Σαν σήμερα, 15 Απριλίου 1452, γεννήθηκε ίσως η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα όλων των εποχών, o Λεονάρντο ντι σερ Πιέρο ντα Βίντσι ή απλά Λεονάρντο ντα Βίντσι. Δείτε πως περιγράφετε στο πόνημα “Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων, 1568 Giorgio Vasari, Le vite de‘piu ecceilentipittori, scultori e architettori, Newton, Roma – 1991”
Τα πιο σπουδαία χαρίσματα πέφτουν συχνά από τις ουράνιες ενέργειες στα ανθρώπινα σώματα φυσικά και μερικές φορές υπερφυσικά. Σε υπεραφθονία βρίσκεται σε ένα σώμα μόνο τόση ομορφιά, χάρη και αρετή, έτσι που όπου και αν στρέφεται αυτός, κάθε πράξη του είναι τόσο θεϊκή που αφήνει πίσω όλους τους άλλους ανθρώπους και έκδηλα γίνεται γνωστός ως μια ευφυΐα (όπως και είναι) που δόθηκε γενναιόδωρα από τον θεό και δεν κατακτήθηκε από την ανθρώπινη τέχνη.
Αυτό το είδαν οι άνθρωποι στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, στον οποίο πέρα από την ομορφιά του σώματος, η οποία ποτέ δεν εγκωμιάστηκε αρκετά, υπήρχε η πιο μεγάλη χάρη σε κάθε του πράξη· και ήταν τόση η αρετή, που όπου η ψυχή στρεφόταν στα δύσκολα πράγματα, με ευκολία τα έλυνε εξ ολοκλήρου.
Η δύναμη μέσα του περίσσευε και ήταν ενωμένη με την επιδεξιότητα, και η ψυχή και το θάρρος του ήταν πάντα βασιλικά και υψηλά. Και η φήμη του ονόματος του τόσο μεγάλωσε που όχι μόνο κατά την εποχή του είχε κύρος, αλλά ακόμα περισσότερο στους μεταγενέστερους μετά τον θάνατό του.
Πραγματικά θαυμαστός και θεϊκός ήταν ο Λεονάρντο, γιος του σερ Πιέτρο ντα Βίντσι, και θα είχε προοδεύσει πολύ όταν ξεκίνησε να μελετά, αν δεν ήταν τόσο άστατος και ευμετάβλητος. Γιατί του άρεσε να μαθαίνει πολλά πράγματα και, μόλις άρχιζε κάτι, μετά το εγκατέλειπε.
Στους λίγους μήνες που ασχολήθηκε με την αριθμητική, έκανε τέτοια πρόοδο που έθετε συνεχώς αμφιβολίες και δυσκολίες στον δάσκαλο που τον δίδασκε και πολύ συχνά τον μπέρδευε. Ασχολήθηκε αρκετά με τη μουσική, αλλά ευθύς στράφηκε στο να μάθει να παίζει λύρα, όπως κάποιος που εκ φύσεως είχε πνεύμα υψηλό, εκλεπτυσμένο και με τη συνοδεία της τραγουδούσε θεϊκά χωρίς καμία προετοιμασία.
Εντούτοις, αν και ασχολήθηκε με τόσα διαφορετικά πράγματα, δεν άφησε ποτέ το σχέδιο και τα ανάγλυφα, γιατί αυτά του ξεδίπλωναν τη φαντασία περισσότερο από κάθε τι άλλο. Μόλις ο σερ Πιέτρο είδε αυτό και συλλογίστηκε το επίπεδο αυτού του πνεύματος, πήρε μια μέρα μερικά από τα σχέδιά του και τα πήγε στον Αντρέα ντελ Βερόκιο, που ήταν πολύ καλός του φίλος, και τον παρακάλεσε επίμονα να του πει αν ο Λεονάρντο άξιζε να επιμείνει στο σχέδιο για να βγάλει κάποιο κέρδος.
Έμεινε έκπληκτος ο Βερόκιο όταν είδε τη σπουδαία αρχή του Λεονάρντο και συμβούλεψε τον σερ Πιέτρο να του συστήσει επιμονή και αυτός κανόνισε να πάει ο Λεονάρντο στο εργαστήριο του Βερόκιο· πράγμα που ο Λεονάρντο έκανε με χαρά παρά από υποχρέωση. Και όχι μόνο άσκησε αυτό το επάγγελμα, αλλά όλα όσα είχαν να κάνουν με το σχέδιο. […]
Όταν ο Τζαν Γκαλεάτσο, δούκας του Μιλάνου, πέθανε, τον διαδέχθηκε ο Λουδοβίκος Σφόρτσα το 1494- ο Λεονάρντο οδηγήθηκε στο Μιλάνο με μεγάλη τελετή για να παίξει για τον Δούκα, ο οποίος ευφραινόταν πολύ με τον ήχο της λύρας. Ο Λεονάρντο έφερε εκείνο το όργανο, το οποίο είχε ο ίδιος κατασκευάσει από ασήμι και έμοιαζε πολύ με τη μορφή του κράνους του αλόγου, πράγμα παράξενο και ασυνήθιστο, γι’ αυτό η μελωδία είχε μεγαλύτερη τούμπα και πιο γλυκό ήχο, κι έτσι ξεπέρασε όλους τους μουσικούς που είχαν πάει να παίξουν.
Εκτός από αυτό, έλεγε τις καλύτερες ρίμες αυτοσχεδιάζοντας. Μόλις άκουσε ο Δούκας τις τόσο θαυμαστές σκέψεις του Λεονάρντο, παθιάστηκε με τις αρετές του και τον παρακάλεσε να του ζωγραφίσει το τραπέζι του ιερού, στο οποίο υπήρχε η Γέννηση, που στάλθηκε από τον Δούκα στον αυτοκράτορα.
Επίσης, έκανε στο Μιλάνο, στους μοναχούς του Αγίου Δομίνικου στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε, τον Μυστικό Δείπνο, ένα έργο πανέμορφο και θαυμαστό, και στα κεφάλια των Αποστόλων έβαλε τόση μαεστρία και ομορφιά που άφησε εκείνο του Χριστού ατελές, καθώς δεν πίστευε ότι μπορούσε να του δώσει εκείνη την ουράνια θεότητα που η εικόνα του Χριστού απαιτεί. Στο έργο αυτό, το οποίο έμεινε έτσι για πάντα απέδωσαν οι Μιλανέζοι μεγάλες τιμές, το ίδιο και οι ξένοι καθώς ο Λεονάρντο είχε φανταστεί και είχε καταφέρει να εκφράσει αυτή την υποψία που είχαν οι Απόστολοι όταν ήθελαν να μάθουν ποιος θα πρόδιδε τον δάσκαλο τους.
Γι’ αυτό φαίνεται στο πρόσωπο όλων η αγάπη τους, ο φόβος και η οργή, ή ίσως ο πόνος, που δεν μπορούν να καταλάβουν τα λόγια του Χρίστου. Το γεγονός αυτό δεν προξενεί λιγότερη έκπληξη από την αναγνώριση της αντίθεσης του πείσματος, του μίσους και της προδοσίας του Ιούδα, χωρίς να χρειαστεί να τονίσουμε ότι και το πιο μικρό κομμάτι του έργου φανερώνει απίστευτη φροντίδα. Ακόμα και το τραπεζομάντιλο έχει δημιουργηθεί τόσο καλά που ο καμβάς από λινό δεν θα μπορούσε να φαίνεται περισσότερο αληθινός.
Λένε ότι ο ηγούμενος εκείνου του τόπου πίεζε φορτικά τον Λεονάρντο να τελειώσει το έργο, καθώς του φαινόταν περίεργο να βλέπει τον Λεονάρντο να κάθεται τη μισή μέρα αφηρημένος σε σκέψεις, και ήθελε, όπως έκαναν οι εργάτες που σκάβουν στον κήπο, να μην αφήνει ποτέ κάτω το πινέλο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, παραπονέθηκε στον Δούκα και προκάλεσε τέτοια αναστάτωση που ο Δούκας αναγκάστηκε να φωνάξει τον Λεονάρντο και με διακριτικότητα να τον ρωτήσει για το έργο, δείχνοντας με μεγάλη ευγένεια ότι το έκανε αυτό εξαιτίας της επιμονής του ηγουμένου.
Ο Λεονάρντο, γνωρίζοντας ότι το μυαλό του πρίγκιπα ήταν οξύ και συνετό, στράφηκε (πράγμα που δεν είχε κάνει ποτέ με τον ηγούμενο) να κουβεντιάσει με τον Δούκα για αρκετή ώρα πάνω σε αυτό· του μίλησε για την τέχνη και τον έπεισε ότι οι μεγάλες ευφυΐες καταφέρνουν περισσότερα όταν δουλεύουν λίγο, γιατί αναζητούν με τον νου τις καινοτομίες και σχηματίζουν εκείνες τις τέλειες ιδέες που μετά εκφράζουν με τα χέρια τους και αναπαράγουν αυτό που έχει ήδη συλλάβει ο νους.
Και πρόσθεσε ότι ακόμα είχε δύο κεφάλια να κάνει, αυτό του Χριστού, για τον οποίο δεν ήθελε να ψάξει πρότυπο στη γη και δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί ότι η φαντασία μπορούσε να συλλάβει αυτή την ομορφιά και την ουράνια χάρη που έπρεπε να είναι εκείνη της ένσαρκης θειότητας.
Έπειτα, του έλειπε το κεφάλι του Ιούδα, που τον έκανε τόσο σκεφτικό, καθώς δεν πίστευε ότι μπορούσε να φανταστεί μια μορφή που να εκφράζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου, που μετά από τόσες ευεργεσίες που δέχτηκε, είχε ψυχή τόσο σκληρή που ήταν αποφασισμένος να προδώσει τον Κύριό του και δημιουργό του κόσμου. Έψαχνε, λοιπόν, ένα πρότυπο, αλλά αν στο τέλος δεν μπορούσε να βρει τίποτα καλύτερο, υπήρχε εκείνο του ηγουμένου που ήταν τόσο πιεστικό και αδιάκριτο.
Περιέργως αυτό έκανε τον Δούκα να γελάσει και είπε ότι ο Λεονάρντο είχε δίκιο. Κι έτσι, ο καημένος ο ηγούμενος, μπερδεμένος, περιορίστηκε να πιέζει τους εργάτες στον κήπο και άφησε ήσυχο τον Λεονάρντο. Ο καλλιτέχνης τελείωσε καλά το κεφάλι του Ιούδα, το οποίο μοιάζει πραγματική απεικόνιση της προδοσίας και της απανθρωπιάς. Το κεφάλι του Χριστού παρέμεινε, όπως είπαμε, ατελές.
***
Η ιστορία της φιλοσοφίας – Umberto Eco, Riccardo Fedriga
Αντικλείδι, antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου