Άδωνις, Ορφέας εσταυρωμένος και Διόνυσος (προσωπική σύνθεση του γράφοντος). |
Αγαπητές και αγαπητοί The Mythologists, καλησπέρα σας! Ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής, ημέρας πένθους για τη χριστιανική θρησκεία, ημέρας του Επιταφίου Θρήνου, και εν αναμονή του Μεγάλου Σαββάτου, ημέρας χαράς και γιορτής της Ζωής και της Αναστάσεως, σκέφτηκα να σας προτείνω να διαβάσετε (οι καινούριοι μας φίλοι) ή να θυμηθείτε (οι παλιοί) δύο αναρτήσεις μου για τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων που πέθαναν και αναστήθηκαν…
Ο Ζαγρέας, ο πρώτος Διόνυσος, γιος του Δία και της Περσεφόνης και ο Άδωνις, γιος του Κινύρα ή του Θείαντα και της Μύρρας ή της Σμύρνας, ένας παλαιότερος και ένας νεότερος θεός αντιστοίχως, η λατρεία των οποίων συνδέθηκε με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, που αποτελούσαν και τον πυρήνα των Διονυσιακών, των Ορφικών, των Ελευσινίων και των Αδωνίων Μυστηρίων και απαντώνται σε όλες τις θρησκείες.
Η φωτογραφία που συνοδεύει τη σύνδεση των αναρτήσεων αυτών είναι μια προσωπική σύνθεση ενός μαρμάρινου (Carrara) αγάλματος του Αδώνιδος του 2ου αι. μ.Χ. από τη Santa Maria Capua Vetere (αριστερά) και ενός ρωμαϊκού μαρμάρινου αγάλματος του Διονύσου του 2ου αι. μ.Χ. που βρέθηκε στην Κυρήνη της Λιβύης (δεξιά). Και ανάμεσά τους έβαλα την εικόνα ενός περίεργου φυλαχτού από αιματίτη (κυλινδρική σφραγίδα του 3ου αιώνα μ.Χ.), στο οποίο απεικονίζεται (πιθανώς) ο Ορφέας εσταυρωμένος επί άγκυρας που χωρίζει στη μέση την εξής επιγραφή: «ΟΡΦΕΟCΒΑΚΚΙΚΟC». Το εν λόγω εύρημα υπήρχε στο μουσείο του Βερολίνου, αλλά χάθηκε ή καταστράφηκε από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Πηγή: Βαρδιάμπασης Νίκος, «Ορφέας και Ορφισμός», μέρος πρώτο, Αντί Προλόγου, στο ένθετο «Ιστορικά», τεύχος 266, Εφ. «Ελευθεροτυπία», 23/12/2004, σελ. 5).
Και δεν είναι τυχαία η μορφή του Ορφέα στην αποψινή συνδυαστική και συγκριτική ανάρτηση: ο μυθικός μουσικός και ποιητής, γιος του βασιλιά της Θράκης & Μακεδονίας, Οίαγρου, ή του Απόλλωνα και της μούσας Καλλιόπης, ο δημιουργός των ύμνων που έμειναν γνωστοί με το όνομά του, ο ιδρυτής της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και των ομώνυμων μυστηρίων αφιερωμένων στο Διόνυσο, κατέβηκε στον Άδη για να φέρει πάλι στο φως την αγαπημένη του Ευρυδίκη ή αλλιώς Αγριόπη, μαγεύοντας με τη μουσική του τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, την Περσεφόνη (ερωμένη του Αδώνιδος), κάτι όμως που δεν κατόρθωσε. Το τέλος του τραγικό (που θυμίζει το θάνατο του Ζαγρέα-Διονύσου): οι Μαινάδες-Βάκχες διαμέλισαν το σώμα του, οργισμένες με την απόφαση του μύστη να λατρεύει μόνο τον Ήλιο-Απόλλωνα μετά την επιστροφή του από τον Άδη. Οι θεοί όμως και οι άνθρωποι του απέδωσαν μετά θάνατον τις απαιτούμενες τιμές.
Παράρτημα
1. «Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης διήγησης. Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον Άδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του τη Σεμέλη.
Η κάθοδός του αυτή έγινε από την Αλκυονία λίμνη στη Λέρνα της Αργολίδας, για την οποία υπήρχε παράδοση ότι ήταν απύθμενη. Έτσι κανένας στην αρχαιότητα, ούτε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νέρων, δεν είχε μπορέσει να μετρήσει το βάθος της. Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των διονυσιακών παθών». Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του, όπως άλλωστε και γι’ αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις αμυήτοις ιστορείν».
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των τελετουργιών που συνδέονται με την ανάσταση του θεού ήταν και το κάλεσμά του, η «επίκλησις», από τους πιστούς του, που τον καλούσαν, ακόμη και με μικρές σάλπιγγες, να ανέβει και να παρουσιαστεί σ’ αυτούς.
Στον κόσμο των Ιώνων η «επιφάνεια» του θεού γινόταν κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων. Ένα σημαντικό δρώμενο της γιορτής αυτής, που είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι γιορταζόταν και αυτή κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ήταν ο ερχομός του θεού πάνω σ’ ένα τροχοφόρο πλοίο.
Το ότι ο Διόνυσος ερχόταν με ένα πλεούμενο πιθανόν να οφειλόταν στο ότι ο θεός είχε κατεβεί στον Κάτω Κόσμο μέσα από μια λίμνη, την Αλκυονία. Αλλά και ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του βάζει το Διόνυσο να κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο από μια περιοχή της Αθήνας, που την έλεγαν Λίμναι, και της οποίας το όνομα σαφώς υποδηλώνει και πάλι κάποια λίμνη ή έστω ένα βαλτότοπο.
Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας κ.ά.
Μετά από τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μέγα θαύμα της Ανάστασης του Χριστού, το σημαντικότερο ασφαλώς γεγονός της επίγειας ζωής Του, κατά το οποίο έχουμε τη νίκη της ζωής και την ήττα του θανάτου, έγινε πιο εύκολα κατανοητό από τους Ελληνες· και από τους υπόλοιπους ελληνίζοντες της όψιμης αρχαιότητας, που αποτελούσαν το πιο σημαντικό και συνάμα το πιο ζωντανό κομμάτι του τότε γνωστού και πολιτισμένου κόσμου. Γιατί ανάλογα συμβάντα διηγούνταν και για τους θεούς και ήρωες που είχαν στεριώσει και είχαν κυριαρχήσει στα μέρη τους πολύ πριν κάνει την εμφάνισή Του ο Ναζωραίος.»
Μιχάλης Α. Τιβέριος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
2.“Τα Αδώνια ήταν μία επιτάφια ιδιωτική-οικιακή εορτή που τελούνταν κάθε χρόνο σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις προς τιμήν του Άδωνη και της Αφροδίτης. Η διάρκεια της εορτής ήταν συνήθως διήμερη αλλά σε κάποιες πόλεις τα Αδώνια μπορούσαν να διαρκέσουν ακόμη και για μία εβδομάδα (Βρεττός, 2002). Τα τελετουργικά αυτά λάμβαναν χώρα κυρίως κατά την εποχή της ανοίξεως και όπως ο Ν. Πολίτης επισημαίνει, αυτά «…ετελούντο δ’ εν Αθήναις και εν άλλαις πόλεσι της Ελλάδος περί τα τέλη Μαρτίου…» (Πολίτης, 1966, σελ. 204). Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η λατρεία αυτή εισήχθη στον σημερινό ελλαδικό χώρο από την πόλη Βύβλο της Συρίας τον 5ο π.Χ. αιώνα (Βρεττός, 2002), που βεβαίως την εποχή εκείνη κατοικούνταν και από ελληνικό πληθυσμό, όμως υπάρχουν σημαντικές αναφορές ότι η λατρεία του θεού ήταν αναπτυγμένη ήδη από το 600 π.Χ. στον θρησκευτικό κύκλο των γυναικών που πλαισίωναν την Σαπφώ στην Λέσβο. (Burkert, 1993).
Η τελετή χωρίζονταν σε δύο κύρια μέρη. Η πρώτη μέρα ήταν πένθιμη και ονομάζονταν «αφανισμός» (Βρεττός, 2002), οι γυναίκες κατά το μέρος αυτό της εορτής ακολουθούσαν όλα τα καθιερωμένα τελετουργικά της κηδεύσεως που ονομάζονταν και ως «πρόθεσις» του νεκρού (Μαρίνης, 2003). Κατά την ταφική διαδικασία της προθέσεως οι μαυροφορεμένες γυναίκες τοποθετούσαν σε νεκρική κλίνη ένα ξύλινο ομοίωμα (ξόανο) του Αδώνιδος και επιτελούσαν, σαν να είχαν ένα νεκρό σώμα, τα ταφικά τελετουργικά. Έπλεναν με νερό το ξόανο, μύρωναν το σώμα του Θεού, το έντυναν με το χαρακτηριστικό ύφασμα των νεκρών το σάβανο, και νεκροστόλιζαν με αρωματικά άνθη και κλαδιά αειθαλών δέντρων την κλίνη του (Alexiou, 2002). Ο ποιητής Θεόκριτος, που έζησε 3ο αιώνα π.Χ. και ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, στο 15ο ειδύλλιο του με τίτλο Συρακουσίαι ή Αδωνιασταί περιγράφει με εξαίσιο τρόπο την ατμόσφαιρα της εορτής.
Έχουν στρώσει αργυρή κλίνη νεκρική για τον όμορφο Θεό. Δίπλα της, βρίσκονται καρποί που δίνουν τα κλαδιά των ιερών δένδρων, και άνθη φυλαγμένα σε πήλινα δοχεία, οι περιώνυμοι κήποι του Άδωνη.
Ο πολυέραστος Άδωνης, αυτός που αγαπούν και στον Αχέροντα ακόμη!
Δέσποινα Αφροδίτη, εσύ είσαι που κρατείς στα χέρια τώρα το ρόδινο σώμα του Άδωνη.
(Θεόκριτος, 2007, σελ. 215-219).
Σημαντικό μέρος στην τελετή διαδραμάτιζαν οι λεγόμενοι «Κήποι Αδώνιδος». Οι γυναίκες εννέα ημέρες πριν την εορτή τοποθετούσαν μέσα σε αγγεία πήλινα σπόρους από φυτά που αναπτύσσονται γρήγορα, συνήθως σίτο, μαρούλι, μάραθο ή και διάφορα άνθη. Τοποθετούσαν τα αγγεία αυτά στις στέγες των σπιτιών ή όπου αλλού αυτά θα δέχονταν την θερμότητα των ηλιακών ακτινών ώστε να μεγαλώσουν γρήγορα. Τα φυτά αυτά συμβόλιζαν την νεότητα και το σφρίγος του νεανία θεού, που όμως αυτή δεν κράτησε πολύ γι’ αυτό το λόγο ενώ αναβλασταίνουν γρήγορα μαραίνονται απότομα, όπως απότομα και πρόωρα αφανίστηκε και ο Άδωνης (Λέτσας, 1989).
Κατόπιν ακολουθούσε ο θρήνος του νεκρού Αδώνιδος. Ο θρήνος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ελληνικών ταφικών τελετουργιών,(Alexiou, 2002). Έχουμε την τύχη να διασώζεται αυτούσιος ένας τελετουργικός θρήνος του Αδώνιδος από τον Βίωνα τον Σμυρναίο που έζησε τον 2ο αιώνα π.Χ. Το έργο του Επιτάφιος Αδώνιδος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα της Ελληνιστικής περιόδου που περιγράφει με αριστουργηματικό λογοτεχνικό τρόπο τον θρήνο της Θέας Αφροδίτης για τον Άδωνη.
Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, καλή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ και οι Έρωτες θρηνούνε
(Βίων, 1991, σελ. 21).
Έπειτα ακολουθούσε η λεγόμενη «Έκθεσις» του ομοιώματος του θνήσκοντος Θεού, δηλαδή η περιφορά, η μετάβαση της ταφικής λάρνακας από τον οίκο προς τον χώρο ταφής του. Στην πομπή προπορεύονταν οι άντρες και ακολουθούσαν οι γυναίκες, οι αναμμένοι πυρσοί και τα κεριά προσέδιδαν σε αυτήν την επιβλητική πομπή μια ιδιαίτερα κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι πένθιμοι ύμνοι συνεχίζονταν κατά την διαδρομή με την συνοδεία αυλού που παρήγαγε έναν θρηνητικό ήχο και ονομάζονταν γίγγρα (West, M.L., 2004). Όταν έφταναν στον υποτιθέμενο χώρο ταφής έθαβαν το ομοίωμα και ακολουθούσαν οι καθιερωμένες ταφικές χοές καθώς και ο τελετουργικός κυκλικός χορός των γυναικών γύρω από τον τάφο.
Η επόμενη ημέρα των αδωνίων ήταν χαρμοσύνη και ενθουσιαστική και ονομάζονταν «Εύρεσις», εόρταζαν την ανάσταση, την αναγέννηση του Αδώνιδος με χορούς γέλια, και συνέτρωγαν με πλούσια γεύματα που προέρχονταν από τις καθιερωμένες θυσίες (Βρεττός, 2002).
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από την περιγραφή της εορτής των αδωνίων, τα χριστιανικά θρησκευτικά δρώμενα του εορτασμού του Πάσχα από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό στις τελετουργικές πρακτικές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων. Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί όπως θα αποδείξουμε η χριστιανική θρησκεία, αν και προσπάθησε με κάθε τρόπο να εξαλείψει τα ταφικά έθιμα, τελικά αυτά κατάφεραν και όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα, παρόλο τον ανηλεή πόλεμο που δέχθηκαν (Alexiou, 2002). Οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκαζαν ήδη από την πρώιμη χριστιανική περίοδο τα αρχαία ταφικά τελετουργικά δρώμενα όπως για παράδειγμα τον θρήνο, την περιφορά του νεκρού, ακόμη και τα μνημόσυνα, που σήμερα θεωρούμε δεδομένο ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής πίστης. Δεν αντιμάχονταν βέβαια τόσο τα ίδια τα έθιμα όσο την παγανιστική τους καταγωγή, αφού η τήρηση των εθίμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα να διατηρούνται εν ισχύ τα τελετουργικά της ελληνικής θρησκείας. Με το πέρασμα των αιώνων η προσήλωση του ελληνικού λαού στα έθιμα αυτά ήταν ακλόνητη, γεγονός που εξανάγκασε τους Πατέρες της Εκκλησίας να τα εγκολπώσουν τελικά στην χριστιανική πίστη. Η προσπάθεια όμως αυτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Alexiou (2002), « …δεν υπήρξε μόνο ασυνείδητη φυσική διεργασία αλλά ήταν και αποτέλεσμα συνειδητών παρεμβάσεων της Εκκλησίας».
Οι απόπειρες απεμπολής των δρωμένων αυτών βέβαια δεν σταμάτησαν ακόμη και τον προηγούμενο αιώνα. Η περιφορά του επιταφίου της Μ. Παρασκευής που πολλοί από τους αναγνώστες του παρόντος άρθρου πιστεύουν ότι αποτελεί αναπόσπαστο και απολύτως καθιερωμένο στην χριστιανική πίστη έθιμο, θα διαπιστώσουν με την παρακάτω ατράνταχτη απόδειξη, ότι δεν ήταν. Η εγκύκλιος της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της 12 Μαΐου του 1882 θεωρεί το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου ως «άσκοπον και ανεβλαβές» και επικαλείται για την κατάργηση της περιφοράς, τις σχετικές θεολογικές θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Μπακούρος, 2001). Ακόμη και ο επιτάφιος θρήνος, όπως αναφέρει ο Β. Μπακούρος, «ως τελετή αποτελεί εκκλησιαστική ιεροπραξία που διαμορφώθηκε σταδιακά και το κυριότερο στοίχησε με τις απαιτήσεις της λαϊκής ψυχής» (Μπακούρος, 2001, σελ. 69).”
Απόσπασμα από το άρθρο του Μπουσίου Ιωάννη, «Ο θεός Άδωνης, ο μύθος, και οι τελετουργικές επιβιώσεις των εορτών του». Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό "Φαινόμενα" του "Ελεύθερου Τύπου" στις 7 Απριλίου 2012.
ΠΗΓΗ: themythologists
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου