«Η αξία της αντίκας είναι ότι δε θα ξαναβγεί ένα τέτοιο αντικείμενο», λένε οι παλαιοπώλες. Μαγεύονται από την καλαισθησία του ξύλου, τη λεπτομέρεια της κατασκευής και την ιστορία που κρύβει κάθε αντίκα.
Ένας παλαιοπώλης μας εκμυστηρεύεται ότι είχε στην κατοχή του το γραφείο του Καραμανλή.
Ποιο απ όλα; πώς έφθασε σε αυτόν; Δεν υπάρχουν πάντα οι τεκμηριωμένες απαντήσεις αλλά και μόνο η αναφορά του ονόματος ανάβει τη συζήτηση και εξάπτει το ενδιαφέρον.
Πιο δίπλα ένας άλλος μας λέει ότι είχε το πιάνο του Βενιζέλου. Ένας απόγονός του το πούλησε.
Έπαιζε ο Βενιζέλος πιάνο; Ποιος θα το πούλαγε στη πλατεία Αβησσυνίας; Πόσο κάνει; Τα ερωτήματα ξεφυτρώνουν σαν τα ζιζάνια που μπορούν να χαλάσουν μια καλή πώληση.
Έτσι όμως ξεχωρίζουν οι ειδήμονες αγοραστές από τους ερασιτέχνες και έτσι κρίνονται οι καλοί έμποροι από τους κακούς.
Όταν οι παλαιοπώλες στην πλατεία Αβησσυνίας μιλάνε για τη ζωή τους, συνήθως περιγράφουν την ιστορία των μαγαζιών τους. Μεταξύ των οδών Ερμού, Αγίου Φιλίππου και Ηφαίστου τα περισσότερα παλαιοπωλεία είναι τρίτης γενιάς.
Αυτοί οι μικροέμποροι, μεγάλωσαν ανάμεσα σε μεταχειρισμένα αντικείμενα και αντίκες που ξεδιπλώνουν έναν ολόκληρο κόσμο από πίσω τους. Τρύπωσαν στα παλαιοπωλεία από μικρή ηλικία και έμαθαν να αναγνωρίζουν τα αντικείμενα αξίας, να αξιολογούν ανθρώπους και καταστάσεις, να να παζαρεύουν και να ακούν τις μικρές και μεγάλες ιστορίες που τους εμπιστεύεται κάθε πελάτης. Το γιουσουρούμ είναι ένας τόπος γεμάτος ζωή.
Είναι η ζωή τους.
Παλαιοπώλες τρίτης και τέταρτης γενιάς
Ο κ. Μαστρογιάννης θυμάται να μεγαλώνει στο παλαιοπωλείο της γιαγιάς του. Η επιχείρηση τους ξεκίνησε το 1932 να αναπαλαιώνει παλαιά αντικείμενα.
Σήμερα με νοσταλγία ο ιδιοκτήτης ομολογεί ότι «το επάγγελμα έχει χαθεί, κανείς δεν ασχολείται με το λουστράρισμα».
Ήρθε στο μαγαζί σε ηλικία μόλις 7 χρονών. Ήταν η καθημερινή του βόλτα μετά το σχολείο. Πελάτες από όλες τις ηλικίες, διαφορετικής αισθητικής περνούν καθημερινά από το κατάστημα του. Παραδέχεται ότι ο κόσμος του έμαθε να είναι καλός στη δουλειά του. Το πιο παλιό αντικείμενο στο μαγαζί του είναι μία κούνια μωρού. Το 1796, είναι από μόνο του επιβλητικό.
Έχει ήδη προγραμματίσει να την φτιάξει και μάλιστα για να τη δωρίσει, αλλά δεν μας αποκαλύπτει σε ποιον.
Σήμερα το μαγαζί έχει αναλάβει ο γιος του. Παλαιοπωλείο τέταρτης γενιάς πλέον.
Οι Αιθίοπες με τα κάρα και τα μπαχαρικά στην πλατεία Αβησσυνίας
Παλιές φωτογραφίες, αφηγήσεις και περιγραφές ζωντανεύουν την ιστορία της πλατείας, η οποία δεν έχει αλλάξει από την αρχή της. Υπήρξε ανέκαθεν το κέντρο του μικροεμπορίου των Παλαιών Αθηνών. Διαμορφώθηκε το 1860 και πήρε το όνομα της από τους Αιθίοπες που ζούσαν και ανέπτυξαν εμπορικές δραστηριότητες στο κέντρο της. Την εποχή εκείνη η Αιθιοπία λεγόταν Αβησσυνία. Θεωρείται ότι η πλατεία ονομάστηκε «Αβησσυνίας» για να τιμήσουν οι Αιθίοπες τους προγόνους τους.
Ξεκίνησαν την εμπορική δραστηριότητα της πλατείας επί τουρκοκρατίας. Πουλούσαν με τα άλογα τους λαχανικά και μπαχαρικά. Μια άλλη εκδοχή ορίζει ότι η ονομασία της πλατείας γεννήθηκε το 1922, όταν εκεί μοιράστηκε η βοήθεια της Αιθιοπίας, στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.
Γιουσουρούμ ο άνθρωπος του Θεού
Σήμερα η πλατεία είναι γνωστή και ως «γιουσουρούμ».
Η οικογένεια Γιουσουρουμ ήρθε από τη Σμύρνη το 1863.
Η ιστορία του Νώε Γιουσουρούμ στην Αθήνα ξεκινά στις αρχές του 20ου αιώνα όταν ως έμπορος, παλιατζής έφτασε στην πλατεία Αβησσυνίας και έβγαλε τα ρούχα του για να τα στεγνώσει.
Τα έστρωσε στην ύπαιθρο της πλατείας και περίμενε. Γρήγορα συγκεντρώθηκε γύρω του κοινό που ήθελε να τα αγοράσει. Τον ρωτούσαν «πόσα θες;»
Γρήγορος στο μυαλό, δεν άργησε να αυτοσχεδιάσει. Τα πούλησε με κέρδος. Κατά λάθος είχε γεννηθεί μια μικρή επιχείρηση. Συνέχισε με την ίδια τακτική και έφερνε ρούχα και παπούτσια.
Το παζάρι είχε ξεκινήσει. Δίπλα στον Γιουσουρούμ κόλλησαν και οι υπόλοιποι έμποροι. Υπήρξε πλανόδιος έμπορος που αγόραζε την πραμάτεια του από παλιατζήδες με κάρα, την οποία μεταπουλούσε στο δρόμο μέχρι που άνοιξε το μαγαζί στη συμβολή των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη.
Ο γλυκομίλητος Γιουσουρούμ, που στα εβραϊκά σημαίνει «άνθρωπος του Θεού», αγαπήθηκε από τους Αθηναίους και από τους επισκέπτες της πόλης και έδωσε το όνομα του στην πλατεία.
Όταν πέθανε, το κατάστημα πέρασε στα χέρια του γιου του, Ηλία, ο οποίος διετέλεσε και αντιπρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών. Το σωματείο ιδρύθηκε το 1919 με σκοπό να προστατεύσει τα δικαιώματα των παλαιοπωλών, που είχαν αρχίσει ήδη να πληθαίνουν. Επίσημα αναγνωρίστηκε με νόμο από το κράτος το 1924. Την περίοδο εκείνη η πλατεία δεν είχε μαγαζιά.
Οι παλιατζήδες αποθήκευαν την πραμάτεια τους σε ξύλινες παράγκες. Πουλούσαν μπρούτζινα κρεβάτια, γραμμόφωνα και πόμολα.
Γυρολόγοι με σούστες
Μάζευαν το υλικό τους από το δρόμο. Περιόδευαν από γειτονιά σε γειτονιά. «Όλα τα παλιά αγοράζω» φώναζαν με ένα μαχαλά στην πλάτη. Όταν το τσουβάλι τους γέμιζε, επέστρεφαν στην πλατεία για να τα πουλήσουν. Από τη δεκαετία του ’30 στο εμπόριο χρησιμοποιήθηκαν τα άλογα.
Οι γυρολόγοι πάνω στις σούστες γυρνούσαν τις συνοικίες της Αθήνας αλλά και στα νησιά και τη Βόρεια Ελλάδα.
Ο σημερινός αντιπρόεδρος του Σωματείου, Γιάννης Κατσαρός, μετρώντας 58 χρόνια στο χώρο, θυμάται τον παππού και τον πατέρα του να στρώνουν πάνω σε εφημερίδες την πραμάτεια τους. Ο καθένας είχε τον δικό του χώρο.
Το εμπόριο με τα άλογα συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες.
Τα τρίκυκλα και οι κανόνες του εμπορίου
Η παραπάνω φωτογραφία απεικονίζει μια κλασική εικόνα της εποχής. 1956, στην πλατεία Αβησσυνίας γυρολόγοι με σούστες φέρνουν καρέκλες, πολυθρόνες, αγάλματα μπαρμπετιόν, καθρέπτες χρυσούς και λάμπες.
Όσο η τεχνολογία εξελίσσεται, οι παλιατζήδες προσαρμόζονται.
Τη δεκαετία του ’60 οι γυρολόγοι μετακινούνταν με τρίκυκλα. Αφού ολοκλήρωναν την περιοδεία τους, έρχονταν στην Αβησσυνίας για να πουλήσουν στους εμπόρους.
Δικαίωμα εισόδου με το τρίκυκλο στην πλατεία είχαν μόνο όσοι ήταν εγγεγραμμένοι στο Σωματείο. Ο χρόνος τους στην πλατεία ήταν περιορισμένος. Είχαν τη δυνατότητα να πουλούν για μισή ώρα.
Τη δεκαετία του ’70 κυκλοφορούσαν με μηχανάκια. Στο χώρο έμπαιναν κάθε φορά 10 μηχανάκια.
Όταν ολοκληρωνόταν ο χρόνος τους, αποχωρούσαν και εισέρχονταν νέοι παλιατζήδες στην πλατεία.
Το σωματείο των παλαιοπωλών όριζε έναν συνταξιούχο αστυνομικό, ο οποίος έβαζε σε τάξη τα μηχανάκια, χρονομετρούσε το εμπόριο και επιτηρούσε για τυχόν παραβιάσεις των κανονισμών. Την επόμενη δεκαετία στο εμπόριο των παλιατζήδων χρησιμοποιήθηκαν επαγγελματικά αμάξια για τη διευκόλυνση τους. Οι αρχικές παράγκες αντικαταστάθηκαν από τα μαγαζιά, που έχουν πληθώρα παλαιών αντικειμένων.
Σήμερα υπάρχει κορεσμός. Δεν υπάρχει δυσκολία να βρουν παλαιά αντικείμενα.
Λόγω οικονομικής κρίσης, ο κόσμος ξεπουλάει για αν επιβιώσει. Το παζάρι είναι σκληρό και όπως παραδέχεται ο σημερινός πρόεδρος του Σωματείου, κ. Λυγιδάκης «το μεροκάματο βγαίνει στην αγορά και όχι στην πώληση».
Της Μαριάννας Χιονά.
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου