Η ελληνική εξέγερση - «The Toronto Daily Star», 3 Νοεμβρίου 1922
Μουρατλί, Ανατολική Θράκη. Καθώς γράφω, ο ελληνικός στρατός ξεκινάει την εκκένωση της ανατολικής Θράκης. Με τις αμερικάνικες στολές τους, που δεν τους μπαίνουν και πολύ καλά, βαδίζουν κατά μήκος της υπαίθρου, το ιππικό περιπολεί μπροστά, οι στρατιώτες παρελαύνουν σκυθρωπά, αλλά ενίοτε μας χαμογελούν, καθώς περνάμε μπροστά από τις παρατεταγμένες φάλαγγες. Έχουν κόψει όλα τα σύρματα του τηλεγράφου πίσω τους· τα βλέπεις να κρέμονται από τους στύλους σαν γαϊτανάκια. Εγκατέλειψαν τις καμουφλαρισμένες θέσεις των πολυβόλων, τις αχυροσκεπασμένες καλύβες, τις οχυρωμένες και γεμάτες συρματόπλεγμα κορυφογραμμές όπου είχαν σχεδιάσει να δώσουν την τελική μάχη έναντι των Τούρκων.
Βουβάλια με λυγισμένα προς τα πίσω κέρατα σέρνουν πάνω στον χωμάτινο δρόμο βαριά κάρα γεμάτα αποσκευές. Μερικοί στρατιώτες είναι ξαπλωμένοι πάνω στα βουνά από αποσκευές, ενώ άλλοι τσιγκλίζουν τα βουβάλια να προχωρήσουν. Μπροστά και πίσω από τα κάρα είναι παρατεταγμένοι οι στρατιώτες. Αυτό είναι το τέλος της σπουδαίας ελληνικής στρατιωτικής περιπέτειας.
Το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί είναι μια θλιβερή ιστορία, και το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος είναι γεγονός αρκετά θλιβερό από μόνο του, αλλά δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση στον απλό Έλληνα στρατιώτη. Ακόμα και στην εκκένωση, οι Έλληνες φαίνονται καλοί στρατιώτες. Έχουν έναν αέρα θαρραλέας επιμονής που θα σήμαινε δύσκολα ξεμπερδέματα για τον Τούρκο, αν ο στρατός του Κεμάλ έπρεπε να πολεμήσει για τη Θράκη αντί αυτή να του δοθεί σαν δώρο στα Μουδανιά.
Ο λοχαγός Ουίταλ του ινδικού ιππικού, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στον ελληνικό στρατό στην Ανατολία σαν παρατηρητής κατά τη διάρκεια του ελληνικού πολέμου με τον Κεμάλ, μου είπε την εκ των έσω ιστορία της ίντριγκας που οδήγησε στην κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.
«Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν πολεμιστές πρώτης κατηγορίας», είπε ο λοχαγός Ουίταλ. «Είχαν καλούς αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει με τους Βρετανούς και τους Γάλλους στη Θεσσαλονίκη και υπερτερούσαν του κεμαλικού στρατού. Πιστεύω ότι θα καταλάμβαναν την Άγκυρα και θα έβαζαν τέλος στον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.
»Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την εξουσία, έδιωξε όλους τους αξιωματικούς του στρατού στο πεδίο της μάχης, από τον αρχιστράτηγο μέχρι τους διοικητές των διμοιριών. Πολλοί από αυτούς τους αξιωματικούς είχαν προαχθεί μέσα από την υπηρεσία τους, ήταν καλοί στρατιώτες και εξαιρετικοί ηγέτες. Αντικαταστάθηκαν με νέους αξιωματικούς που ήταν οπαδοί του Τίνο, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν περάσει τον πόλεμο στην Ελβετία ή τη Γερμανία και δεν είχαν ακούσει ούτε πυροβολισμό. Αυτό προκάλεσε την πλήρη κατάρρευση του στρατού και ήταν το αίτιο της ελληνικής ήττας».
Ο λοχαγός Ουίταλ μου είπε πως οι αξιωματικοί του πυροβολικού που δεν είχαν καμία απολύτως εμπειρία ανέλαβαν τη διοίκηση της πυροβολαρχίας και πετσόκοψαν το ίδιο τους το πεζικό. Μου είπε για αξιωματικούς του πεζικού που χρησιμοποιούσαν πούδρα προσώπου και ρουζ, και για την εγκληματική δουλειά του επιτελείου λόγω άγνοιας και αμέλειας.
«Σε μια μάχη στην Ανατολία», είπε ο Ουίταλ, «το ελληνικό πεζικό έκανε μια πραγματικά εκπληκτική επίθεση και το πυροβολικό τους τούς σαμποτάριζε. Ο ταγματάρχης Τζόνσον (ο άλλος Βρετανός παρατηρητής, που αργότερα είχε το πόστο του υπεύθυνου αξιωματικού για τον Τύπο στην Κωνσταντινούπολη) είναι πυροβολητής, ξέρεις. Και μάλιστα καλός πυροβολητής. Ε, ο ταγματάρχης Τζόνσον ούρλιαζε για το τι ζημιά έκαναν οι πυροβολητές στο πεζικό. Ήθελε σαν τρελός να αναλάβει τη διοίκηση του πυροβολικού, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Είχαμε διαταγές να διατηρήσουμε αυστηρή ουδετερότητα – κι έτσι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα».
Αυτή είναι η ιστορία της προδοσίας του ελληνικού στρατού από τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Και αυτός είναι ο λόγος που η εξέγερση στην Αθήνα δεν ήταν ψεύτικη, όπως πολλοί ισχυρίστηκαν. Ήταν η εξέγερση ενός στρατού που είχε προδοθεί εναντίον του ανθρώπου που τον πρόδωσε.
Οι παλιοί βενιζελικοί αξιωματικοί επέστρεψαν μετά την εξέγερση και αναδιοργάνωσαν το στρατό στην ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα έβλεπε τη Θράκη σαν τον Μάρνη – έπρεπε να δώσει την τελική μάχη ή να χαθεί. Εστάλη επιπλέον στρατός. Όλοι βρίσκονταν σε πυρετώδη κατάσταση. Έπειτα οι Σύμμαχοι στα Μουδανιά παρέδωσαν την ανατολική Θράκη στον Τούρκο και έδωσαν στον ελληνικό στρατό τρεις μέρες για να αποχωρήσει.
Ο στρατός περίμενε, μην πιστεύοντας ότι η κυβέρνησή του θα υπέγραφε τη συνθήκη στα Μουδανιά, όμως το έκανε, κι έτσι ο στρατός δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποχωρήσει.
Όλη μέρα περνάω από δίπλα τους· είναι βρόμικοι, κουρασμένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στην καφετιά, άγονη θρακική ύπαιθρο· χωρίς μπάντες, χωρίς οργανώσεις αρωγής, τίποτα εκτός από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνούπια τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από τη δόξα που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος της δεύτερής τους πολιορκίας της Τροίας.
Πρόσφυγες από τη Θράκη
«The Toronto Daily Star», 14 Νοεμβρίου 1922
Σόφια, Βουλγαρία. Καθισμένος αναπαυτικά σε ένα τρένο, έχοντας αφήσει πίσω μου τη φρίκη των προσφύγων της Θράκης, ήδη όλη αυτή η εικόνα αρχίζει να μοιάζει εξωπραγματική. Αυτό είναι το θείο δώρο των αναμνήσεών μας.
Έχω περιγράψει τη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού σε μια ανταπόκρισή μου στη «Star», όπως την έζησα από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να την επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται με αδιάπτωτο ρυθμό. Όσο καιρό κι αν πάρει έως ότου εσείς διαβάσετε αυτές τις γραμμές στη «Star», μην έχετε καμία αμφιβολία ότι η ίδια θλιβερή πομπή εξαθλιωμένων ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους συνεχίζει να πλημμυρίζει τον λασπωμένο δρόμο σε μία ενιαία, ατελείωτη ανθρώπινη γραμμή που οδηγεί στη Μακεδονία. Χρειάζεται αρκετός χρόνος για να μετακινηθούν διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι.
Κι η Αδριανούπολη, όμως, δεν είναι ευχάριστο μέρος. Κατεβαίνοντας από το τρένο κατά τις 11 το βράδυ, βρήκα μια λασπωμένη τρύπα αντί για σταθμό, γεμάτη στρατιώτες, μπόγους, σκελετούς κρεβατιών, σκεπάσματα, ραπτομηχανές, μωρά, σπασμένα κάρα, όλα να μουσκεύουν κάτω από τη συνεχιζόμενη βροχή και βουτηγμένα στη λάσπη. Το μέρος φωτιζόταν με λάμπες κηροζίνης. Ο σταθμάρχης μού είπε ότι μόνο εκείνη τη μέρα είχε ήδη διώξει με κατεύθυνση τη δυτική Θράκη πενήντα επτά βαγόνια γεμάτα στρατιώτες που υποχωρούσαν. Τα τηλεγραφικά σύρματα ήταν όλα κομμένα. Στο μεταξύ, ολοένα και περισσότεροι στρατιώτες συγκεντρώνονταν στο σταθμό, αλλά δεν υπήρχε τρένο για να τους πάρει.
Ο σταθμάρχης μού είπε ότι η πανσιόν της μαντάμ Μαρί ήταν το μοναδικό μέρος στην πόλη όπου μπορούσε κανείς να κοιμηθεί. Ένας στρατιώτης με οδήγησε στην πανσιόν της μαντάμ Μαρί μέσα από σκοτεινά δρομάκια. Περάσαμε μέσα από λακκούβες γεμάτες λάσπη και πέσαμε πάνω σε λάκκους καλυμμένους με λασπόνερα που ήταν αδύνατον να τους περάσου με. Η πανσιόν της μαντάμ Μαρί ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι.
Χτύπησα δυνατά την πόρτα και μου άνοιξε ένας ξυπόλητος Γάλλος που φορούσε μόνο το παντελόνι του. Δωμάτιο δεν υπήρχε, μπορούσα όμως να κοιμηθώ στο πάτωμα, αρκεί να είχα δικές μου κουβέρτες. Ήταν ένα άσχημο σκηνικό.
Τότε, άκουσα ένα αυτοκίνητο να φτάνει απέξω και δύο οπερατέρ μπήκαν μέσα μαζί με τον οδηγό τους. Είχαν τρία ράντζα και μου πρότειναν να απλώσω τις κουβέρτες μου επάνω σε ένα από αυτά. Ο οδηγός κοιμήθηκε στο αυτοκίνητο. Πέσαμε και οι τρεις στα ράντζα μας, και ο ψηλότερος από τους οπερατέρ, αυτός που τον φωνάζανε «Σόρτι», μου είπε ότι έκαναν πολύ κακό ταξίδι από τη Ραιδεστό έως τη Θάλασσα του Μαρμαρά.
«Κάναμε μερικές ωραίες λήψεις σ’ ένα χωριό που καιγόταν σήμερα». Ο Σόρτι έβγαλε τη μία του μπότα. «Ωραίο θέαμα – ένα χωριό να καίγεται. Σαν να διαλύεις μια μυρμηγκοφωλιά». Ο Σόρτι έβγαλε και την άλλη του μπότα. «Πήραμε πλάνα από δύο ή τρεις γωνίες και μοιάζει σαν μια κανονική πόλη που έχει πιάσει φωτιά. Μάγκα μου, είμαι πτώμα. Όλη αυτή η υπόθεση με τους πρόσφυγες είναι σκέτη κόλαση. Σ’ αυτή τη χώρα βλέπει κανείς τρομερά πράγματα». Μέσα σε δύο λεπτά ροχάλιζε.
Ξύπνησα κατά τη μία το πρωί με έντονα ρίγη, συνέπεια της ελονοσίας που άρπαξα στην Κωνσταντινούπολη, σκότωσα κουνούπια που είχαν δειπνήσει τόσο καλά, ώστε δεν μπορούσαν να πετάξουν μακριά απ’ το πρόσωπό μου, περίμενα να περάσουν τα ρίγη, πήρα μια γερή δόση ασπιρίνης και κινίνου και ξανακοιμήθηκα. Επανέλαβα αυτή τη διαδικασία λίγο πριν το ξημέρωμα. Μετά, με ξύπνησε ο Σόρτι.
«Μεγάλε, ρίξε μια ματιά στο κιβώτιο με το φιλμ». Κοίταξα. Ήταν γεμάτο ψείρες. «Πεινάνε πολύ. Την έχουν πέσει στα φιλμ μου. Πεινάνε άσχημα τα παιδάκια από δω».
Τα ράντζα ήταν γεμάτα ψείρες. Είχα κακοπεράσει και στον πόλεμο, αλλά αυτό που έζησα στη Θράκη ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Αν κρατούσες το βλέμμα σου σταθερό για λίγη ώρα σε κάποιο έπιπλο ή σε οποιοδήποτε σημείο του τοίχου, κάποια στιγμή το έβλεπες να σέρνεται, όχι ακριβώς να σέρνεται, αλλά να κινείται μέσα σε γλιστερές, μικροσκοπικές κηλίδες.
«Άκακες είναι», είπε ο Σόρτι. «Μικρουλάκια είναι».
«Αυτό δεν είναι τίποτα. Πρέπει να δείτε τη μεγάλη ποικιλία που απαντά στο Λουλέ Μπουργκάς».
Η μαντάμ Μαρί, μία μεγαλόσωμη, ταλαιπωρημένη Κροάτισσα, μας έδωσε λίγο καφέ και μπαγιάτικο μαύρο ψωμί στο άδειο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για τραπεζαρία, σαλόνι, γραφείο και αίθουσα υποδοχής.
«Το δωμάτιό μας ήταν άθλιο, μαντάμ», είπα πρόσχαρα, έτσι, για να ξεκινήσει κουβέντα.
Άπλωσε τα χέρια της. «Καλύτερο όμως από το να τη βγάλει κανείς στο δρόμο. Έτσι δεν είναι, μεσιέ; Δεν είναι καλύτερο;»
Συμφώνησα μαζί της και βγήκαμε έξω, με τη μαντάμ να μας παρακολουθεί όρθια.
Πηγή: Έρνεστ Χέμινγουεϊ Με υπογραφή Χέμινγουεϊ 1912-1922: Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική καταστροφή Μετάφραση: Κώστας Καλογρούλης, Ηλίας Μαγκλίνης Εκδόσεις: Καστανιώτη Σελ.: 384
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου