Νόμπελ Λογοτεχνίας στον 75χρονο Μπομπ Ντίλαν για τη στιχουργική του έκφραση. Θυμόμαστε 10 τραγούδια που πραγματικά άλλαξαν όμορφα τον κόσμο της μουσικής και της ποίησης.
Για τον Ντίλαν έχουν γραφτεί πολλά και θα γράφονται ακόμη περισσότερα. Στο οπισθόφυλλο του θρυλικού “Φορτηγού” του Διονύση Σαββόπουλου είχε τυπωθεί το “αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις αναπνοής”, όπως και στο αντίστοιχο που υπάρχει στο “Highway 61 Revisited”. Ο Έλληνας ποιητής Πέτρος Μοροζίνης είχε ξεκινήσει καμπάνια για να δοθεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Ντίλαν, κάτι που έγινε τελικά εν έτει 2016. Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης έχει γράψει το “Bob Dylan / Τραγούδια” (εκδ. Ianos) ενώ ο ίδιος έχει αναφέρει: “Τον Ντίλαν τον ακούς όπως διαβάζεις Μέλβιλ, Τσάντλερ, Αριστοτέλη”.
Από το 1962 όταν και κυκλοφόρησαν τα πρωτόλεια Talking New York και Song for Woody, μέχρι τα ιστορικά άλμπουμ της διαμαρτυρίας, τα Highway 61 Revisited, Bringing it all back home, Blonde on Blonde αλλά και το Shadows In The Night του 2015, ο Ντίλαν δεν έχει σταματήσει να γράφει μουσική και κυρίως, ποίηση.
Θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή πρώτα και μετά μουσικό. Ζω σαν ποιητής και θα πεθάνω σαν ποιητής
Παρακάτω θα “μιλήσουμε” μόνο με μουσική. Άλλωστε σε περιπτώσεις σαν αυτές του Μπομπ Ντίλαν τα πολλά λόγια για αυτούς, είναι φτώχεια. Παραθέτουμε τα κομμάτια με τις αποδόσεις τους στα ελληνικά από συγγραφείς και ποιητές, όπως έχουν δημοσιευθεί στο site ποίησης, thepoetoftheuniverse. Είναι μερικοί μόνο από τους στίχους για τους οποίους ο μεγάλος τραγουδοποιός, έλαβε δικαίως το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
1 Blowin’ in the Wind
Σαν πόσες να ’ναι οι δημοσιές που πρέπει να διαβεί κανείς
για να τον πούνε άντρα;
Και πόσες να ’ν’ οι θάλασσες που τ’ άσπρο περιστέρι θα περάσει
στην αμμουδιά πριν ξαποστάσει;
Σαν πόσες να ’ναι οι φορές που θα βροντήσει το κανόνι
πριν να το διώξουν απ’ τη γη για πάντα;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσα τα χρόνια που μπορεί ν’ αντέξει ένα βουνό
ως να το φάει η αρμύρα και να λιώσει;
Και κάποιοι άνθρωποι, πόσο να ζήσουν βολετό
ώσπου της λευτεριάς μέρα να ξημερώσει;
Πόσο καιρό μπορεί κανείς να κάνει πως κοιτάει αλλού
να κάνει πως δεν βλέπει πάρα πέρα;
Η απάντηση φίλε πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσες φορές πρέπει κανείς να ρίξει τη ματιά ψηλά
λίγο ουρανό για να μπορέσει ν’ αντικρίσει;
Και να ’χει πόσα πρέπει αυτιά για να γροικήσει
του ανθρώπου το λυγμό;
Ε, και σαν πόσους θάνατους πρέπει να μάθει για να νοιώσει
πως σαν πολλοί ’ναι οι άνθρωποι που έχουνε χαθεί;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
για να τον πούνε άντρα;
Και πόσες να ’ν’ οι θάλασσες που τ’ άσπρο περιστέρι θα περάσει
στην αμμουδιά πριν ξαποστάσει;
Σαν πόσες να ’ναι οι φορές που θα βροντήσει το κανόνι
πριν να το διώξουν απ’ τη γη για πάντα;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσα τα χρόνια που μπορεί ν’ αντέξει ένα βουνό
ως να το φάει η αρμύρα και να λιώσει;
Και κάποιοι άνθρωποι, πόσο να ζήσουν βολετό
ώσπου της λευτεριάς μέρα να ξημερώσει;
Πόσο καιρό μπορεί κανείς να κάνει πως κοιτάει αλλού
να κάνει πως δεν βλέπει πάρα πέρα;
Η απάντηση φίλε πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσες φορές πρέπει κανείς να ρίξει τη ματιά ψηλά
λίγο ουρανό για να μπορέσει ν’ αντικρίσει;
Και να ’χει πόσα πρέπει αυτιά για να γροικήσει
του ανθρώπου το λυγμό;
Ε, και σαν πόσους θάνατους πρέπει να μάθει για να νοιώσει
πως σαν πολλοί ’ναι οι άνθρωποι που έχουνε χαθεί;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Μετάφραση: Τούλα Τόλια
——————————————————————————–
2 Girl From The North Country
Αν πας ποτέ στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν κάποτε βρεθείς μες στο χιονιά,
σε παγωμένες όχτες δίχως καλοκαίρι,
αν είν’ το ρούχο της ζεστό ρίξε ματιά,
αν τη φυλάει απ’ τ’ ανέμου το μαχαίρι.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
αν κυματίζουνε και παίζουν με τα στήθια.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
γιατί έτσι μένουν στων ονείρων μου τα βύθια.
Να με θυμάται λίγο έχω καημό
και προσευχές χιλιάδες έχω κάνει
στης νύχτας μου τη σκοτεινιά
στης μέρας μου το φέγγος και τη χάρη.
Αν λοιπόν τύχει και βρεθείς στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν κάποτε βρεθείς μες στο χιονιά,
σε παγωμένες όχτες δίχως καλοκαίρι,
αν είν’ το ρούχο της ζεστό ρίξε ματιά,
αν τη φυλάει απ’ τ’ ανέμου το μαχαίρι.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
αν κυματίζουνε και παίζουν με τα στήθια.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
γιατί έτσι μένουν στων ονείρων μου τα βύθια.
Να με θυμάται λίγο έχω καημό
και προσευχές χιλιάδες έχω κάνει
στης νύχτας μου τη σκοτεινιά
στης μέρας μου το φέγγος και τη χάρη.
Αν λοιπόν τύχει και βρεθείς στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Μετάφραση: Τούλα Τόλια
——————————————————————————–
3. Ballad Of Hollis Brown
Ο Χόλλις Μπράουν, το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη·
ναι, ο Χόλλις Μπράουν, καθώς το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη,
με τη γυναίκα και τα πέντε τους παιδιά
κι όλο η παράγκα να σωριάζεται
στα κεφάλια τους ξανά.
Γύρευες λίγα χρήματα, γύρευες δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
γύρευες χρήματα, έψαχνες για δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
και τα παιδιά σου είν’ τόσο πεινασμένα,
που δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη,
όχι, δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη.
Τα μάτια του μωρού σου λάμπουν σαν τρελά
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά·
ναι, τα μάτια του μωρού σου λάμπουνε τρελά,
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά,
περπατάς ασήκωτα, βαριά
κι αναρωτιέσαι με κάθε ανάσα σου βαθιά,
γιατί να συμβαίνουν όλ’ αυτά.
Το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου·
αχ, ναι, το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου.
Νογάει άραγε κανείς;
Νοιάζεται άραγε κανείς;
Κάνεις στον Θεό μια προσευχή
ω, στείλε σε παρακαλώ ένα φίλο·
κάνεις στον Θεό μια προσευχή,
Θε’ μου στείλε μου ένα φίλο,
μα πως φίλος δε θα ’ρθεί,
σου λέει η τσέπη σου η αδειανή.
Τα μωρά σου κλαιν πιο δυνατά,
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
τα μωρά σου τώρα κλαιν πιο γοερά
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
και της γυναίκας σου οι κραυγές
πέφτουν σαν άγριες μαχαιριές,
ναι, και της γυναίκας σου οι κραυγές
άγριες είναι μαχαιριές.
Το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί είν’ άδειο το πηγάδι·
το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί στέρεψε η πηγή·
το τελευταίο σου δολάριο εδώ και μέρες
το δίνεις και παίρνεις εφτά σφαίρες.
Μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
πέρα μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
τρέμεις και ιδρώνεις
στην καραμπίνα σου που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις,
ναι, στην καραμπίνα που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις.
Το μυαλό σου αιμορραγεί
το πόδι σου δεν σε βαστεί·
ω, το μυαλό σου αιμορραγεί
και το πόδι άλλο δεν βαστεί·
τώρα το βλέμμα το καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί
ναι, τώρα το βλέμμα σου καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί.
Εφτά φυσάνε άνεμοι
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας·
ναι, εφτά φυσάν αγέρηδες
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας
και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού·
ναι, και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού.
Εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
ναι, εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
και την ίδια τη στιγμή,
σε μια γη αλαργινή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί·
ναι, και την ίδια τη στιγμή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί.
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη·
ναι, ο Χόλλις Μπράουν, καθώς το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη,
με τη γυναίκα και τα πέντε τους παιδιά
κι όλο η παράγκα να σωριάζεται
στα κεφάλια τους ξανά.
Γύρευες λίγα χρήματα, γύρευες δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
γύρευες χρήματα, έψαχνες για δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
και τα παιδιά σου είν’ τόσο πεινασμένα,
που δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη,
όχι, δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη.
Τα μάτια του μωρού σου λάμπουν σαν τρελά
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά·
ναι, τα μάτια του μωρού σου λάμπουνε τρελά,
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά,
περπατάς ασήκωτα, βαριά
κι αναρωτιέσαι με κάθε ανάσα σου βαθιά,
γιατί να συμβαίνουν όλ’ αυτά.
Το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου·
αχ, ναι, το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου.
Νογάει άραγε κανείς;
Νοιάζεται άραγε κανείς;
Κάνεις στον Θεό μια προσευχή
ω, στείλε σε παρακαλώ ένα φίλο·
κάνεις στον Θεό μια προσευχή,
Θε’ μου στείλε μου ένα φίλο,
μα πως φίλος δε θα ’ρθεί,
σου λέει η τσέπη σου η αδειανή.
Τα μωρά σου κλαιν πιο δυνατά,
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
τα μωρά σου τώρα κλαιν πιο γοερά
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
και της γυναίκας σου οι κραυγές
πέφτουν σαν άγριες μαχαιριές,
ναι, και της γυναίκας σου οι κραυγές
άγριες είναι μαχαιριές.
Το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί είν’ άδειο το πηγάδι·
το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί στέρεψε η πηγή·
το τελευταίο σου δολάριο εδώ και μέρες
το δίνεις και παίρνεις εφτά σφαίρες.
Μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
πέρα μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
τρέμεις και ιδρώνεις
στην καραμπίνα σου που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις,
ναι, στην καραμπίνα που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις.
Το μυαλό σου αιμορραγεί
το πόδι σου δεν σε βαστεί·
ω, το μυαλό σου αιμορραγεί
και το πόδι άλλο δεν βαστεί·
τώρα το βλέμμα το καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί
ναι, τώρα το βλέμμα σου καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί.
Εφτά φυσάνε άνεμοι
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας·
ναι, εφτά φυσάν αγέρηδες
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας
και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού·
ναι, και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού.
Εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
ναι, εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
και την ίδια τη στιγμή,
σε μια γη αλαργινή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί·
ναι, και την ίδια τη στιγμή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί.
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
——————————————————————————–
4 It’s Alright, Ma (I’m Only Bleeding)
Μες στο καταμεσήμερο πλακώνει σκοτεινιά
σκιά απλώνει ακόμα και στ’ ασημένια πιατικά
η χειροποίητη λεπίδα, το μπαλόνι του παιδιού
έκλειψη προκαλούν και του ήλιου και του φεγγαριού
να σε καταλάβω πιο γρήγορα απ’ όσο μπορώ
δεν έχει νόημα να το προσπαθώ.
Απειλές αιχμηρές εκτοξεύονται με χλευασμό
αυτόχειρες παρατηρήσεις βγάζουν το σκασμό
απ’ του τρελού το επιστόμιο το χρυσό
το κούφιο κέρας παίζει λόγια χαμένα
λόγια που προειδοποιούν απεγνωσμένα
πως δεν καταπιάνεται με το να μένει ζωντανός
μα καταπιάνεται με το να είναι νεκρός.
Σαν μια σελίδα πετάει έξω από την πόρτα ο πειρασμός
την ακολουθείς, σε πόλεμο μπλέκεσαι ο φτωχός
βλέπεις πως βρυχώνται του οίκτου οι καταρράκτες
νοιώθεις πως θέλεις να θρηνήσεις
αλλά αντίθετα από πριν θ’ ανακαλύψεις
πως τώρα πια θ’ αλλάξεις
και θα ’σαι, ακόμα ένας
έτοιμος να κλάψεις.
Έτσι λοιπόν μη φοβηθείς
αν στ’ αυτί σου φτάσει
ένας ξένος ήχος
όλα εντάξει, εγώ είμαι μονάχα
που έχω απλώς στενάξει.
Κάποιοι προβλέπουν νίκη, κάποιοι συντριβή
υπάρχουν λόγοι προσωπικοί
άλλοι σπουδαίοι, άλλοι ποταποί
στα μάτια αυτών που καλούν μπορείς να δεις
ότι άλλοι να σε σκοτώσουν θέλουν
και άλλοι να σε κάνουν στο χώμα να συρθείς
ενώ άλλοι λένε ότι τίποτα εξόν το μίσος
δεν πρέπει να μισείς.
Λέξεις γυμνές σαν σφαίρες αλυχτούνε
θεοί ανθρώπινοι σκοπεύουν και χτυπούνε
κατασκευάζουνε τα πάντα πια
από πλαστικά οπλοπολυβόλα που σπινθηροβολούνε
μέχρι πλαστικούς Εσταυρωμένους που στο σκοτάδι λαμποκοπούνε
Δεν είναι δύσκολο να δεις δίχως να κοιτάξεις μακριά
ότι στ’ αλήθεια λίγα έχουν μείνει όσια και ιερά.
Ενώ κήρυκες κηρύσσουν για κακές μοίρες
δάσκαλοι διδάσκουν ότι η γνώση έχει υπομονή
μπορεί να σε οδηγήσει σε πιατικά που κάνουν χίλιες λίρες
κι η καλοσύνη λουφάζει πίσω απ’ τις δικές της θύρες
Αλλά ακόμα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ ο τρανός
καμιά φορά πρέπει να στέκεται γυμνός.
Και μ’ όλο που του δρόμου οι νόμοι έχουν καθιερωθεί
είναι μονάχα τα τεχνάσματα των ανθρώπων
που πρέπει ν’ αποφύγουν οι δικοί σου ελιγμοί
και όλα εντάξει, κανείς να μην ανησυχεί
θα τα καταφέρω εγώ μια και καλή.
Έρχονται να σ’ εξαπατήσουν οι διαφημίσεις
πως είσαι ένας και μοναδικός να νομίσεις
ότι μπορείς να κάνεις ό,τι κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα
ότι καθετί μπορείς να νικήσεις με τη δική σου φόρα
στο μεταξύ, εσύ χαμένος στην ευκολία
και η ζωή ν’ αλλάζει κι εσύ να είσαι η λεία.
Χάνεσαι, ξαναγυρίζεις, να’ σαι
και νιώθεις ξαφνικά ότι τίποτε δεν έχεις να φοβάσαι
στέκεις μόνος και κανείς δεν είν’ κοντά
όταν μια τρεμάμενη φωνή, ακούγεται μα όχι καθαρά
κι αιφνιδιάζει τα κοιμισμένα σου αυτιά
και λέει ότι σε βρήκανε ξανά.
Μια ερώτηση τα νεύρα σου τραντάζει
μα ξέρεις, δεν βρίσκεται απάντηση να ταιριάζει
να σε ικανοποιήσει
πως δεν τα παρατάς και πάλι να σε πείσει
να μείνει μέσα σου και το μυαλό σου να μη λησμονήσει
πως από καιρό, από πολύ καιρό
δεν ανήκεις μήτε σ’ αυτήν μήτε σ’ αυτόν μήτε σ’ αυτό.
Μ’ όλο που οι αφέντες φτιάχνουν τους κανόνες
και για τον σοφό και για τον τρελό
δεν έχω τίποτε, στους δρόμους, στους λειμώνες
κι εγώ για ν’ ανταποκριθώ.
Γι’ αυτούς που υπακούνε σε κάθε εξουσία
ο έντιμος ο σεβασμός δεν έχει καμία σημασία
περιφρονούν τη μοίρα τους, την ίδια τους την εργασία
αυτοί μιλάν με ζήλια για όσους ζουν μ’ ελευθερία
αυτοί είν’ ικανοί τα λουλούδια να φροντίσουν
μόνο και μόνο για να ‘χουν κάτι να πουλήσουν.
Κάποιοι είναι βαφτισμένοι σε αρχές
σε κομμάτων αυστηρές επιταγές
σε μεταμφιεσμένες λέσχες κοινωνικές
κι όσους είναι στην απέξω άγρια επικρίνουν
η ελευθερία τούς κάνει να τα χάνουν
άλλο δεν συζητάν παρά ποιον είδωλο να κάνουν
Γι’ αυτό κινούνε ουρανό και γη
αυτόν παρακαλάνε τον Θεό να τον ευλογεί.
Κάποιος που η φωτιά τη γλώσσα του τσουρουφλίζει
στην άθλια χορωδία γαργαρίζει
της κοινωνίας οι τανάλιες τον έχουνε παραμορφώσει πια
κι αυτός διόλου δεν νοιάζεται ν’ ανέβει στα ψηλά
αλλά μάλλον εσένα να τραβήξει χαμηλά
σε μια τρύπα φοβερή
όπου εκεί έχει χωθεί.
Μα δεν έχω τίποτα εναντίον μήτε θέλω να κατηγορήσω
όποιον σ’ ένα κελάρι κατοικεί
δικιά του είν’ η ζωή
κι είναι εντάξει, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τον ευχαριστήσω.
Γριές δικαστίνες τα ζευγάρια παρακολουθούν
που τον έρωτα πια ν’ απολαύσουν δεν μπορούν
κίβδηλα ήθη διαλαλούν
προσβολές, άγριες βλοσυρές ματιές
ενώ το χρήμα δεν μιλάει
το χρήμα βλαστημάει
αισχρότητα, ναι, μα ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια
όλα προπαγάνδα, ελεεινή συνήθεια.
Άλλοι υπερασπίζονται αυτό που να δουνε δεν μπορούν
ενός φονιά την περηφάνια, απορούν
ασφάλεια ζητάνε μανιακά
μα μυαλά τινάζονται στον αέρα πικρά
γι’ αυτούς που θαρρούν πως του θανάτου η σφυριά
η έντιμη κατραπακιά
δεν θα έρθει να τους χτυπήσει φυσικά
της ζωής τα δευτερόλεπτα καμιά φορά
θα πρέπει να είναι πολύ μοναχικά.
Τα μάτια μου συγκρούονται μετωπικά
με παραγεμισμένα νεκροταφεία, φριχτά
με ψεύτικους θεούς, και σέρνομαι ξανά
στης μικροψυχίας τα σκοτεινά στενά
πασχίζω από χειροπέδες νοερές ν’ απαλλαγώ
λέω φτάνει, την κοπανάω από δω
το έχω δει το έργο ξανά εγώ.
Αν μπορούσαν να δουν τα όνειρα μου όλα
και τις σκέψεις μου, θα μ’ έστελναν στην καρμανιόλα
Αλλά εντάξει, τι μπορεί κανείς να πει
Εντάξει, λέω, αυτή κι όχι άλλη είν’ η ζωή.
σκιά απλώνει ακόμα και στ’ ασημένια πιατικά
η χειροποίητη λεπίδα, το μπαλόνι του παιδιού
έκλειψη προκαλούν και του ήλιου και του φεγγαριού
να σε καταλάβω πιο γρήγορα απ’ όσο μπορώ
δεν έχει νόημα να το προσπαθώ.
Απειλές αιχμηρές εκτοξεύονται με χλευασμό
αυτόχειρες παρατηρήσεις βγάζουν το σκασμό
απ’ του τρελού το επιστόμιο το χρυσό
το κούφιο κέρας παίζει λόγια χαμένα
λόγια που προειδοποιούν απεγνωσμένα
πως δεν καταπιάνεται με το να μένει ζωντανός
μα καταπιάνεται με το να είναι νεκρός.
Σαν μια σελίδα πετάει έξω από την πόρτα ο πειρασμός
την ακολουθείς, σε πόλεμο μπλέκεσαι ο φτωχός
βλέπεις πως βρυχώνται του οίκτου οι καταρράκτες
νοιώθεις πως θέλεις να θρηνήσεις
αλλά αντίθετα από πριν θ’ ανακαλύψεις
πως τώρα πια θ’ αλλάξεις
και θα ’σαι, ακόμα ένας
έτοιμος να κλάψεις.
Έτσι λοιπόν μη φοβηθείς
αν στ’ αυτί σου φτάσει
ένας ξένος ήχος
όλα εντάξει, εγώ είμαι μονάχα
που έχω απλώς στενάξει.
Κάποιοι προβλέπουν νίκη, κάποιοι συντριβή
υπάρχουν λόγοι προσωπικοί
άλλοι σπουδαίοι, άλλοι ποταποί
στα μάτια αυτών που καλούν μπορείς να δεις
ότι άλλοι να σε σκοτώσουν θέλουν
και άλλοι να σε κάνουν στο χώμα να συρθείς
ενώ άλλοι λένε ότι τίποτα εξόν το μίσος
δεν πρέπει να μισείς.
Λέξεις γυμνές σαν σφαίρες αλυχτούνε
θεοί ανθρώπινοι σκοπεύουν και χτυπούνε
κατασκευάζουνε τα πάντα πια
από πλαστικά οπλοπολυβόλα που σπινθηροβολούνε
μέχρι πλαστικούς Εσταυρωμένους που στο σκοτάδι λαμποκοπούνε
Δεν είναι δύσκολο να δεις δίχως να κοιτάξεις μακριά
ότι στ’ αλήθεια λίγα έχουν μείνει όσια και ιερά.
Ενώ κήρυκες κηρύσσουν για κακές μοίρες
δάσκαλοι διδάσκουν ότι η γνώση έχει υπομονή
μπορεί να σε οδηγήσει σε πιατικά που κάνουν χίλιες λίρες
κι η καλοσύνη λουφάζει πίσω απ’ τις δικές της θύρες
Αλλά ακόμα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ ο τρανός
καμιά φορά πρέπει να στέκεται γυμνός.
Και μ’ όλο που του δρόμου οι νόμοι έχουν καθιερωθεί
είναι μονάχα τα τεχνάσματα των ανθρώπων
που πρέπει ν’ αποφύγουν οι δικοί σου ελιγμοί
και όλα εντάξει, κανείς να μην ανησυχεί
θα τα καταφέρω εγώ μια και καλή.
Έρχονται να σ’ εξαπατήσουν οι διαφημίσεις
πως είσαι ένας και μοναδικός να νομίσεις
ότι μπορείς να κάνεις ό,τι κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα
ότι καθετί μπορείς να νικήσεις με τη δική σου φόρα
στο μεταξύ, εσύ χαμένος στην ευκολία
και η ζωή ν’ αλλάζει κι εσύ να είσαι η λεία.
Χάνεσαι, ξαναγυρίζεις, να’ σαι
και νιώθεις ξαφνικά ότι τίποτε δεν έχεις να φοβάσαι
στέκεις μόνος και κανείς δεν είν’ κοντά
όταν μια τρεμάμενη φωνή, ακούγεται μα όχι καθαρά
κι αιφνιδιάζει τα κοιμισμένα σου αυτιά
και λέει ότι σε βρήκανε ξανά.
Μια ερώτηση τα νεύρα σου τραντάζει
μα ξέρεις, δεν βρίσκεται απάντηση να ταιριάζει
να σε ικανοποιήσει
πως δεν τα παρατάς και πάλι να σε πείσει
να μείνει μέσα σου και το μυαλό σου να μη λησμονήσει
πως από καιρό, από πολύ καιρό
δεν ανήκεις μήτε σ’ αυτήν μήτε σ’ αυτόν μήτε σ’ αυτό.
Μ’ όλο που οι αφέντες φτιάχνουν τους κανόνες
και για τον σοφό και για τον τρελό
δεν έχω τίποτε, στους δρόμους, στους λειμώνες
κι εγώ για ν’ ανταποκριθώ.
Γι’ αυτούς που υπακούνε σε κάθε εξουσία
ο έντιμος ο σεβασμός δεν έχει καμία σημασία
περιφρονούν τη μοίρα τους, την ίδια τους την εργασία
αυτοί μιλάν με ζήλια για όσους ζουν μ’ ελευθερία
αυτοί είν’ ικανοί τα λουλούδια να φροντίσουν
μόνο και μόνο για να ‘χουν κάτι να πουλήσουν.
Κάποιοι είναι βαφτισμένοι σε αρχές
σε κομμάτων αυστηρές επιταγές
σε μεταμφιεσμένες λέσχες κοινωνικές
κι όσους είναι στην απέξω άγρια επικρίνουν
η ελευθερία τούς κάνει να τα χάνουν
άλλο δεν συζητάν παρά ποιον είδωλο να κάνουν
Γι’ αυτό κινούνε ουρανό και γη
αυτόν παρακαλάνε τον Θεό να τον ευλογεί.
Κάποιος που η φωτιά τη γλώσσα του τσουρουφλίζει
στην άθλια χορωδία γαργαρίζει
της κοινωνίας οι τανάλιες τον έχουνε παραμορφώσει πια
κι αυτός διόλου δεν νοιάζεται ν’ ανέβει στα ψηλά
αλλά μάλλον εσένα να τραβήξει χαμηλά
σε μια τρύπα φοβερή
όπου εκεί έχει χωθεί.
Μα δεν έχω τίποτα εναντίον μήτε θέλω να κατηγορήσω
όποιον σ’ ένα κελάρι κατοικεί
δικιά του είν’ η ζωή
κι είναι εντάξει, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τον ευχαριστήσω.
Γριές δικαστίνες τα ζευγάρια παρακολουθούν
που τον έρωτα πια ν’ απολαύσουν δεν μπορούν
κίβδηλα ήθη διαλαλούν
προσβολές, άγριες βλοσυρές ματιές
ενώ το χρήμα δεν μιλάει
το χρήμα βλαστημάει
αισχρότητα, ναι, μα ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια
όλα προπαγάνδα, ελεεινή συνήθεια.
Άλλοι υπερασπίζονται αυτό που να δουνε δεν μπορούν
ενός φονιά την περηφάνια, απορούν
ασφάλεια ζητάνε μανιακά
μα μυαλά τινάζονται στον αέρα πικρά
γι’ αυτούς που θαρρούν πως του θανάτου η σφυριά
η έντιμη κατραπακιά
δεν θα έρθει να τους χτυπήσει φυσικά
της ζωής τα δευτερόλεπτα καμιά φορά
θα πρέπει να είναι πολύ μοναχικά.
Τα μάτια μου συγκρούονται μετωπικά
με παραγεμισμένα νεκροταφεία, φριχτά
με ψεύτικους θεούς, και σέρνομαι ξανά
στης μικροψυχίας τα σκοτεινά στενά
πασχίζω από χειροπέδες νοερές ν’ απαλλαγώ
λέω φτάνει, την κοπανάω από δω
το έχω δει το έργο ξανά εγώ.
Αν μπορούσαν να δουν τα όνειρα μου όλα
και τις σκέψεις μου, θα μ’ έστελναν στην καρμανιόλα
Αλλά εντάξει, τι μπορεί κανείς να πει
Εντάξει, λέω, αυτή κι όχι άλλη είν’ η ζωή.
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
——————————————————————————–
5 It’s All Over Now, Baby Blue
Πρέπει να φύγεις τώρα, πάρε ότι νομίζεις πως θ’ αντέξει.
Μα ότι θέλεις να κρατήσεις, καλύτερα από τώρα να τ’ αρπάξεις.
Πέρα εκεί το ορφανό σου στέκεται με τ’ όπλο,
κλαίγοντας σαν την φωτιά στον ήλιο.
Κοίταξε έξω, οι άγιοι αρχίσανε να καταφτάνουν
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Οι δημοσιές είναι για τυχοδιώκτες, καλύτερα φυλάξου.
Πάρε μαζί σου ότι από δω κι εκεί έχεις μαζέψει.
Στο δρόμο ο ζωγράφος με τ’ αδειανά τα χέρια
μες στα σεντόνια σου τρελά μοτίβα ζωγραφίζει.
Κι ο ουρανός αυτός επίσης σε τυλίγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Όλοι οι ζαλισμένοι ναύτες γραμμή τραβάνε σπίτι.
Κι οι πεζοναύτες σου κι αυτοί γυρνάνε πίσω.
Ο εραστής που απ’ την πόρτα σου έξω μόλις βγήκε
όλες τις κουβέρτες απ’ το πάτωμα μαζί του πήρε.
Κι η φλοκάτη κάτω απ’ τα πόδια φεύγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Τα χώματα που πάτησες άσε τα πίσω, κάτι άλλο σε καλεί.
Ξέχνα το θάνατο που άφησες, δεν θα σ’ ακολουθήσουν.
Ο μπαγαπόντης που την πόρτα σου χτυπάει
είναι ντυμένος με τα ρούχα που κάποτε φορούσες.
Άναψε ένα ακόμη σπίρτο και πάλι ξανά ξεκίνα
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Μα ότι θέλεις να κρατήσεις, καλύτερα από τώρα να τ’ αρπάξεις.
Πέρα εκεί το ορφανό σου στέκεται με τ’ όπλο,
κλαίγοντας σαν την φωτιά στον ήλιο.
Κοίταξε έξω, οι άγιοι αρχίσανε να καταφτάνουν
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Οι δημοσιές είναι για τυχοδιώκτες, καλύτερα φυλάξου.
Πάρε μαζί σου ότι από δω κι εκεί έχεις μαζέψει.
Στο δρόμο ο ζωγράφος με τ’ αδειανά τα χέρια
μες στα σεντόνια σου τρελά μοτίβα ζωγραφίζει.
Κι ο ουρανός αυτός επίσης σε τυλίγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Όλοι οι ζαλισμένοι ναύτες γραμμή τραβάνε σπίτι.
Κι οι πεζοναύτες σου κι αυτοί γυρνάνε πίσω.
Ο εραστής που απ’ την πόρτα σου έξω μόλις βγήκε
όλες τις κουβέρτες απ’ το πάτωμα μαζί του πήρε.
Κι η φλοκάτη κάτω απ’ τα πόδια φεύγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Τα χώματα που πάτησες άσε τα πίσω, κάτι άλλο σε καλεί.
Ξέχνα το θάνατο που άφησες, δεν θα σ’ ακολουθήσουν.
Ο μπαγαπόντης που την πόρτα σου χτυπάει
είναι ντυμένος με τα ρούχα που κάποτε φορούσες.
Άναψε ένα ακόμη σπίρτο και πάλι ξανά ξεκίνα
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης
——————————————————————————–
6 Ballad of a thin man
Μες στο δωμάτιο περπατάς
στο χέρι το μολύβι σου κρατάς
βλέπεις κάποιον να στέκεται γυμνός
ρωτάς, ‘‘Μα ποιος είν’ αυτός;’’
πασχίζεις πολύ
μα δεν καταλαβαίνεις γρυ
τι θα πεις
πίσω σαν βρεθείς.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Σηκώνεις το κεφάλι
‘‘Εδώ είναι το εδώ αυτό;’’ ρωτάς πάλι
και κάποιος σε δείχνει με το δάχτυλο και λέει
‘‘Δικό του είναι’’
κι εσύ ‘‘Τι ’ναι δικό μου;’’ λες
και κάποιος άλλος λέει, ‘‘Που είναι τι, πες’’
κι εσύ λες, ‘‘Ω Θέ’ μου, τι να πω;
Μπας κι είμαι ολομόναχος εδώ;’’
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Με το εισιτήριο στο χέρι
πας να δεις τον Παλιάτσο Τρελοχασομέρη
που έρχεται αμέσως στη μεριά σου
και τον ακούς να σου λέει μες στ’ αυτιά σου
‘‘Πώς νοιώθεις να ’σαι τόσο τέρας;’’
κι εσύ λες, ‘‘Σαν δίχως παιδί πατέρας’’
κι αυτός αντί σέκος να μείνει
αμέσως ένα κόκαλο σου δίνει.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Έχεις πιάσει φιλία
μ’ αυτούς που εμπορεύονται ξυλεία
για να σου δώσουνε στοιχεία
αν κάποιος σου επιτεθεί στη φαντασία
αλλά κανείς δεν δείχνει σεβασμό
κι από σένα περιμένουν μονάχα υδωρ και γη
να δώσεις και καμιά επιταγή
σ’ αυτούς που καταφέρνουν και μειώνουν το δασμό.
Με καθηγητές έκανες παρέα
που έβρισκαν τη μούρη σου πολύ ωραία
και με δικηγόρους μεγάλους και τρανούς
κουβέντιασες για λαμόγια και λεπρούς
και διάβασες όλα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ τα βιβλία
το ξέρουν αυτό σ’ όλη την παραλία.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Κι έρχεται αυτός που καταπίνει τα σπαθιά
και γονατίζει σ’ εσένα, ναι, σιμά
και κάνει το σταυρό του και ορκίζεται
και δίχως να ζορίζεται
λέει, ‘‘Να πάρε πίσω το λαιμό σου
σ’ ευχαριστώ για το δάνειό σου’’.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Και τον μονόφθαλμο τον νάνο να δεις ήρθε η ώρα
κι ουρλιάζει τη λέξη, ‘‘ΤΩΡΑ’’
κι εσύ, ‘‘Τι σημαίνει πάλι αυτό;’’ ρωτάς
κι αυτός λέει ‘‘Πώς;’’
κι εσύ λες, ‘‘Μα που το πας;’’
κι αυτός κραυγάζει γελαστός
‘‘Είσ’ ένα γελάδι
δώσ’ μου γάλα τώρα
ή χάσου στης χώρας το σκοτάδι’’.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Το λοιπόν, στο δωμάτιό σου περπατάς
σαν καμήλα, μορφάζεις, δεν ξέρεις που πατάς
τα μάτια σου στην τσέπη βάζεις
τη μύτη σου στο πάτωμα κατεβάζεις
θα ’πρεπε να ’χουμε ένα νόμο αυστηρό
να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ
σαν φτάνεις, να φεύγεις βιαστικά
κι όλη μέρα να φοράς ακουστικά.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
στο χέρι το μολύβι σου κρατάς
βλέπεις κάποιον να στέκεται γυμνός
ρωτάς, ‘‘Μα ποιος είν’ αυτός;’’
πασχίζεις πολύ
μα δεν καταλαβαίνεις γρυ
τι θα πεις
πίσω σαν βρεθείς.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Σηκώνεις το κεφάλι
‘‘Εδώ είναι το εδώ αυτό;’’ ρωτάς πάλι
και κάποιος σε δείχνει με το δάχτυλο και λέει
‘‘Δικό του είναι’’
κι εσύ ‘‘Τι ’ναι δικό μου;’’ λες
και κάποιος άλλος λέει, ‘‘Που είναι τι, πες’’
κι εσύ λες, ‘‘Ω Θέ’ μου, τι να πω;
Μπας κι είμαι ολομόναχος εδώ;’’
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Με το εισιτήριο στο χέρι
πας να δεις τον Παλιάτσο Τρελοχασομέρη
που έρχεται αμέσως στη μεριά σου
και τον ακούς να σου λέει μες στ’ αυτιά σου
‘‘Πώς νοιώθεις να ’σαι τόσο τέρας;’’
κι εσύ λες, ‘‘Σαν δίχως παιδί πατέρας’’
κι αυτός αντί σέκος να μείνει
αμέσως ένα κόκαλο σου δίνει.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Έχεις πιάσει φιλία
μ’ αυτούς που εμπορεύονται ξυλεία
για να σου δώσουνε στοιχεία
αν κάποιος σου επιτεθεί στη φαντασία
αλλά κανείς δεν δείχνει σεβασμό
κι από σένα περιμένουν μονάχα υδωρ και γη
να δώσεις και καμιά επιταγή
σ’ αυτούς που καταφέρνουν και μειώνουν το δασμό.
Με καθηγητές έκανες παρέα
που έβρισκαν τη μούρη σου πολύ ωραία
και με δικηγόρους μεγάλους και τρανούς
κουβέντιασες για λαμόγια και λεπρούς
και διάβασες όλα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ τα βιβλία
το ξέρουν αυτό σ’ όλη την παραλία.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Κι έρχεται αυτός που καταπίνει τα σπαθιά
και γονατίζει σ’ εσένα, ναι, σιμά
και κάνει το σταυρό του και ορκίζεται
και δίχως να ζορίζεται
λέει, ‘‘Να πάρε πίσω το λαιμό σου
σ’ ευχαριστώ για το δάνειό σου’’.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Και τον μονόφθαλμο τον νάνο να δεις ήρθε η ώρα
κι ουρλιάζει τη λέξη, ‘‘ΤΩΡΑ’’
κι εσύ, ‘‘Τι σημαίνει πάλι αυτό;’’ ρωτάς
κι αυτός λέει ‘‘Πώς;’’
κι εσύ λες, ‘‘Μα που το πας;’’
κι αυτός κραυγάζει γελαστός
‘‘Είσ’ ένα γελάδι
δώσ’ μου γάλα τώρα
ή χάσου στης χώρας το σκοτάδι’’.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Το λοιπόν, στο δωμάτιό σου περπατάς
σαν καμήλα, μορφάζεις, δεν ξέρεις που πατάς
τα μάτια σου στην τσέπη βάζεις
τη μύτη σου στο πάτωμα κατεβάζεις
θα ’πρεπε να ’χουμε ένα νόμο αυστηρό
να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ
σαν φτάνεις, να φεύγεις βιαστικά
κι όλη μέρα να φοράς ακουστικά.
Γιατί κάτι γίνεται εδώ
και δεν ξέρεις τι, λέω εγώ
έτσι δεν είναι, μίστερ Τζόουνς;
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
——————————————————————————–
7 All along the watchtower
‘‘Θα υπάρχει κάποια διέξοδος’’, είπ’ ο παλιάτσος στον ληστή,
‘‘γύρω μας βλέπω σύγχυση, γαλήνη δεν θα βρεις.
Έμποροι πίνουν το κρασί μας, κι άλλοι σκάβουν τη γη
κανένας νόμος δεν ισχύει, τα πάντα έχουν χαθεί’’.
‘‘Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς’’, ήταν τα λόγια του ληστή,
‘‘βρίσκοντ’ εδώ πολλοί από μας, που ’χουν γι’ αστείο τη ζωή,
κι ας μην ήτανε γραφτό, τα ’χουμε ζήσει όλ’ αυτά,
ας μη μιλάμε πια λοιπόν, η ώρα είν’ αργά’’.
Γύρω-γύρω στη σκοπιά, πρίγκιπες ξαπρυπνούν
καθώς γυναίκες και παιδιά, ξυπόλητοι περνούν.
Κάπου απ’ έξω μακριά, αγριόγατος βογκάει
πλησιάζουν καβαλάρηδες, τ’ αγέρι λυσσομανάει.
‘‘γύρω μας βλέπω σύγχυση, γαλήνη δεν θα βρεις.
Έμποροι πίνουν το κρασί μας, κι άλλοι σκάβουν τη γη
κανένας νόμος δεν ισχύει, τα πάντα έχουν χαθεί’’.
‘‘Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς’’, ήταν τα λόγια του ληστή,
‘‘βρίσκοντ’ εδώ πολλοί από μας, που ’χουν γι’ αστείο τη ζωή,
κι ας μην ήτανε γραφτό, τα ’χουμε ζήσει όλ’ αυτά,
ας μη μιλάμε πια λοιπόν, η ώρα είν’ αργά’’.
Γύρω-γύρω στη σκοπιά, πρίγκιπες ξαπρυπνούν
καθώς γυναίκες και παιδιά, ξυπόλητοι περνούν.
Κάπου απ’ έξω μακριά, αγριόγατος βογκάει
πλησιάζουν καβαλάρηδες, τ’ αγέρι λυσσομανάει.
Μετάφραση: Δημήτρης Πουλικάκος
——————————————————————————–
8 The wicked messenger
Άγγελος εξάγγελος μας ήρθε από μακριά
γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι.
Δεν ήξερε καθόλου μα καθόλου να μιλά
και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει.
Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας
γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας.
Έστησε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά
κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα
μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά
και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα.
Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά
κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα
ώσπου κάποιο βραδάκι, τι του ’ρθε ξαφνικά
κι άρχισε να φωνάζει με μανία:
‘‘Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά
η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα
τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά
μ’ απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια’’.
Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει
και του ’παμε να φύγει μουδιασμένα.
Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μην μας πει κανένα.
γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι.
Δεν ήξερε καθόλου μα καθόλου να μιλά
και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει.
Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας
γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας.
Έστησε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά
κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα
μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά
και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα.
Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά
κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα
ώσπου κάποιο βραδάκι, τι του ’ρθε ξαφνικά
κι άρχισε να φωνάζει με μανία:
‘‘Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά
η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα
τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά
μ’ απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια’’.
Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει
και του ’παμε να φύγει μουδιασμένα.
Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μην μας πει κανένα.
Μετάφραση: Διονύσης Σαββόπουλος
——————————————————————————–
9 The Times They Are A-Changin’
Κόσμε ελάτε, συναχθείτε
Όπου κι αν περιπλανιόσασταν
Και παραδεχθείτε
Πως γύρω σας φουσκώνουν τα νερά
Θα σας μουσκέψουν ως το κόκαλο, για τα καλά
Κι αν θαρρείτε
Πως αξίζει να σωθείτε
Να κολυμπάτε αρχίστε τώρα
Αλλιώς σαν πέτρες θα βυθιστείτε
Ναι, τα νερά μανιάζουν
Οι καιροί αλλάζουν
Όπου κι αν περιπλανιόσασταν
Και παραδεχθείτε
Πως γύρω σας φουσκώνουν τα νερά
Θα σας μουσκέψουν ως το κόκαλο, για τα καλά
Κι αν θαρρείτε
Πως αξίζει να σωθείτε
Να κολυμπάτε αρχίστε τώρα
Αλλιώς σαν πέτρες θα βυθιστείτε
Ναι, τα νερά μανιάζουν
Οι καιροί αλλάζουν
Μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης
——————————————————————————–
10 Like a Rolling Stone
Στο πρωτότυπο μιας και δεν υπάρχει ελληνική απόδοση:
“Once upon a time
You dressed so fine,
You threw the bums a dime,
In your prime,
Didn’t you?
People’d call,
Say, “Beware doll,
You’re bound to fall.”
You thought they were all
Kiddin’ you.
You used to laugh about
Everybody that was hangin’ out.
Now you don’t talk so loud.
Now you don’t seem so proud
About having to be scrounging
for your next meal.
How does it feel?
How does it feel,
To be without a home,
Like a complete unknown
Like a rolling stone?
You’ve gone to the finest school
All right, Miss Lonely,
But you know you only
Used to get
Juiced in it.
And nobody has ever taught you
How to live on the street
And now you find out
You’re gonna have to get
Used to it.
You said you’d never compromise
With the mystery tramp, but now you realize
He’s not selling any alibis,
As you stare into the vacuum of his eyes
And ask him do you want to
Make a deal?
How does it feel?
How does it feel
To be on your own,
With no direction home,
Like a complete unknown
Like a rolling stone?
You never turned around
To see the frowns
On the jugglers and the clowns
When they all come down
And did tricks for you.
You never understood
That it ain’t no good,
You shouldn’t let
Other people get
Your kicks for you.
You used to ride on the chrome horse with your diplomat,
Who carried on his shoulder a Siamese cat.
Ain’t it hard when you discover that
He really wasn’t where it’s at,
After he took from you everything
He could steal?
How does it feel?
How does it feel,
To be on your own,
With no direction home,
Like a complete unknown,
Like a rolling stone?
Princess on the steeple
And all the pretty people,
They’re drinkin’, thinkin’
That they
Got it made.
Exchanging all
Precious gifts,
But you’d better
Take your diamond ring, you’d better
Pawn it, babe.
You used to be so amused
At Napoleon in rags and the language that he used.
Go to him now, he calls you, you can’t refuse.
When you ain’t got nothing, you got nothing to lose.
You’re invisible now, you got no secrets
To conceal.
How does it feel?
How does it feel,
To be on your own,
With no direction home,
Like a complete unknown,
Like a rolling stone?
You dressed so fine,
You threw the bums a dime,
In your prime,
Didn’t you?
People’d call,
Say, “Beware doll,
You’re bound to fall.”
You thought they were all
Kiddin’ you.
You used to laugh about
Everybody that was hangin’ out.
Now you don’t talk so loud.
Now you don’t seem so proud
About having to be scrounging
for your next meal.
How does it feel?
How does it feel,
To be without a home,
Like a complete unknown
Like a rolling stone?
You’ve gone to the finest school
All right, Miss Lonely,
But you know you only
Used to get
Juiced in it.
And nobody has ever taught you
How to live on the street
And now you find out
You’re gonna have to get
Used to it.
You said you’d never compromise
With the mystery tramp, but now you realize
He’s not selling any alibis,
As you stare into the vacuum of his eyes
And ask him do you want to
Make a deal?
How does it feel?
How does it feel
To be on your own,
With no direction home,
Like a complete unknown
Like a rolling stone?
You never turned around
To see the frowns
On the jugglers and the clowns
When they all come down
And did tricks for you.
You never understood
That it ain’t no good,
You shouldn’t let
Other people get
Your kicks for you.
You used to ride on the chrome horse with your diplomat,
Who carried on his shoulder a Siamese cat.
Ain’t it hard when you discover that
He really wasn’t where it’s at,
After he took from you everything
He could steal?
How does it feel?
How does it feel,
To be on your own,
With no direction home,
Like a complete unknown,
Like a rolling stone?
Princess on the steeple
And all the pretty people,
They’re drinkin’, thinkin’
That they
Got it made.
Exchanging all
Precious gifts,
But you’d better
Take your diamond ring, you’d better
Pawn it, babe.
You used to be so amused
At Napoleon in rags and the language that he used.
Go to him now, he calls you, you can’t refuse.
When you ain’t got nothing, you got nothing to lose.
You’re invisible now, you got no secrets
To conceal.
How does it feel?
How does it feel,
To be on your own,
With no direction home,
Like a complete unknown,
Like a rolling stone?
________________
Πηγή: news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου