Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Φτάνοντας στην αμερικανική ήπειρο οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν ότι δεν ήταν οι πρώτοι που πατούσαν το πόδι τους σε εκείνα τα εδάφη. Άνθρωποι από την ασιατική στέπα είχαν καταφέρει να διασχίσουν τα 88 χιλιόμετρα που χωρίζουν την Ασία από την Αλάσκα, πριν από περίπου 15.000 χρόνια, όταν ο Βερίγγειος πορθμός ήταν ακόμη παγωμένος και ως εκ τούτου προσπελάσιμος. Στον διάβα των αιώνων οι άνθρωποι που είχαν φτάσει εποίκισαν ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο από τον Αρκτικό κύκλο μέχρι την Γη του πυρός, δημιουργώντας ένα πλήθος πολιτισμών με μεγάλη ποικιλομορφία. Αποκορύφωμα ήταν οι αυτοκρατορίες της κεντρικής και νότιας Αμερικής, τις οποίες υπέταξαν δια της βίας οι Ισπανοί Κονκισταδόρες. Η μοίρα των γηγενών αυτών είναι λίγο πολύ γνωστή. Το ισπανικό ατσάλι, το άλογο, τα πυροβόλα όπλα καθώς και τα μικρόβια που κουβαλούσαν μαζί τους οι Ισπανοί κατακτητές συνέβαλαν στην καθυπόταξη και την υποταγή των αυτοκρατοριών των Αζτέκων και των Ίνκας.
Η περιοχή των σημερινών Η.Π.Α. την εποχή της άφιξης του Κολόμβου στην Καραϊβική υπολογίζεται ότι φιλοξενούσε περί τους 2,5 εκ. κατοίκους. Ένα πλήθος φυλών Ινδιάνων κατοικούσαν διάσπαρτοι και διαιρεμένοι σε πάνω από 1000 φυλές. Και αυτοί, όπως και οι Ινδιάνοι του νότου, βρίσκονταν πολιτισμικά στην εποχή του λίθου. Παρότι δεν είχαν γνώση του τροχού ή του αρότρου, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας στην ήπειρο αυτή μεγάλων ζώων που θα μπορούσαν να εξημερωθούν ως υποζύγια, είχαν αναπτύξει την γεωργία και την φυτοκομία. Καλλιεργούσαν το καλαμπόκι, την κολοκύθα, τα φασόλια και άλλα φυτά άγνωστα στους Ευρωπαίους. Κύρια απασχόληση των φυλών ήταν το κυνήγι, ιδιαίτερα του Βίσωνα. Το ζώο αυτό κατέκλυζε τις πεδιάδες των σημερινών Η.Π.Α. σε τεράστιους πληθυσμούς, παρέχοντας στους ιθαγενείς άφθονο κρέας και δέρμα. Στον βορά οι αυτόχθονες είχαν τελειοποιήσει το κυνήγι της φώκιας, που τους παρείχε τα αντίστοιχα του Βίσωνα, αλλά και το πολύτιμο για την επιβίωση στις παγωμένες περιοχές της αρκτικής, λίπος. Η γη ανήκε σε όλους και καλλιεργούταν κοινοτικά, ενώ φαίνεται ότι η έννοια της ιδιοκτησίας ήταν άγνωστη σε αυτούς. Είναι φανερό λοιπόν ότι η ανθρώπινη εφευρετικότητα είχε δημιουργήσει μια ποικιλομορφία πολιτισμών που είχαν καταφέρει να διαχειριστούν και να προσαρμοστούν στο φυσικό περιβάλλον άριστα.
Οι φυλές της βόρειας Αμερικής ήταν διασπασμένες και ποτέ δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν κάποιο ενιαίο κρατικό σχηματισμό ή αυτοκρατορία. Πιθανόν η ολιγανθρωπία σε συνδυασμό με την αφθονία πλουτοπαραγωγικών πηγών, δεν κατέστησε την κεντρική διοίκηση και διαχείριση τόσο απαραίτητη όσο στους ανθρώπους που κατοικούσαν στην κεντρική και νότια Αμερική, περιοχές που χαρακτηρίζονται από πολύ πιο δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι απέραντες έρημοι του Μεξικού, η τροπική βλάστηση του Ισημερινού ή το φτωχό και ορεινό ανάγλυφο των Άνδεων έκαναν πολύ πιο επιτακτική την ανάγκη μια οργανωμένης εκμετάλλευσης των λιγοστών εύφορων εδαφών. Οι βόρειοι Ινδιάνοι ζώντας σε μια απέραντη έκταση που τους παρείχε σχεδόν τα πάντα δεν ανέπτυξαν ποτέ κεντρική διοίκηση με αποτέλεσμα οι φυλές να απολαμβάνουν μια αξιοζήλευτη ανεξαρτησία. Οι γλώσσες τους ανήκαν σε περίπου 20 διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες και πολλές φορές χωριά που ανήκαν στην ίδια φυλή μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους, κάνοντας τη χρήση διερμηνέων απαραίτητη. Διαφορές υπήρχαν εκτός από την γλώσσα και στα ήθη και τα έθιμα των διαφόρων φυλών.
Οι πρώτες επαφές Ευρωπαίων με τους κατοίκους της βόρειας Αμερικής χρονολογούνται περί το 1000 μ.Χ. όταν κάποιες μικρές αποστολές των αεικίνητων Βίκινγκ έφτασαν στo νησί της Νέας Γης (Newfoundland), στον κόλπο του Αγ. Λαυρεντίου και στις ακτές του New Brunswick του σημερινού Καναδά. Αν και εξοικειωμένοι με τις καιρικές συνθήκες οι Σκανδιναβοί θαλασσοπόροι φαίνεται ότι δεν μακροημέρευσαν στις περιοχές αυτές, ενδεχομένως διότι εξολοθρεύτηκαν από τους πολυαρθμότερους αυτόχθονες ιθαγενείς. Το επόμενο μεγάλο βήμα θα γίνει περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Στα 1565 στις ακτές της Φλώριδας οι Ισπανοί θα ιδρύσουν το Saint Augustine, που αποτελεί και την αρχαιότερη αποικία Ευρωπαίων στις σημερινές Η.Π.Α. Βορειότερα οι Άγγλοι ιδρύουν με την σειρά τους μια μικρή αποικία στη Νέα Γη περί τα 1583. Ακολούθησαν οι Γάλλοι που έχτισαν την πρώτη τους αποικία στον Καναδά περί τα 1608, το σημερινό Québec, που στην γλώσσα των αυτοχθόνων σήμαινε «πέρασμα». Η αχανής έκταση ανάμεσα στον Καναδά και την Φλώριδα έγινε πεδίο δράσης του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Αποικιστικές αποστολές υπό τον ευνοούμενο της βασίλισσας Ελισάβετ, Walter Raleigh, πραγματοποιήθηκαν στα 1584 και 1587 και προς τιμήν της παρθενίας της βασίλισσας ολόκληρη η περιοχή ονομάστηκε Virginia… Οι πρώτοι αυτοί Άγγλοι έφτασαν στις ακτές της σημερινής Βόρειας Καρολίνας και εγκαταστάθηκαν στη νήσο Roanoke. Εκεί βρήκαν εύφορη γη και αυτόχθονες φιλικά διακείμενους. Ο William Symonds, Άγγλος ιερέας, περιέγραφε λίγο αργότερα στα 1612 την περιοχή της Virginia ως εξής: «Αλλά βρεθήκαμε σε μια παρθένα χώρα, όπου συναντήσαμε μόνο ανθρώπους οκνηρούς, σκόρπιους, που δεν προνοούσαν και ουδέν γνώριζαν περί χρυσού, αργύρου ή άλλων αγαθών, τηρώντας μόνο τις άμεσες ανάγκες τους». Οι πρώτες αυτές προσπάθειες αποικισμού, όμως, κατέληξαν σε παταγώδη αποτυχία, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς των νεοφερμένων. Η διαφορά νοοτροπίας, το πολιτισμικό χάσμα και η θρησκοληψία των Ευρωπαίων, που έβλεπαν στον ινδιάνικο πολιτισμό σατανικά στοιχεία, δημιούργησαν εντάσεις μεταξύ των δυο πολιτισμών. Σε μια περίπτωση όπου ένας Ινδιάνος έκλεψε ένα ασημένιο κύπελλο από τους αποίκους του Jamestown, οι τελευταίοι σε αντίποινα έκαψαν ένα ολόκληρο ινδιάνικο χωριό. Τέτοιες συμπεριφορές δημιούργησαν δικαιολογημένη καχυποψία και απέχθεια στους Ινδιάνους για τους νεοφερμένους Ευρωπαίους.
Κατά τον 17ο αιώνα οι αποστολές αποίκων αυξάνονται κατακόρυφα. Στα 1607 η «Εταιρεία του Λονδίνου» εγκατέστησε στις εκβολές του ποταμού James, στον κόλπο του Chesapeake, αποίκους, που ίδρυσαν την πόλη Jamestown, ξεκινώντας τον αποικισμό της Virginia. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με την φυλή των Παουάταν. Παρά την αρχική καχυποψία ανάμεσα στους δυο πολιτισμούς, συν τω χρόνω επιτεύχθηκε ένα modus vivendi. Καταλυτική ήταν η συνεισφορά του λοχαγού John Smith, ο οποίος κατάφερε να γίνει αποδεκτός από τους Ινδιάνους χάρη στην συμπάθεια που ανέπτυξε προς το πρόσωπό του η κόρη του αρχηγού των Παουάταν, Ποκαχόντας. Όπως σημειώνει ο Charles De Wolf Brownell: «Οι ιθαγενείς ήταν φιλήσυχοι και ευγενικοί προς τους αποίκους, τους δέχθηκαν με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση και χάρηκαν πολύ με την ευκαιρία που τους δόθηκε να κάνουν εμπόριο με αντάλλαγμα χάντρες και στολίδια». Οι άποικοι, πάντως, αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες και στερήσεις και είναι σίγουρο ότι το σύνολο της αποικίας θα χανόταν χωρίς την βοήθεια της Ποκαχόντας και των ιθαγενών. Στα 1612 o John Rolfe θα μάθει από τους Ινδιάνους την καλλιέργεια του καπνού, δίνοντας στην αποικία την δυνατότητα να προοδεύσει από το εμπόριο του νέου αυτού φυτού. Παράλληλα, θα προσηλυτίσει την Ποκαχόντας στον χριστιανισμό και θα την νυμφευτεί, γεγονός που δημιούργησε, πρόσκαιρα είναι η αλήθεια, θετικό κλίμα στις σχέσεις αποίκων και ιθαγενών. Ο Ελβετός ιστορικός Urs Bitterli αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πράγματι, οι προσφορές τροφίμων των Ινδιάνων έσωσαν όχι μόνο τους Γάλλους στην περιοχή του Αγίου Λαυρεντίου αλλά και τους Άγγλους της Βιρτζίνια από το να πεθάνουν της πείνας». Πολλοί από τους αποίκους ήταν εντελώς ακατάλληλοι και απροετοίμαστοι για τις δύσκολες συνθήκες του αποικιακού εγχειρήματος, με το νου τους να είναι μονίμως στραμμένος στο πως θα πλουτίσουν, αδιαφορώντας για τις άμεσες ανάγκες επιβίωσης, ενώ άλλοι από αυτούς βρήκαν το θάνατο πριν καν συμπληρώσουν ένα χρόνο διαμονής στην περιοχή. Η κατάσταση αυτή τους ωθούσε συχνά να καταφεύγουν σε επιθέσεις ενάντια στους ιθαγενείς με σκοπό να αποσπάσουν τρόφιμα. Τέτοια περιστατικά, όπως ήταν αναμενόμενο, ενέτειναν την αντιπάθεια των Ινδιάνων απέναντι στους αποίκους.
Η άλλη μεγάλη αποικιστική αποστολή ξεκίνησε από το Plymouth της Αγγλίας μεταφέροντας μερικές εκατοντάδες φανατικούς προτεστάντες που διώκονταν από την Αγγλικανική εκκλησία. Αυτοί οι «Προσκυνητές» (Pilgrims), όπως ονομάστηκαν, ίδρυσαν στα 1620 την αποικία Plymouth, προς τιμήν του λιμανιού από το οποίο είχαν αναχωρήσει. Σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν στα νέα εδάφη μια ιδανική θεοκρατική δημοκρατία. Γράφει σωστά ο Karlheinz Deschner για αυτούς: «Στην πραγματικότητα οι «Προσκυνητές» δεν ήταν τίποτα άλλο από ασυμβίβαστοι σχισματικοί. Σε θεολογικό επίπεδο συγγένευαν με τους καλβινιστές και είχαν αποσχιστεί από την κρατική Αγγλικανική Εκκλησία ως «αιρετικοί». Και αυτή η αποικία κατάφερε να μακροημερεύσει κυρίως λόγω της βοήθειας των ιθαγενών. Η συμβολή του φιλικού φύλαρχου Σάμοσετ έσωσε τους αποίκους από βέβαιο λιμό στα 1621. Ο τριήμερος εορτασμός μεταξύ Ινδιάνων και αποίκων που ακολούθησε την καλή σοδειά το φθινόπωρο του 1621 τιμάται ακόμη και σήμερα με την Εορτή των Ευχαριστιών (Thanksgiving). Οι Πουριτανοί σε γενικές γραμμές ήταν άκρως τυπικοί, σεμνότυφοι και αγαπούσαν υπερβολικά τις προσευχές. Αν και έφυγαν από την Αγγλία για ξεφύγουν από την θρησκευτική καταπίεση, αποδείχτηκαν εξίσου φανατικοί και μισαλλόδοξοι προς άλλα θρησκευτικά δόγματα, όπως στους Κουακέρους. Ο G.P. Quackenbos στην «Ιστορία των Η.Π.Α.» διερωτάται εύστοχα: «Προσεφέροντο δε έτι χειρότερον προς τους Κουακέρους, τιμωρούντες διά προστίμου, και μαστιγούντες τους όσοι ευρίσκοντο εντός των ορίων της αποικίας. Επί τέλους, και εθανάτωσαν τινάς Κουακέρους. Πώς ηδύναντο να νομίζουν ότι τοιαύτη σκληρότης ευηρέστει εις τον Θεόν;»
Παράλληλα με τους Άγγλους στην περιοχή των ανατολικών ακτών της βορείου Αμερικής άρχισαν να δραστηριοποιούνται και οι Ολλανδοί, που ίδρυαν περισσότερο εμπορικούς σταθμούς παρά ολοκληρωμένες αποικίες. Στα 1614 γίνονται κύριοι, για μόλις 24 τάλληρα, της νήσου Manhattan δίνοντας στην μικρή εμπορική αποικία το όνομα New Amsterdam. Αργότερα θα επεκταθούν στο Long Island, στο Staten Island και στο New Jersey. Μάλιστα, οι Ολλανδοί του New Amsterdam είχαν ανακαλύψει και τον πλούσιο σε αλιεύματα ποταμό Connecticut, που στην γλώσσα της ντόπιας φυλής Πέκουοτ σήμαινε «μακρύς ποταμός», και εκεί είχαν χτίσει ένα μικρό φρούριο. Σταδιακά από το 1633 και μετά την περιοχή κατακλύζουν Άγγλοι άποικοι από την περιοχή της Μασαχουσέτης. Οι Ολλανδοί ανησύχησαν βλέποντας τους Άγγλους να ιδρύουν αποικίες σωρηδόν, αλλά το πλήθος των νεοφερμένων Άγγλων αποίκων δεν τους άφηνε περιθώρια αντίδρασης… Η Βοστώνη (1630), το Windsor (1633), το Saybrook (1636), το Hartford (1636), το New Haven (1638), είναι μερικές μόνο από τις νέες εγκαταστάσεις των Άγγλων στην περιοχή.
Στο Connecticut κατοικούσαν πολλές και δυνατές φυλές Ινδιάνων με κυρίαρχη τους Πέκουοτ. Οι τελευταίοι δεν είδαν με καλό μάτι την έλευση των αποίκων που εκμεταλλεύονταν τους δικούς τους κυνηγότοπους και εγκαθίσταντο στην πατρική γη τους. Κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας και ζηλοτυπίας αναπτύχθηκε μεταξύ Πέκουοτ και αποίκων και μόνο μια σπίθα απέμενε για να ανάψει ο πρώτος επίσημος πόλεμος μεταξύ αποίκων και Ινδιάνων. Η αφορμή δόθηκε όταν ένας λευκός έμπορος σκλάβων δολοφονήθηκε από τους Ινδιάνους στα 1636. Οι άποικοι αποφάσισαν εκδίκηση. Πολλά χωριά των Ινδιάνων καταστράφηκαν, ενώ οι Ινδιάνοι κατέφυγαν σε ανταρτοπόλεμο φονεύοντας αδιακρίτως με τη σειρά τους ακόμη και γυναικόπαιδα. Τρόμος κατέλαβε τους αποίκους, οι οποίοι για καλή τους τύχη, κατάφεραν να πείσουν την γειτονική των Πέκουοτ φυλή, Ναρραγκάνσετ, να συμμαχήσει μαζί τους. Άγγλοι και Ναρραγκάνσετ επέπεσαν στο χωριό των Πέκουοτ στα 1638 εξολοθρεύοντας τους ολοκληρωτικά. O William Bradford, που ήταν ένας από τους «Προσκυνητές» που είχαν ιδρύσει την αποικία του Plymouth, διέσωσε την περιγραφή της επίθεσης των Άγγλων στους Πέκουοτ: «Όσους γλίτωσαν από την φωτιά τους κατέσφαξαν, κάποιους τους διαμέλισαν, άλλους τους διαπέρασαν με τα ξίφη τους και τελείωσαν γρήγορα˙ πολύ λίγοι ξέφυγαν. Εικάζεται ότι με τον τρόπο αυτόν σκότωσαν 400 εκείνη τη φορά. Ήταν τρομακτικό θέαμα να τους βλέπεις να καίγονται μέσα σε μεγάλα σκεύη γεμάτα με καυτό λάδι που το έσβηναν ποτάμια αίματος. Η δυσωδία και η οσμή που αναδυόταν ήταν φριχτή, όμως η νίκη έμοιαζε με αναγκαία θυσία κι εκείνοι (ενν. οι Άγγλοι) έκαναν τις προσευχές τους στον Θεό, ο οποίος είχε δουλέψει τόσο θαυμαστά για λογαριασμό τους ώστε να ρίξει τους εχθρούς στα χέρια τους και να τους χαρίσει μια τόσο γρήγορη νίκη εναντίον ενός τόσο περήφανου και προκλητικού εχθρού». Η αδυναμία των Ινδιάνων να συνασπιστούν ενάντια στους αποικιοκράτες αποδείχτηκε σε κάθε περίπτωση η «αχίλλειος πτέρνα» τους.
Σαράντα χρόνια μετά τον πόλεμο και την ολοκληρωτική εξολόθρευση των Πέκουοτ από τους Πουριτανούς ξέσπασε ακόμη ένας. Στα 1675 ο φύλαρχος Μετακόμετ, τον οποίο οι Άγγλοι αποκαλούσαν βασιλιά Φίλιππο, κατάφερε προσωρινά να συνενώσει τις φυλές των Αμπενάκι, Μασαχούσετς, Μοχέγκανς και Βαμπανόαγκς. Ο φόβος όλων αυτών των φυλών προερχόταν από το γεγονός ότι οι λευκοί είχαν επεκταθεί πάρα πολύ στην περιοχή τους καταλαμβάνοντας όλους τους πλούσιους κυνηγότοπους. Οι παμπόνηροι Ευρωπαίοι άποικοι είχαν επινοήσει ως δικαιολογία για την καταπάτηση των τόπων των Ινδιάνων νομικίστικες προφάσεις, ακατανόητες ακόμη και από τους ίδιους… Ισχυρίζονταν ότι η γη των Ινδιάνων ήταν «νομικώς διαθέσιμη», αφού οι ιθαγενείς είχαν μόνο «φυσικό δικαίωμα» σε αυτήν και όχι «αστικό δικαίωμα»… Παράλληλα, γινόταν αναφορά στην Αγία Γραφή και στην υπόσχεση του Θεού των Πουριτανών για επέκταση τους στα πέρατα της γης… Ο Μετακόμετ κατάφερε να συγκεντρώσει έναν στρατό περίπου 3.000 ανδρών και επιδόθηκε σε σφαγές και λεηλασίες κτημάτων των αποίκων. Με τρόμο, όμως, διαπίστωσαν οι Ινδιάνοι ότι τα συνεχώς βελτιούμενα όπλα των λευκών τους έδιναν μια πρωτόγνωρη δύναμη πυρός, ακαταμάχητη μπροστά στα τόξα και τα βέλη τους. Σύντομα η συμμαχία του Μετακόμετ κατέρρευσε και ο ίδιος φονεύτηκε από έναν λιποτάκτη Ινδιάνο. Το σώμα του διαμελίστηκε ενώ το κεφάλι του μπηγμένο σε έναν πάσσαλο εκτίθετο για πολλές δεκαετίες στο Plymouth… Την ίδια εποχή ο Nathan Bacon (συγγενής του φιλοσόφου Francis Bacon) επιτέθηκε στους Σασκουεχάνοκ έχοντας και την βοήθεια της φυλής των Οκανίτσι. Αφού εξολόθρευσαν τους Σασκουεχάνοκ, οι Άγγλοι επιτέθηκαν και στους συμμάχους τους Οκανίτσι, πετυχαίνοντας «με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια»… Ο Charles De Wolf Brownell σχολιάζει εύστοχα για τις σχέσεις των αποίκων και των Ινδιάνων: «Είναι πολύ λυπηρό να αναλογιστεί κανείς πως στις πρώτες δοσοληψίες μεταξύ των τολμηρών Ευρωπαίων και των γηγενών Αμερικανών, το ευγενικό καλωσόρισμα και η φιλόξενη υποδοχή ήταν γνώρισμα των αγρίων, ενώ η διπροσωπία, οι απαγωγές και οι φόνοι ήταν πολύ συχνά γνώρισμα των πολιτισμένων και, τύποις τουλάχιστον, χριστιανών επισκεπτών». Και ο Karlheinz Deschner καυτηριάζει την συμπεριφορά των Πουριτανών: «Οι άποικοι διέπραξαν κάθε δυνατή φρικαλεότητα και όλα τα δυνατά εγκλήματα. Με όλους τους τρόπους εξαπατούσαν και καταλήστευαν τα ανήμπορα θύματά τους. […] Αλλά τον πόλεμο κατά των Ινδιάνων δεν τον διεξήγε μόνο ο στρατός. Τον διεξήγαν και ένοπλοι επίστρατοι, οι οποίοι σκότωναν τους ερυθρόδερμους όπου τους συναντούσαν. Κυβερνήτες και εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού όριζαν αμοιβές για κάθε ινδιάνικο σκαλπ».
Στις αρχές του 18ου αιώνα στην περιοχή των ανατολικών ακτών της βορείου Αμερικής κυριαρχούσε η ομοσπονδία των 13 αποικιών στην οποία συνέρρεαν πλέον σε ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς άποικοι από ολόκληρη την Ευρώπη. Όλοι τους επιδόθηκαν στο κυνήγι των «διαβολικών» Ινδιάνων. Στα 1722 η πολιτεία της Μασαχουσέτης πλήρωνε 100 λίρες για κάθε ινδιάνικο σκαλπ… Oι Ινδιάνοι αντέδρασαν για ακόμη μια φορά δυναμικά, αλλά μπροστά στα κανόνια και στα μουσκέτα των Ευρωπαίων ήταν καταδικασμένοι. Ο φύλαρχος των Οτάβα, Πόντιακ, ξεσήκωσε στα 1763 τους Ινδιάνους της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και του Οχάιο, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους αποίκους, που υπολογίζονται σε περίπου 2.000 νεκρούς. Μάλιστα, η συμμαχία του Πόντιακ με τους Γάλλους του Καναδά θορύβησε έντονα τους Άγγλους που κατάφεραν να κλείσουν συμφωνία ειρήνης στα 1766. Ο Πόντιακ, πάντως θα δολοφονηθεί στα 1769 από έναν Ινδιάνο εξαγορασμένο από τους Άγγλους… Η στάση των αποίκων συν τω χρόνω άρχισε να γίνεται ακόμη πιο επιθετική. O Βρετανός συνταγματάρχης Henry Bouquet πρότεινε κυνικά: «να τους κυνηγήσουμε (ενν. τους Ινδιάνους) με αγγλικούς μολοσσούς που θα συνοδεύονται από άλογα και κυνηγούς. Πιστεύω ότι η μέθοδος αυτή θα οδηγήσει στην εξαφάνιση ή στην απομάκρυνση των σκουληκιών αυτών». Οι τακτικές των αποίκων σταδιακά στρέφονται προς την μελετημένη γενοκτονία όλων ανεξαιρέτως των ιθαγενών. Ο λόρδος Jeffery Amherst, γενικός διοικητής των κτήσεων της Αγγλίας στην περιοχή του Καναδά, συνέτεινε υπέρ του βιολογικού πολέμου ενάντια στους Ινδιάνους: «να μολυνθούν οι Ινδιάνοι με κουβέρτες (ενν. ποτισμένες με ευλογιά), και να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι προκειμένου να εξολοθρευτεί εντελώς αυτή η καταραμένη ράτσα». Μικρή παύση στις εχθροπραξίες ανάμεσα στους αποίκους και τους Ινδιάνους σημειώθηκε κατά διάρκεια του «Πολέμου της Ανεξαρτησίας» (1775-1783). Οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι επαναστάτες διαπίστωσαν την χρησιμότητα των Ινδιάνων στον πόλεμο, οπότε και προσπάθησαν επανειλημμένως να κερδίσουν την υποστήριξή τους.
Το τέλος του πολέμου των Αμερικανών με τους Άγγλους σηματοδότησε και την έναρξη της εξάπλωσης των αποίκων προς τα δυτικά. Οι τυχοδιώκτες πιονέροι οργανωμένοι σε καραβάνια ξεκινούσαν γεμάτοι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή στις αχανείς μεσοδυτικές πεδιάδες. Η βελτίωση των συγκοινωνιών, ειδικά με την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, μετέφεραν τους Αμερικάνους στην δυτική ακτή σε μόλις 50 χρόνια. O John L. O‘Sullivan, δημοσιογράφος και επιτετραμμένος των Η.Π.Α. στην Πορτογαλία στα 1853, δήλωνε περήφανα: «Το έκδηλο πεπρωμένο μας είναι να εξαπλωθούμε σε ολόκληρη την ήπειρο που μας παραχώρησε η Θεία Πρόνοια προς την ελεύθερη ανάπτυξη των εκατομμυρίων του πληθυσμού μας που αυξάνονται ετησίως». Όλες οι ινδιάνικες φυλές που κατοικούσαν στις Μεγάλες Πεδιάδες μετακινήθηκαν βιαίως καθώς οι άποικοι προέλαυναν. Οι Ινδιάνοι συνήπταν πολλές φορές συμφωνίες μετεγκατάστασης με την αμερικανική κυβέρνηση, με την τελευταία να τις καταπατά κατά κόρον… Παρά την δέσμευση του G. Washington ήδη από τα 1790 ότι οι Η.Π.Α. θα προστάτευαν τις εκτάσεις των Ινδιάνων και πως δεν θα επέτρεπαν να τους εξαπατήσει κανείς, το αμερικανικό κράτος στα επόμενα 100 χρόνια υπέγραψε 370 συνθήκες με τους Ινδιάνους και τις καταπάτησε σχεδόν όλες…! Εκατομμύρια στρέμματα αφαιρούνταν από τους Ινδιάνους κάθε χρόνο και δίνονταν στους λευκούς αποίκους. Στα 1804 οι φυλές Sauk και Fox εγκατεστημένες στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έχασαν εκτάσεις 50 εκ. στρεμμάτων! Την ίδια μοίρα είχαν οι Creek της Georgia στα 1826, οι Cherokee και πλήθος άλλων ιστορικών φυλών που ξεριζώνονταν βίαια από τις πατρογονικές τους εστίες. 15.000 Cherokee οδηγήθηκαν δια της βίας στο Arkansas σε μια «πορεία δακρύων». Γράφει ένας στρατιώτης που συνόδευε τους Ινδιάνους: «Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη βουβή πίκρα εκείνου του πρωινού. Ο φύλαρχος Τζον Ρος είπε μια προσευχή και, όταν δόθηκε το σύνθημα, αναπήδησαν πολλά παιδιά και με τα μικρά τους χεράκια άρχισαν να αποχαιρετάνε τα βουνά της πατρίδας τους, που δεν θα τα έβλεπαν ξανά… Η πορεία εξελίχτηκε σε πορεία θανάτου… Όταν τελείωσε το ταξίδι, ο δρόμος που είχαμε πάρει ήταν σφραγισμένος από 4.000 βουβά μνήματα».
Μεγάλη υπήρξε η συμβολή της ανάπτυξης νέων όπλων από τους λευκούς. Η εφεύρεση του Samuel Colt, το ρεβόλβερ, καθώς και η εφεύρεση του πολυβόλου από τον Richard Jordan Gatling, έδωσε στους αποίκους απίστευτη δύναμη πυρός και οδήγησε στην σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση πολλών ινδιάνικων φυλών. Από το 1848 και μετά πλήθος τυχοδιωκτών αρχίζει να κατακλύζει τις περιοχές της Καλιφόρνιας, οδηγημένο από τις φήμες, που αποδείχτηκαν πέρα για πέρα αληθινές, για ανακάλυψη χρυσού. Γράφει σωστά ο Karlheinz Deschner: «Ο διαβόητος «πυρετός του χρυσού» της Καλιφόρνιας οδηγεί στην περιοχή επαίσχυντους αλήτες, απατεώνες και δολοφόνους του χειρίστου είδους. Τώρα αρχίζουν να διώκουν τους Ινδιάνους ακόμα πιο βίαια, και όσοι δεν πέφτουν θύμα του κολτ, του τυφεκίου του Κεντάκι (τύπος μουσκέτου) και του κυνηγετικού μαχαιριού αποτελειώνονται από τις ασθένειες και την πείνα. […] Αυτό που ενδιέφερε τους Αμερικάνους στους πολέμους τους κατά των Ινδιάνων στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν η εξολόθρευσή τους, ειδικά των αντρών, αλλά και των γυναικών και των παιδιών». Ενδεικτικές είναι οι οδηγίες που δίνει στους στρατιώτες του ο στρατηγός Philip Sheridan: «η ιδιοκτησία τους (ενν. των Ινδιάνων) πρέπει να καταστραφεί για να γίνουν φτωχοί… Τους αρχηγούς των συμμοριών τους πρέπει να τους κρεμάμε, τα άλογά τους να τα σκοτώνουμε». Δυο δρόμοι ανοίγονταν για τους Ινδιάνους. Ο ένας ήταν η πώληση των εκτάσεων τους στους λευκούς, διακινδυνεύοντας πολλές φορές να πέσουν θύματα απάτης, ή η αντίσταση μέχρις εσχάτων. Ένας υπεραιωνόβιος γέροντας των Creek με το όνομα «Οχιά» συμπύκνωσε με γλαφυρό τρόπο στους συμπατριώτες του την κατάσταση: «Αδέλφια! Άκουσα πολλά λόγια από τον μεγάλο λευκό πατέρα μας. Όταν πρωτοήρθε, πέρα από τον ωκεανό, δεν ήταν παρά ένας μικρός άνθρωπος… πολύ μικρός. Τα πόδια του ήταν πιασμένα από το μακρύ ταξίδι μέσα στο μεγάλο του πλοίο και εκλιπαρούσε για μια μικρή γωνιά να ανάψει φωτιά να ζεσταθεί… Όταν όμως ο λευκός άνθρωπος ζεστάθηκε από τη φωτιά των Ινδιάνων και γέμισε το στομάχι του με το καλαμπόκι τους, τότε τρανώθηκε. Μ’ ένα βήμα δρασκέλισε τα βουνά και τα πόδια του σκέπασαν τις πεδιάδες και τις κοιλάδες. Το χέρι του άρπαξε την ανατολική και την δυτική θάλασσα και το κεφάλι του ακούμπησε στο φεγγάρι. Έπειτα έγινε ο Μεγάλος Πατέρας μας. Αγαπούσε τα ερυθρόδερμα παιδιά του και γι’ αυτό έλεγε: «Απομακρυνθείτε λίγο περισσότερο για να μη σας πατήσω». Αδέλφια! Έχω ακούσει τον Μεγάλο Πατέρα μας να βγάζει πολλούς λόγους. Όλοι αρχίζουν και τελειώνουν πάντα ως εξής: «Πηγαίνετε πιο πέρα. Είστε πολύ κοντά μας». Και πράγματι, οι λευκοί άποικοι έδιωχναν του Ινδιάνους όλο και πιο πέρα…
Στην συντριπτική πλειοψηφία των συγκρούσεων Ινδιάνων και αποίκων νικητές έβγαιναν οι λευκοί. Στα 1861-65 εξολοθρεύτηκαν οι Cheyenne, στα 1862-76 ακολούθησαν οι Sioux, ενώ από το 1871-86 αφανίστηκαν οι Apache. Ο στρατηγός William Tecumseh Sherman έγραφε στα 1866 στον ανώτατο διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων, Ulysses S. Grant, τα ακόλουθα: «Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα σκληροί με τους Sioux μέχρι να εξοντώσουμε και τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά. Τίποτα άλλο δεν πρόκειται να χτυπήσει το κακό στην ρίζα του. Όλοι οι Ινδιάνοι που θέλουν να παραμείνουν στους κυνηγότοπούς τους είναι εχθροί και θα παραμείνουν εχθροί μέχρι να σκοτωθούν». Στο τέλος του 19ου αιώνα η πλειοψηφία των ινδιάνικων φυλών είχαν εξολοθρευτεί ή είχαν αναγκαστεί να ασπαστούν τον λευκό τρόπο ζωής. Τα σχολεία για Ινδιάνους, η εκκλησία και η εργασία είχαν ξεριζώσει τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής των φυλών αυτών. Το δίκαιο του λευκού είχε επικρατήσει δια της βίας σε όλο το μήκος και το πλάτος της αμερικανικής ηπέιρου… Μετά το τέλος του «πολέμου του Μαύρου Γερακιού» στα 1832 ο φύλαρχος των Sauk και Fox, «Μαύρο Γεράκι», αιχμάλωτος των λευκών έβγαλε τον ακόλουθο λόγο: «Πολέμησα σκληρά, όμως τα όπλα σας (ενν. των λευκών) στοχεύουν καλά. Οι σφαίρες πετούσαν σαν πουλιά στον αέρα και σφύριζαν στ’ αυτιά μας όπως ο άνεμος ανάμεσα στα δέντρα τον χειμώνα. Γύρω μου έπεφταν νεκροί οι πολεμιστές μου… Το πρωί ο ήλιος ανέτειλε θαμπός και το βράδυ βυθίστηκε σε ένα σκοτεινό σύννεφο και έμοιαζε με πύρινη σφαίρα. Αυτός ήταν ο τελευταίος ήλιος που έλαμψε για το «Μαύρο Γεράκι». Τώρα πια είναι αιχμάλωτος των λευκών… Δεν έκανε τίποτα που θα ντρόπιαζε έναν Ινδιάνο. Πολέμησε για τους ομόφυλούς του, για τις γυναίκες και τα παιδιά τους, εναντίον λευκών που έρχονταν χρόνο με το χρόνο για να τους ληστέψουν και να αρπάξουν τη γη τους… Οι λευκοί είναι κακοί δάσκαλοι, τα βιβλία τους λένε ψέματα αλλά και οι πράξεις τους είναι ψεύτικες. Μοιράζουν χαμόγελα στον φτωχό Ινδιάνο την ίδια στιγμή που τον κλέβουν… Λέμε στους λευκούς να μας αφήσουν ήσυχους, να μείνουν μακριά μας… Οι λευκοί δεν γδέρνουν κρανία, κάνουν όμως χειρότερα πράγματα. Δηλητηριάζουν τις καρδιές… Αντίο, λαέ μου! Το «Μαύρο Γεράκι» σε αποχαιρετά».
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όλες οι μεγάλες φυλές Ινδιάνων είχαν είτε εξαφανιστεί, είτε αποδεκατιστεί κατοικώντας σε ορισμένες από το κράτος περιορισμένες περιοχές. Καταπατώντας συνεχώς τις συμφωνίες με τους ιθαγενείς οι Αμερικάνοι είχαν καταφέρει να τους περιορίσουν μέχρι το 1930 σε μερικές περιοχές του Texas και της Β. Ντακότας. Παρά το γεγονός ότι στα 1902 οι πέντε «πολιτισμένες» φυλές, ήτοι Cherokee, Creek, Chickasaw, Choctaw και Seminole, απέκτησαν την αμερικανική υπηκοότητα δεν τους επιτρεπόταν να ψηφίζουν… Ο πρόεδρος Theodore Roosevelt (1901-1909) δήλωνε για τους Ινδιάνους, αποτυπώνοντας την κοινή γνώμη: «Δεν φτάνω τόσο στα άκρα να πιστεύω ότι μόνο ένας νεκρός Ινδιάνος είναι καλός Ινδιάνος, αλλά πιστεύω πως αυτό ευσταθεί στις 9 από τις 10 περιπτώσεις. Και σε ό, τι αφορά τον δέκατο Ινδιάνο, δεν είμαι διατεθειμένος να εξετάσω λεπτομερώς και τη δική του περίπτωση. Η αλήθεια είναι πάντως ότι και ο πιο κακός καουμπόης διαθέτει περισσότερες ηθικές αξίες από τον μέσο Ινδιάνο». Οι επιζήσασες φυλές οδηγήθηκαν σταδιακά στην γκετοποίηση με αποτέλεσμα στις κοινότητές τους να αυξηθούν τα ποσοστά αλκοολισμού και ανεργίας. Με τη βοήθεια και του Hollywood κατασκευάστηκε το στερεότυπο του ύπουλου Ινδιάνου, που επιβουλεύεται μονίμως τον καλό και τίμιο λευκό. Οι Ινδιάνοι δια της οθόνης κατατάχτηκαν συλλήβδην στην κατηγορία του «άγριου», του «απολίτιστου»… Την δεκαετία του 1960 το μέσο εισόδημα των Ινδιάνων δεν υπερέβαινε τα 1500 δολάρια ετησίως. Η λύση για το υποκριτικό αμερικανικό κράτος βρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν και παραχώρησε στους ινδιάνικους καταυλισμούς το δικαίωμα να ανοίγουν… καζίνο! Αν και μεγάλο μέρος των εσόδων καταλήγουν στις αυτοδιοικούμενες περιοχές για κοινωφελή έργα, εντούτοις ακόμη και σήμερα οι ινδιάνικες κοινότητες χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά φτωχοποίησης. Ο φύλαρχος των Sioux, «Πιτσιλωτή Ουρά» (Spotted Tail) συνόψισε γλαφυρά τον εμπαιγμό των λευκών προς τους Ινδιάνους: «Πείτε στο λαό σας πως από τότε που ο Μεγάλος Πατέρας (ενν. τον Πρόεδρο των Η.Π.Α.) υποσχέθηκε πως δεν θα μας έδιωχναν ποτέ από τις εστίες μας, έχουμε μετακινηθεί πέντε φορές… Θαρρώ πως θα έπρεπε να βάλετε ρόδες στους Ινδιάνους, άμα θέλετε να τους τρέχετε από εδώ και από εκεί». Η κατάκτηση της Δύσης από τους λευκούς πιονέρους το μόνο που προσέφερε στις ιθαγενείς φυλές ήταν θάνατος και διώξεις. Όσοι από τους Ινδιάνους ασπάστηκαν τον πολιτισμό του λευκού, δεν σήμαινε απαραίτητα ότι ενσωματώθηκαν και στην κοινωνία του. Στην καλύτερη περίπτωση ζούσαν περιφερειακά, χωρίς πραγματικά δικαιώματα, ακολουθώντας την μοίρα των Αφροαμερικανών… Δηκτικά ο George Bernard Shaw σχολίαζε: «Είμαι γνωστός για την ειρωνία μου. Αλλά ούτε εγώ δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να τοποθετήσω στο λιμάνι της Νέας Υόρκης ένα άγαλμα αφιερωμένο στην ελευθερία»…
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός
Διαβάστε:
- Karlheinz Deschner, «Μολώχ, μια κριτική ιστορία των Η.Π.Α. », εκδ. Κάκτος.
- Τσαρλς Ν. Γ. Μπρόουνελ, «Από την Ποκαχόντας μέχρι τον τελευταίο των Μοϊκανών», εκδ. Στοχαστής.
- Howard Zinn, «Ιστορία του λαού των Η.Π.Α. », εκδ. Αιώρα.
- Jared Diamond, «Όπλα, μικρόβια και ατσάλι», εκδ. Κάτοπτρο.
- Isaac Asimov, «Το χρονικό του κόσμου», εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
- G.P. Quackenbos, «Ιστορία των Η.Π.Α. », εκδ. Κ. Αντωνιάδου.
Δείτε:
- Valhalla Rising (2009), του Nicolas Winding Refn.
- Little Big Man (1970), του Arthur Penn.
- The Last of the Mohicans (1992), του Michael Mann.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου