Η βάφτιση, ήταν πάντα μια από τις σημαντικότερες τελετές στην κρητική κοινωνία. Αποτελούσε και αποτελεί, το δεύτερο, μετά τον γάμο, σπουδαίο οικογενειακό γεγονός, που γιορτάζεται με φαγοπότι γερό και γλέντι τρικούβερτο. Στην βάφτιση είναι απαραίτητη η σύμπραξη του σύντεκνου (αναδόχου), που θα είναι και ο σάντολος ( νονός ) του “κοπελιού”.
Ο πατέρας του παιδιού, εξασφάλιζε τον “σύντεκνο ”, πολύ πριν γεννηθεί το παιδί. Ακολουθώντας το παλαιό έθιμο, “έπιαναν τα χέρια” με καλό του φίλο, για να βαφτίσει αυτός, το παιδί που περίμενε η γυναίκα του. Με την χειραψία αυτή, έκλεινε άγραφη, απαραβίαστη συμφωνία, που υποχρέωνε, ηθικά, τον μεν υποψήφιο σύντεκνο να βαφτίσει το παιδί που θα γεννιόταν, το δε πατέρα να μην το δώσει σε να κανέναν άλλον για το βαφτίσει. Παραλλαγή της συνήθειας αυτής, ήταν όταν, δυο “μπιστικοί ” (επιστήθιοι) φίλοι, “επιάνανε χέρι”, να βαφτίσει ο ένας το παιδί του άλλου “που ήθελε πρωτογεννηθεί”. Εξάλλου, στις οικογένειες που δεν μπορούσαν να “στεριώσουν παιδιά”, γιατί αυτά πέθαιναν λίγο μετά την γέννησή τους, έκαναν τάμα, πως το επόμενο παιδί που θα γεννιόταν, θα το βάφτιζε ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντούσαν μετά την γέννησή του. Ο τυχαίος αυτός σύντεκνος, ήταν απαλλαγμένος από το οποιοδήποτε έξοδο της βάφτισης που του αντιστοιχούσε.
Ο σύντεκνος, ήταν υποχρεωμένος να φέρει στην βάφτιση, τα ρούχα του μωρού, μαζί με το μυρόπανο, το λιβάνι, τα κεριά της κολυμπήθρας και προ πάντων το λάδι. Τέλος, έφερνε μαζί του και το “κρέμασμα”: μια άσπρη “μπολίδα ” (μεγάλο μαντήλι), την οποία ο παπάς, διαβάζοντας μίαν ευχή, έδενε σταυρωτά, με κόμπο, στις δυο διαγώνιες άκρες της, ώστε να περαστεί πάνω από το σβέρκο του σάντολου ( νονού ) και να “κρεμαστεί” μέσα το νεοφώτιστο, μετά το ντύσιμό του με τα “φιλιοτσίστικα” ( βαφτιστικά ) ρουχαλάκια.
Ο πατέρας του παιδιού, έπρεπε να φροντίσει για όλα εκείνα που χρειάζονταν, ώστε να γίνει ένα πλούσιο, ολοήμερο φαγοπότι με άφθονα κρέατα, τυροκομικά, σιταρένιο εφτάζυμο ψωμί και μπόλικο κρασί και ρακί. Καθώς και το κουλούρι του σάντολου ( νονού ). Παράλληλα, έπρεπε να έχει εξασφαλίσει έγκαιρα και “τσι παιγνιδιατόρους” του γλεντιού, δηλ. λυράρη, λαουτιέρη και πασαδόρο, που θα παίζανε “τσι χορούς και τα τραγούδια” του ξεφαντώματος αυτού.
Πάνω στις οκτώ μέρες μετά τη βάφτιση, πήγαιναν όλοι πάλι στην εκκλησιά. Ο παπάς μαζί με τον σύντεκνο, ξανάβαζαν το παιδί στην δεμένη, ακόμα, μπολίδα και “ελυούσαν” τα σταυρώματα, δηλ. τον κόμπο του κρεμάσματος. Τότε μόνον, τελείωνε το μυστήριο του βαφτίσματος. Με το λύσιμο του κόμπου, η ευχή που διαβάστηκε κατά την ώρα της τέλεσης του μυστηρίου, ελευθερωνόταν και η θεία χάρη μετέβαινε στο νεοφώτιστο παιδί. Και με την αφορμή αυτή, ακολουθούσε και πάλι γλέντι.
Η συντεκνιά, αποτελούσε και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους δεσμούς της κρητικής κοινωνίας. Ο δεσμός της συντεκνιάς ήταν τόσο ιερός, που σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τον επικαλούνταν για να κατασιγάσουν έχθρες μεγάλες και διαιωνιζόμενες διαμάχες, μεταξύ οικογενειών.
Όταν το φιλιότσο ( βαφτιστήρι ) ήταν θηλυκό, επικρατούσε η συνήθεια, να αναλαμβάνει ο σάντολος ( νονός ) να το στεφανώσει. Την συνήθεια αυτή, επιβεβαιώνει και το απόφθεγμα “αφού βάλει το έλαιο, να βάλει και το κλήμα”, αυτό το έλεγαν γιατί παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν για στέφανα, κληματσίδες ή κλαδιά αγιοκλήματος.
Κατέβα Παναγία μου με τον μονογενή Σου
και στον καινούργιο Χριστιανό να δώσεις την ευχή σου.
-----------------------
Να γίνει ο νεοφώτιστος άνθρωπος με αξία
και να 'ναι πάντα διαλεκτός μέσα στην κοινωνία
Μύθοι και Θρύλοι της Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου