Amfipoli News: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν πολεμιστές πρώτης κατηγορίας. Θα καταλάμβαναν την Άγκυρα,αν δεν είχαν προδοθεί»

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

«Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν πολεμιστές πρώτης κατηγορίας. Θα καταλάμβαναν την Άγκυρα,αν δεν είχαν προδοθεί»


 Η ελληνική εξέγερση - «The Toronto Daily Star», 3 Νοεμβρίου 1922

Μουρατλί, Ανατολική Θρά­κη. Καθώς γράφω, ο ελληνικός στρατός ξεκινάει την εκκένωση της ανατολικής Θράκης. Με τις αμερικάνικες στολές τους, που δεν τους μπαίνουν και πολύ κα­λά, βαδίζουν κατά μήκος της υπαίθρου, το ιππικό περιπολεί μπροστά, οι στρατιώτες παρε­λαύνουν σκυθρωπά, αλλά ενίοτε μας χαμογελούν, καθώς περνάμε μπροστά από τις παρατεταγμένες φάλαγγες. Έχουν κόψει όλα τα σύρματα του τηλεγράφου πίσω τους· τα βλέπεις να κρέμονται α­πό τους στύλους σαν γαϊτανάκια. Εγκατέλειψαν τις καμουφλαρι­σμένες θέσεις των πολυβόλων, τις αχυροσκεπασμένες καλύβες, τις οχυρωμένες και γεμάτες συρ­ματόπλεγμα κορυφογραμμές όπου είχαν σχεδιάσει να δώσουν την τελική μάχη έναντι των Τούρ­κων.

Βουβάλια με λυγισμένα προς τα πίσω κέρατα σέρνουν πάνω στον χωμάτινο δρόμο βαριά κά­ρα γεμάτα αποσκευές. Μερικοί στρατιώτες είναι ξαπλωμένοι πάνω στα βουνά από αποσκευές, ενώ άλλοι τσιγκλίζουν τα βουβάλια να προχωρήσουν. Μπροστά και πίσω από τα κάρα είναι παρα­τεταγμένοι οι στρατιώτες. Αυτό είναι το τέλος της σπουδαίας ελληνικής στρατιωτικής περιπέ­τειας.

Το τι θα μπορούσε να είχε συμ­βεί είναι μια θλιβερή ιστορία, και το τέλος της ελληνικής στρατιω­τικής ισχύος είναι γεγονός αρκε­τά θλιβερό από μόνο του, αλλά δεν οφείλεται σε καμία περίπτω­ση στον απλό Έλληνα στρατιώτη. Ακόμα και στην εκκένωση, οι Έλ­ληνες φαίνονται καλοί στρατιώ­τες. Έχουν έναν αέρα θαρραλέας επιμονής που θα σήμαινε δύσκο­λα ξεμπερδέματα για τον Τούρκο, αν ο στρατός του Κεμάλ έπρεπε να πολεμήσει για τη Θράκη αντί αυτή να του δοθεί σαν δώρο στα Μουδανιά.

Ο λοχαγός Ουίταλ του ινδικού ιππικού, ο οποίος είχε τοποθετη­θεί στον ελληνικό στρατό στην Ανατολία σαν παρατηρητής κατά τη διάρκεια του ελληνικού πολέ­μου με τον Κεμάλ, μου είπε την εκ των έσω ιστορία της ίντριγκας που οδήγησε στην κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μι­κρά Ασία.

«Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν πολεμιστές πρώτης κατηγορίας», είπε ο λοχαγός Ουίταλ. «Είχαν καλούς αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει με τους Βρετα­νούς και τους Γάλλους στη Θεσ­σαλονίκη και υπερτερούσαν του κεμαλικού στρατού. Πιστεύω ότι θα καταλάμβαναν την Άγκυρα και θα έβαζαν τέλος στον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.

»Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την εξουσία, έδιωξε όλους τους αξιωματικούς του στρατού στο πεδίο της μάχης, από τον αρχι­στράτηγο μέχρι τους διοικητές των διμοιριών. Πολλοί από αυ­τούς τους αξιωματικούς είχαν προαχθεί μέσα από την υπηρεσία τους, ήταν καλοί στρατιώτες και εξαιρετικοί ηγέτες. Αντικαταστά­θηκαν με νέους αξιωματικούς που ήταν οπαδοί του Τίνο, οι πε­ρισσότεροι από τους οποίους εί­χαν περάσει τον πόλεμο στην Ελ­βετία ή τη Γερμανία και δεν είχαν ακούσει ούτε πυροβολισμό. Αυτό προκάλεσε την πλήρη κατάρρευ­ση του στρατού και ήταν το αίτιο της ελληνικής ήττας».

Ο λοχαγός Ουίταλ μου είπε πως οι αξιωματικοί του πυροβολικού που δεν είχαν καμία απολύτως ε­μπειρία ανέλαβαν τη διοίκηση της πυροβολαρχίας και πετσόκοψαν το ίδιο τους το πεζικό. Μου είπε για αξιωματικούς του πεζικού που χρησιμοποιούσαν πούδρα προσώπου και ρουζ, και για την εγκληματική δουλειά του επιτε­λείου λόγω άγνοιας και αμέλειας.

«Σε μια μάχη στην Ανατολία», είπε ο Ουίταλ, «το ελληνικό πεζικό έκανε μια πραγματικά εκπληκτική επίθεση και το πυροβολικό τους τούς σαμποτάριζε. Ο ταγματάρ­χης Τζόνσον (ο άλλος Βρετανός παρατηρητής, που αργότερα είχε το πόστο του υπεύθυνου αξιωμα­τικού για τον Τύπο στην Κωνστα­ντινούπολη) είναι πυροβολητής, ξέρεις. Και μάλιστα καλός πυρο­βολητής. Ε, ο ταγματάρχης Τζόνσον ούρλιαζε για το τι ζημιά έκα­ναν οι πυροβολητές στο πεζικό. Ήθελε σαν τρελός να αναλάβει τη διοίκηση του πυροβολικού, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Εί­χαμε διαταγές να διατηρήσουμε αυστηρή ουδετερότητα – κι έτσι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα».

Αυτή είναι η ιστορία της προ­δοσίας του ελληνικού στρατού από τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Και αυτός είναι ο λόγος που η εξέγερ­ση στην Αθήνα δεν ήταν ψεύτικη, όπως πολλοί ισχυρίστηκαν. Ήταν η εξέγερση ενός στρατού που είχε προδοθεί εναντίον του ανθρώπου που τον πρόδωσε.

Οι παλιοί βενιζελικοί αξιωμα­τικοί επέστρεψαν μετά την εξέ­γερση και αναδιοργάνωσαν το στρατό στην ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα έβλεπε τη Θράκη σαν τον Μάρνη – έπρεπε να δώσει την τελική μάχη ή να χαθεί. Εστάλη επιπλέον στρατός. Όλοι βρίσκο­νταν σε πυρετώδη κατάσταση. Έ­πειτα οι Σύμμαχοι στα Μουδανιά παρέδωσαν την ανατολική Θράκη στον Τούρκο και έδωσαν στον ελ­ληνικό στρατό τρεις μέρες για να αποχωρήσει.

Ο στρατός περίμενε, μην πι­στεύοντας ότι η κυβέρνησή του θα υπέγραφε τη συνθήκη στα Μουδανιά, όμως το έκανε, κι έτσι ο στρατός δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποχωρήσει.

Όλη μέρα περνάω από δίπλα τους· είναι βρόμικοι, κουρασμέ­νοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στην καφετιά, άγονη θρακική ύπαιθρο· χωρίς μπάντες, χωρίς οργανώσεις αρωγής, τίποτα εκτός από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνού­πια τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από τη δόξα που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος της δεύτερής τους πολιορκίας της Τροίας.

Πρόσφυγες από τη Θράκη

«The Toronto Daily Star», 14 Νοεμβρίου 1922

Σόφια, Βουλγαρία. Καθισμένος αναπαυτικά σε ένα τρένο, έχοντας αφήσει πίσω μου τη φρίκη των προσφύγων της Θράκης, ήδη όλη αυτή η εικόνα αρχίζει να μοιάζει ε­ξωπραγματική. Αυτό είναι το θείο δώρο των αναμνήσεών μας.

Έχω περιγράψει τη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού σε μια ανταπόκρισή μου στη «Star», ό­πως την έζησα από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να την επα­ναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται με αδιάπτωτο ρυθμό. Όσο καιρό κι αν πάρει έως ότου εσείς διαβά­σετε αυτές τις γραμμές στη «Star», μην έχετε καμία αμφιβολία ότι η ί­δια θλιβερή πομπή εξαθλιωμένων ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους συνεχίζει να πλημ­μυρίζει τον λασπωμένο δρόμο σε μία ενιαία, ατελείωτη ανθρώπινη γραμμή που οδηγεί στη Μακεδο­νία. Χρειάζεται αρκετός χρόνος για να μετακινηθούν διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι.

Κι η Αδριανούπολη, όμως, δεν είναι ευχάριστο μέρος. Κατεβαί­νοντας από το τρένο κατά τις 11 το βράδυ, βρήκα μια λασπωμένη τρύπα αντί για σταθμό, γεμάτη στρατιώτες, μπόγους, σκελετούς κρεβατιών, σκεπάσματα, ραπτο­μηχανές, μωρά, σπασμένα κάρα, όλα να μουσκεύουν κάτω από τη συνεχιζόμενη βροχή και βου­τηγμένα στη λάσπη. Το μέρος φωτιζόταν με λάμπες κηροζίνης. Ο σταθμάρχης μού είπε ότι μόνο εκείνη τη μέρα είχε ήδη διώξει με κατεύθυνση τη δυτική Θρά­κη πενήντα επτά βαγόνια γεμάτα στρατιώτες που υποχωρούσαν. Τα τηλεγραφικά σύρματα ήταν όλα κομμένα. Στο μεταξύ, ολοένα και περισσότεροι στρατιώτες συγκε­ντρώνονταν στο σταθμό, αλλά δεν υπήρχε τρένο για να τους πάρει.

Ο σταθμάρχης μού είπε ότι η πανσιόν της μαντάμ Μαρί ήταν το μοναδικό μέρος στην πόλη όπου μπορούσε κανείς να κοιμηθεί. Έ­νας στρατιώτης με οδήγησε στην πανσιόν της μαντάμ Μαρί μέσα α­πό σκοτεινά δρομάκια. Περάσαμε μέσα από λακκούβες γεμάτες λά­σπη και πέσαμε πάνω σε λάκκους καλυμμένους με λασπόνερα που ήταν αδύνατον να τους περάσου με. Η πανσιόν της μαντάμ Μαρί ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι.

Χτύπησα δυνατά την πόρτα και μου άνοιξε ένας ξυπόλητος Γάλλος που φορούσε μόνο το πα­ντελόνι του. Δωμάτιο δεν υπήρ­χε, μπορούσα όμως να κοιμηθώ στο πάτωμα, αρκεί να είχα δικές μου κουβέρτες. Ήταν ένα άσχημο σκηνικό.

Τότε, άκουσα ένα αυτοκίνητο να φτάνει απέξω και δύο οπερατέρ μπήκαν μέσα μαζί με τον ο­δηγό τους. Είχαν τρία ράντζα και μου πρότειναν να απλώσω τις κουβέρτες μου επάνω σε ένα από αυτά. Ο οδηγός κοιμήθηκε στο αυτοκίνητο. Πέσαμε και οι τρεις στα ράντζα μας, και ο ψηλότερος από τους οπερατέρ, αυτός που τον φωνάζανε «Σόρτι», μου είπε ότι έκαναν πολύ κακό ταξίδι από τη Ραιδεστό έως τη Θάλασσα του Μαρμαρά.

«Κάναμε μερικές ωραίες λή­ψεις σ’ ένα χωριό που καιγόταν σήμερα». Ο Σόρτι έβγαλε τη μία του μπότα. «Ωραίο θέαμα – ένα χωριό να καίγεται. Σαν να διαλύ­εις μια μυρμηγκοφωλιά». Ο Σόρτι έβγαλε και την άλλη του μπότα. «Πήραμε πλάνα από δύο ή τρεις γωνίες και μοιάζει σαν μια κανο­νική πόλη που έχει πιάσει φωτιά. Μάγκα μου, είμαι πτώμα. Όλη αυτή η υπόθεση με τους πρόσφυ­γες είναι σκέτη κόλαση. Σ’ αυτή τη χώρα βλέπει κανείς τρομερά πράγματα». Μέσα σε δύο λεπτά ροχάλιζε.

Ξύπνησα κατά τη μία το πρωί με έντονα ρίγη, συνέπεια της ελο­νοσίας που άρπαξα στην Κωνστα­ντινούπολη, σκότωσα κουνούπια που είχαν δειπνήσει τόσο καλά, ώστε δεν μπορούσαν να πετάξουν μακριά απ’ το πρόσωπό μου, περί­μενα να περάσουν τα ρίγη, πήρα μια γερή δόση ασπιρίνης και κινί­νου και ξανακοιμήθηκα. Επανέλα­βα αυτή τη διαδικασία λίγο πριν το ξημέρωμα. Μετά, με ξύπνησε ο Σόρτι.

«Μεγάλε, ρίξε μια ματιά στο κι­βώτιο με το φιλμ». Κοίταξα. Ήταν γεμάτο ψείρες. «Πεινάνε πολύ. Την έχουν πέσει στα φιλμ μου. Πεινάνε άσχημα τα παιδάκια από δω».

Τα ράντζα ήταν γεμάτα ψείρες. Είχα κακοπεράσει και στον πό­λεμο, αλλά αυτό που έζησα στη Θράκη ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Αν κρατούσες το βλέμμα σου σταθε­ρό για λίγη ώρα σε κάποιο έπιπλο ή σε οποιοδήποτε σημείο του τοί­χου, κάποια στιγμή το έβλεπες να σέρνεται, όχι ακριβώς να σέρνε­ται, αλλά να κινείται μέσα σε γλι­στερές, μικροσκοπικές κηλίδες.

«Άκακες είναι», είπε ο Σόρτι. «Μικρουλάκια είναι».

«Αυτό δεν είναι τίποτα. Πρέπει να δείτε τη μεγάλη ποικιλία που απαντά στο Λουλέ Μπουργκάς».

Η μαντάμ Μαρί, μία μεγαλόσω­μη, ταλαιπωρημένη Κροάτισσα, μας έδωσε λίγο καφέ και μπαγιά­τικο μαύρο ψωμί στο άδειο δω­μάτιο που χρησιμοποιούσε για τραπεζαρία, σαλόνι, γραφείο και αίθουσα υποδοχής.

«Το δωμάτιό μας ήταν άθλιο, μαντάμ», είπα πρόσχαρα, έτσι, για να ξεκινήσει κουβέντα.

Άπλωσε τα χέρια της. «Καλύ­τερο όμως από το να τη βγάλει κανείς στο δρόμο. Έτσι δεν είναι, μεσιέ; Δεν είναι καλύτερο;»

Συμφώνησα μαζί της και βγή­καμε έξω, με τη μαντάμ να μας παρακολουθεί όρθια.

Πηγή: Έρνεστ Χέμινγουεϊ Με υπογραφή Χέμινγουεϊ 1912-1922: Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική καταστροφή Μετάφραση: Κώστας Καλογρούλης, Ηλίας Μαγκλίνης Εκδόσεις: Καστανιώτη Σελ.: 384

topontiki.gr


Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου