Για παράδειγμα, ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του απέφευγαν τα φασόλια και τα μπαρμπούνια για λόγους όχι τόσο επιστημονικούς ή λογικούς, όσο μαγείας και παράδοσης, όπως υπαγορεύει ο Ησίοδος στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του «Έργα και Ημέραι» – αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο υποθάλπονται τέτοιες ιδέες.
Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ιδιαίτερα σημαντικό τον αριθμό 10 – ορκίζονταν μάλιστα στη «μυστική δεκάδα», η οποία είχε καθοριστεί ως δέκα στιγμές ή μονάδες με τη μορφή ενός τριγώνου. Το τρίγωνο αυτό χρησιμοποίησαν αργότερα για να αναπτύξουν το Πυθαγόρειο θεώρημα και να ανακαλύψουν τη σημασία των άρρητων αριθμών!.. Διαβάστε τι αναφέρει το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ!..
«…Αναμφίβολα, υπήρχε κάτι μυστικιστικό στη θεωρία του Ηρακλείτου. Κάτι παρόμοιο συναντάμε και στον ευφυέστατο Πυθαγόρα, ο οποίος είχε γεννηθεί τριάντα χρόνια πριν στο γειτονικό νησί της Σάμου. Μετανάστευσε, σύμφωνα με την παράδοση στον Κρότωνα, πόλη της Βορειοανατολικής Ιταλίας, προκειμένου να απαλλαγεί από τις ιδιοτροπίες του τυράννου της Σάμου, του Πολυκράτη.
Εκεί, δημιούργησε μία ομάδα, η οποία εν μέρει ασχολείτο με τα κοινά, αλλά η κύρια ενασχόληση της αφορούσε δύο αντικρουόμενα αντικείμενα, τα μαθηματικά και τις δεισιδαιμονίες (κάτι που συναντάμε αργότερα στον Νεύτωνα).
Η αξιοπερίεργη συσχέτιση εννοιών συνεχίζεται: τα συμπεράσματα τους για την κοσμογονία και την αστρονομία μοιάζουν με δεισιδαιμονίες, αλλά ενυπάρχει σ” αυτά η εξαιρετική διαίσθηση της μαθηματικής δομής του σύμπαντος -τη διαίσθηση αυτή δεν θα ήταν παράδοξο να τη θεωρήσουμε εξέλιξη του σκεπτικού που ανέπτυξε ο Ηράκλειτος για τον Λόγο ή το Μέτρο που ενυπάρχουν στο Πυρ.
Ο Πυθαγόρας ήταν γέννημα- θρέμμα της Ιωνίας, όπως επίσης και η μυστικιστική προσωπικότητα του Ίωνα Ηρακλείτου. Είναι πολύ σημαντικό να το θυμόμαστε αυτό, καθώς αρχαίοι και σύγχρονοι μελετητές έχουν την τάση να διακρίνουν ένα πραγματολογικό είδος φιλοσοφίας στην Ανατολική Ελλάδα, εν αντιθέσει με το μεταφυσικό που υπήρχε στη δύση.
Πράγματι, περίπου μία γενιά αργότερα, η Σικελία ανέδειξε τον Εμπεδοκλή, ο οποίος ανέπτυξε τον Πυθαγόρειο στοχασμό ότι οι ψυχές αλλάζουν σώματα, καταλήγοντας όμως σε ακρότητες. Γενικότερα, το σαμανιστικό στοιχείο (είδος μαγείας) στην ελληνική σκέψη δεν περιοριζόταν σε μία μόνο σχολή ή περιοχή, αλλά εκδηλωνόταν σποραδικά σε διάφορα μέρη και σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Με αυτή τη χρήσιμη διαπίστωση θα κλείσουμε το παρόν κεφάλαιο. Παρόλο που, κατά τους δύο κρίσιμους αιώνες που μελετούμε, ο ιδεολογικός στοχασμός, εγκαταλείποντας τους μύθους και τη θρησκεία, αναπτύχθηκε με θεμέλιο μία πιο συνειδητοποιημένη και εκλογικευμένη άποψη για τη δομή της κοινωνίας και της φύσης, πολλοί ήταν οι Έλληνες που παρέμειναν από πολλές απόψεις αντιδραστικοί, θρησκόληπτοι και παράλογοι.
Οι δεισιδαιμονικές αντιλήψεις του κόσμου διατηρήθηκαν και η κοινωνική και ηθική αξία του Ομήρου, παρά τον υποβιβασμό του από κάποιους επιτηδευμένους σε αμιγώς λογοτεχνικό σύμβολο, εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται από πολλούς απλούς ανθρώπους έτσι, ώστε τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Πλάτων να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να ξεφύγει από την επιρροή του. Η φιλοσοφία ήταν το αδιαμφισβήτητο επιστέγασμα της πνευματικής εξέλιξης.
Ωστόσο, στα πρώτα της στάδια δεν ήταν τόσο διαδεδομένη ούτε είχε αποκτήσει ευρεία κοινωνική επιρροή. Από την άλλη, η οργάνωση της θρησκείας ανανεώθηκε με εκσυγχρονισμένες λατρείες, όπως για παράδειγμα τα Ελευσίνια Μυστήρια (για να μην αναφέρουμε τις λειτουργίες στο βωμό του Απόλλωνα στους Δελφούς).
Εν κατακλείδι, σε γενικό βαθμό και παρά τα όποια ξεσπάσματα παραλογισμού, η χρήση της λογικής κατά την περίοδο εκείνη σημείωσε σταθερή πρόοδο -οι υπερβολές παρατηρήθηκαν κυρίως από τους σοφιστές και τους δημαγωγούς του επόμενου αιώνα. Τα στάδια αυτής της προόδου ήταν περίπλοκα και ασυνεχή, καθώς η στάση απέναντι στο παρελθόν και στα μυθικά και θρησκευτικά αρχέτυπα του κυμαινόταν μεταξύ της σιωπηρής και κατηγορηματικής απόρριψης, της προμελετημένης ή εμπνευσμένης επανερμηνείας, της αριστοκρατικής νοσταλγίας ή της επαναστατικής απέχθειας και της εποικοδομητικής ή της απλής αλληγορικής χρήσης των εννοιών.
Η κοσμική κοινή λογική, η οποία παρείχε στον Τυρταίο και τον Μίμνερμο τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ιστορικά γεγονότα, όπως η προσάρτηση της Μεσσηνίας ή η προϊστορία της Κολοφώνας και της Σμύρνης, με αντικειμενικούς και λογικούς όρους, αποτελούσε παράγοντα εξέλιξης.
Το ίδιο και ο ρεαλισμός όσον αφορά τους ανθρώπινους περιορισμούς, ο οποίος προϋπήρχε του Ησιόδου και του Ομήρου και πέρασε στις επόμενες γενιές. Πάνω απ” όλα, η λογοτεχνία (ίσως περισσότερο και από την τέχνη), προσπαθώντας να συμβιβάσει το νεωτερισμό με την παράδοση, ήταν αυτή που εξέφρασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και υποκίνησε την περιπετειώδη ευφυΐα, αλλά και τη βαθιά ριζωμένη αποφασιστικότητα της αρχαϊκής νοοτροπίας…» (Πηγή: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας»)
Με σεβασμό και τιμή
sakketosaggelos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου