Amfipoli News: Το ομφάλιο πεδίο της Κνωσού ήταν αρχαίο παγκόσμιο γεωδαιτικό κέντρο. Ίσως, το πρώτο στον κόσμο

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Το ομφάλιο πεδίο της Κνωσού ήταν αρχαίο παγκόσμιο γεωδαιτικό κέντρο. Ίσως, το πρώτο στον κόσμο



  Στην Κρήτη τα μινωικά χρόνια σχεδόν κάθε πόλη, κάθε ανάκτορο, είχε το λατρευτικό του σπήλαιο, ψηλά σε κάποιο κοντινό βουνό, το οποίο βρισκόταν, το πολύ σε απόσταση μιας ώρας. Εάν κάποιο λατρευτικό σπήλαιο ήταν σπουδαίο και το χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες τους, άνθρωποι πέραν της μιας πόλεως, τότε και η πολεοδομία των πόλεων αυτών ήταν προσαρμοσμένη προς την θέση του λατρευτικού σπηλαίου.

Συνήθως οι πόλεις βρισκόταν ανατολικά του ιερού σπηλαίου, το ιερό δε των ναών που ευρίσκοντο μέσα στην πόλη ήταν προσανατολισμένο προς το ιερό σπήλαιο που ήταν δυτικά, η δε είσοδος των ναών ήταν συνήθως από την ανατολή. Στα σπήλαια αυτά, τα οποία δεν ήταν πάντα φυσικά, συνήθως ιερουργούσαν άνθρωποι με μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση, την οποία αντλούσαν από γραπτά κείμενα, μοναδικά στο είδος τους, διότι περιέγραφαν σχεδόν τα πάντα που υπήρχαν ή συνέβαιναν την εποχή εκείνη ή σε προγενέστερες εποχές πολλών αιώνων. Τα πάντα γνώριζαν λόγω της κρητικής θαλασσοκρατορίας τότε, σε όλο τον σημερινό γνωστό κόσμο, και λόγω της συμμετοχής σε όλους τους στρατούς της εποχής, μισθοφόρων κρητών πολεμιστών.

Οι γνώσεις που είχαν, από πολύ νωρίς έγιναν αντικείμενο εμπορίου, διότι ήταν μοναδικές, για την τροφοδοσία με αυτές, των πυθιών, των μεγάλων μαντείων της μινωικής εποχής, ιδίως μετά, τα οποία είχαν ακμάσει στο όνομα του ΜΙΝΩΑ ΚΡΙΤΟΥ, ως θεού.

Αργότερα πάλι αυτός ο τρόπος διάδοσης γνώσεων, συνεχίζεται και προάγεται από τους ορφικούς με βάση την Κρήτη και ειδικά την Φαιστό, εξαπλώνεται δε παγκοσμίως .

Aυτό ήταν εύκολο, διότι από πολλούς αιώνες πριν ομιλούσαν πολλοί λαοί και την κρητική γλώσσα (ελληνική) και έγραφαν στην Γραμμική Α’ γραφή, με ελάχιστες παραφθορές, ανάλογα με την πνευματική μόρφωση κάθε λαού. Οι περισσότεροι λαοί ήταν υπό την επιρροή κρητών εποίκων, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει με την πάροδο των χιλιετηρίδων δικούς τους πολιτισμούς μη εξαρτημένους πλέον από τη μητρόπολη.

Το ομφάλιο πεδίο της Κνωσού ως παγκόσμιο γεωδαιτικό κέντρο

Ο μινωικός πολιτισμός την εποχή εκείνη απέχει του μυκηναϊκού και κάθε άλλου πολιτισμού, όσο η τεχνολογία ενός ποδηλάτου από την τεχνολογία των διαστημοπλοίων ή η τεχνολογία των πυρηνικών όπλων από την άγνωστη στο δυτικό κόσμο τεχνολογία υπερόπλων Τέσλα.

«Εάν μπορούσαμε να δούμε ένα Κρητικό ανάκτορο του 1500 περίπου με όλες του τις διακοσμήσεις θα μάς προκαλούσε έκπληξη, αν όχι κλονισμό», γράφει ο HOOD. (Εδώ ο HOOD, ένας άξιος ανασκαφέας, ίσως ο μόνος εγγλέζος που πέρασε από το νησί την τελευταία χιλιετία, με μόνο επιστημονικά ενδιαφέροντα και όχι εμπορικά, όπως τους άλλους απόγονους του Έλγιν και του Έβανς, αναφέρεται με την επικρατούσα μέχρι τώρα άποψη χρονολογήσεως γεγονότων, η οποία πλέον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για «προϊστορικά» συμβάντα). Στα ποιήματα της Ουγκαρίτ (σημ. της ΑΕΙ : Ουγκαρίτ = Ευαγορίτις-ιδα) (Ugarit), ο θεός τής βιοτεχνίας, έχει σαν θρόνο του την Καφτόρ (Kaphtor=Κρήτη), γράφει ο Sinclair Hood.

«Εδώ -γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο- η ψυχή της Ελλάδας εξετέλεσε τη μοιραία της αποστολή: έφερε το θεό στην κλίμακα του ανθρώπου. Τα τεράστια, ασάλευτα αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ, στην Κρήτη, μικρά χαριτωμένα. Το σώμα κινήθηκε, το στόμα χαμογέλασε και το πρόσωπο και το μπόι του θεού πήρε το πρόσωπο και το μπόι του ανθρώπου».

Το Μυστικό του Ομφάλιου Πεδίου της Κνωσσού

Τώρα θα ασχοληθούμε πιο αναλυτικά με τα προηγούμενα. Αναπόφευκτα θα αρχίσομε από τον Μίνωα τον παντοκράτορα και Θαλασσοκράτορα. Δεν μπορούμε να μην αποκαλέσομε παντοκράτορα, αυτόν που κατέκτησε και εκπολίτισε, όλο τον πλανήτη Γη, αφήνοντας σε κάθε αποστολή του, ανθρώπους οι οποίοι δημιούργησαν αποικίες από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερικανική ήπειρο, όπως φαίνεται από τα άψυχα και έμψυχα απομεινάρια. Οι οποίοι μάλιστα κρατούν ακόμα Κρητικά ήθη και έθιμα, αλλά και η γλώσσα τους προέρχεται από την ανάμειξη της κατά τόπους ομιλούμενης με την Μινωική (Ελληνική Κρητική διάλεκτος),(όταν αναφερόμαστε στο Μίνωα δεν εννοούμε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλο βασιλέα-ιερέα.

Αν και όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο διασημότερος όλων, που έδωσε αίγλη στον τίτλο αυτό σύμφωνα με όσα γράφει η εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, ήταν ο Μίνωας Β). Στις τελευταίες δυο δεκαετίες πολλοί ξένοι ιστορικοί και ερευνητές βρήκαν καθαρά ελληνικές λέξεις στις γλώσσες των Ίνκας, Αζτέκων στη Νότιο και Κεντρική Αμερική, καθώς και στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην Ινδονησία, τη Νέα Γουϊνέα, την Πολυνησία, την Μελανησία, την Αυστραλία. Επίσης από τις Ινδίες την Κίνα ως την Ιαπωνία υπάρχουν όχι μόνον ελληνικές λέξεις αλλά και πανάρχαιες ελληνικές τοπωνυμίες όπως στην Κίνα η περιοχή στο νότιο τμήμα της ‘Γιουνάν’ = Ιωνία κλπ.

Ακόμη και στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις γλώσσες της Αφρικανικής ηπείρου βρίσκουν καθαρά ελληνικές λέξεις τόσο αρχαίες όσο και σύγχρονες. Εκπληκτική είναι η ομοιότητα ανάμεσα σε λέξεις της γλώσσας της Χαβάης και σε λέξεις των αρχαίων ελληνικών. Στα χαβανέζικα «αέτο» σημαίνει αετός, «νου-νου» = σκέψη, «μανάω» = μαθαίνω (αρχαία ελληνικά: «μανθάνω»), «μέλε» = τραγούδι (αρχαία ελλ.: «μέλος» ), «λαούη» = λαός, «ίκι» = έρχομαι (αρχαία ελλ.: «ικάνω» ), νόκο= ζω, κατοικώ (αρχαία ελλ.: «ναίω» ). Στα Κανάρια νησιά, υπάρχουν οι λέξεις «άλιο» για τον Ήλιο και «σελ» για την Σελήνη. Οι Αζτέκοι στις σύνθετες λέξεις για τη λέξη «Θεός» χρησιμοποιούν τη λέξη «τεό» που συναντάται σε πολλά τοπωνύμια.

Η πιο περίεργη σύμπτωση είναι στη λέξη «τεοκάλλι» που σημαίνει «το σπίτι του Θεού» και μοιάζει με το αρχαίο ελληνικό «Θεού καλιάς» που σημαίνει «ο βωμός του Θεού». Περίεργη είναι επίσης η φράση των Μάγιας «Κόνεξ ‘Ομον Πάνεξ», που ακούγεται το ίδιο με τη φράση «Κόνξ Ομ Πανξ», που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες στα Ελευσίνια Μυστήρια, των οποίων το μυστηριακό τελετουργικό προέρχεται από την Κρήτη. Την ίδια ελληνική φράση χρησιμοποιούν οι Βραχμάνοι στις θρησκευτικές τελετές τους, με την μορφή «Κάνσα Ομ Πάνσα». (Με τη μετάφραση του «Κονξ Ομ Πανξ» και την ετυμολογική ανάλυση της, είχαμε ασχοληθεί σε άρθρο για τον Μινωίτη Λατρευτή στο φύλλο της ΠΑΤΡΙΔΑΣ, Ηρακλείου Κρήτης 3-6-97). (Σημ. της ΑΕΙ :σχετικές πληροφορίες στην σελίδα για την Ελληνική προέλευση γλωσσών του Ειρηνικού Ωκεανού)

Η γραφή των Μάγια είναι στην κυριολεξία η αρχαία Κρητική γραφή, Γραμμική Α, που έφθασε εκεί από την μεγαλόνησό μας, Η παρουσία του Ελληνισμού είναι ορατή στους Μάγια. Η ζωγραφική, η γλυπτική, η υφαντουργία, όλα Ελληνικά και συγκεκριμένα μινωικά και Μυκηναϊκά. Οι ναοί με τους μονολιθικούς κίονες, που ζυγίζουν 25 τόνους, δεν κτίστηκαν ασφαλώς στην ζούγκλα από τους ιθαγενείς γεωργούς, διότι απαιτούσαν αρχιτεκτονικές, γεωμετρικές γνώσεις και οπωσδήποτε υψηλή τεχνολογία.

Επίσης κατασκεύασαν αστεροσκοπεία και στάδια σαν τα Ελληνικά. Οι Έλληνες μινωίτες κυβέρνησαν τους Μάγια. Οι Ισπανοί κατακτηταί διηγήθηκαν, ότι η μεγάλη αυτοκρατορική οικογένεια του Περού, η οποία είχε όλα τα υψηλά αξιώματα, ομιλούσε μια ιδιαίτερη γλώσσα, ακατανόητη τόσο από το λαό, όσο και από διερμηνείς. Μήπως αυτή η γλώσσα ήταν η αρχαία κρητική; δηλαδή η αρχαία Ελληνική γλώσσα; 

Γνωρίζομε από άρθρα μας στην «ΠΑΤΡΙΔΑ» στα φύλλα της 4 και 5/2/97, στο τεύχος Ιανουαρίου 1997 του περιοδικού «ΔΑΥΛΟΣ», και στο τεύχος Ιανουαρίου-Μαρτίου 1998 του περιοδικού «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ» (άρθρο για την καρφίτσα του Μουσείου Αγίου Νικολάου Κρήτης), ότι η Ελληνική δεν είναι μόνο η γλώσσα της Γραμμικής Β, αλλά και της Γραμμικής Α, ακόμα δε περισσότερο είναι η γλώσσα των φωνητικών αξιών στα Κρητικά «ιερογλυφικά» τα οποία εχρησιμοποιούντο από τους ιερείς μέχρι και την πρώτη χιλιετία π.Χ.

Να σημειώσουμε ότι απ’ όλους τους Προκολομβιανούς λαούς μόνο οι Μάγιας «δημιούργησαν» ένα σύστημα γραφής και η γλώσσα τους διαφέρει τελείως από τις υπόλοιπες γλώσσες της Κεντρικής Αμερικής και του Μεξικού. Πολλές λέξεις της αρχαίας Ελληνικής Κρητικής διαλέκτου συναντούμε στην πανάρχαια Ινδική. αξιοσημείωτος είναι π.χ. ο Κρητικός τύπος της αναφ.αντων. όστις, στην δοτική ενικού, -ότιμι-, με κατάληξη που απαντά στο αρχαίο ινδικό, -kasmin. (εγκ.Παπυρος-Λαρους-Μπριτάννικα).

Πολλές λέξεις των αρχαίων Ίνκας μοιάζουν με αρχαίες ελληνικές αφού έχουν Μινωική προέλευση. Να σημειωθεί ότι ο Γάλλος ερευνητής Pierre Honore, έχει ανακαλύψει επιγραφές με Κρητικό Γραμμικό Συλλαβάριο στις όχθες του Αμαζονίου, φωτογραφίες των οποίων δημοσίευσε και η ερευνήτρια Μέρτζ. Πιθάρι Κρητικής προέλευσης, που όμοιο του βρέθηκε στην Κνωσό, βρήκαν στο Μπίμινι. Χάλκινοι διπλοί Κρητικοί πέλεκεις Βρέθηκαν στο Ουισκόνσιν και το Οχάιο των ΗΠΑ. Ανάλογα αντικείμενα έχουν βρεθεί και στην Αγγλία.

Η πολιτιστική εισβολή των Κρητών στα διάφορα μέρη του βόρειου ιδικά ημισφαιρίου, άρχισε προ της 4ης π.Χ. χιλιετίας, δημιουργώντας διάφορους μετέπειτα μεγάλους πολιτισμούς όπως ο Αιγυπτιακός και οι μεγάλοι πολιτισμοί της νότιας Αμερικής. Κάθε μια από τις διάφορες μεγάλες πόλεις πού κτίστηκαν ανά την υφήλιο από τους πρόγονους μας Μινωίτες (πριν την ύπαρξη κάθε πολιτισμού στην Αίγυπτο), ήταν γεωδαιτικό ορόσημο ενός τεράστιου συστήματος καταγραφής για κάθε γεωγραφικό πλάτος, με αρχαιότερο τον ομφαλό του Ομφάλιου Πεδίου της Κνωσού, η μεγάλη καταστροφή της οποίας έγινε στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα π.Χ..

Τελευταία βρέθηκαν υπολείμματα στάχτης από το ηφαίστειο της Σαντορίνης στη Γροιλανδία, τα οποία χρονολογούνται στο 1623 π.Χ. και δείχνουν, με απόκλιση είκοσι χρόνια πάνω-κάτω, το έτος καταστροφής του Μινωικού πολιτισμού. Η έκρηξη αυτή του ηφαιστείου της Σαντορίνης ήταν τέτοια που έφτασε στα όρια ακόμη και καταστροφής του πλανήτη.

Για να καταλάβομε το μέγεθος της καταστροφής θα κάνομε μια σύγκριση της έκρηξης αυτής , με την σχετικά πολύ μικρότερη έκρηξη , του ηφαιστείου Κρακατάου που βρίσκεται στο στενό Σούνδα, μεταξύ Ιάβας και Σουμάτρας, και έγινε 26 Αυγούστου 1883. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ.Δ.Δερμιτζάκης, σε άρθρο του στην “Εικονογραφημένη ΙΣΤΟΡΙΑ” , της Πάπυρος Πρεςς, τεύχος 318 γράφει: Στις 26 Αυγούστου δυνατές εκρήξεις ακούστηκαν 160 χλμ. μακριά και πυκνά σύννεφα σποδού και κισσήρεως ακσφενδονίσθησαν 27 χλμ. υψηλά μέσα στον αέρα. Κατά μήκος της ακτής της Ιάβας και της Σουμάτρας έπεσε σκοτάδι, καθώς τα ηφαιστειακά σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο. Το σκοτάδι αυτό διήρκεσε δυόμισι μέρες. Καταρρακτώδεις βροχές σποδού προστέθηκαν στην αναταραχή.

Στις 27 Αυγούστου, το Κρακατάου έφτασε στο μέγιστο της εκρηκτικότητας του. Οι θόρυβοι μιας σειράς εκρήξεων ακούστηκαν ως την Αυστραλία, σε απόσταση 4.840 χλμ. Την ίδια ώρα, ηφαιστειακά αναβλήματα εκτινάχθηκαν πολλά χιλιόμετρα υψηλά στον ουρανό. Τα πιο λεπτόκοκκα τεμάχια, με τη βοήθεια των στρατοσφαιρικών ανέμων, περιέβαλαν την γη και χρειάστηκαν δύο χρόνια περίπου για να κατακαθίσουν.

Υπολογίστηκε ότι 6-8 κυβικά χιλιόμετρα θραυσμάτων πετρωμάτων εκτινάχθηκαν στον αέρα κατά τη διάρκεια των παροξυσμών που κονιοποίησαν το Κρακατάου, με μια απελευθέρωση ενεργείας ίση με εκείνη της πιο ισχυρής υδρογονοβόμβας. Όπως ήταν φυσικό, η επίδραση από την έκρηξή του δημιούργησε ένα τσουνάμι, δηλαδή ένα μεγάλο παλιρροϊκό θαλάσσιο κύμα, το οποίο έφτασε σε ύψος 38μ. από τη βάση ως την κορυφή, καθώς χτυπούσε τις ακτές της Ιάβας και της Σουμάτρας παρασύροντας στον θάνατο 36.000 ανθρώπους.

Η δύναμη του τσουνάμι μπορεί να εκτιμηθεί από το γεγονός ότι μετέφερε ένα μεγάλο πλοίο 2,5 χλμ. στο εσωτερικό της ξηράς και το έριξε εκεί 10 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Πετρώματα που ζύγιζαν 50 τόνους μεταφέρθηκαν ακόμη μακρύτερα). Όπως φαίνεται στο «σπίτι των πεσμένων ογκολίθων» της Κνωσού, ισχυρές ωστικές δυνάμεις ανατίναξαν κυριολεκτικά τεράστιες πέτρες, που καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν θα ήταν δυνατόν να τις μετακινήσει, παρά μόνο με σημερινά μηχανικά μέσα. Η καταστροφή αυτή αποτέλεσε ένα γενικότερο γεωλογικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στην Τροία, στην δυτική Μικρά Ασία και στην κεντρική Παλαιστίνη, όπως επίσης έδειξαν οι ανασκαφές.

Για την ίδια περίπτωση, ο Νικόλαος Πλάτων στο βιβλίο του «ΖΑΚΡΟΣ Το νέον μινωικόν ανάκτορον» έκδοση 1974 , (από την Αρχαιολογική Εταιρεία), γράφει στις σελίδες 264 και 266 τα επόμενα, με τον υπότιτλο «Το παράλληλον του Κρακατάο» :

« Ενημερωτικαί πληροφορίαι δια τας καταστρεπτικάς συνεπείας τας οποίας θα ήτο δυνατόν να είχε προκαλέσει η μεγάλη έκρηξις της Θήρας συγκεντρώθησαν με την μελέτην της εκρήξεως του ηφαιστείου Κρακατάο κατά το έτος 1883, της μόνης αναλόγου περί της οποίας έχομεν ακριβείς πληροφορίας. Δια διαδοχικών εκρήξεων η ηφαιστειακή αύτη νήσος Κρακατάο μετεβλήθη εις χαρακτηριστικήν caldeira. Κατόπιν περιόδου 200 ετών αδρανείας το ηφαίστειον εξερράγη αιφνιδίως τον Αύγουστον του 1883, μετά μίαν μικροτέραν πρόδρομον έκρηξιν κατά τον μήνα Μάιον. Επί δυο ημέρας το ηφαίστειον εξέβαλλε μάγμα, τέφραν, ατμούς και αέρια. Ισχυροί βρόμοι (δυνατός θόρυβος, η βροντή, ο παφλασμός των κυμάτων, η βοή της φωτιάς. εγκ. Π.Λ.Μ.) και δονήσεις του αέρος συνώδευσαν την έκρηξιν. Η τέφρα και οι ατμοί, δριμύτατα όζοντες (μύριζαν άσχημα) εκ του εμπεριεχομένου εις το μάγμα θείου, εκάλυψαν κατά μέγα μέρος τας γειτονικάς νήσους Ιάβαν και Σουμάτραν και ο ουρανός εκεί επί δυο ολοκλήρους ημέρας συνεσκοτίσθη τελείως.

»Τα εδάφη εκαλύφθησαν υπό στρώματος εκ τέφρας και κισήρεως εις πάχος 0.30μ. Μικρά ποσότης εις το στρώμα τούτο προήρχετο εκ των θρυμματισθέντων βράχων της νήσου, της οποίας τα 2/3, εκτάσεως 28 τ.χλμ., εβυθίσθησαν εις την θάλασσαν, καθιζήσαντα εντός του κενωθέντος από το μάγμα υπογείου θαλάμου. Εκ της καταβυθίσεως εδημιουργήθη ηφαιστειακόν κύμα ύψους 35μ. το οποίον εσάρωσε κυριολεκτικώς τα παράλια των μεγάλων νήσων Ιάβας και Σουμάτρας, καταστρέψαν 295 οικισμούς και προξενήσαν τον πνιγμόν 36.000 ανθρώπων. Τα αποτελέσματα εγένοντο επί πλέον αντιληπτά εις μεγίστην έκτασιν της υδρογείου. Το παλιρροιακόν κύμα ήτο αισθητόν εις πάντας τους ωκεανούς, οι δε εκ των δονήσεων του αέρος βρόμοι υπελογίσθη ότι ηκούσθησαν εις το 1/3 της επιφανείας της γής. Οικίαι έπαθον ζημίας εις έκτασιν 800 τ.χλμ.. περί το Κρακατάο. Γεωστροφικοί άνεμοι παρέσυρον την λεπτήν τέφραν ανά τας θαλάσσας.

Αν συνέκρινε τις τα φαινόμενα ταύτα με τα της εκρήξεως της Θήρας θα ηδύνατο να εξαγάγη με σχετικήν ασφάλειαν το συμπέρασμα, ότι η τελευταία θα έδει να ήτο πολλαπλασίας εντάσεως, οπωσδήποτε ουχί μικροτέρας της τετραπλασίας. Εις την Θήραν κατεβυθίσθη έκτασις 83 τ.χλμ., οι εξεμούντες (αυτοί που ξερνούσαν) το μάγμα κώνοι ήσαν τρείς και το καλύψαν το έδαφος στρώμα έφθασεν εις πάχος πλέον των 30μ. Τό ηφαιστειακόν κύμα, προελθόν από πολύ μεγαλυτέραν εκτόπισιν ύδατος, υπήρξεν ασυγκρίτως μεγαλύτερον και ασφαλώς μετεδόθη με μεγίστην ταχύτητα, αφού αύτη αυξάνει αναλόγως με το βάθος των υδατίνων όγκων επι των οποίων μετακινείται, βάθος το οποίον μεταξύ Θήρας και Κρήτης φθάνει τα 1500 μ. Το ύψος του κύματος υπολογίζεται ότι έφθασε τα 70-100μ. και η ταχύτης του θα υπερέβη τα 350 χλμ. ανά ώραν επομένως θα έφθασεν εντός 20 πρώτων λεπτών εις τας ακτάς της Κρήτης, τας οποίας θα εσάρωσε κυριολεκτικώς.

»Παρατηρήσεις αι οποίαι εγένοντο εις γειτονικήν της Θήρας νήσον, την Ανάφην, έφερον ως πιθανόν συμφώνως με τας διαβεβαιώσεις του γεωλόγου Γ. Μαρίνου, ότι στρώμα κισήρεως πάχους 5 μ. απετέθη εις το βάθος μιάς κοιλάδος εις ύψος 250 μ. από της θαλάσσης. Αλλοι επιστήμονες υπεστήριξαν ότι το στρώμα τούτο απετέθη εις άλλην πολύ παλαιοτέραν έκρηξιν. Οπωσδήποτε το παλιρροιακόν κύμα θα έφθασε μέχρι των ακτών της Συρίας, της Τυνησίας, του Δέλτα του Νείλου και της Παλαστίνης, περίπου τρείς ώρας μετά την έκρηξιν. Εις την Γιάφαν, την αρχαίαν Ιόππην (νυν αποτελούσαν μέρος της Τελ Αβίβ), στρώμα κισήρεως ανευρέθη 5 μ. άνω της επιφανείας της Θαλάσσης. Οι βρόμοι θα οικούσθησαν πολύ πέραν της Σκανδιναυίας, της κεντρώας Αφρικής και του μέσου Ατλαντικού Ωκεανού. Ισχυροί σεισμοί θα προηγήθησαν της εκρήξεως και θα ηκολούθησαν ταύτην, προκληθέντες εκ της μετακινήσεως του φλοιού της λάβας και ως αποτέλεσμα της τρομακτικής καταβυθίσεως. Γενικώς η ισχύς της εκρήξεως εξετιμήθη ως ίση προς εκείνην την οποίαν θα προεκάλουν εκατοντάδες υδρογονοβομβών . Δύναται τις ούτω να αντιληφθή τας συνεπείας τας οποίας θα είχεν επί των εις μικράν σχετικώς απόστασιν κειμένων μινωικών κέντρων ».

Οι διαδοχικές εκρήξεις του ηφαιστείου της Θήρας έχουν επιφέρει τέτοια σύγχυση στις προσπάθειες ορισμού της χρονολόγησης της μεγάλης καταστροφής, σε σημείο να υποθέτουν ακόμα και σήμερα ότι αυτή έγινε το 1450 π.Χ. Επίσης δεν έχει ακόμη καθοριστεί αν η καταστροφή της Κρήτης επήλθε κυρίως δια της αμέσου ενεργείας του ηφαιστείου ή από τις συνέπειες της καταπίπτουσας τέφρας και των σεισμών, οι οποίοι συνοδεύτηκαν από πυρκαγιές.

Επειδή όμως δεν βρέθηκαν ανθρώπινα θύματα της τελικής καταστροφής αλλά ούτε και της προηγούμενης, φαίνεται ότι οι άνθρωποι βρήκαν τον καιρό να απομακρυνθούν, αφού πρόλαβαν να κρύψουν πολυάριθμους θησαυρούς κάτω από τα δάπεδα οικιών της Κνωσού, με την ελπίδα να τους αναζητήσουν μελλοντικά. Η άποψη ότι επειδή στις παραστάσεις των τάφων Αιγυπτίων αξιωματούχων της βασιλείας του Τούθμωση ΙΙΙ (1481-1447) π.Χ.), έχουν εικονισθεί Κεφτί φέροντες σκεύη ανάλογα με αυτά που βρέθηκαν στη Ζάκρο, αποδεικνύει τον αιώνα καταστροφής των ανακτόρων, δεν ευσταθεί, διότι δεν πρέπει να αποκλείσομε την περίπτωση οι μινωϊτες να δημιούργησαν πόλη αντάξια του πολιτισμού τους στην Μέση Ανατολή και να συνέχισαν τις συναλλαγές τους με τους διάφορους λαούς όπως πρώτα.

Έχω ενδείξεις για την περίπτωση αυτή, ότι μια τέτοια πόλη ακμάζουσα με λιμάνι, ήταν στην Χάιφα και λεγόταν Ακό ή Ακχώ, όνομα το οποίο πιστεύω ότι είχε και η Μινωική πόλη της Κνωσού, που την ονόμασαν όπως την λέμε σήμερα οι Μυκηναίοι. Το νεκροταφείο δε της πόλης αυτής ήταν στις Αρχάνες σύμφωνα με την ετυμολογική ανάλυση της λέξης. (Ακχ-άρνες -> Αχάρνες -> Αρχάνες = Της Ακό Άδης = νεκροταφείο της Ακό).

Το όνομα της μινωικής «Κνωσού» διάβασα σε νόμισμα των «ιστορικών» χρόνων, το οποίο φέρει το σχέδιο του Λαβύρινθου, αριστερά αυτού όπως το βλέπομε το γράμμα Α, δεξιά το Ρ και κάτω από το σχέδιο την λέξη ΚΝΩΣΙΩΝ. Κάτω από τα γράμματα Α και Ρ, υπάρχουν δυο ιερογλυφικά τα οποία αν τα διαβάσομε από δεξιά προς αριστερά , δηλαδή από το Ρ προς το Α, μα δίνουν την λέξη Ακό. Φαίνεται ότι στους ιστορικούς χρόνους αντέγραψαν νόμισμα των «προϊστορικών χρόνων» στο οποίο επιπλέον έγραψαν με το Ελληνικό αλφάβητο το όνομα της Μυκηναϊκής Κνωσού το οποίο διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Να προσθέσω ότι, Κνωσός = κατεστραμμένη Ακό, στην μυκηναϊκή διάλεκτο. (Αρχικά έχομε a-ko-no-so = a-ko no-so = Ακό νόσος = Ακό κατεστραμμένη)

Οι πόλεις την Μινωική εποχή, είχαν γεωδαιτική και αστρονομική αλληλεξάρτηση με παγκόσμιο σημείο αναφοράς την Κνωσό η οποία βρίσκεται μαζί με την Φαιστό και την Πάφο της Κύπρου στον 35 παράλληλο, ο αριθμός δε των φύλλων που έχουν οι ρόδακες και τα διάφορα ονομαζόμενα σήμερα αστέρια, είναι χαρακτηριστικός του κάθε γεωγραφικού παράλληλου. Έτσι μπορούμε από τη ζωγραφική με ρόδακες, να διακρίνομε αν ένα αγγείο έχει σχέση π.χ. με την Κρήτη ή με τις Μυκήνες που βρίσκονται στο 38 παράλληλο. Οι πόλεις μεταξύ τους σχηματίζουν ισοσκελή τρίγωνα, το τρίγωνο Κνωσός-Σπάρτη-Δωδώνη είναι ισοσκελές, όπως και τα τρίγωνα Ολυμπία-Δελφοί-Αθήναι, Σπάρτη-Αθήναι-Δήλος, Σπάρτη-Δωδώνη-Αθήναι, Δελφοί-Αργος-Αθήναι, κ.α.

Ο προσανατολισμός των ιερών γινόταν με βάση ορισμένα εστιακά κέντρα (ομφαλούς) όπως π.χ. τούς Δελφούς, την Δήλο, τις Σάρδεις, το ιερό του Άμμωνος Διός στην όαση Σίβα της Αιγύπτου το οποίο είχε κτίσει το 570 π.Χ. ο Φαραώ Αμασις στο όνομα του ηλίου Άμμωνα, υπήρχε δε εκεί μαντείο το οποίο συμβούλεψε τον Μέγα Αλέξανδρο και του είπε ότι είναι αυτός που δικαιούται να κυριαρχήσει στην Αίγυπτο. Οι δυνάστες των Αιγυπτίων είχαν εκτραπεί από το σύστημα αυτό, στο οποίο προσπάθησε να τούς επαναφέρει ο Φαραώ Αχενατών χωρίς επιτυχία.

Αργότερα, ο Μενέλαος, κάτοχος της γνώσης της γεωδαισίας από τον πρόγονο του Θυέστη, ανανέωσε το σύστημα αυτό του απώτατου παρελθόντος χτίζοντας την Κάνωπο σχεδόν πάνω στα ερείπια της προδυναστικής πρωτεύουσας Μπεχντέτ, η οποία εναρμονιζόταν γεωδαιτικά με μια σειρά ομφαλών του βόρειου ημισφαιρίου.

Θαυμάσαμε τις γεωδαιτικές γνώσεις των Μινωιτών σε συνδυασμό με την θρησκευτική συνείδηση τους, όταν ερευνώντας παρατηρήσαμε τα επόμενα:

1) Το ομφάλιο πεδίο της Κνωσού το οποίο όπως αναφέραμε ήταν παγκόσμιο κέντρο γεωδαιτικής αναφοράς, βρίσκεται στο βαρύκεντρο (κέντρο βάρους), δηλαδή στο σημείο τομής των μεσοκαθέτων του ισοσκελούς τριγώνου του οποίου η προβολή, έχει κορυφές τα μεγάλα λατρευτικά σπήλαια, Αρκαλοχωρίου-Ψυχρού- Σκοτεινού, το κέντρο του οποίου βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο Καστελίου πεδιάδος, στον νομό Ηρακλείου Κρήτης, και συγκεκριμένα λίγο βορειοανατολικά του χωριού Ευαγγελισμός.

Ομφαλούς στην αρχαιότητα χαρακτήριζαν και τα γεωγραφικά κέντρα. Εξάλλου η σωστή ονομασία είναι Ομφάλιον πέδον= πεδίον= η μεσοχωριά, κατά τον Ν.Σταυράκη. Και ο Spratt τοποθετεί το πεδίο αυτό στην σημερινή πεδιάδα του Καστελίου της επαρχίας Πεδιάδος (δεν γνωρίζω εάν η τοποθέτηση του Spratt έχει γεωμετρικά στηρίγματα), και τοποθετεί τις Θενές στο σημερινό χωριό Σαμπάς της ίδιας επαρχίας, βορειοδυτικά του Καστελίου.

Από την πεδιάδα του Καστελίου πηγάζει ο ποταμός Καρτερός, ο αρχαίος Αμνισός ή Τρίτων. Κατά τον Διόδωρο το Σικελιώτη στην περιοχή αυτή των πηγών του Τρίτωνος, γεννήθηκε η Αθηνά από τον Δία, και από αυτόν την έλεγαν Τριτογένεια. <<Μυθολογούσι δε και την Αθηνάν κατά την Κρήτην εκ Διός εν ταις πηγαίς του Τρίτωνος ποταμού γεννηθήναι. διό και Τριτογένειαν ονομασθήναι. Εστί δε και νυν έτι περί τας πηγάς ταύτας ιερόν άγιον της θεού ταύτης.εν ω τόπω την γένεσιν αυτής υπάρξαι μυθολογούσι>>.

Η ίδια η λέξη Αθηνά, στην Κρητική διάλεκτο Ατάνα (Ταν στην Κρήτη ο Δίας), ετυμολογικά ερμηνεύει τα παραπάνω. Η τοποθέτηση του Pape ότι οι Θενές είναι στο Καννί Καστέλι, άρα το Ομφάλιο πεδίο που αναφέρει ο Καλλίμαχος στον ύμνο προς τον Δία, είναι στην κοιλάδα μεταξύ Κνωσού και του χωριού αυτού, είναι λανθασμένη, αφού δεν στηρίζεται πουθενά. Ο μύθος του Καλλίμαχου όταν λεει ότι οι Κύδωνες καλούσαν Ομφάλιο το μέρος που έπεσε ο ομφαλός του μωρού Δια, υποκρύπτει τον γεωδαιτικό ομφαλό, του γεωδαιτικού ομφαλίου πεδίου της Κνωσού.

2) Το σημείο που βρίσκεται η αρχαία πόλης των Μαλίων, με τα σημεία που βρίσκονται τα ιερά σπήλαια Ψυχρού και Σκοτεινού, σχηματίζουν ισοσκελές τρίγωνο, με κορυφή τα Μάλια. Έχομε δηλαδή στις αποστάσεις: σπήλαιο Σκοτεινού-σπήλαιο Αρκαλοχωρίου= σπήλαιο Αρκαλοχωρίου-σπήλαιο Ψυχρού, Ψυχρό-Μάλια= Μάλια-Σκοτεινό.

3) Η απόσταση Κνωσού-Αρκαλοχωρίου= σπήλαιο Σκοτεινού-σπήλαιο Αρκαλοχωρίου.

4) Περιφέρεια κύκλου με ακτίνα την απόσταση Αρκαλοχώρι-Ψυχρό, και με κέντρο το Αρκαλοχώρι περνά από Σκοτεινό και Κνωσό.

Ο Ευήμερος αναφέρει ότι, οι πανάρχαιοι Έλληνες Μινωικοί Κρήτες οδηγούμενοι υπό του Διός, είχαν εποικήσει την Αραβία, την Περσία, τα νησιά του Ινδικού Ωκεανού, την νήσο Παγχαία, την Μεσοποταμία, όπου πολύ αργότερα ονομάσθηκαν Σουμέριοι, μέχρι και τον Εύξεινο Πόντο, όπου εμφανίσθηκαν και εγκαταστάθηκαν ως Χάλυβες. Φιλέλληνες Ινδοί της Καλκούτας, λένε:

«Πιστεύουμε ότι ήρθαμε απ’τήν Κρήτη πολύ πριν από τον Αλέξανδρο (τουλάχιστον κάποιοι από εμάς). Κρητικές σφραγίδες έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή μας. Το λιμάνι Γιάνγκ ήταν πολύ αρχαίο λιμάνι και η ιστορία των πραγματικών Αργοναυτικών πρέπει να είναι κρυμμένη εκεί » («Οικονομικός Ταχυδρόμος», 6-10-94). Μήπως αυτή η λεγόμενη «Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα» και η κάποια «άγνωστη μεσογειακή», θα έπρεπε να λέγεται Ελληνοκρητομινωϊκή;. O αρχαιολόγος S.K.CHATTERGI στο κεφάλαιο του περίφημου βιβλίου του «Ιστορία και πολιτισμός του Ινδικού λαού» όχι μονάχα παραδέχεται τη μεγάλη μετανάστευση από τα νησιά του Αιγαίου με επίκεντρο τη νήσο Κρήτη, αλλά επιμένει στην καταγωγή του ινδικού λαού από τους «προέλληνες» του Αιγαίου.

Ένας Ινδός αρχαιολόγος αναζητώντας παλιούς ναούς βουδικούς στο Πακιστάν το 1922, βρήκε τον ένα μετά τον άλλο έξι σφραγιδόλιθους με εικονογραφική ανάγλυφη παράσταση, τέλειας τέχνης. Μην κατορθώνοντας να ερμηνεύσει αυτούς αποτείνεται στον ανατολιστή αρχαιολόγο SIR JOHN MARSHAL, στο οποίο παρέδωσε τα ευρήματα του.

Στα 1925 γίνηκε γνωστό, ότι κάποια σχέση ανάμεσα σ’αυτούς τους δακτυλιόλιθους πρέπει να υπάρχει, με την εικονογραφική παράσταση του Δίσκου της Φαιστού. Σε μια πρόσφατη ανακοίνωση του καθηγητή της θεωρητικής φυσικής του πανεπιστημίου της Γιοκοχάμα Γιοσίρο Τακάνο, στην οποία αυτός αναφέρεται στην ομοιότητα της Μιλήτου προς την μητρόπολη της Μίλατο της Κρήτης, ομοιότητα τοπογραφική, πολεοδομική, αρχιτεκτονική και πάνω απ’όλα γεωγραφική, δεν αφήνει αμφιβολία πως οι οικιστές της Μιλήτου μετέφεραν στη νέα πατρίδα τους τις γεωγραφικές γνώσεις των μητροπολιτικών αρχείων.

Η Μινωική αποικιακή δραστηριότητα, η οποία προσδιορίζεται ήδη στα μέσα της 2ης π.Χ.χιλιετίας, εντάθηκε από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Οι πρόσφυγες-άποικοι μετέφεραν στις νέες πατρίδες τους ό,τι πολύτιμο μπορούσαν να διασώσουν. Η ουράνια σφαίρα που βρέθηκε στην κατοχή του Θαλή του Μιλήσιου καθώς και οι γνώσεις του μεγάλου αυτού σοφού, στο ενεργητικό του οποίου προσάπτεται και η συγγραφή του βιβλίου «Ναυτική Αστρολογία», θα πρέπει να είχαν προέλευση τη μινωική Κρήτη. Η μινωική γεωγραφία, διακρίνεται εύκολα στις γεωδαιτικές και τοπογραφικές αντιλήψεις των Μινωϊτών κατασκευαστών και αποίκων.

Ο συγγραφέας του «Καταλόγου των Πλοίων» στη Β ραψωδία της Ιλιάδας, αναφέρει ότι οι Μινωϊτες που συνόδευαν το στόλο του Ιδομενέα στην εκστρατεία της Τροίας προέρχονταν από εκατό πολιτείες. Δεν θα είναι έκπληξη αν διαπιστωθεί από τις αρχαιολογικές ανασκαφές ότι αυτές ήταν κατανεμημένες σύμφωνα με το γεωδαιτικό τριγωνισμό, που όπως αναφέραμε υπάρχει, στα ιερά σπήλαια . Το μαντείο του Ομφαλού, στο Ομφάλιο Πέδον (Πεδίο), στο Καστέλι Πεδιάδος, σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος, ώστε να αποτελεί κλειδί υπολογισμού για τις γεωγραφικές αποστάσεις Βορείου και νοτίου ημισφαιρίου, είναι ένα γεγονός που σηματοδοτεί την εξέλιξη που είχαν οι Μινωϊτες στο χώρο αυτό. Μάλιστα η παρουσία των Μινωϊτών ιερέων («Κρήτες από Κνωσσού Μινωίου», «Οργιόνες») στον ομφαλό του κόσμου, στους Δελφούς, όπως αναφέρεται στον «Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα», αποτελεί επιπρόσθετη μαρτυρία που υποδηλώνει τη σχέση των δύο περιοχών με την ιερή γεωγραφία.

Η ναυσιπλοία των Μινωϊτών στον Ατλαντικό οπωσδήποτε γινόταν με βάσει κάποιες γήινες και αστρονομικές συντεταγμένες. Το πέρασμα από τη ναυτική αστρολογία στα συστήματα γεωγραφικών συντεταγμένων υπήρξε περίπλοκο, αφού αυτοί που καθιέρωσαν τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη (στην αρχέγονη γεωδαιτική μορφή), χρειάστηκε να επιστρατεύσουν τις εμπειρίες αμέτρητων ταξιδιών και τη γνώση των βασικών επιστημών της εποχής τους.

Γεγονός είναι ότι οι ρίζες της γεωγραφίας και της γεωδαισίας ξεκινάνε από τον Μινωικό χώρο και στις όποιες παρακαταθήκες των αρχαίων Κρητών ναυτικών και εξερευνητών.

Και λίγα λόγια για την Κνωσό

Το Μυστικό του Ομφάλιου Πεδίου της ΚνωσσούΚνωσός, τοποθεσία

Το Μινωικό Παλάτι της Κνωσού βρίσκεται 5 χιλιόμετρα νοτιο-ανατολικά από το Ηράκλειο, στην κοιλάδα του ποταμού Καίρατου. Ο ποταμός πηγάζει από τις Αρχάνες, διασχίζει την Κνωσό και εκβάλλει στον Κατσαμπά, το μινωικό λιμάνι της Κνωσού. Στα μινωικά χρόνια ο ποταμός είχε τρεχούμενο νερό όλη τη διάρκεια του χρόνου και οι γύρω λόφοι καλύπτονταν από βελανιδιές και κυπαρίσσια, εκεί που σήμερα βλέπουμε ελιές και αμπέλια. Οσο για τα πεύκα μέσα στην Κνωσό, αυτά φυτεύτηκαν από τον Εβανς.

Η επί 9.000 χρόνια συνεχής κατοίκηση έχει επιφέρει μεγάλες αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον, που δεν μας επιτρέπουν να φανταστούμε εύκολα το πραγματικό Μινωικό τοπίο.

Κνωσός, το πρώτο και το δεύτερο Ανάκτορο

Ο πρώτος οικισμός στην Κνωσό χρονολογείται γύρω στο 7.000π.Χ., στη Νεολιθική Εποχή. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη του οικισμού οδήγησε κατά τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στην ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ανακτόρου της Κνωσού. Η Κνωσός αποτέλεσε έδρα του μυθικού βασιλιά Μίνωα και το κυριότερο κέντρο εξουσίας στην Κρήτη.

Το Πρώτο αυτό Aνάκτορο καταστρέφεται κατά το 1.700 π.Χ. περίπου, αλλά ξανακτίζεται για να καταστραφεί οριστικά πια από φωτιά το 1350 πΧ. Έκτοτε ο χώρος του ανακτόρου μετατρέπεται σε ιερό άλσος της Ρέας, αλλά δεν ξανακατοικείται.

Το ανάκτορο της Κνωσού αποτελεί το μνημειακό σύμβολο του μινωικού πολιτισμού σε ότι αφορά την κατασκευή, χρήση πολυτελών υλικών, αρχιτεκτονικού σχεδίου, προηγμένων τεχνικών δόμησης και το εντυπωσιακό μέγεθος του.

Μίνως Καλοκαιρινός, η πρώτη ανασκαφή στην Κνωσό

Η πρώτη ανασκαφή μεγάλης έκτασης έλαβε χώρα το 1878 από τον εύπορο φιλότεχνο Ηρακλειώτη Μίνω Καλοκαιρινό ενώ η Κρήτη βρισκόταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή. Ο Μίνως Καλοκαιρινός ανέσκαψε τμήμα των δυτικών αποθηκών και έφερε στο φως πολλούς μεγάλους πίθους.

Το Μυστικό του Ομφάλιου Πεδίου της Κνωσσού
Αρθουρ Εβανς Κνωσός

Το Μάρτιο του 1900 ο sir Arthur Evans ανασκάπτει όχι μόνο το ανάκτορο αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Κνωσού. Η ανασκαφή διαρκεί μέχρι το 1931, ενώ το συγκρότημα του ανακτόρου ανασκάφηκε σε 5 χρόνια, χρόνος που θεωρείται ελάχιστος με τις σημερινές μεθόδους και τεχνικές.

Ο Εβανς προχώρησε στην αναστήλωση του ανακτόρου με τσιμέντο, τεχνική που κατακρίνεται σήμερα σαν αυθαίρετη και επιβαρυντική για το μινωικό οικοδόμημα. Εκτοτε η αρχαιολογική έρευνα συνεχίζεται διαρκώς και έχει ξεκινήσει πρόγραμμα συντήρησης του ανακτόρου από τις φθορές.

Το Μυστικό του Ομφάλιου Πεδίου της Κνωσσού
Κνωσός, η Δυτική Είσοδος

Η επίσκεψη στο χώρο της Κνωσού ξεκινά από τη Δυτική Είσοδο του ανακτόρου και ακολουθεί κυκλική φορά. Περνώντας την είσοδο, ο επισκέπτης βρίσκεται στην πλακόστρωτη Δυτική Αυλή, της οποίας οριοθετούσαν τρεις τελετουργικοί δρόμοι σε σχήμα τριγώνου. O χώρος είχε ιερό χαρακτήρα που φαίνεται και από την ύπαρξη δύο χαμηλών βωμών.

Μπροστά μας διακρίνεται μερικώς αναστηλωμένη η δυτική πρόσοψη του ανακτόρου. Αριστερά μας βλέπουμε τρεις λάκκους με κυλινδρικό σχήμα, τις Κουλούρες κατά τον Έβανς. Πρόκειται για δεξαμενές απόθεσης προσφορών από τις τελετουργίες που γίνονταν στη Δυτική Αυλή.

Συνεχίζοντας την πορεία του ο επισκέπτης συναντά στο δεξί του χέρι σε χαμηλότερο επίπεδο, κατάλοιπα της Προανακτορικής Εποχής (πριν το 2.000 π.Χ.) και ακόμη παλιότερα, από τον Νεολιθικού οικισμό.

Περνάμε τη Δυτική Είσοδο του ανακτόρου με το Πρόπυλο και συνεχίζουμε μέσω του πλακόστρωτου Πομπικού Διαδρόμου προς τα νότια Προπύλαια. Οι τοίχοι του Πομπικού Διαδρόμου ήταν διακοσμημένοι με την τοιχογραφία της «Πομπής», τμήμα της οποίας σε αντίγραφο θα συναντήσουμε παρακάτω στα Νότια Προπύλαια.

kdrandakis και THE CURIOSITY OF CAT

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου