Η καρυδιά ανήκει στην οικογένεια των Καρυωδών (Juglandaceae), Το γένος αυτό αριθμεί 55 περίπου είδη, καθώς και αρκετές ποικιλίες. Η καρυδιά είναι ένα μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο, μακρόβιο, ύψους 12 – 30 μέτρα, όπου σπάνια φτάνει και τα 60 μέτρα. Είναι δέντρο με ελεύθερη ανάπτυξη, δυνατά κλαδιά και με μεγάλη απλωτή κόμη. Τα φύλλα της είναι μεγάλα, σύνθετα, χωρισμένα σε πολλά μικρότερα ωοειδή, σκουροπράσινα, κατά ζεύγη, φυλλάρια που έχουν ευχάριστη μυρωδιά. Τα άνθη της έχουν λευκό χρώμα, είναι μονογενή και παράγουν αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα σε διαφορετικά άνθη πάνω στο ίδιο όμως δέντρο. Τα αρσενικά άνθη είναι διατεταγμένα κατά κρεμάμενους βότρεις (ίουλους), ενώ τα θηλυκά κατά στάχεις στις άκρες των βλαστών. Ανθίζει τον Απρίλιο – Μάιο.
Ο καρπός της είναι δρύπη, το γνωστό καρύδι, με σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό. Το περικάρπιο του, που είναι πράσινο στην αρχή και μετά σκουραίνει όταν ωριμάσει, αποτελείται από ανθεκτική επένδυση, το ενδοκάρπιο, που είναι σκληρό, ξυλώδες και λέγεται κέλυφος (καρυδότσουφλο). Το ενδοκάρπιο αποτελείται από 2 τμήματα και περικλείει το σπέρμα (ψίχα), το οποίο χωρίζεται ως το μέσο σε 4 λοβούς με 4 μεμβρανώδη ημιδιαφράγματα.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Οι θεραπευτικές ιδιότητες της καρυδιάς είναι πολλές και ευεργετικές και οφείλονται στα συστατικά που περιέχει. Ο Γάλλος γιατρός Negrier, το 1841 ασχολήθηκε με τις θεραπευτικές ιδιότητες των φύλλων της. Θεραπευτικά τα φύλλα της καρυδιάς χρησιμοποιούνται εναντίον των παθήσεων των ματιών, όπως βλεφαρίτιδα στα παιδιά και της χοιραδώσεως. Το αφέψημα και το έγχυμά τους είναι τονωτικό του πεπτικού σωλήνα και σταματά τις διαρροϊκές κενώσεις σε τοξικές καταστάσεις. Οι Boys de Loutry και Costilhes χρησιμοποιούσαν το αφέψημα των φύλλων με μορφή κολπικών πλύσεων κατά των εξελκώσεων του αυχένα της μήτρας, ενώ ο Vidal de Careis κατά της λευκόρροιας. Ο Dubois χρησιμοποιούσε πυκνό αφέψημα φύλλων για τη θεραπεία της τριχόπτωσης, ο Bruguiec για κακοήθη εξανθήματα και ο Vitet για τη θεραπεία της ψωρίασης, του έρπητα, των διαφόρων λειχήνων και των εκζεμάτων. Επίσης, αφέψημα φύλλων και φλοιού χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία κατά των οξέων αμυγδαλών και κατά του απλού ρινικού κατάρρου. Το αφέψημα των φύλλων κατεβάζει το σάκχαρο των διαβητικών, καθώς στο διάστημα χρησιμοποιήσεως ινσουλίνης μειώνει το σάκχαρο των ούρων και καθαρίζει το αίμα. Χρησιμοποιείται επίσης για εξωτερικές πλύσεις τραυμάτων και τη θεραπεία των δερματικών φλυκταινών. Όταν προστεθεί στο νερό του λουτρού είναι ευεργετικό για τη ραχίτιδα, τη σήψη και την υπερτροφία των οστών, καθώς και για πυώδης πληγές στα νύχια των ποδιών και των χεριών. Ενδείκνυται για την ακμή, τα ιδρωμένα πόδια και για τις χιονίστρες.Τα φρέσκα φύλλα διώχνουν τα έντομα και προπαντός τους κοριούς. Ένα απλό έγχυμα φύλλων μπορεί να σκοτώσει ή να απομακρύνει τα μυρμήγκια. Αν αλείψουμε με το έγχυμα αυτό τα άλογα, δεν θα τα πλησιάζουν αλογόμυγες. Επίσης, το βάμμα που φτιάχνεται από τα νωπά φύλλα χρησιμοποιείται εναντίον της φυματιώδους λεμφαδενοπάθειας, του ραχιτισμού, της παθήσεως των αρθρώσεων και της γαστρεντερίτιδας. Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν τις αντιμυκητιακές και αντισηπτικές τους ιδιότητες.Τα αποξηραμένα φύλλα, αναμιγμένα με κρασί, χρησιμοποιούνται κατά του ίκτερου. Το γιατρικό των ανθέων συνίσταται για περιόδους μεταβολών, όπως η εμμηνόπαυση. Το σαρκώδες πράσινο εξωκάρπιο είναι ταινιοκτόνο και ελμινθοκτόνο σαν έγχυμα, όπως και το αφέψημα των φύλλων.Ο Γαληνός χρησιμοποιούσε τον οπό του φλοιού αυτού αραιωμένο σε στυπτικούς γαργαρισμούς και κατά της πυόρροιας των αμυγδαλών. Συνίσταται ακόμη κατά των διαλειπόντων πυρετών και εξαιτίας της ναφθοκινόνης που περιέχει, του αποδίδεται ενέργεια ερυθραντική επί του δέρματος και θεραπευτική κατά των εκζεμάτων, των κηρίων, των πυοδερματίτιδων, της ψωριάσεως και της φθειριάσεως. Επίσης, αποτελεί τη βάση της «αντιαφροδισιακής πτισάνης του Pollisi» και σε μορφή σκόνης, είναι εκδοριακός, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί των κανθαρίδων. Ο χυμός των φλοιών χρησιμοποιείται με επιτυχία και κατά των κρεατοελιών, ενώ κοπανισμένος (ο φλοιός) βγάζει τους κάλους. Η λεπτή, κίτρινη μεμβράνη που περιβάλει την ψίχα, σε μορφή σκόνης, αποτελεί θεραπεία για κωλικούς.Τα καρύδια συνιστώνται στους αδύναμους οργανισμούς, τους φυματικούς, τους σακχαροδιαβητικούς (περιέχουν μικρή ποσότητα υδατανθράκων) και σε πολλές παθήσεις. Το «γλυκό καρυδάκι» είναι αξιοσύστατο για αδύνατους, φυματικούς και αιμοπτοϊκούς, γιατί περιέχει σημαντική ποσότητα δεψικών ουσιών. Θεωρούνται επίσης, τα κατ’ εξοχήν φάρμακα κατά των δηλητηριάσεων και ως αντίδοτο των ύπουλων ιών και σύμφωνα με τον Hartwell (1967-1971), χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου, του ψευδάνθρακα, τους όγκους και ειδικά τον καρκίνο του στήθους, καθώς και για τη θεραπεία τους άσθματος, τον πόνο στην πλάτη, το συφιλιδικό έλκος, τους κωλικούς, την επιπεφυκίτιδα, το βήχα, την καούρα, την εκσπερμάτωση, την ανικανότητα και τους ρευματισμούς. Είναι εξαιρετικό φάρμακο κατά της υπερπτητικότητας του αίματος. Η ξερή ψίχα συνίσταται για όλους τους πνευματικά εργαζόμενους καθώς και τους ορειβάτες αθλητές και γενικά τα άτομα που υποβάλλονται σε μεγάλες σωματικές και πνευματικές κοπώσεις. Το καρυδέλαιο, είναι γνωστό από τον Διοσκουρίδη ως ανθελμινθικό και ταινιοκτόνο. Το 1916, ο De Surel επιβεβαίωσε τις ανθελμινθικές του ιδιότητες που αυξάνονται με τη συμμετοχή του σκόρδου. Χρησιμοποιείται και ως καθαρτικό. Σταματά επίσης τον πονόδοντο και είναι ευεργετικό στις πληγές και στα χελώνια
Περισσότερα
Το φυτό ήταν γνωστό και αναφέρεται από την αρχαιότητα, με το όνομα «καρύα» και «κάρυον», αν και ο Θεόφραστος με το ίδιο όνομα ονομάζει και άλλα δέντρα. Η ονομασία “Juglans” προέρχεται από τις λέξεις “Jovis glans” (βάλανος του Δία). Για ιατρική χρήση χρησιμοποιούνταν μόνο οι φλοιοί των άωρων καρπών. Η γρήγορη διάδοση του φυτού προς το Βορρά, οφείλεται σε διατάγματα του Καρόλου του Μεγάλου.
Η καλλιέργεια της καρυδιάς
Πολλαπλασιασμός – Γονιμοποίηση. Η καρυδιά είναι δέντρο που πολλαπλασιάζεται εγγενώς με σπόρους και αγενώς με μοσχεύματα πολύ εύκολα σε δροσερά μέρη. Σήμερα στην δενδροκομία γίνεται στρωμάτωση των σπόρων σε κασόνια με ψιλή άμμο, όπου αναπτύσσονται δενδρύλλια. Τα σποριόφυτα φυτεύονται στις μόνιμες θέσεις τους πρόωρα το καλοκαίρι και χρήζουν μερικής προστασίας από το κρύο για τον πρώτο τους χειμώνα. Η καρυδιά επικονιάζεται με τον αέρα. Η γύρη της μεταφέρεται σε απόσταση περίπου 75 – 90 μέτρα και συνεπώς οι καρυδιές – γονιμοποιητές θα πρέπει να τοποθετούνται στους οπωρώνες σε κάθε 10η σειρά και σε αντίθετη κατεύθυνση από τον άνεμο.Οι απαιτήσεις της καρυδιάςΗ καρυδιά έχει μεγάλη, υπόγεια βλάστηση και απαιτεί έδαφος βαθύ, καλά αποστραγγιζόμενο, αργιλώδες, θρεπτικό, ασβεστούχο και ελαφρώς αλκαλικό (pH 4.5 έως 8.2). Ευδοκιμεί σε μέτρια υγρό και ζεστό κλίμα, το οποίο βελτιώνεται με τη σκιά των φύλλων της, και σε θέση προφυλαγμένη από ισχυρούς ανέμους. Αντέχει μια ετήσια βροχόπτωση που ανέρχεται στα 31 ως 147 εκατοστά και ετήσια μέση θερμοκρασία 7 με 21.1 °C (όταν βρίσκεται σε λήθαργο αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, κάτω των -27 °C, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις). Είναι φωτόφιλο είδος και ευπαθές στους παγετούς κατά την νεαρή του ηλικία.
Καλλιεργητικές φροντίδες. Η καρυδιά έχει ανάγκη από κλάδεμα στη ρίζα, 2 – 3 πόντους κατά το φύτεμα, όπως και στη φούντα, για να σχηματιστεί καλό ριζικό σύστημα. Απαραίτητα είναι τα ποτίσματα και τα σκαλίσματα στο δενδρύλλιο για να αναπτυχθεί γρήγορα. Ο λάκκος ποτίσματος θα πρέπει να είναι σε μικρή απόσταση από τον κορμό, διότι όταν είναι κορεσμένος από νερό ο κορμός προσβάλετε από μύκητες. Στις εντατικές καλλιέργειες, οι καρυδιές φυτεύονται αρχικά σε αναλογία 13 – 18 δέντρα ανά στρέμμα και αραιώνονται σε 8 – 13 δέντρα, όταν με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται συνωστισμός. Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται σαν γονιμοποιητές φυτεύονται σε πυκνές σειρές και σε επιλεγμένες αποστάσεις.
Παραγωγή – Αποδόσεις. Η καρυδιά είναι δέντρο που καλλιεργείτε τόσο για τον εδώδιμο καρπό της, όσο και για την εκμετάλλευση του ξύλου της. Οι νεώτερες ποικιλίες καρποφορούν για πρώτη φορά στα 5 με 8 χρόνια και παράγουν περίπου 2.5 τόνους ανά εκτάριο. Οπωρώνες σε σχετικά φτωχά εδάφη, όπως βουνά, παράγουν 1.5 με 2.25 τόνους ανά εκτάριο, ενώ οπωρώνες σε καλά καλλιεργημένες περιοχές παράγουν 6.5 με 7.5 τόνους ανά εκτάριο. Συλλογή – ΣυγκομιδήΤα φύλλα της καρυδιάς συλλέγονται την άνοιξη, τα μπουμπούκια και άνθη τον Μάιο, ο πράσινος εξωτερικός φλοιός τον Ιούλιο, ενώ τα καρύδια στις αρχές του Σεπτέμβρη έως τις αρχές του Νοέμβρη. Η συγκομιδή των καρπών γίνεται με το τίναγμα των δέντρων με δονητές κορμών ή άκρων ανάλογα με το μέγεθος τους. Τα καρύδια συλλέγονται σε μεγάλα δοχεία και μεταφέρονται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας, όπου αφαιρείται ο εξωτερικός φλοιός και ξηραίνονται σε στεγνωτήρες με εξαναγκασμένο αέρα στους 38 – 43 οC έως ότου η περιεχόμενη υγρασία φτάσει το 8%. Μπορούν να διατηρηθούν αρκετούς μήνες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος όταν είναι ξερά και για χρόνια όταν καταψυχθούν. Πωλούνται είτε με το περίβλημα μετά από λεύκανση, είτε μόνο η ψίχα. Τα φύλλα ξηραίνονται είτε σε εξωτερικούς ημισκιερούς χώρους, είτε σε χώρους με ελεγχόμενη θερμοκρασία και υγρασία. Όταν ξεραθούν φυλάγονται με προσοχή για να διατηρείται η οσμή και η γεύση τους. Ο πράσινος φλοιός των καρυδιών με την αποξήρανση του γίνεται λεπτός, ζαρώνει και παίρνει γλυκιά γεύση.
ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΥΔΙΑΣ.
Η καρυδιά είναι ένα δέντρο του οποίου όλα τα μέρη είναι χρήσιμα, όπως τα φύλλα, ο πράσινος φλοιός του καρπού, ο φλοιός των μίσχων και των ριζών, η επιδερμίδα της ψίχας, τα καρύδια, τα άνθη, ακόμα και το ξύλο. Τα φύλλα της έχουν οσμή ισχυρή, αρωματική που γίνεται πιο έντονη όταν τα τρίβει κανείς με τα δάκτυλα του. Η δε γεύση τους είναι υπόπικρη, ρητινώδης και ελαφρά δηκτική. Περιέχουν γιουγκλόνη, γιουγκλαντίνη, από τις πιο σημαντικές ουσίες της καρυδιάς, ταννίνη, ινοσίτη, δεψικές ουσίες, κερκετίνη, καϊμπφερόλη, καφεϊκό οξύ, ίχνη π-κουμαρικού οξέος, ένα αιθέριο έλαιο, μια χρωστική και μια πικρή ουσία. Οι τανίνες ευνοούν την αποκατάσταση του πνευμονικού παρεγχύματος και μαζί με τον ινοσίτη αποτελούν τονωτικά των μυϊκών ιστών. Η γιουγκλαντίνη που περιέχουν, ένα αλκαλοειδές, είναι καθαρτική και διεγείρει την όρεξη επιδρώντας ευνοϊκά στο στομάχι. Είναι πλούσια σε βιταμίνη C (σχεδόν 1% του βάρους), καθώς και σε καροτίνη. Λέγεται ότι περιέχουν και ιώδιο. Συγκριτικά με τα φύλλα, τα άνθη της είναι περισσότερο πικρά, ρητινώδη και δηκτικά στη γεύση. Το σαρκώδες πράσινο περικάρπιο των καρυδιών είναι πλούσιο σε καρπικά οξέα και μεταλλικά στοιχεία. Περιέχει άμυλο, χλωροφύλλη, μηλικό και κιτρικό οξύ, άλατα, ταννίνη, δεψίνη και άλλες ουσίες. Ο χυμός του, διηθούμενος, είναι ανοιχτόχρωμος στην αρχή, όταν όμως έρθει σε επαφή με τον αέρα γίνεται πολύ σκούρος και ταυτόχρονα χάνει την πικρή του γεύση. Στην επιφάνειά του σχηματίζεται μια μαύρη κρούστα που προέρχεται από την αλλοίωση ενός κυρίου συστατικού της καρυδιάς, της γιουκλόνης, που είναι άγευστη, άοσμη και όταν αποξηρανθεί έχει την όψη Εβραϊκού κατραμιού (Bitume de Jude). Επίσης, από το περικάρπιο παράγεται ένα αιθέριο κιτρινόχρωμο έλαιο, ινοσίνη και η προαναφερθείσα γιουγκλόνη που η τελευταία στον αέρα μεταβάλλεται σε οξυναφθοκινόνη (oxyjuglone) ή διοξυναφθοκινόνη (dioxynaphtoquinone). Στην επιδερμίδα του φλοιού περιέχεται και καρυοδεψικό οξύ. Τέλος, το περικάρπιο είναι πλούσιο σε βιταμίνη C. Η κιτρινόχρωμη επιδερμίδα που περιβάλλει το παρέγχυμα (ψίχα) του καρυδιού έχει γεύση πολύ στυπτική όταν είναι φρέσκια, που τη χάνει όταν ξεραθεί γιατί ελαττώνεται η περιεχόμενη σ’ αυτήν δεψίνη και κάποια ρητινώδης ύλη. Το παρέγχυμα (ψίχα), είναι λευκού χρώματος, έχει ευχάριστη και γλυκιά γεύση, περιέχει αζωτούχες, λιπαρές και εκχυλισματικές ουσίες, κυτταρίνη, αλβουμίνη, τέφρα και νερό. Από την ψίχα παράγεται με έκθλιψη ένα σημαντικό λιπαρό έλαιο, το καρυδέλαιο, το οποίο περιέχει α-λινολενικό και α – λινολεϊκό οξύ, καθώς επίσης παλμιτικό, στεατικό και ελαϊκό οξύ. Έχει ευχάριστη γλυκιά γεύση και μπορεί να αντικαταστήσει το ελαιόλαδο και το αγνό βούτυρο, παρουσιάζοντας όμως το μειονέκτημα ότι ταγκίζει εύκολα και γρήγορα. Η ψίχα έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες 42%, όταν είναι φρέσκια και 57.12% όταν είναι ξερή. Τα άγουρα καρύδια είναι μια από τις πλουσιότερες πηγές ασκορβικού οξέος (βιταμίνη C) και χωνεύονται πιο εύκολα άγουρα, διότι όταν ωριμάσουν κιτρινίζουν, ταγκίζουν, ερεθίζουν το λαιμό, προκαλούν βήχα και δυνατούς κωλικούς. Τα καρύδια περιέχουν ασβέστιο, κοβάλτιο, σίδηρο, φωσφόρο, μαγγάνιο, βιταμίνες κ.α. H καρυδιά είναι δέντρο γνωστό εδώ και πολλά χρόνια για τη φαρμακευτική του δράση, η οποία οφείλεται στα διάφορα συστατικά που περιέχονται τόσο στη ρίζα, τα φύλλα, τον πράσινο φλοιό των καρυδιών όσο και στα ίδια τα καρύδια. Περιέχει κυρίως ναφθοκινόνες, οξέα, φλαβονοειδή, τερπενοειδή, καροτενοειδή, πτητικά έλαια, υδρογονάνθρακες, τανίνες, αλδεΰδες, αλκαλοειδή, βιταμίνες, μέταλλα, ένζυμα, φωσφογλυκερίδια, αμίνες και πρωτεΐνες.
ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΑ.
Το ξύλο της καρυδιάς είναι ανεκτίμητο. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, την ξυλουργική, την ξυλογλυπτική, την οπλοποιία και την τορνευτική. Το ξύλο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για ρόδες και για σώματα των λεωφορείων. Ο φλοιός της καρυδιάς και η ρίζα δίνουν ωραία πυρόξανθη ή καστανόχρωμη βαφή για υφάσματα και δέρματα και χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για το βάψιμο των μαλλιών. Η πράσινη εξωτερική φλούδα της καρυδιάς δίνει πράσινο ωραίο χρώμα που βάφουν τα αυγά της Λαμπρής. Με το φλοιό επίσης του καρπού οι επιπλοποιοί βάφουν το ξύλο των επίπλων με κάρυνο χρώμα. Επίσης, από τον φλοιό παρασκευάζεται ένα τονωτικό και ευστόμαχο ηδύποτο (Ratafia, Ρατάφια). Το περίφημο λάδι της χρησιμοποιείται εκτός από τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, στη βιομηχανία της σαπωνοποιίας και της βερνικοποιίας. Χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για την ανάμιξη χρωμάτων με το βερνίκι και ως έλαιο λαμπτήρων. Από 35 κιλά καρυδιών, παράγονται 6 κιλά ξεφλουδισμένα καρύδια, από τα οποία παράγεται 3 κιλά λάδι. Τα υπολείμματα του καρυδιού, ύστερα από την έκθλιψή τους με την οποία βγαίνει το καρυδέλαιο, είναι πολύ θρεπτικά και χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή. Ο καρπός της γίνεται ωραιότατο και τονωτικότατο γλυκό που έχει θρεπτική αξία ίση με αυτή του τυριού. Χρησιμοποιείται στις βιομηχανίες ζαχαρωδών προϊόντων, για αρωματική ουσία και τρώγεται νωπός ή ξηρός, ψημένος ή αλατισμένος. Με τον άγουρο καρπό της ανακατεμένο, σε αναλογία 2:1, με χυμό από άγουρα σταφύλια ή με καλό ξύδι, μπορεί να παρασκευαστεί ένα επιδόρπιο, ενώ με τα πράσινα φύλλα της καρυδιάς λικέρ. Από το χυμό της καρυδιάς που είναι άφθονος και διαυγής, ο Γάλλος φαρμακοποιός Banon παρασκεύασε το 1811 ένα άριστο σάκχαρο. Η εργασία της παρασκευής και η αποκρυστάλλωση του σακχάρου του χυμού της καρυδιάς μοιάζει με του σακχάρου του τεύτλου και του καλαμοσάκχαρου. Ενέργεια Εάν οι αποδόσεις των 7.500 κιλών καρυδιών ανά εκτάριο παρήγαγαν όλο το 65% (63-67%) του λαδιού που περιέχουν, υπάρχει μια πιθανή παραγωγή λαδιού σχεδόν 5000 τόνων το χρόνο, ένας πολύ σημαντικός στόχος, εάν είναι εφικτό. Μετά από την εξαγωγή της βιταμίνης C και της τανίνης, τα υπολείμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη ή αιθανόλη. Τα κλαδέματα των δέντρων μπορούν να συμβάλουν άλλους 5000 τόνους βιομάζας το χρόνο.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ.
Τα φύλλα χρησιμοποιούνται παρασκευάζοντας:
α) έγχυμα από 15-30 γρ. ψιλοκομμένων φρέσκων φύλλων σε 500 ml νερό με ημερήσια κατανάλωση 2-5 φλιτζάνια, το οποίο χρησιμοποιείται για δερματικά προβλήματα και φλεγμονές των ματιών (πλύσεις), σαν πεπτικό τονωτικό για την ανορεξία. Χρησιμοποιείται επίσης για το έκζεμα ή για πληγές και εκδορές,
β) αφέψημα πρόσφατων και ξερών φύλλων στην ίδια αναλογία,
γ) εκχύλισμα, 40-80 εκατοστά του γρ. την ημέρα,
δ) αφέψημα και εκχύλισμα εξωτερικής χρήσεως ως λοσιόν (50:1000) για χιονίστρες και κατά των ελκών,
ε) σιρόπι με εκχύλιση 35-50 γρ. φύλλων (για ημερησία κατανάλωση),
στ) σαν τονωτικό του πεπτικού σωλήνα και για θεραπεία της διάρροιας μπορούμε να ρίξουμε 2-4 γρ. ξηρά και κονιοποιημένα φύλλα σε 150 γρ. λευκό κρασί και να παραμείνουν 12 ώρες,
ζ) κολλύριο από 192 γρ. αφεψήματος φύλλων, 1 γρ. μπελαντόνα και 1 γρ. λάβδανο,
η) βάμμα από νωπά φύλλα κατά της φυματιώδους λεμφαδενοπάθειας, του ραχιτισμού, της γαστρεντερίτιδας κ.α., και
θ) ως κατάπλασμα για πληγές. Επίσης 100 γρ. φύλλων μπορούν να προστεθούν σε κάθε λουτρό για την καταπολέμηση κυρίως δερματικών παθήσεων.
Από το πράσινο εξωκάρπιο παρασκευάζονται:
α) έγχυμα από φρέσκο φλοιό 20 γρ. σε 1 λίτρο νερό, για τη χρόνια διάρροια ή ως τονωτικό για την αναιμία και για την τριχόπτωση με ξέπλυμα των μαλλιών, ενώ σε αναλογία 10 γρ. σε 100 γρ. νερό είναι ταινιοκτόνο και ελμινθοκτόνο,
β) αφέψημα 32 γρ. φλοιού σε 500 ml νερό,
γ) βάμμα με την προσθήκη πράσινων φλοιών σε οινόπνευμα με αναλογία 1:6, 20-30 γρ. τη μέρα και
δ) εκχύλισμα με οινόπνευμα.
Από το άγουρο καρύδι παρασκευάζεται
α) έλαιο, 2 κουταλιές ελαίου καθημερινά ως συμπληρωματικό της διατροφής, για τις εμμηνορροϊκές διαταραχές ή το ξηρό λεπιδώδες έκζεμα, αλλά και ως κατάπλασμα
β) γλυκό του κουταλιού, και
γ) ηδύποτο, όπου μπορούμε να πίνουμε 1 κουταλάκι ημερησίως (πολύ τονωτικό).
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ – ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ.
Η καρυδιά και τα προϊόντα της γενικά δεν προκαλούν ιδιαίτερα προβλήματα. Τα φύλλα της μπορεί να είναι επιβλαβή για ευαίσθητα άτομα με αλλεργίες και η γύρη των ανθέων, κοινό αλλεργιογόνο, μπορεί να προκαλέσει πυρετό. Τοξικά προβλήματα στον άνθρωπο δεν έχουν αναφερθεί, παρά μόνο ότι προκαλεί βαθύ ύπνο σε όσους κοιμούνται υπό τον ίσκιο της εξαιτίας της οσμής που εκπέμπει. Εντούτοις, είναι τοξική σε κάποια φυτά, εξαιτίας της γιουγκλόνης που περιέχει, η οποία είναι η κύρια αλληλοπαθητική χημική ουσία που είναι υπεύθυνη για την αναστολή της ανάπτυξης μερικών φυτικών ειδών που φυτρώνουν σε μέρη όπου αυτή βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση. Απελευθερώνεται από τις ρίζες της καρυδιάς και επειδή είναι δυσδιάλυτη στο νερό, δεν ταξιδεύει εύκολα στο χώμα, ώστε να είναι γρήγορη η απομάκρυνσή της απ’ αυτό και μπορεί να παραμείνει ενεργή σε αυτό για αρκετά χρόνια αφότου αφαιρεθούν οι καρυδιές. Επηρεάζει κυρίως τις ντομάτες, τις μαύρες σημύδες, το τριφύλλι, τις μηλιές, τα δημητριακά, τα φασόλια, τις πατάτες κ.ά, γι’ αυτό κάποια κηπευτικά είδη δε θα πρέπει να καλλιεργούνται κοντά σε καρυδιές.
Πηγή: dolo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου