Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία η γοργόνα έχει πολύ μακρινό παρελθόν. Ο Όμηρος (9ος - 8ος αι. π.Χ.) πρώτος κάνει λόγο για δύο Ωκεανίδες την Ευρυνόμη (Ιλιάδα, Σ 398-9)30 και την Πέρση/ Περσηίδα (Οδύσσεια, κ 439)31.
Κατά τον Ησίοδο (8ος - 7ος αι. π.Χ) οι Ωκεανίδες, που συναντώνται και ως Ωκεανίνες ή Ωκεανίτιδες ή Ωγενίδες (Θεογονία, 340-370, 908) ήταν τρεις χιλιάδες, ωστόσο αναφέρει μόνο σαράντα μία, από τις οποίες η Ευρυνόμη ήταν η μητέρα των Χαρίτων από τον Δία και η Περσηίδα ήταν σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Αιήτη -βασιλιά της Κολχίδας-, του Πέρση, της Κίρκης και της Πασιφαής.
Οι Ωκεανίδες ήταν κόρες του τιτάνα Ωκεανού και της Τηθύος, θεωρούνταν ιδεατές ανθρωπόμορφες έννοιες των πηγών, που κατά το ήμισυ ήταν κοπέλες, εκείνων που τα ύδατά τους μεταφέρονταν από τους ποταμούς στην ανοικτή θάλασσα (αρχαίο Ωκεανό), και κατά το άλλο ήμισυ ψάρι, καταλήγοντας σε απλή εκβολή (ένα ουραίο πτερύγιο) ή σε δέλτα (διπλό ουραίο πτερύγιο).
Αλλά και οι Νηρηίδες, ήταν νύμφες που λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, και προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά άλλη άποψη.
Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους.
Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών και οι φωνές τους γοήτευαν και τα τραγούδια τους είχαν έλξη ακατανίκητη. Οι Νηρηίδες, ωστόσο, περιγράφονται με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και έχουν ανθρώπινα πόδια, που μπορούν να κολυμπούν.
Οι νεράιδες έχουν ταυτιστεί περισσότερο με τις Νηρηίδες εκ παραφθοράς, που βγήκαν στη στεριά με τα ίδια γνωρίσματα των θαλασσινών αδελφών τους . Άλλες θαλάσσιες θεότητες που ονομάζονται και γοργόνες είναι οι Φορκίδες και οι επτά Πλειάδες που μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό της Πούλιας από τον Δία . Παρόλο που οι Ωκεανίδες, ως νύμφες των υδάτων είχαν ψαρίσια ουρά, το όνομα του είδους της γοργόνας το έδωσε μια διαφορετική μυθολογική οντότητα, η Γοργώ (ή Γοργών, -όνος).
Νύμφες της θάλασσας ήταν λοιπόν και οι γοργόνες, κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, καθώς ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς.
Ο μύθος της Μέδουσας εξελισσόταν μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και φυσικά οι όποιες προσθήκες, αφαιρέσεις, μετατροπές συμβάδιζαν με τις επιταγές και την ιδεολογία του χρόνου και των τόπων. Έτσι, η Μέδουσα μετατράπηκε σε όμορφη κοπέλα περήφανη και υπεροπτική, που τόλμησε να συγκρίνει την ομορφιά της με της Αθηνάς και να τη βρει ανώτερη. Και η Αθηνά άλλαξε τα μαλλιά της σε φίδια.
Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου από τον Οβίδιο, η Μέδουσα ήταν μία πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς που ο Ποσειδώνας τη βίασε μεταμορφωμένος σε άλογο, στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά, εξοργισμένη με το γεγονός, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι μεταμόρφωσε την Μέδουσα σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλλιά είχε φίδια. Η ασχήμια της ήταν τέτοια, που όποιος την κοιτούσε στο πρόσωπο πέτρωνε.
Η Μέδουσα και ειδικά το κεφάλι της, που ονομάζονταν γοργόνειο, χρησιμοποιούνταν από πολύ παλιά ως προστασία και αποτροπαϊκό σύμβολο και γι' αυτό χρησιμοποιούνταν ως ακροκέραμο σε ναούς και σπίτια αλλά και ως διακόσμηση σε πανοπλίες, όπλα, ασπίδες, άρματα και διάφορα αντικείμενα.
Μέσα από τους μύθους και τις δοξασίες η μυθική γοργόνα επιβιώνει αιώνες τώρα στην Ελληνική συνείδηση ανάμεσα στο χάσμα δύο κόσμων του γήινου και του θαλάσσιου. Καθώς, η Ελλάδα είναι θαλάσσια χώρα, η πανάρχαια αλλά και διαχρονική αυτή οντότητα εμφανίζεται στην παράδοσή της με ποικίλους τρόπους που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μορφών. Από εκείνη της τρομοκρατικής και αποτρόπαιης μορφής της αρχαιότητας στην διακοσμητική εικόνα του μεσαίωνα, και τέλος, στη συναισθηματική γυναίκα των νεότερων χρόνων,
Συν τω χρόνω η μορφή των γοργόνων λαμβάνει στην λαϊκή φαντασία την μορφή νεαρής γυναίκας από την μέση και επάνω και ψαριού από την μέση και κάτω. Στα νεότερα χρόνια, η σύγχρονη μυθοπλασία, εμφανίζει μία γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε.
Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού «ζει ο Μ. Αλέξανδρος;». Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση:
- «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι.
Ένας άλλος επίσης μεταγενέστερος μύθος, συνδέει με τον Οδυσσέα με μία γοργόνα. Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του, ο Οδυσσέας συνάντησε μια πανέμορφη γοργόνα, μια θαλάσσια νύμφη δηλαδή, της οποίας το σώμα είναι από την μέση και πάνω ανθρώπινο, και από την μέση και κάτω σώμα ψαριού.
Έχοντας ακούσει ότι το σπάνιο αυτό πλάσμα συγγενεύει με τις σειρήνες και έτσι ο Οδυσσέας θέλησε να ακούσει για μια ακόμη φορά το ίδιο πανέμορφο τραγούδι που είχε ακούσει από τις σειρήνες, και το οποίο τραγουδούσε και η γοργόνα.
Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί στη γοητεία τους.
Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.
Θέλοντας να ξανακούσει το θελκτικό τραγούδι των σειρήνων, επισκέφτηκε με τους συντρόφους του την σπηλιά της ακίνδυνης γοργόνας, σε ένα μικρό νησάκι στα ανοιχτά του Ιονίου πελάγους.
Εκεί μαγεύτηκε από το τραγούδι της, και θέλησε να την πάρει κοντά του στα ταξίδια του. Καθ' ότι όμως αυτή ήταν ψάρι από την μέση και κάτω, δεν μπορούσε να φύγει από την ασφάλεια της σπηλιάς της στην ακροθαλασσιά, εφόσον οι άνθρωποι θα την κυνηγούσαν και θα την σκότωναν. Έτσι, αφού ο έρωτάς τους ήταν καταδικασμένος, ο μαγεμένος Οδυσσέας κρατούσε τους συντρόφους του στο νησί όλο και περισσότερες μέρες για να ακούει το πανέμορφο τραγούδι της.
Κάποια στιγμή αυτοί κουράστηκαν να περιμένουν και διαμαρτυρήθηκαν. Τότε η γοργόνα χάρισε στον Οδυσσέα ένα μαγικό κοχύλι, το οποίο μόλις το ακουμπούσε στο αυτί του μπορούσε να ακούσει το τραγούδι της. Και έτσι αυτός πείστηκε επιτέλους να αναχωρήσει από το νησί.
Κάποια μέρα όμως που βρισκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού και είχε κολλήσει το κοχύλι στο αυτί του, φύσηξε δυνατός άνεμος και έγινε τρικυμία μεγάλη, με αποτέλεσμα το κοχύλι να του πέσει στην θάλασσα. Αυτός έκλαιγε μέρα - νύχτα, χωρίς να μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει. Τότε η γοργόνα παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του έδωσε την λύση: του είπε πως θα μπορούσε να συνεχίσει να ακούει το ίδιο μαγευτικό τραγούδι από οποιοδήποτε άλλο κοχύλι.
Από τότε φημολογείται ότι αν κάποιος βάλει στο αυτί του ένα οποιοδήποτε απλό κοχύλι, μπορεί να ακούσει την ίδια μαγευτική μελωδία που άκουσε ο Οδυσσέας από την γοργόνα.
Το αρχέτυπο της γοργόνας το συναντάμε και σε ένα μικρό ξωκλήσι της Λέσβου την Σκάλα Συκαμινιάς, υπάρχει μία παράξενη και συνάμα μοναδική απεικόνιση της Παναγιάς ως Γοργόνας. Από την μέση και πάνω έχει την συνηθισμένη μορφή της Παναγιάς, ενώ από την μέση και κάτω έχει σώμα ψαριού, όπως και οι γνωστές από τους θρύλους και τις παραδόσεις γοργόνες. Στο ένα χέρι κρατάει ένα καΐκι, ενώ στο άλλο το σύμβολο του Ποσειδώνα, μία τρίαινα, ως προστάτιδα προφανώς των ναυτικών..
Ο Στράτης Μυριβήλης (1890-1969) εμπνέεται τη προαναφερθείσα τοιχογραφία Παναγία Γοργόνα, που υπήρχε στο εκκλησάκι και παρουσίαζε την Παναγία με ουρά γοργόνας, έργο άγνωστου λαϊκού ζωγράφου. Τη φήμη του, όμως, την οφείλει στο ομότιτλο έργο του Μυριβήλη. Το μυθιστόρημα «Η Παναγιά η Γοργόνα» που δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή το 1939 αρχικά με τον τίτλο «Η Παναγιά η Ψαροπούλα», παρουσιάζει τη ζωή ανθρώπων του νησιού και των Μικρασιατών προσφύγων που κατέφυγαν εκεί.
Ο Μυριβήλης στο έργο αυτό προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα περισσότερο ποιητική και εξωπραγματική. Αυτή την άποψη υποστηρίζει στη μελέτη της και η Ana Chikovani ότι «ο πολιτισμένος άνθρωπος διατηρεί, αν και ασυνείδητα, εκείνες τις αρχαϊκές ή πρωτογονικές περιοχές της γνώσης που είχε περιχαρακώσει με τρόπο έμμεσο μέσα στη λαογραφία».
Η ίδια υποστηρίζει ότι στο λογοτεχνικό έργο του 20ού αιώνα προχριστιανικές δοξασίες συνενώνονται με την ελληνική θρησκεία και το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό . Η ψαρογυναίκα αναμείχθηκε και με ένα ιερό πρόσωπο της Χριστιανικής πίστης, την Παναγία ως σύμβολο ευσέβειας για τους χριστιανούς και φόβου για τους αντικείμενους εχθρούς.
Με μια άλλη ανάγνωση του μυθιστορήματος, η Παναγία πάνω στους βράχους σαν γοργόνα είναι εκείνη που σώζει τους κατατρεγμένους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και με την τρίαινα τους προστατεύει από όλους τους εχθρούς.
Ο Μυριβήλης έτσι περιγράφει την εικόνα:
«Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ’ όνομά του, απόμεινε ακόμα, αύτη πάνω απ’ όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησίας.
Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης […].Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του.
Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως απ’ την μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι απ’’ τη μια, κι απ’ την άλλη ένα τρικράνι, σαν κι αυτό που κρατά ο αρχαίος θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας».
Ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης προσλαμβάνει διαφορετικά την εικόνα τονίζοντας ότι:
«η Παναγιά η Γοργόνα είναι το κεντρικό σύμβολο της σύνθεσης των διαφορετικών εμπειριών και δυνάμεων που προέκυψαν μέσα από αυτόν τον πολιτισμό, έτσι όπως την ζωγραφίζει ο Καπτά Λιάς, στον τοίχο της εκκλησίας».
Μια από τις ηγεμονικές γυναικείες θεότητες των κυμάτων που βρίσκονται στους αρχαίους μύθους του Αιγαίου συγχωνευμένη στην χριστιανική πίστη, όπου οι νησιώτες εξέφραζαν τις ευχές και τις δεήσεις για καλό ταξίδι των ναυτικών του τόπου. Όσον αφορά την έμπνευση του αγιογράφου, ο Μυριβήλης, εμπλέκει την αρχαία Eλληνική εκδοχή γέννησης της Αθηνάς, από το κεφάλι του πατέρα της Δία.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Και κανείς δεν στοχάστηκε πως εκείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γεροκοσμοκαλόγερου (του ζωγράφου), όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλλασόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούρια Ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κι η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα»..!
Στοιχεία αντλήθηκαν από την Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία της Κωνσταντίας Γιουβανούδη «Η γοργόνα στην Παιδική Λογοτεχνία: Από τη λαϊκή παράδοση και τη μυθολογία στο σύγχρονο παραμύθι». Παν. Ιωαννίνων.
Πηγή: xletsos-basilhs
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου