Amfipoli News: Πριν 7.500 χρόνια έφτιαχναν τυρί στην Αχαΐα - Στην Υπερησία / Αιγείρα που είχε θέατρο, ναούς Διός, Απόλλωνος, Ουρανίας Αφροδίτης , Αγροτέρας Αρτέμιδος, Τύχης!

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Πριν 7.500 χρόνια έφτιαχναν τυρί στην Αχαΐα - Στην Υπερησία / Αιγείρα που είχε θέατρο, ναούς Διός, Απόλλωνος, Ουρανίας Αφροδίτης , Αγροτέρας Αρτέμιδος, Τύχης!



  - του Γ. Λεκάκη

Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλεως, αν και δεν αναφέρεται από τον Παυσανία τον 2ο αι. μ.Χ., είναι το αρχαίο θέατρο.

Έχει πεταλόσχημο κοίλο, με θέα τον Κορινθιακό κόλπο και ευρίσκεται σε υψόμετρο 350 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, βόρεια της ακροπόλεως.

Η κατασκευή του χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., γύρω στα 280 - 250 π.Χ., όταν ιδρύεται το Β΄ Κοινό των Αχαιών - η Αχαϊκή Συμπολιτεία - και οι αχαϊκές πόλεις αναδιοργανώνονται.

Το κοίλο λαξεύθηκε στο φυσικό βράχο και, όπου αυτός δεν υπήρχε, διαμορφώθηκε κατάλληλα το έδαφος και τοποθετήθηκαν λίθινα εδώλια. Στον φυσικό βράχο λαξεύθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος και η ορχήστρα, στα κράσπεδα της οποίας κατασκευάσθηκε αυλάκι για την απορροή των όμβριων υδάτων. Το σκηνικό οικοδόμημα της ελληνιστικής περιόδου ήταν διώροφο. Ένα διάζωμα διαιρεί το κοίλο σε δύο τμήματα και η συνολική χωρητικότητά του ανέρχεται σε 3.000 θεατές, ενώ το μήκος του φθάνει τα 30,70 μ.

ΠΗΓΗ: Ερ. Κόλια, ΥΠΠΟΑ.

Η πόλις Αιγείρα ή Αίγιρα είναι παναρχαία πόλη της Αχαΐας στον 38ο παράλληλο [38°08′42″N 22°21′06″E] (με επίνειον που λεγόταν επίσης Αιγειρα, στα νυν Μαύρα Λιθάρια) στην βορειότερη άκρη του όρους Ευρωστίνης, στα νυν σύνορα Κορινθίας - Αιγιαλείας - στην σημερινή θέση που σήμερα λέγεται εκ των ερειπίων Παλαιόκαστρο. Ταυτίζεται με την ομηρική πόλη Υπερησίη. Η μετονομασία της έγινε στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα.

Ο οικισμός είναι γνωστός από την Μέση Νεολιθική - Τελική Νεολιθική, που αρχίζει γύρω στο 5500 π.Χ. Ο πρώτος οικισμός βρισκόταν στην νυν ακρόπολη. Αποδείξεις κεραμικών αγγείων λένε πως πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τυριού. Βρέθηκε μικρή ποσότητα λεπίδων οψιδιανού Μήλου, ιδιας περιόδου. Μερικά στοιχεία του νεολιθικού οικισμού έχουν βρεθεί σε χαμηλότερο πλάτωμα, περίπου 150 μ. ανατολικά της ακρόπολης.[1]

Μόνιμοι οικισμοί υπάρχουν (τουλάχιστον) από Πρωτοελλαδική περίοδο (περ. 3100 π.Χ.), όταν γινόταν χρήση λιναριού ή διπλών ινών στα υφάσματα και πιθανώς χρήση λιναριού ή διπλών ινών στα υφάσματα και πιθανώς προσθήκη αρσενικού στον χαλκό στην μεταλλουργία της.

Την περίοδο EH II, ο οικισμός επεκτάθηκε ή/και μεταφέρθηκε σε μια χαμηλή και πιο εύφορη τοποθεσία στο Κατσανέβα, κοντά στον Κριό ποταμό.

Βρέθηκαν θαλαμωτοί τάφοι, που σχετίζονται με την Αιγείρα, από το πρώιμο τμήμα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ. Ανασκάφηκαν από τον Έλληνα αρχαιολόγο Ν. Βερδελη το 1956 στο Λυκόβουνο / Δερβένι, περίπου 1,2 χλμ. νοτιοανατολικά του οικισμού.

Όπως πολλές τοποθεσίες του Αιγαίου, η Αιγείρα εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, μετά την καταστροφή της τοποθεσίας της στο τέλος της LH IIIC μέσης και η κατοίκησή της ξαναξεκίνησε στο β΄ μισό του 8ου αιώνα π.Χ.

Η Αιγείρα ήταν μέλος της Αχαϊκής Συμμαχίας κατά την πρώτη περίοδο ύπαρξής της, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.

Ένας δημόσιο κτήριο - «ξενώνας» (από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.) είχε ψηφιδωτό δάπεδο και ήταν κατοικία ξένων διπλωματικών αντιπροσωπειών, μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., οπότε είχε επεκταθεί και τροποποιηθεί πολλάκις. Είχε επιφάνεια περίπου 1.000 τ.μ. Εδώ ευρέθη «θησαυρός» με σχεδόν 600 ασημένια νομίσματα!

Μαζί με τα άλλα μέλη της Αχαϊκής Συμμαχίας, η Αιγείρα πολέμησε - μαζί με τον Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας - εναντίον της Αιτωλικής Συμμαχίας στον πόλεμο του 220-217 π.Χ.

Η πόλις εγνώρισε μεγάλη εκπολιτιστική και εμπορική ακμή. Χαρακτηριστικότερο μνημείο αυτής ήταν το άγαλμα της θεάς Τύχης, από το Τυχείον, που κρατούσε με το ένα χέρι το κέρας της Αμάλθειας και με το άλλο τον πτερωτό Έρωτα. Είχε επίσης ναό του Απόλλωνος, της Αφροδίτης Ουρανίας, της Συρίας Θεάς, του Σέραπι και της Ίσιδας δείχνοντας επαφή με την μακεδονική πτολεμαϊκή Αίγυπτο. 

Στον χώρο, όπου εβόσκησε η καλύτερη από τις αίγες της περιοχής, ιδρύθηκε το ιερόν της Αγροτέρας Αρτέμιδος.

Βρέθηκε και οχυρωματικό τείχος (περιόδου LH IIIC), στην ανατολική πλευρά του οικισμού, αλλά το μόνο τέτοιο οικοδόμημα γνωστό από αυτήν την περίοδο στην Ελλάδα υπάρχει μόνο στο Αιγαίο (στην Νάξο Κυκλάδων).

Η καταστροφή της πόλεως συντελέσθηκε πιθανόν από πλημμύρα και σεισμό, σε άγνωστη χρονική περίοδο.

Τέλος, γύρω στο 1900, εκτίσθησαν τα λεγόμενα «Σπίτια των Σταφιδοσυλλεκτών» / Σταφιδαποθήκες, με σπόλια από την αρχαία πόλη.

Οι ανασκαφές στα ερείπια της αρχαίας Αίγειρας επαναξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1972, μετά από διακοπή 45 ετών. Από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας: Στην Ακρόπολη, το αρχαίο θέατρο, τον ναού του Διός και μεταξύ του θεάτρου και του ναού του Διός.

Στην Ακρόπολη βρέθηκαν αρχαία κτίσματα και πολυάριθμα όστρακα, από την μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Αποκαλύφθηκε τμήμα του θεάτρου με τις κερκίδες του, που είναι λαξευμένες σε επικλινή βράχο.

Πλησίον του θεάτρου αποκαλύφθηκε αρχαίο κτίσμα και λαξευμένοι λάκκοι, σαν ποτίστρες ζώων. Βορειοδυτικά του θεάτρου αποκαλύφθηκε κεραμικός κλίβανος και αγγεία, πολλά από τα οποία χρονολογούνται στην γεωμετρική περίοδο. Επίσης, βρέθηκαν τμήματα σίμης, με έντονο χρωματισμό, σπασμένα πήλινα πιάτα και όστρακα. Και αγωγός νερού, και μωσαϊκό από ποταμοχαλίκια με διάφορες παραστάσεις, κιονόκρανο ιωνικού ρυθμού και πολύ αρχιτεκτονικό υλικό, που ανήκε στον ναό του Διός.*

Πρώτες ανασκαφές έγιναν από τον Άγγλο Γ. Ληκ (1836). Ανακάλυψε τα ερείπια του λιμανιού της. Πρώιμες ανασκαφές στην Αιγείρα έκανε στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Έλλην αρχαιολόγος Βαλ. Στάης. Ανακάλυψε μια επιγραφή - αγορανομική διάταξη με μέρος του Διατάγματος του Διοκλητιανού για τις ανώτατες τιμές, που εκδόθηκε το 301 μ.Χ. Το 1904, ο H. Schrader απέκτησε αντικείμενα από έναν μυκηναϊκό τάφο με την «Αιγείρα» να αναφέρεται ως το σημείο εύρεσης, αλλά η ανασκαφή που τα έφερε στο φως δεν έχει καταγραφεί!

Είτα, ο Αυστριακός αρχαιολόγος, Οτ. Βάλτερ (1916 – 1925), που ανακάλυψε τα θεμέλια μικρού ναού του Διός καθώς και την κεφαλή του καθήμενου κολοσσιαίου αγάλματος του θεού – βλ. στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθηνών - του 2ου αιώνα π.Χ., σμιλεμένο από τον Αθηναίο γλύπτη Ευκλείδη.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Η Υπερησίη μετονομάσθηκε σε Αιγειρα:

        - από τα πολλά δάση δένδρων αιγείρου (= λεύκας).

        - από τον πόλεμο Υπερησίης - Σικυώνος, όταν οι κάτοικοί, που ήταν σε μειονεκτική θέση επινόησαν το ακόλουθο τέχνασμα: Επιστράτευσαν τις αίγες της περιοχής και στα κεφάλια τους ετοποθέτησαν δάδες, που τις άναψαν την νύκτα. Οι Σικυώνιοι ενόμισαν ότι τους επιτίθενται πολυπληθή στρατεύματα και έλυσαν αμέσως την πολιορκία. Τότε οι κάτοικοι της Υπερησίης ονόμασαν την πόλη Αίγειρα, προς τιμή των αιγών.

        - από κάποιον ευγενή Αίγειρο εκ Πατρών, που την κατέλαβε, έγινε βασιλιάς και της έδωσε το όνομά του – βλ. Ν. Παπανδρεάδης «Ιστορία και Λαογραφία της Ζαχόλης».

Γενικώς πάντως Αιγείρα σημαίνει τόπος με άφθονα νερά.

ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΕΣ

Κατά τα 23α Ολύμπια, το 688 π.Χ., ολυμπιονίκης στο αγώνισμα του σταδίου ήταν ο Ικάριος (ή Ίκαρος) ο Υπηρεσιεύς.

Κατά τα 126α Ολύμπια, το 272 π.Χ., ολυμπιονίκης στο αγώνισμα της πάλης παίδων ήταν ο Κρατίνος ο Αιγειράτης. - βλ. Γ. Λεκάκης "Ολυμπιακοί Αγώνες".

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.6.2018.

Παυσανίας «Αχαϊκά»:

- VII.6

[6.1] τότε δὲ ἀπεληλυθότων Ἰώνων τήν τε <γῆν> οἱ Ἀχαιοὶ τὴν Ἰώνων διελάγχανον καὶ ἐσῳκίζοντο ἐς τὰς πόλεις. αἱ δὲ δύο τε καὶ δέκα ἦσαν ἀριθμόν, ὁπόσαι γε καὶ ἐς ἅπαν τὸ Ἑλληνικὸν γνώριμοι, Δύμη μὲν πρὸς Ἤλιδος πρώτη, μετὰ δὲ αὐτὴν Ὤλενος καὶ Φαραὶ καὶ Τρίτεια καὶ Ῥύπες καὶ Αἴγιον καὶ Κερύνεια καὶ Βοῦρα, ἐπὶ ταύταις δὲ Ἑλίκη καὶ Αἰγαί τε καὶ Αἴγειρα καὶ Πελλήνη πρὸς τῆς Σικυωνίας ἐσχάτη: ἐς ταύτας οἱ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν ἐσῳκίζοντο πρότερον ἔτι ὑπὸ Ἰώνων οἰκουμένας. [6.2] ἦσαν δὲ οἱ τὸ μέγιστον <ἐν> τοῖς Ἀχαιοῖς ἔχοντες κράτος οἵ τε Τισαμενοῦ παῖδες Δαϊμένης καὶ Σπάρτων καὶ Τέλλις τε καὶ Λεοντομένης: Κομήτης δὲ ὁ πρεσβύτατος τῶν Τισαμενοῦ παίδων πρότερον ἔτι διεβεβήκει ναυσὶν ἐς τὴν Ἀσίαν. οὗτοί τε δὴ τηνικαῦτα ἐν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐδυνάστευον καὶ Δαμασίας ὁ Πενθίλου τοῦ Ὀρέστου, τοῖς Τισαμενοῦ παισὶν ἀνεψιὸς πρὸς πατρός. ἴσχυον δὲ ἐπ' ἴσης τοῖς κατειλεγμένοις καὶ Ἀχαιῶν τῶν ἐκ Λακεδαίμονος Πρευγένης καὶ ὁ υἱός, ὄνομα δέ οἱ ἦν Πατρεύς: καί σφισιν ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν ἐδόθη κτίσασθαι πόλιν ἐν τῇ χώρᾳ, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ Πατρέως ἐτέθη τῇ πόλει.

VII.26

[26.1] ἐς δὲ τὸ ἐπίνειον τὸ Αἰγειρατῶν--ὄνομα τὸ αὐτὸ ἥ τε πόλις καὶ τὸ ἐπίνειον ἔχει--, ἐς οὖν τὸ ἐπίνειον Αἰγειρατῶν δύο καὶ ἑβδομήκοντα ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν ὁδὸν τὴν Βουραϊκήν εἰσιν Ἡρακλέους στάδιοι. ἐπὶ θαλάσσῃ μὲν δὴ Αἰγειράταις οὐδέν ἐστιν ἐς μνήμην, ὁδὸς δὲ ἐκ τοῦ ἐπινείου δύο σταδίων καὶ δέκα ἐς τὴν ἄνω πόλιν. [26.2] Ὁμήρου δὲ ἐν τοῖς ἔπεσιν Ὑπερησία ὠνόμασται: τὸ δὲ ὄνομα τὸ νῦν ἐγένετο Ἰώνων ἐποικούντων, ἐγένετο δὲ ἐπ' αἰτίᾳ τοιᾷδε. Σικυωνίων ἀφίξεσθαι στρατὸς ἔμελλεν αὐτοῖς πολέμιος ἐς τὴν γῆν: οἱ δὲ --οὐ γὰρ ἐδόκουν ἀξιόμαχοι τοῖς Σικυωνίοις εἶναι-- ἀθροίζουσιν αἶγας, ὁπόσαι σφίσιν ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ, συλλέξαντες δὲ ἔδησαν πρὸς τοῖς κέρασιν αὐτῶν δᾷδας, καὶ ὡς πρόσω νυκτὸς ἦν, ἐξάπτουσι τὰς δᾷδας. [26.3] Σικυώνιοι δὲ--ἰέναι γὰρ συμμάχους τοῖς Ὑπερησιεῦσιν ἤλπιζον εἶναι τὴν φλόγα [καὶ] ἐκ τοῦ ἐπικουρικοῦ πυρός--οἱ μὲν οἴκαδε ἐπανήρχοντο, Ὑπερησιεῖς δὲ τῇ τε πόλει τὸ ὄνομα τὸ νῦν μετέθεντο ἀπὸ τῶν αἰγῶν, καὶ καθότι αὐτῶν ἡ καλλίστη καὶ ἡγουμένη τῶν ἄλλων ὤκλασεν, Ἀρτέμιδος Ἀγροτέρας ἐποιήσαντο ἱερόν, τὸ σόφισμα ἐς τοὺς Σικυωνίους οὐκ ἄνευ τῆς Ἀρτέμιδός σφισιν ἐπελθεῖν νομίζοντες. [26.4] οὐ μὴν καὶ αὐτίκα ἐξενίκησεν Αἴγειραν ἀντὶ Ὑπερησίας καλεῖσθαι, ἐπεὶ κατ' ἐμὲ ἦσαν ἔτι οἳ Ὠρεὸν τὴν ἐν Εὐβοίᾳ τῷ ὀνόματι Ἑστίαιαν ἐκάλουν τῷ ἀρχαίῳ. παρείχετο δὲ ἡ Αἴγειρα ἐς συγγραφὴν ἱερὸν Διὸς καὶ ἄγαλμα καθήμενον λίθου τοῦ Πεντελησίου, Ἀθηναίου δὲ ἔργον Εὐκλείδου. ἐν τούτῳ τῷ ἱερῷ καὶ Ἀθηνᾶς ἄγαλμα ἕστηκε: πρόσωπόν τε καὶ ἄκραι χεῖρες ἐλέφαντος καὶ οἱ πόδες, τὸ δὲ ἄλλο ξόανον χρυσῷ τε ἐπιπολῆς διηνθισμένον ἐστὶ καὶ φαρμάκοις. [26.5] Ἀρτέμιδός τε ναὸς καὶ ἄγαλμα τέχνης τῆς ἐφ' ἡμῶν: ἱερᾶται δὲ παρθένος, ἔστ' ἂν ἐς ὥραν ἀφίκηται γάμου. ἕστηκε δὲ καὶ ἄγαλμα ἐνταῦθα ἀρχαῖον, Ἰφιγένεια ἡ Ἀγαμέμνονος, ὡς οἱ Αἰγειρᾶταί φασιν: εἰ δὲ ἀληθῆ λέγουσιν οὗτοι, δῆλός ἐστιν ἐξ ἀρχῆς Ἰφιγενείᾳ ποιηθεὶς ὁ ναός. [26.6] ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐς τὰ μάλιστα ἀρχαῖον τό τε ἱερὸν αὐτὸ καὶ ὁπόσα ἐν τοῖς ἀετοῖς, ἀρχαῖον δὲ καὶ τοῦ θεοῦ τὸ ξόανον, γυμνός, μεγέθει μέγας: τὸν ποιήσαντα δὲ εἶχεν οὐδεὶς τῶν ἐπιχωρίων εἰπεῖν: ὅστις δὲ ἤδη τὸν Ἡρακλέα τὸν ἐν Σικυῶνι ἐθεάσατο, τεκμαίροιτο ἂν καὶ ἐν Αἰγείρᾳ τὸν Ἀπόλλωνα ἔργον εἶναι τοῦ αὐτοῦ Φλιασίου Λαφάους. [26.7] Ἀσκληπιοῦ δὲ ἀγάλματα ὀρθά ἐστιν ἐν ναῷ καὶ Σαράπιδος ἑτέρωθι καὶ Ἴσιδος, λίθου καὶ ταῦτα Πεντελησίου. τὴν δὲ Οὐρανίαν σέβουσι μὲν τὰ μάλιστα, ἐσελθεῖν δὲ ἐς τὸ ἱερὸν οὐκ ἔστιν ἀνθρώποις. θεοῦ δὲ ἣν Συρίαν ἐπονομάζουσιν, ἐς ταύτης τὸ ἱερὸν ἐσίασιν ἐν ἡμέραις ῥηταῖς, ἄλλα τε ὅσα νομίζουσι προκαθαριεύσαντες καὶ ἐς τὴν δίαιταν. [26.8] οἶδα καὶ οἴκημα ἐν Αἰγείρᾳ θεασάμενος: ἄγαλμα ἦν ἐν τῷ οἰκήματι Τύχης, τὸ κέρας φέρουσα τὸ Ἀμαλθείας: παρὰ δὲ αὐτὴν Ἔρως πτερὰ ἔχων ἐστίν, ἐθέλει δὲ σημαίνειν ὅτι ἀνθρώποις καὶ τὰ ἐς ἔρωτα τύχῃ μᾶλλον ἢ ὑπὸ κάλλους κατορθοῦται. ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν: [26.9] ἐν Αἰγείρᾳ δὲ ἐν τούτῳ τῷ οἰκήματι ἀνήρ τε ἤδη γέρων ἴσα καὶ ὀδυρόμενος καὶ γυναῖκες [αἱ] τρεῖς ἀφαιρούμεναι ψέλιά εἰσι καὶ ἴσοι νεανίσκοι ταῖς γυναιξί, [καὶ ὁ] ἐνδεδυκὼς θώρακα εἷς. τοῦτόν φασιν Ἀχαιοῖς γενομένου πολέμου μαχεσάμενον ἀνδρειότατα Αἰγειρατῶν τελευτῆσαι, καὶ αὐτοῦ τὸν θάνατον οἱ λοιποὶ τῶν ἀδελφῶν οἴκαδε ἀπήγγειλαν: καὶ τοῦδε ἕνεκα αἵ τε ἀδελφαὶ διὰ τὸ ἐπ' αὐτῷ πένθος ἀποκοσμοῦνται καὶ τὸν πατέρα ἐπονομάζουσιν οἱ ἐπιχώριοι Συμπαθῆ, ἅτε ἐλεεινὸν καὶ ἐν τῇ εἰκόνι.

[26.10] ὁδὸς δὲ ἐξ Αἰγείρας εὐθεῖα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς διά τε ὀρῶν καὶ ἀνάντης ἐστί: μῆκος μὲν οὖν τῆς ὁδοῦ τεσσαράκοντά εἰσι στάδιοι, ἄγει δὲ ἐς Φελλόην, πόλισμα οὐκ ἐπιφανές, †οὐδὲ ὡς ἀεὶ ᾠκεῖτο καὶ Ἰώνων ἔτι ἐχόντων τὴν γῆν. τὰ δὲ περὶ τὴν Φελλόην ἐς φυτείαν ἀμπέλων ἐστὶν ἐπιτήδεια: καὶ ὅσα πετρώδη τῆς χώρας, δρῦς τέ εἰσι καὶ θηρία, ἔλαφοι καὶ ὗς ἄγριοι: [26.11] εἰ δέ τινα τῶν ἐν Ἕλλησι πολισματίων ἀφθόνῳ καταῤῥεῖται τῷ ὕδατι, ἀριθμεῖν καὶ τὴν Φελλόην ἔστιν ἐν τούτοις. θεῶν δὲ ἱερὰ Διονύσου καὶ Ἀρτέμιδός ἐστιν: ἡ μὲν χαλκοῦ πεποίηται, βέλος δὲ ἐκ φαρέτρας λαμβάνουσα: τῷ Διονύσῳ δὲ ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνθισμένον. ἐς δὲ τὸ ἐπίνειον καταβᾶσιν ἐξ Αἰγείρας καὶ αὖθις ἐς τὰ πρόσω βαδίζουσιν ἔστιν ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀγροτέρας, ἔνθα τὴν αἶγα ὀκλάσαι λέγουσιν.

[26.12] τῆς δὲ Αἰγειρατῶν ἔχονται Πελληνεῖς: πρὸς Σικυῶνος δὲ οὗτοι καὶ μοίρας τῆς Ἀργολίδος Ἀχαιῶν οἰκοῦσιν ἔσχατοι. τὸ δὲ ὄνομα ἐγένετο τῇ πόλει λόγῳ μὲν τῷ Πελληνέων ἀπὸ Πάλλαντος, τῶν Τιτάνων δὲ καὶ Πάλλαντα εἶναι λέγουσι, δόξῃ δὲ τῇ Ἀργείων ἀπὸ ἀνδρὸς Ἀργείου Πέλληνος: Φόρβαντος δὲ εἶναι τοῦ Τριόπα παῖδα αὐτὸν λέγουσιν. [26.13] Αἰγείρας δὲ ἐν τῷ μεταξὺ καὶ Πελλήνης πόλισμα ὑπήκοον Σικυωνίων Δονοῦσσα καλουμένη ἐγένετο μὲν ὑπὸ τῶν Σικυωνίων ἀνάστατος, μνημονεύειν δὲ καὶ Ὅμηρον ἐν καταλόγῳ τῶν σὺν Ἀγαμέμνονί φασιν αὐτῆς ποιήσαντα ἔπος οἵ θ' Ὑπερησίην τε καὶ αἰπεινὴν Δονόεσσαν: (Όμηρος, Ιλιάδα, 2.573)

Πεισίστρατον δέ, ἡνίκα ἔπη τὰ Ὁμήρου διεσπασμένα τε καὶ ἀλλαχοῦ μνημονευόμενα ἤθροιζε, τότε αὐτὸν Πεισίστρατον ἢ τῶν τινα ἑταίρων μεταποιῆσαι τὸ ὄνομα ὑπὸ ἀγνοίας. [26.14] ἔστι δὲ Ἀριστοναῦται Πελληνεῦσιν ἐπίνειον. ἐς τοῦτο ἐξ Αἰγείρας τῆς ἐπὶ θαλάσσῃ σταδίων ἐστὶν εἴκοσιν ὁδὸς καὶ ἑκατόν: ταύτης δὲ ἡμίσεια ἐς Πελλήνην ἀπὸ τοῦ ἐπινείου. ὄνομα δὲ Ἀριστοναύτας γενέσθαι τῷ ἐπινείῳ λέγουσιν, ὅτι καὶ ἐς τοῦτον τὸν λιμένα ὡρμίσαντο οἱ πλεύσαντες ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] ΠΗΓΗ: Gauss W «Μυκηναϊκή Αιγείρα: Περίληψη Ανασκαφών και Έρευνας 2011-2016», Annuario della scuola archeologica di atene e delle missioni italiane in oriente, συμπλήρωμα 3, Gli achei in grecia e in magna grecia, nuove scoperte e nuove prospettive, Scuola Archeologica Italiana di Atene, 2019.

Gauss W. επιμ. «Forschungen im Bereich des Theatres von Aigeira 2011 - 2018», Aigeira 3, εκδ. Österreichische Akademie der Wissenschaften, Βιέννη, 2022.

arxeion-politismou.gr

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου