Amfipoli News: Πως ξεκίνησε το «κυνήγι μαγισσών» στη Βρετανία. Η δίκη – παρωδία που οδήγησε στην κρεμάλα μια ολόκληρη οικογένεια με βασικό μάρτυρα ένα 9χρονο κορίτσι

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Πως ξεκίνησε το «κυνήγι μαγισσών» στη Βρετανία. Η δίκη – παρωδία που οδήγησε στην κρεμάλα μια ολόκληρη οικογένεια με βασικό μάρτυρα ένα 9χρονο κορίτσι


Αύγουστος 1612. Δέκα άνθρωποι καταδικάζονται σε θάνατο με την κατηγορία της μαγείας σε μια μικρή κοινότητα της βορειοδυτικής Αγγλίας. Μάρτυρας-κλειδί στην υπόθεση ήταν ένα εννιάχρονο κορίτσι. Η κατάθεσή της μικρής έστειλε στην κρεμάλα τη μητέρα και όλα της τα αδέρφια. 

Τον 17ο αιώνα, το κυνήγι μαγισσών ανά την Ευρώπη βρισκόταν στο απόγειό του. Ιδιαίτερα στην Αγγλία και τη Σκωτία, η τρέλα της καταδίωξής τους είχε ριζωθεί βαθιά στην κοινωνία, καθώς ενθαρρυνόταν από τον ίδιο τον βασιλιά. 
Ο Τζέιμς Α’ ανέβηκε στο θρόνο μετά το θάνατο της Ελισάβετ Α’ το 1603. Στα χρόνια του ως πρίγκιπας είχε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Δαιμονολογία», στις σελίδες του οποίου πραγματευόταν τους τρόπους αναγνώρισης των μαγισσών και την τεράστια σημασία της εξόντωσής τους στις χριστιανικές κοινωνίες. 
Όταν έγινε βασιλιάς ανήγαγε το συγγραφικό του έργο σε απαράβατο εγχειρίδιο που όλοι οι υπήκοοι έπρεπε να ακολουθούν πιστά. 

Μία από τις επικράτειες του βασιλείου του που επηρεάστηκε έντονα από τη μανία του βασιλιά Τζέιμς ήταν το Λάνκασιρ. Μάλιστα, η μικρή κοινότητα της βορειοδυτικής Αγγλίας έμελλε να μείνει στην ιστορία ως «η πόλη της κρεμάλας». Κι αυτό γιατί παρά το μέγεθος και τον πληθυσμό του, το Λάνκασιρ αποτέλεσε την δεύτερη πόλη με τις περισσότερες εκτελέσεις μαγισσών στην ιστορία της Αγγλίας. Μόνο το Λονδίνο ξεπερνά το ρεκόρ του. 
Στη Σκωτία οι μάγισσες καίγονταν ζωντανές, ενώ στην Αγγλία η συνήθης μέθοδος εκτέλεσης ήταν ο απαγχονισμός. Wikimedia Commons 

Μία δυναστεία μαγισσών 
Ήταν 21 Μαρτίου του 1612 όταν ο Τζον Λο, ένας ντόπιος του Λάνκασιρ, στο δρόμο προς το σπίτι του συνάντησε την Άλιζον Ντιβάις. Η Άλιζον ήταν η μεγάλη εγγονή της Ελίζαμπεθ Σάουθερνς, μίας ηλικιωμένης γυναίκας που στην περιοχή είχε αποκτήσει τη φήμη της μάγισσας. 
Ζούσε σε έναν πύργο μαζί με την κόρη της, Ελίζαμπεθ Ντιβάις και τα τρία της εγγόνια, τον Τζέιμς, την Άλιζον και τη μικρή Τζενέτ. 
Ήταν μία απόμακρη οικογένεια, που εξαιτίας της φήμης της γιαγιάς, του επιβλητικού πύργου αλλά και της αλλόκοτης συμπεριφοράς των παιδιών, θεωρούταν ότι είχε σχέσεις με τη μαγεία. 

Την ημέρα εκείνη, ο Τζον Λο παρατήρησε ότι η Άλιζον είχε ανήσυχο βλέμμα. Πράγματι όταν την πλησίασε, η νεαρή κοπέλα άρχισε να τον ρωτάει επίμονα αν είχε να της δώσει μερικές καρφίτσες. Ο άντρας δεν έδειξε πολύ πρόθυμος να τη βοηθήσει. Αρνήθηκε κοφτά κι έκανε να συνεχίσει τη διαδρομή του. 
Τότε, η Άλιζον βγήκε εκτός εαυτού. Ωρυόταν και καταριόταν τον Τζον, ο οποίος μόλις την προσπέρασε σωριάστηκε αναίσθητος στο έδαφος. Σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο άντρας έπαθε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό και το όλο περιστατικό ήταν αποτέλεσμα ατυχούς σύμπτωσης. Ωστόσο, ο Τζον Λο, που λίγα λεπτά αργότερα συνήλθε και μπόρεσε να «συρθεί» έως την κοντινότερη ταβέρνα δεν είχε αυτήν την άποψη. 

Εξιστόρησε τα γεγονότα ενώπιον του δικαστή και κατηγόρησε την Άλιζον για μαγεία. Η κατηγορία ήταν πολύ σοβαρή. 
Την ίδια κιόλας μέρα η κοπέλα συνελήφθη και οδηγήθηκε στα φημισμένα κρατητήρια της μικρής πόλης. 
Στην πραγματικότητα, ήταν και η πολυπόθητη αφορμή που επί σειρά ετών επιζητούσε η κοινότητα του Λάνκασιρ για να «τελειώσει» με την οικογένεια Ντιβάις. 
Απεικόνιση μίας μάγισσας και του διαβόλου. Wikimedia Commons 

Η ιστορική δίκη των μαγισσών 
Την υπόθεση ανέλαβε ο Ρότζερ Νόγουελ, ένας φιλόδοξος δικαστικός που επιζητούσε μανιωδώς μια μεγάλη δικαστική επιτυχία. Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, κατά την ανάκρισή της, η Άλιζον πράγματι παραδέχθηκε ότι είχε πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο και ότι η λιποθυμία του Τζον Λο οφειλόταν στις κατάρες που του έριξε. Ωστόσο, η κατάθεσή της δεν έμεινε εκεί. Κατηγόρησε τη γιαγιά της, ότι εκείνη μύησε την ίδια στη μαύρη μαγεία, όπως και όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. 
Έτσι, στα μπουντρούμια των φυλακών του Λάνκασιρ οδηγήθηκε και η 80χρονη και ημίτυφλη Ελίζαμπεθ Σάουθερνς. 

Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν καταδικαστική. Δέκα από τους δώδεκα κατηγορούμενους κρίθηκαν ένοχοι και θα απαγχονίζονταν.


Όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί, κατηγόρησε με τη σειρά της τις γειτόνισσες. Ανάμεσα στις δύο οικογένειες υπήρχε χρόνια διαμάχη και πιθανότατα η ηλικιωμένη άδραξε την ευκαιρία για να εκτονώσει το μένος της. Σταδιακά, ενώπιον του δικαστή Νόγουελ οδηγήθηκε τόσο η γειτονική οικογένεια, όσο και τα υπόλοιπα μέλη των Ντιβάις. Ανακρίθηκαν μάρτυρες και έγιναν εξονυχιστικοί έλεγχοι στα σπίτια.

Το δικαστήριο ξεκίνησε στις 18 Αυγούστου του 1612. Παρά τις ομολογίες και τις αλληλοκατηγορίες των υπόπτων, ο Ρότζερ Νόγουελ στηρίχθηκε σε μία κομβική κατάθεση. Ήταν η κατάθεση της 9χρονης Τζενέτ, της μικρότερης κόρης των Ντιβάις. 
«Η μητέρα μου είναι μάγισσα και το ξέρω με σιγουριά. Έχω δει το πνεύμα της με τη μορφή ενός καφέ σκύλου, τον οποίο αποκαλεί Μπολ. Το σκυλί ρώτησε τι θα το ανάγκαζε να κάνει και εκείνη απάντησε ότι έπρεπε να την βοηθήσει να σκοτώσει». 
Βάσει της κατάθεσης της Τζενέτ καταδικάστηκαν σε θάνατο δέκα άτομα. Ανάμεσα σε αυτά βρισκόταν η γιαγιά, η μητέρα και τα δύο μεγάλα αδέρφια της. 

Το περιστατικό αυτό είναι μοναδικό στα βρετανικά δικαστικά χρονικά. Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, οι καταθέσεις ανηλίκων και δη μικρών παιδιών, δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψιν σε τόσο σημαντικές υποθέσεις. 

Το Λάνκασιρ σήμερα 
Ο πύργος του Μάλκιν, το επιβλητικό κτίσμα όπου διέμενε η οικογένεια Ντιβάις, δεν υπάρχει σήμερα. 
Στο οικόπεδο όπου ήταν χτισμένο απλώνεται μία φάρμα. Τα τελευταία χρόνια, αρχαιολόγοι και μελετητές διεξάγουν ενδελεχείς έρευνες προκειμένου να εντοπίσουν στοιχεία για τα γεγονότα του 1612. Πράγματι, οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως αντικείμενα, όπως πιάτα, πήλινα δοχεία και οικιακά σκεύη που χρονολογούνται περί το 1600. 
Οι έρευνες συνεχίζονται. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου στο σημείο όπου αρχίζει να απλώνεται το οικόπεδο των Ντιβάις, στέκει ένα μεγάλο δέντρο, του οποίου τα κλαδιά είναι μονίμως στολισμένα. 
Οι ντόπιοι σήμερα γνωρίζουν την ιστορία του τόπου τους και θυμούνται τους άδικους θανάτους εκατοντάδων «μαγισσών» 400 χρόνια πριν. Έτσι, οι περαστικοί συνηθίζουν να κρεμούν συμβολικά στολίδια, φρούτα και σημειώματα προς τιμήν των δέκα κρεμασμένων από την ιστορική δίκη και κατ’ επέκταση όσων άλλων χάθηκαν άσκοπα εξαιτίας της μανίας του μεσαίωνα. 
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Facebook.

mixanitouxronou.gr
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου