Amfipoli News: Λονδίνο, «η πόλη της αγχόνης». Χιλιάδες εκτελέσεις κάθε χρόνο, που τις παρακολουθούσε φανατισμένο κοινό. Σε ένα απαγχονισμό ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου 28 θεατές

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Λονδίνο, «η πόλη της αγχόνης». Χιλιάδες εκτελέσεις κάθε χρόνο, που τις παρακολουθούσε φανατισμένο κοινό. Σε ένα απαγχονισμό ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου 28 θεατές


Για πολλούς αιώνες, το Λονδίνο ήταν γνωστό ως «η πόλη της αγχόνης». 

Η κρεμάλα ήταν η πιο συχνή και δημοφιλής μέθοδος τιμωρίας των παραβατών. Δολοφόνοι, ληστές κι απατεώνες οδηγούνταν σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης που είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα για να υποδέχονται τους μελλοθάνατους. 
Υπήρχαν πελώριες κατασκευές στις οποίες μπορούσαν να απαγχονιστούν μέχρι και 23 άνθρωποι ταυτόχρονα. 
Μάλιστα, ο τρόπος που ήταν τοποθετημένες θύμιζε σκηνή θεάτρου. Οι κατάδικοι στέκονταν πάνω σε ένα μεγάλο βάθρο και από κάτω το πλήθος παρακολουθούσε. 
Η μακάβρια διαδικασία είχε μετατραπεί σε σόου που προσέλκυε χιλιάδες θεατές. 

Το «θέαμα» της Δευτέρας 
Οι απαγχονισμοί τελούνταν αυστηρά κάθε Δευτέρα. Η πρώτη εργάσιμη της βδομάδας είχε καθιερωθεί ως η μέρα που όλη η πόλη μαζευόταν για να παρακολουθήσει άλλη μία «συναρπαστική» εκτέλεση. Ο γνωστός βρετανός λογοτέχνης Ουίλλιαμ Θάκερυ, παρακολουθώντας κάποτε μία από αυτές, άρχισε να ρωτά τους συμπολίτες γύρω του την άποψή τους για την αποτρόπαια πρακτική. Οι περισσότεροι παραδέχονταν ότι είχαν παρακολουθήσει πολλούς απαγχονισμούς στο παρελθόν και δεν ένιωθαν συμπόνοια για τους κρεμασμένους. Τους άρεσε η στιγμιαία αδρεναλίνη που τους προσέφερε το θέαμα. Έπειτα το ξεχνούσαν και επέστρεφαν στη ρουτίνα τους. 
Για εκείνους ήταν σαν ένα είδος παράστασης. Είχαν αποσυνδέσει τον ανθρώπινο παράγοντα και έμεναν με τη νοσηρή ικανοποίηση του θεάματος. 
Οι μελλοθάνατοι βρίσκονταν πάνω σε ένα βάθρο έτσι ώστε να φαίνονται από μακριά. 

Η τελετουργία 
Η διαδικασία από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τον απαγχονισμό είχε μετατραπεί σε τελετουργία. 
Αρχικά οι ύποπτοι φυλακίζονταν και δικάζονταν. Η μοίρα τους εξαρτώταν από την κρίση του εισαγγελέα. 
Όσοι καταδικάζονταν σε θάνατο, προετοιμάζονταν για την αγχόνη. Έτσι, κάθε Δευτέρα στις 8 το πρωί, οι κατάδικοι έπαιρναν σειρά. Αλυσοδεμένοι και με τη θηλιά περασμένη στο λαιμό τους, οδηγούνταν κατά δεκάδες στο βάθρο της εκτέλεσης. 
Από τα μεσάνυχτα της Κυριακής, τα γύρω καταστήματα είχαν ήδη ξεκινήσει τις κρατήσεις. Συνήθως, μέχρι τα ξημερώματα της Δευτέρας, όλες οι ταβέρνες είχαν γεμίσει ασφυκτικά από ανθρώπους που ήταν διατεθειμένοι να περιμένουν επί ώρες προκειμένου να έχουν εξασφαλισμένη μία καλή θέση για να παρακολουθήσουν την τελευταία πράξη του δράματος. 
Χωρίς οίκτο ή συμπόνοια. Ακόμα και οι ιδιώτες νοίκιαζαν τα μπαλκόνια, τις αυλές και τις ταράτσες τους στους θεατές. 

Όταν τελικά οι μελλοθάνατοι έφταναν στο σημείο, το πλήθος από κάτω κραύγαζε μανιασμένα. 
Κάποιοι φώναζαν συνθήματα υπέρ των εγκληματιών, ενώ άλλοι εξαπέλυαν βρισιές και κατάρες ή πετούσαν αντικείμενα εναντίον τους. 
Η εξάντληση της πολύωρης αναμονής τους είχε φανατίσει ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα η κατάσταση να βγαίνει συχνά εκτός ελέγχου. 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της εκτέλεσης των διαβόητων δολοφόνων Χάγκερτι και Χολογουέι, το Φεβρουάριο του 1807, όπου είχαν παρευρεθεί περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι. Πριν ακόμα οι μελλοθάνατοι κάνουν την εμφάνισή τους, δεκάδες γυναίκες και παιδιά είχαν ποδοπατηθεί θανάσιμα από τον όχλο. «Όποιος έπεφτε, δεν ξανασηκωνόταν» έγραφε χαρακτηριστικά ένας αυτόπτης μάρτυρας. 
Παρά το χάος, ο απαγχονισμός των δολοφόνων τελέστηκε. Μόνο τότε, όταν το πλήθος άρχισε να διαλύεται, οι αρχές συνειδητοποίησαν το μέγεθος της τραγωδίας. 
Ο επίσημος απολογισμός έκανε λόγο για εικοσιοκτώ νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Οι νεκροί θεατές ήταν περισσότεροι από τους νεκρούς που απαγχονίστηκαν. 

Μία πόλη γεμάτη θηλιές 
Οι «φανατικοί της αγχόνης» ήταν χιλιάδες και οι εκτελεστές είχαν μετατραπεί σε λαϊκά είδωλα. 
Οι απαγχονισμοί αυξάνονταν, οι Λονδρέζοι εκστασιάζονταν και ζητούσαν κι άλλους.
 Ήταν ένας φαύλος κύκλος που ζημίωνε τόσο τους παραβάτες της μεγαλούπολης, όσο και τους ταξιδιώτες που την επισκέπτονταν. Μέχρι τον 17ο αιώνα, οι κρεμάλες είχαν πάψει να βρίσκονται μόνο σε δυο-τρία σημεία της πόλης. 
Ο αριθμός των απαγχονισμών είχε αυξηθεί τόσο, που πλέον πολλοί παραβάτες εκτελούνταν στο σημείο που διέπραξαν το έγκλημά τους. Έτσι, περπατώντας κανείς στα περίχωρα του Λονδίνου ήταν εξαιρετικά πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπος με δεκάδες χλωμά κορμιά κρεμασμένα από τα δέντρα. Όμως η εποχή άλλαζε. 
Το θέαμα αυτό σόκαρε τους ξένους ταξιδιώτες που δεν ήταν συνηθισμένοι ούτε προετοιμασμένοι να αντικρίσουν κάτι τέτοιο, αλλά και αρκετούς Λονδρέζους που εξέφραζαν την πεποίθηση ότι αυτού του είδους οι πρακτικές ήταν μεσαιωνικά κατάλοιπα που δε συμβάδιζαν με την κοινωνική εξέλιξη. 
Ωστόσο, οι περισσότεροι δε συμμερίζονταν την άποψη αυτή. 
         Η περίφημη φυλακή του Newgate στο Λονδίνο. Flickr 

Το τέλος του μακάβριου θεάματος 
Όταν κάποτε η τοπική αρχή αποφάσισε να μεταφέρει τους απαγχονισμούς αποκλειστικά στο προάστιο του Newgate, έξω από τις ομώνυμες φυλακές, οι Λονδρέζοι ξεσηκώθηκαν. Διαμαρτύρονταν ότι ένα καίριο κομμάτι της πόλης και της παράδοσής τους «ξεριζωνόταν» βίαια, αιφνίδια και χωρίς κανένα λόγο. «Αν οι εκτελέσεις δεν προσελκύουν θεατές, δεν εξυπηρετούν το σκοπό τους», υποστήριζε ο λογοτέχνης Σάμιουελ Τζόνσον. Άλλωστε, τόσο ο ίδιος, όσο και πολλοί ακόμα, παραδέχονταν ανοιχτά ότι ήταν εθισμένοι στο αποτρόπαιο θέαμα. Κάθε εβδομάδα, αισθάνονταν μία «νοσηρή ανυπομονησία» να εξασφαλίσουν μία καλή θέση και να βρεθούν όσο πιο κοντά γίνεται στο βάθρο του θανάτου. 
   Η Ρουθ Έλλις εκτελέστηκε επειδή δολοφόνησε τον εραστή της. 

Όσο πλησίαζε ο 20ος αιώνας, το σωφρονιστικό σύστημα της Αγγλίας άρχισε να εκσυγχρονίζεται. 
Από το 1850 και μετά, οι θανατικές καταδίκες είχαν μειωθεί αισθητά και ο θεσμός της εκτέλεσης δι’ απαγχονισμού είχε σχεδόν εκλείψει. 

Η τελευταία δημόσια κρεμάλα στο Newgate συνέβη το 1868. Έπειτα, οι εκτελέσεις γίνονταν «κεκλεισμένων των θυρών» σε ειδικούς χώρους εντός των φυλακών. 
Το οριστικό τέλος στις θανατικές ποινές δόθηκε έναν αιώνα αργότερα.Ο τελευταίος άνθρωπος στο Λονδίνο που πέθανε με μία θηλιά περασμένη στο λαιμό ήταν μία γυναίκα, ονόματι Ρουθ Έλλις, το 1955.   
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikipedia.

mixanitouxronou.gr
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου