Της φιλολόγου Ελένης Γαραντούδη
To όρος Παγγαίο είναι πολύ γνωστό από τα μυθολογικά χρόνια. Το χρυσάφι του έκανε τον Ευριπίδη στην τραγωδία του “Ρήσος” να το ονομάσει “όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο”. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του παρείχαν σε μεγάλη αφθονία το χρυσό και τον άργυρο και αποτελούσαν πόλο έλξης για πλήθος λαών και φυλών στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή.
Εκτός όμως από το χρυσάφι του, το Παγγαίο συνδέεται με έναν “θησαυρό”μύθων που αφορούν δύο σημαντικές όψεις του αρχαίου κόσμου, τη διονυσιακή θρησκεία και τον Ορφισμό.
Η Θράκη, κατά τη μυθική αντίληψη ήταν μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. (Οι θράκες, άλλωστε ήταν ο λαός που ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Παγγαίου και γενικά της μεταξύ του Στρυμόνα και Νέστου χώρας). Για τους Έλληνες του Νότου ήταν ο τόπος απ' όπου ξεκινούσε ο ορμητικός Βορέας με τα παιδιά του, τους Βορεάδες και τη Χιόνη, και ο άγριος πολεμικός θεός Άρης. Ήταν όμως και ο τόπος του Ορφέα, του Μουσαίου, του θάμυρη και του Εύμολπου, που είχαν διδάξει στους ανθρώπους τα θεία μυστήρια και τη μουσική.
Ο Πλίνιος αναφέρει την παράδοση ότι πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου ο φοινικικής καταγωγής Κάδμος που κάποτε έφτασε με τους δικούς του στη Θράκη, όπου οι κάτοικοι τους δέχθηκαν φιλικά και τους πρόσφεραν φιλοξενία. Μαζί με τον Κάδμο είχε ξεκινήσει από τη Φοινίκη και κάποιος Θάσος, γιος του Ποσειδώνα που όταν έφτασαν στη Θράκη, πέρασε σ' ένα κοντινό νησί απέναντι και έχτισε πόλη. Από τότε το νησί πήρε το όνομα του και λέγεται Θάσος. Στη Θράκη ο Κάδμος έμαθε τους ανθρώπους να βγάζουν χρυσάφι μέσα από το βουνό Παγγαίο και να φτιάχνουν με αυτό διάφορα κομψοτεχνήματα. Τους έμαθε και άλλες τέχνες που ήξερε από την πατρίδα του. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση.
Πάνω στο Παγγαίο και με πρωταγωνιστή τον μεγάλο θεό των θρακών, τον Διόνυσο ή Βάκχο, διαδραματίστηκε ο τραγικός μύθος του θράκα βασιλέα Λυκούργου. Ο Λυκούργος, που βασίλευε στους Ηδωνούς, κοντά στον Στρυμόνα, εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου, επιτέθηκε στις Βάκχες της ακολουθίας του και απείλησε τη ζωή και του ίδιου του θεού. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος από το φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η Θέτιδα τον δέχτηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίο από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου ο ίδιος ο Διόνυσος του τάραξε τα φρένα και τον έβαλε να κατακρεουργήσει το ίδιο το παιδί του, νομίζοντας πως κλαδεύει ένα αμπέλι, και πως ύστερα από αυτό οι Ηδωνοί, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον έδεσαν πάνω στο βουνό τους το Παγγαίο, όπου άγρια άλογα τον κατασπάραξαν. Πάνω στο Παγγαίο έλεγαν ακόμα πως ένας ντόπιος, ο Χάροπας, βοήθησε τον Διόνυσο να νικήσει και να θανατώσει το Λυκούργο, πως αυτός, παίρνοντας την εξουσία σύμφωνα με το θέλημα του νικητή θεού, διέδωσε τη λατρεία του και πως δίδαξε στο γιο του Οίαγρο τις διονυσιακές τελετουργίες, που αργότερα ο γιος του Οίαγρου, ο Ορφέας τις διαμόρφωσε και τις συστηματοποίησε, έτσι ώστε έγιναν ευρύτερα γνωστές σαν Ορφικά Μυστήρια.
Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως “γόης από μουσικής άμα και μαντικής”, αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.
Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ' όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.
Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον Άδη, απ' όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως “Βασσάρες” ή “Βασσαρίδες” να τον “διασπάσουν” πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν.
Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.
Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον “ιερό λόγο” των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά. Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό “τιτανική φύση” (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες).
Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα - σκιά στον μουχλιασμένο Άδη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.
Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.
Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ' αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ' ένα κουκουνάρι στην άκρη - και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.
Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα - πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ' αυτό. Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.
Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.
Ο J.P. VERNANT στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά με το θέμα: “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν - ισότιμα με τους άντρες - στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (...). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς - και όταν ακόμη ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή -είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, όπου πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από αυτήν την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωϊκό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ”.
Σε άλλη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε πως “θίασοι, σύλλογοι και μυστήρια ανοίγουν τις πόρτες τους σε άτομα, που μπορούν τώρα να γνωρίσουν τις ιερές αλήθειες - προνόμιο, άλλοτε ορισμένων κληρονομικών γενών - χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την κοινωνική τους θέση και καταγωγή. Η δημιουργία θρησκευτικών αιρέσεων, όπως οι “ορφικές”, η ίδρυση μυστηριακών θρησκειών, η συγκρότηση ενός συλλόγου “σοφών”, όπως ήταν ο Πυθαγορικός, φανερώνουν σε διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικούς κύκλους, το ίδιο μεγάλο κοινωνικό κίνημα διεύρυνσης και διάδοσης μιας ιερής αριστοκρατικής παράδοσης”
Ο ορφισμός είναι μια θρησκευτική κίνηση που, όπως παρατηρεί ο ALBIN LESKY στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, τη σημασία της την υπερτίμησαν υπερβολικά σε ορισμένες εποχές, για να την αποκηρύξουν ύστερα σχεδόν ολοκληρωτικά με ριζοσπαστικό σκεπτικισμό. Κατά πόσο η κίνηση αυτή αναπτύχθηκε από καθαρά ελληνικά ξεκινήματα, κατά πόσο είχε σχέση με τη διδασκαλία της Ανατολής για την περιπλάνηση των ψυχών, είναι προβλήματα που η λύση τους δεν είναι εύκολη. Δεν είναι όμως ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα, αλλά συνανήκει στην εικόνα του ελληνικού κόσμου.
Το Παγγαίο λοιπόν, συνδέεται με μύθους, θρησκείες και λατρείες, που λειτούργησαν “επαναστατικά”, φέρνοντας μεγάλες καινοτομίες, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων που τις ακολουθούσαν.
eoskavalas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου