Τι περιμένει να βρει κανείς σε ένα θησαυροφυλάκιο; Χρυσάφι φυσικά, σε όλες τις μορφές του, αφού πάντα είναι πολύτιμο. Χρυσάφι κρύβει και το θησαυροφυλάκιο του Αρχαιολογικού Μουσείου Πάτρας, το οποίο τώρα αποκαλύπτει τα «Μυστικά» του με μία έκθεση, που εγκαινιάζεται την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου με στόχο να αναδείξει τον πλούτο της αρχαίας πόλης μέσα από κοσμήματα υψηλής αρχαιολογικής και καλλιτεχνικής αξίας αλλά και από «θησαυρούς» νομισμάτων από εποχές, που φθάνουν ως και την Οθωμανοκρατία.
Χρυσά στεφάνια, διαδήματα, περιδέραια, δακτυλίδια, περόνες, ενώτια και βραχιόλια εξαιρετικής τέχνης, μαζί και μικρά τελετουργικά αντικείμενα, περιλαμβάνονται στην πρώτη περίπτωση, φέρνοντας στο προσκήνιο όχι μόνο την οικονομική ευμάρεια της τοπικής αριστοκρατίας, κι αυτό πολύ πριν ιδρυθεί η ρωμαϊκή αποικία στην Πάτρα, αλλά και μια αλυσίδα πολιτισμικών και τεχνογνωστικών αλληλεπιδράσεων, που απλώνεται ως τα βάθη της Ανατολής.
Ενώ στη δεύτερη, είναι οι «θησαυροί» ασημένιων και χρυσών νομισμάτων, που εντυπωσιάζουν. Το βιος των ανθρώπων, που το είχαν αποκρύψει σε ταραγμένες ιστορικές περιόδους πολεμικών συγκρούσεων, αναρχίας και πολιτικών αναταράξεων.
Στο σύνολό τους πρόκειται για αντικείμενα, που μπορούν να χαρακτηριστούν πολύτιμα όχι μόνο λόγω της αρχαιολογικής/πολιτισμικής αξίας τους αλλά επίσης λόγω των πολύτιμων πρώτων υλών κατασκευής τους (χρυσός, ασήμι, ημιπολύτιμοι λίθοι).
Πληθωρική αισθητική, οικονομική ευρωστία
«Στο θησαυροφυλάκιο φυλάσσονται κοσμήματα και νομίσματα, που δεν έχουν εκτεθεί ποτέ ως σήμερα, παρότι φυσικά υπάρχουν και πολλά, που περιλαμβάνονται στην μόνιμη έκθεση του μουσείου», όπως λέει η Έφορος Αρχαιοτήτων Αχαΐας και διευθύντρια του μουσείου κυρία Ανίτα Κουμούση. Με την έκθεση «Τα Μυστικά του Θησαυροφυλακίου», την οποία επιμελείται η ίδια –άλλωστε πρόκειται για μια ιδέα, που είχε ήδη από την εποχή του κορωνοϊού – έφθασε η ώρα να έρθουν και αυτά στο φως, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα νέα στοιχεία για την ιστορία της πόλης.
«Παρότι η γενική εντύπωση είναι, ότι η μεγάλη άνθηση της Πάτρας συνέβη με τους Ρωμαίους, τα ευρήματα μιλούν για υψηλό πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο και κατά την Ελληνιστική εποχή», λέει η κυρία Κουμούση. Στην έκθεση έτσι, τα περισσότερα αντικείμενα προέρχονται από τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος -2ος π.Χ. αιώνας) απηχώντας την πληθωρική αισθητική της εποχής και την οικονομική ευρωστία της αστικής τάξης πόλης. Χωρίς να απουσιάζουν όμως και διαχρονικά πολύτιμα δείγματα με τα παλαιότερα να χρονολογούνται στην Μυκηναϊκή περίοδο.
Η προέλευση του πολύτιμου υλικού ωστόσο, ακόμη αναζητείται και έχει ενδιαφέρον να προσδιοριστεί, δεδομένου ότι έτσι θα προκύψουν και νέα ιστορικά στοιχεία.
Η τέχνη του κοσμήματος
Κοσμικά, δηλαδή προορισμένα να φοριούνται εν ζωή ήταν τα πιο βαρύτιμα κοσμήματα ενώ, όπως είναι γνωστό λεπτότερα και ελαφρότερα ήταν εκείνα που παραγγέλνονταν για να συνοδεύσουν τους νεκρούς στην ταφή. Υπήρχε μάλιστα μία παράλληλη κοσμηματική τέχνη, που αφορούσε την κατασκευή αυτών των κοσμημάτων, συνήθως από λεπτά ελάσματα χρυσού, χαμηλού βάρους. Ακόμη και τα θέματα της διακόσμησής τους ήταν σχετικά. Στην έκθεση έτσι, είναι σαφής ο διαχωρισμός τους.
Ανάμεσα στα ταφικά κοσμήματα που εκτίθενται, ιδιαίτερο συμβολικό περιεχόμενο έχουν τα νεκρικά στεφάνια ως εμβλήματα της αρετής του νεκρού και συνδεδεμένα με την ηθική πλευρά της ζωής του. Στους άνδρες έπρεπαν έτσι, στεφάνια δρυός και στις γυναίκες στεφάνια μυρσίνης συνήθως αλλά και άλλων φυτών και δέντρων όπως ελιάς και δάφνης.
Παρόμοιο συμβολισμό είχαν και τα διαδήματα που ως κοσμικά αντικείμενα αποτελούσαν διακριτικά της δύναμης και της εξουσίας. Στην Αχαΐα ήταν γνωστά ήδη από τη Μυκηναϊκή περίοδο, αν και περισσότερο διαδεδομένα βέβαια, στην Ελληνιστική.
Αντίστοιχα ο πιο συχνός τύπος νεκρικού δαχτυλιδιού είχε τη μορφή ελισσόμενου φιδιού, καθώς είχε χθόνια χαρακτηριστικά και συνδεδεμένα με τις μεταθανάτιες δοξασίες.
Οι συμβολισμοί
Στολίζοντας το λαιμό εξάλλου, τα περιδέραια με τις περίτεχνες αλυσίδες και συχνά με μικρογραφίες κεφαλιών ζώων, όπως ταύρων, κριαριών ή λιονταριών υποδήλωναν τον αγώνα, τη νίκη και τη δύναμη. Σε ορισμένα υπήρχαν αναρτημένα περίαπτα, που λειτουργούσαν και ως φυλακτά, ενώ διαδεδομένη ήταν και η χρήση του γοργόνειου με αποτροπαϊκό χαρακτήρα.
Ανάμεσα στα εκθέματα υπάρχουν και περόνες αλλά και σκουλαρίκια, που δεν έλειπαν από τις πλούσιες κοσμηματοθήκες των γυναικών. Πολύ συχνά είχαν τη μορφή Νίκης με ανοιγμένα φτερά ως σύμβολο της γυναικείας ομορφιάς αλλά και για τις νίκες της νεκρής στον αγώνα της ζωής. Τα κοσμικά όμως, εντυπωσιάζουν για το μέγεθος, την τέχνη τους και τη χρήση πολύτιμων λίθων, καθώς απευθύνονταν σε ιδιαίτερα πλούσιες αστές.
Με την περσική κοσμηματοτεχνία σχετίζονται όμως, τα κοσμικά βραχιόλια με κεφάλια κριαριών λεόντων ή αιγοειδών ως σύμβολα ανυπότακτης δύναμης ενώ πολύ αγαπητά ήταν και τα σπειροειδή με μορφή περιελισσόμενου φιδιού, αντικείμενα που βρίσκονται συχνά σε ταφές. Ιδιαίτερα αντικείμενα είναι και ορισμένα ασημένια τελετουργικά εργαλεία όπως ένα μαχαίρι από την αρχαία Δύμη (Κάτω Αχαΐα), αλλά και δύο κοχλιάρια με απόληξη μικρής χήνας το ένα και το άλλο με ολόγλυφο πάνθηρα.
Η απόκρυψη θησαυρών
Ξεχωριστή ενότητα τέλος, συνιστούν οι «θησαυροί» νομισμάτων από όλες τις ιστορικές περιόδους -αφού ουδέποτε έλειψαν οι αναταραχές- από την Αχαϊκή Συμπολιτεία, την Ρωμαϊκή και την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τους δόγηδες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, αλλά και από την Οθωμανική περίοδο. Σκιαγραφώντας σε κάθε περίπτωση, τις κοινωνικές συνθήκες και τις πολιτικο-οικονομικές κρίσεις, που επέβαλαν την απόκρυψή τους. Επρόκειτο δηλαδή, για τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων, οι οποίοι όμως, δεν κατόρθωσαν ποτέ να επιστρέψουν – προφανώς δεν επέζησαν – για να τις αναζητήσουν.
Oι θησαυροί έχουν εντοπισθεί τόσο μέσα στην πόλη όσο και στη γύρω περιοχή. Αρκετούς μάλιστα, της Μεσαιωνικής εποχής έχει αποκαλύψει η κυρία Κουμούση, όπως στο Κάστρο της Βασιλικής, όπου πραγματοποιείται ανασκαφή αυτόν τον καιρό. Όπως επισημαίνει άλλωστε η ίδια, ιδιαίτερα τον 14ο αιώνα, όταν υπήρχε διαρκής εναλλαγή κατακτητών οι αποκρύψεις ήταν πολλές από τους ανθρώπους, που ένιωθαν ανασφάλεια από τα γεγονότα.
Ανάμεσα στα εκθέματα πάντως, σημαντικός είναι ο θησαυρός 800 περίπου δραχμών από την αρχαία Δύμη, επίσης ρωμαϊκοί και βυζαντινοί σόλιδοι, ενετικά σολδίνια και τορνεζέλλα, αλλά και οθωμανικοί παράδες μαρτυρώντας την αγωνία και τον φόβο των κατοίκων της Πάτρας μπροστά σε επερχόμενο κίνδυνο.
Για την σπανιότητά τους και τις πληροφορίες που προσφέρουν για την ιστορία της πόλης ξεχωρίζουν όμως, δύο μεμονωμένα χρυσά νομίσματα, το tremisse του αυτοκράτορα Μαυρικίου Τιβέριου (583- 602) και το δουκάτο του δόγη Michele Steno (1400-1413).
Γενικότερα η έκθεση ρίχνει πράγματι φως στην οικονομική ευμάρεια των κατοίκων της Πάτρας από την Ελληνιστική εποχή ήδη, στην χλιδή της διαβίωσης αλλά και στα ταφικά έθιμα, στον συμβολισμό και την εικονογραφία κοσμημάτων, στο προηγμένο επίπεδο καλλιτεχνικής έκφρασης και τεχνογνωσίας και εν τέλει στις ιστορικές συνθήκες και οικονομικές κρίσεις, που σκιαγραφούνται από τια περιπτώσεις των αποθησαυρισμένων νομισμάτων.
mononews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου