεια.
Όταν την 1η Ιουνίου 1998 ο καθηγητής φιλολογίας έκλεινε για τελευταία φορά πίσω του την πόρτα του σπιτιού στη Ν. Κηφισιά, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που δεν ήθελε να διακοπεί από κανέναν.
Η γυναίκα του ήταν εκείνη που βρήκε στο γραφείο του το γράμμα προς την κόρη τους. Αμέσως κατάλαβε πως δεν θα ξαναέβλεπε τον άνδρα της. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον αποτρέψει. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε.
Ο Λιαντίνης είχε φροντίσει να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που ήξερε και αυτός είχε ορκιστεί να μην πει τίποτα.
Ήταν ο ξάδελφός του αλλά και αδερφικός φίλος του, Παναγιώτης Νικολακάκος. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», του είχε πει ένα μήνα περίπου πριν εξαφανιστεί και αφού είχε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ». Ο Νικολακάκος του απάντησε «λέγε, αντέχω». Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε και χάρτη. Του ζήτησε να πάει στο σημείο λίγο αφότου θα έχει φύγει μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί πως δεν θα έχουν κατασπαράξει τα θηρία του βουνού το άψυχο σώμα του.
Στους υπόλοιπους, ο Νικολακάκος, θα αποκάλυπτε το βαρύ αυτό μυστικό επτά χρόνια αργότερα. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Έτσι κι έγινε. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη σύζυγο του Λιαντίνη. «Ήρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης».
«Tην προτεραία της αύριον»
Η προετοιμασία του θανάτου του ήταν τέτοια που ακόμα και σήμερα προκαλεί ανατριχίλα. Ο Λιαντίνης είχε ανέβει στον Ταΰγετο προκειμένου να προετοιμάσει την τελευταία του κατοικία, συνολικά 14 φορές. Όλες τις είχε καταγράψει ο ίδιος μια- μια στο «Ορειπορικόν» ένα δικό του σημειωματάριο που βρέθηκε καιρό αργότερα μέσα σε ένα από τα συρτάρια με τα προσωπικά του αντικείμενα. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1992 και η 14η και τελευταία την 1η Ιουνίου 1998.
Το σημειωματάριο βρέθηκε μετά την εξαφάνισή του. Το είχε αφήσει, μαζί με άλλες αποδείξεις της πράξης του, σε εμφανή σημεία, ώστε να βρεθούν εύκολα. Να μην αναρωτιέται κανείς για το τι πραγματικά συνέβη.
Πάνω στο γραφείο του άφησε το φάκελο με το γράμμα για τη Διοτίμα, τη μοναχοκόρη του. Δίπλα ακριβώς υπήρχε και ένα ανοιχτό βιβλίο. Στη σελίδα που το άφησε υπήρχε μια αναπαράσταση της γυναίκας του Kαίσαρα με το όνειρο που είχε δει πριν εκείνος πεθάνει.
Στο διπλανό τραπέζι, όπως είχε πει η σύζυγός του σε παλαιότερη συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία, υπήρχε το ρολόι του, ο χρυσός του αναπτήρας, το στυλό του, όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και οδηγίες για τα χρήματα και τους λογαριασμούς του. Κανένα περιθώριο για παρερμηνείες.
Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του, εκεί που κοιμήθηκε το τελευταίο βράδυ ήταν το «H ζωή εν τάφω» του Mυριβήλη. Tο διάβαζε για τρίτη φορά και όπως συνήθιζε είχε σημειώσει την ημερομηνία σε μια σελίδα μαζί με μια φράση. 31-5-98 «Tην προτεραία της αύριον». Kαι στην τελευταία 31-5-98 «Αύριο είναι η μεγάλη μέρα».
«Η πιο ανθρώπινη πράξη που έπραξε άνθρωπος»
Λίγες ημέρες πριν το τέλος ο Λιαντίνης στέλνει σε διάφορα αγαπημένα του πρόσωπα επιστολές με αινιγματικό ύφος γραφής που ναι μεν προϊδέαζαν τον αναγνώστη τους αλλά χωρίς να δίνουν και περισσότερα στοιχεία.
Μία από αυτές είναι προς τον δίδυμο αδερφό του, Φάνη στον Καναδά. «Καλή αντάμωση στην Αγριακόνα. Στην πέτρα δηλαδή που ο Κολοκοτρώνης ακόνιζε το γιαταγάνι του. Όλα είναι φωτεινά και το μέλλον το γνωρίζω όπως οι αρχαίοι μάντηδες», γράφει ο Λιαντίνης.
Όταν πλέον το σχέδιο του Λιαντίνη είχε μπει στην τελευταία του πράξη, ο καθηγητής επέλεξε να μιλήσει σε δυο ανθρώπους. Ο πρώτος είναι, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο Παναγιώτης Νικολακάκος.
Η δεύτερη ήταν η μητέρα του. Η Πολυτίμη. Τα όσα συγκλονιστικά ειπώθηκαν μεταξύ τους, τα κατέγραψε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάκος στο βιβλίο του «Λιαντίνης: έζησα έρημος και ισχυρός» (εκδόσεις Ελευθερουδάκης):
«Δυο μέρες πριν φύγει ο Δημήτρης Λιαντίνης επισκέφτηκε τη μάνα του. Μίλησαν για αρκετή ώρα οι δυο τους. Η ίδια μού μετέφερε αποσπάσματα από αυτή τη συνομιλία:
-Μάνα, άκου. Σύντομα θα λάβεις μια μαχαιριά, όχι στην πλάτη, αλλά στην καρδιά. Θέλω να φανείς γενναία, σαν αρχαία Σπαρτιάτισσα, που έχανε το γιο της, αλλά έστεκε περήφανη.
Η μάνα κατάλαβε αμέσως και αντέδρασε:
-Όχι, παιδί μου, όχι, εγώ πρέπει να φύγω πρώτη…
Της έπιασε το χέρι:
-Μανούλα, ηρέμησε. Νιώθω ότι έχω ζήσει πέντε ζωές. Ήρθε η ώρα να φύγω.
-Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Και εκεί ο Λιαντίνης της είπε τα στερνά του λόγια»!
Η μάνα κατάλαβε αμέσως και αντέδρασε:
-Όχι, παιδί μου, όχι, εγώ πρέπει να φύγω πρώτη…
Της έπιασε το χέρι:
-Μανούλα, ηρέμησε. Νιώθω ότι έχω ζήσει πέντε ζωές. Ήρθε η ώρα να φύγω.
-Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Και εκεί ο Λιαντίνης της είπε τα στερνά του λόγια»!
Ο τελευταίος άνθρωπος που συνάντησε τον Λιαντίνη ήταν ένας οδηγός ταξί. Ο καθηγητής είχε φύγει με το αυτοκίνητό του, μια άσπρη BMW, από την Κηφισιά και έφτασε μέχρι την Σπάρτη.
Εκεί το πάρκαρε, στην οδό Λυκούργου, κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα ταξί. Κρατά έναν στρατιωτικό σάκο.
«Πού πάμε;» τον ρωτά ο οδηγός. «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου». Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο Λιαντίνης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως. «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο». «Δεν καπνίζω» του απαντά εκείνος. «Δεν πειράζει, κάνε μου παρέα». Καπνίζουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού. Στο τέλος αποχαιρετιούνται. «Γεια σου, φίλε», του λέει εκείνος. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;» αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη» του απαντά ο καθηγητής και παίρνει τον δρόμο που δεν είχε επιστροφή.
Επτά χρόνια αργότερα το μυστικό του Λιαντίνη αποκαλύφθηκε μαζί με εκείνον τον φυσικό τάφο, σε υψόμετρο 2.350 μέτρων, δίπλα σχεδόν στον Προφήτη Ηλία, που είχε βρει ο ίδιος και τον είχε προετοιμάσει κατάλληλα.
Ο ίδιος ο Λιαντίνης στο βιβλίο του «Έξυπνον Ενύπνιον», γράφει (στη σελίδα 235): «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου. Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός».
crashonline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου