Ο άγνωστος μακεδονικός τάφος κατασκευάστηκε μόλις έναν αιώνα μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 316 π.Χ. - Στο Μουσείο του Λούβρου τμήμα νεκρική κλίνης με γραπτό διάκοσμο
Στον αριθμό 40 της οδού Παπαναστασίου υπάρχει μια πλατεία κι όσοι περνούν από εκεί -δεν είναι και λίγοι- βλέπουν ένα μικρό, πέτρινο κτίσμα, για το οποίο δεν δίνουν και ιδιαίτερη σημασία.
Η πλειονότητα των περαστικών και πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής δεν γνωρίζουν πως αυτό το κτίσμα είναι ένας σπουδαίος μακεδονικός τάφος, ο Τάφος του Μαιευτηρίου, όπως ονομάζεται, που χρονολογείται στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα και ως εκ τούτου πρόκειται για το αρχαιότερο ελεύθερα ορατό μνημείο της Θεσσαλονίκης.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό στην ιστορία αυτού του τάφου είναι πως βρέθηκε τυχαία από Γάλλους στρατιώτες στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανασκάφτηκε δύο φορές και άλλες τόσες καταχώθηκε, ενώ μέρος των ευρημάτων του, όπως ένα τμήμα της πρόσοψης νεκρικής κλίνης με γραπτή διακόσμηση, βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι.
Η θέση του απέχει περίπου 2 χιλιόμετρα από το ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης, έξω από το οποίο εκτεινόταν το ανατολικό νεκροταφείο της πόλης και θεωρείται ότι ανήκει σε παρόδια προέκταση του ανατολικού νεκροταφείου, εκατέρωθεν της οδού που ξεκινούσε από την Κασσανδρεωτική Πύλη του τείχους -στη σημερινή Πλατεία Σιντριβανίου- και οδηγούσε εκτός πόλης προς τα νοτιοανατολικά.
Το μνημείο οφείλει τη συμβατική ονομασία του, «Τάφος του Μαιευτηρίου», στο απέναντι κτίριο, στο οποίο στεγαζόταν ως το 1975 το Δημόσιο Μαιευτήριο και σήμερα φιλοξενεί το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας.
Σύμφωνα με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης και την αρμόδια αρχαιολόγο, Βασιλική Σταματοπούλου, «το ιστορικό της εύρεσης του μνημείου συνδέεται με σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας της Θεσσαλονίκης».
Ο τάφος βρέθηκε τυχαία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από Γάλλους στρατιώτες της Στρατιάς Ανατολής, οι οποίοι εκτελούσαν εκσκαφικές εργασίες για την κατασκευή οχυρώματος στην περιοχή που ονομαζόταν πλατεία Κωνσταντινουπόλεως. Τότε, αποκαλύφθηκε μόνο μέρος της πρόσοψής του, αλλά λόγω του πολέμου, το μνημείο εγκαταλείφθηκε.
Κι έτσι, σιγά-σιγά η πρόσοψη ξανακαλύφθηκε με χώματα του τύμβου, το μνημείο χάθηκε και η θέση του ξεχάστηκε. Το 1940, εν μέσω πολέμου και πάλι, κατά τη διάρκεια εκσκαφής για την κατασκευή αντιαεροπορικού καταφυγίου, εντοπίστηκε ξανά και αρχικά θεωρήθηκε ότι αποτελούσε νέο εύρημα.
«Το 1941 ερευνήθηκε κανονικά από τον τότε επιμελητή αρχαιοτήτων Χαράλαμπο Μακαρόνα, με πλήρη αποκάλυψη της πρόσοψης, καθαρισμό του θαλάμου και διερεύνηση μέρους του τύμβου. Ωστόσο το μνημείο καταχώθηκε και πάλι από τις χαλαρές επιχώσεις του τύμβου του και για τον λόγο αυτό το 1949 κατασκευάστηκαν αναλημματικοί τοίχοι από ξερολιθιά για τη συγκράτηση των χωμάτων», επισημαίνει η Εφορεία Αρχαιοτήτων, μέσω της κ. Σταματοπούλου.
Παρόλα αυτά, στη δεκαετία του 1960 αναφέρεται ότι το μνημείο έχει καλυφθεί εκ νέου και απαιτήθηκαν εργασίες επαναποκάλυψής του, ώσπου στα μέσα της δεκαετία του ’80 αποφασίστηκε η απομάκρυνση του εναπομείναντος τμήματος του τύμβου και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του στη μορφή που έχει σήμερα.
Όπως αναφέρεται από την ΕΦΑ Πόλης Θεσσαλονίκης, όταν βρέθηκε ο τάφος από τους Γάλλους, ήταν συλημένος ήδη από την αρχαιότητα. Το 1919, ο Γάλλος αρχαιολόγος Ch. Picard, δημοσίευσε την πρώτη αναφορά σχετικά με την εύρεση, που αποτελούσε μια λακωνική μνεία του γεγονότος. Εκεί σημειώνει ότι ο θάλαμος περιείχε λείψανα ταφικής κλίνης και αγγεία, ό,τι είχε απομείνει από τη σύληση, κτερίσματα που δεν ενδιέφεραν τους τυμβωρύχους.
Από την έρευνα του Χαράλαμπου Μακαρόνα το 1941 έχουν αναφερθεί ευρήματα μόνο από τον τύμβο. Μάλιστα πίσω από το μνημείο βρήκε και ερεύνησε έναν χώρο μήκους 3,25 μ., οριοθετημένο με επιχρισμένες πλίνθους, στον οποίο εκτίμησε ότι είχαν πραγματοποιηθεί οι καύσεις των νεκρών, καθώς στο εσωτερικό του βρέθηκε στρώμα τέφρας και θραύσματα πήλινων αγγείων και ειδωλίων.
Μέρος των λιγοστών ευρημάτων έμεινε στη Θεσσαλονίκη, αρχικά στο Μουσείο που είχε δημιουργηθεί στη Ροτόντα, και τα κυριότερα μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Μεταξύ αυτών και τμήμα από την πρόσοψη της μιας από τις δύο χτιστές κλίνες του θαλάμου, η οποία διατηρεί γραπτή διακόσμηση. Τα αγγεία που βρέθηκαν ήταν κυρίως σκύφοι, πυξίδες και αλάβαστρα, δηλαδή αγγεία πόσης, καλλωπισμού και αρωματοδοχεία, τυπικά για τις ταφές της εποχής.
Ένας αριθμός από αυτά, όπως μία πήλινη μορφή εφήβου που χρονολογείται στο 270/260 π.Χ. βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Κάποια άλλα ωστόσο, όπως το τμήμα της πρόσοψης της κλίνης, πήλινα κτερίσματα, ατρακτόσχημα μυροδοχεία, μία πυξίδα, σκυφίδια, ειδώλιο άρκτου και ρόδακας, έχουν μεταφερθεί ήδη από τις πρώτες ανασκαφές, πιθανόν από τους Γάλλους ανασκαφείς και εκτίθενται στον Λούβρο.
Ένας σπουδαίος μακεδονικός τάφος
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, το μνημείο εντάσσεται πλήρως στον τύπο ταφικών μνημείων που συμβατικά ονομάστηκαν «μακεδονικοί τάφοι», από την περιοχή στην οποία κυρίως επιχωριάζουν.
Όπως εξηγεί εκ μέρους της ΕΦΑΠΟΘ η κ. Σταματοπούλου «διαθέτει όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης κατηγορίας τάφων, καθώς πρόκειται για υπόγειο, θαλαμωτό, καμαροσκεπή τάφο, με πρόσοψη, δρόμο και κατάχωση με τεχνητό χωμάτινο τύμβο. Ο συγκεκριμένος είναι μονοθάλαμος και η πρόσοψή του κοσμείται με θριγκό δωρικού ρυθμού και δωρικό θύρωμα. Ως προς την πρόσοψη, αν και η κατάσταση διατήρησής της δεν καθιστά σήμερα προφανή τον συσχετισμό, παρουσιάζει ομοιότητες κυρίως με τους μακεδονικούς τάφους της Αγίας Παρασκευής και του Φοίνικα Θεσσαλονίκης. Ως προς τη διάταξη των ταφικών κλινών στον θάλαμο, τα κοινά παραδείγματα είναι πολυάριθμα».
Ο «ένοικος» του τάφου
Κι εδώ έρχεται το ερώτημα που φτάνει στα χείλη όλων, για την ταυτότητα των «ενοίκων» του τάφου. Τα ονόματα των νεκρών δεν δηλώνονται επιγραφικά στον Τάφο του Μαιευτηρίου ή τουλάχιστον δεν έχουν σωθεί επιγραφές, καθώς το μνημείο λόγω των επανειλημμένων συλήσεων που επέφεραν έκθεσή του στις καιρικές συνθήκες, παρουσιάζει σοβαρή απώλεια κονιαμάτων στην πρόσοψη και στο εσωτερικό του.
Ωστόσο, η μορφή του τάφου και τα λιγοστά ευρήματα που σώθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για οικογενειακό τάφο και εφόσον η κατασκευή ενός τέτοιου μνημείου ήταν εξαιρετικά δαπανηρή, προφανώς ανατέθηκε από οικογένεια της ανώτερης τάξης της Θεσσαλονίκης.
Η πολύχρονη έρευνα των αρχαιολόγων έχει πλέον καταλήξει ότι οι μακεδονικοί τάφοι προσιδιάζουν στην τάξη των εταίρων, του επίλεκτου στρατιωτικού σώματος των Μακεδόνων, μιας στρατιωτικής ελίτ που πλαισιώνει τον Μακεδόνα βασιλιά και λαμβάνει ηγετικά στρατιωτικά αξιώματα σε καιρό πολέμου και υψηλά διοικητικά αξιώματα σε καιρό ειρήνης. Ωστόσο, τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι στιγμή δεν επιτρέπουν συσχετισμό του Τάφο του Μαιευτηρίου με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο.
Η επίσκεψη στον Τάφο του Μαιευτηρίου
Το σπουδαίο αυτό μνημείο είναι επισκέψιμο για το κοινό μετά από συνεννόηση με την Εφορεία Αρχαιοτήτων κι όσοι βρεθούν σε αυτό θα μάθουν σημαντικά στοιχεία για την ιστορία του και την ιστορία των μακεδονικών τάφων.
Πρόκειται για έναν μικρό ταφικό θάλαμο, με μεγαλύτερο τον άξονα του πλάτους (3,24μ.) σε σχέση με τον άξονα του μήκους (2,22 μ.), στοιχείο ασυνήθιστο για μακεδονικό τάφο. Οι εσωτερικοί τοίχοι διατηρούν κατά τόπους κατάλοιπα της επίχρισής τους με κονίαμα, κυρίως στην καμάρα. Δύο χτιστές ταφικές κλίνες σε διάταξη Γ, με τη γωνία στα αριστερά της εισόδου, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του θαλάμου. Σώζονται αποσπασματικά λόγω της τυμβωρυχίας, είναι ωστόσο κανονικών διαστάσεων, με μήκος 2,25, πλάτος 1,25 και ύψος 1,05 μ.. Τμήμα της πρόσοψης της αριστερής κλίνης, το οποίο διατηρούσε το κονίαμα και τον διάκοσμό του, με διονυσιακά και φυτικά θέματα, βρίσκεται, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, στο Μουσείου του Λούβρου.
«Πέρα όμως από την περιγραφή του εσωτερικού του θαλάμου, αξίζει να αναφερθεί ότι ο εσωτερικός χώρος ακόμη και ενός μικρού μακεδονικού τάφου, όπως αυτός, με την υποβλητικότητα τoυ ταφικού περιβάλλοντος και τη μεγαλοπρέπεια της θολωτής κατασκευής, προκαλεί έντονες εντυπώσεις στον επισκέπτη, και αποτελεί πάντα μια αλησμόνητη εμπειρία. Όπως όλοι οι μακεδονικοί τάφοι, ο "Τάφος του Μαιευτηρίου" αποτελεί έκφραση της εποχής του, μιας εποχής ισχύος για τη Μακεδονία και πολυτελούς διαβίωσης για την ανώτερη τάξη, αλλά και έκφραση των αντιλήψεων των Μακεδόνων για τη μεταθανάτια ζωή», τονίζει η αρχαιολόγος της ΕΦΑΠΟΘ, Βασιλική Σταματοπούλου.
Πηγή Φωτογραφιών: ©Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού. Η φωτογραφία της μορφής εφήβου είναι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Μαρία Ριτζαλέου
voria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου