Η πόλη είναι ένα πλήθος από οικογένειες και γη και ιδιόκτητες περιουσίες που παρέχει αυτάρκεια για την καλή ζωή.
Έτσι συνόψιζε ένας συγγραφέας του ύστερου 4ου αιώνα την κυρίαρχη πολιτική άποψη των αρχαίων Ελλήνων. Και διευκρίνιζε: «μέρη του οίκου είναι οι άνθρωποι και τα αποκτήματα». Οἰκονομία -κυριολεκτικά η διευθέτηση (νομή) του οἴκου- σήμαινε την επιστήμη της ορθής διαχείρισης του νοικοκυριού. Στην αρχαιότητα οἶκος ήταν το σύνολο των έμβιων και άψυχων όντων που συναπάρτιζαν μια οικογένεια και την περιουσία της. Αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Στην περιουσία περιλαμβάνονταν όχι μόνο το σπίτι (οἰκία), τα έπιπλα, τα καλλιεργημένα κτήματα και τα ζωντανά, αλλά επίσης οι οικόσιτοι δούλοι. Όλα αυτά υπήρχαν προς χάριν της καλής ζωής των ελεύθερων μελών.
Ελεύθερα μέλη του οίκου ήταν οι σύζυγοι και τα τέκνα - και όποιος παππούς ή γιαγιά τυχόν ζούσε μαζί τους. Αδιαμφισβήτητος όμως αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας-πατέρας, που ονομαζόταν κύριος (σε σχέση με όλα τα μέλη) και δεσπότης (σε σχέση ειδικά με τους δούλους).
Η χρηστή διαχείριση του οίκου απαιτούσε καταμερισμό των εργασιών μεταξύ των συζύγων, επίβλεψη των τέκνων και εποπτεία του υπόδουλου υπηρετικού προσωπικού. Απαιτούσε, επίσης, την καθημερινή συντήρηση όλων των μελών με τροφή και την προστασία τους κάτω από μια στέγη.
Γενικά, η διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα σε μια αρχαιοελληνική οικογένεια ήταν μεγάλη. Αντικατοπτριζόταν μάλιστα στην ίδια την αρχιτεκτονική του σπιτιού. Τα δωμάτια της συζύγου και των λοιπών γυναικών (γυναικωνῖτις), όπου έμεναν και τα παιδιά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ήταν διαχωρισμένα από τους χώρους των ανδρών (τον ἀνδρῶνα), εκεί όπου μπορούσε ο κύριος του οίκου να δέχεται τους φίλους του και να οργανώνει συμπόσια.
Η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι και ο άνδρας πρωτοστατούσε στις εξωτερικές εργασίες. Αυτός εκπροσωπούσε την οικογένεια στην κοινωνία: έκανε τις αναγκαίες οικονομικές συναλλαγές, παρουσιαζόταν στο δικαστήριο και την Εκκλησία του Δήμου, καλλιεργούσε τα κτήματα, προμηθευόταν σκεύη και εργαλεία, έφερνε τις πρώτες ύλες της τροφής και της ένδυσης.
Η γυναίκα ήταν αρμόδια για την παρασκευή του φαγητού (σιτίον, δηλαδή ξηρά τροφή) και των ρούχων.
Το άλεσμα των δημητριακών και το ζύμωμα του -συχνότατα κριθαρένιου- ψωμιού, το μαγείρεμα της όποιας συνοδείας του (ὄψον, δηλαδή ό,τι τρώγεται μαζί με το ψωμί), η ύφανση χιτώνων και κλινοσκεπασμάτων στον αργαλειό, το συγύρισμα και η καθαριότητα του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών μέχρι την ηλικία των επτά ετών ήταν δικές της ευθύνες, που τις διεκπεραίωνε είτε με τη βοήθεια δούλων είτε μόνη της.
Στις σχετικά εύπορες οικογένειες, όπου ένας αριθμός δούλων αρκούσε για το μεγαλύτερο μέρος των χειρωνακτικών εργασιών, η πιο έμπιστη δούλη αναλάμβανε τον ρόλο της οικονόμου. Ονομαζόταν ταμία.
Αυτή είχε την επιστασία των υπόλοιπων δούλων που έμεναν στο σπίτι, των οἰκετῶν -άλλοι ακολουθούσαν τον άνδρα στα κτήματα ή έμεναν μόνιμα εκεί- και αυτή φρόντιζε για την αποθήκευση και συντήρηση των προϊόντων στους χώρους της οικίας. Επιτηρήτρια της οικονόμου ήταν η σύζυγος. Αντίστοιχα, ο άνδρας μπορούσε να ορίσει κάποιον ἐπίτροπον ως επιστάτη των δούλων στα κτήματα.
Τα αγαθά έρχονται στο σπίτι, κατά κύριο λόγο, από του άντρα τις πράξεις, ενώ τα περισσότερα καταναλώνονται με τις μετρημένες ενέργειες της γυναίκας, γράφει ο Ξενοφών στον Οἰκονομικόν του, το πρώτο σωζόμενο σύγγραμμα οικιακής οικονομίας.
Την έντονη διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στα φύλα ενδυνάμωνε η πεποίθηση ότι η κυριότερη κοινωνική λειτουργία της γυναίκας είναι η τεκνοποιία, ότι στον γάμο βρίσκει η ίδια την ολοκλήρωσή της και ότι η φύση την έχει φτιάξει έτσι, ώστε να προτιμά τον κλειστό και προφυλαγμένο χώρο του σπιτιού από την εκτεθειμένη σε κίνδυνους υπαίθρια χώρα.
Ό,τι ήταν ο πόλεμος και η προετοιμασία του για τον άνδρα, ήταν για τη γυναίκα η εγκυμοσύνη, η γέννα και η ανατροφή των παιδιών. Ειδικά ο τοκετός, με τους σοβαρούς κινδύνους που περιλάμβανε λόγω της περιορισμένης τεχνικής γνώσης και της άγνωστης ακόμη καισαρικής τομής, αντιμετωπιζόταν ως το πεδίο όπου οι γυναίκες δίνουν τις δικές τους σπουδαίες μάχες. Ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εγκύων πέθαινε κατά τη γέννα, ιδιαίτερα εξαιτίας της κακής θέσης του εμβρύου στη μήτρα.
Στη Σπάρτη, αναγράφονταν στους τάφους μόνο τα ονόματα αυτών των γυναικών, όπως ακριβώς επιτρεπόταν η αναγραφή του ονόματος μόνο για όσους οπλίτες σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο λεγόμενος «όμορφος θάνατος» των Σπαρτιατών πολεμιστών είχε το αντίστοιχό του στις βίαιες ωδίνες της γέννας. Οι φυσιολογικοί θάνατοι των υπολοίπων δεν είχαν τίποτε ένδοξο για να είναι άξιοι μνήμης.
Αναμφίβολα η σωματική άσκηση των κοριτσιών και το γεγονός ότι τεκνοποιούσαν σε μεγαλύτερη ηλικία μείωνε στη Σπάρτη τις περιπτώσεις θανάτου κατά τον τοκετό. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου, όπου η δημόσια γύμνωση και εκγύμναση ελεύθερων γυναικών ήταν αδιανόητη, τα αδύνατα σώματα αρκετών νεαρών συζύγων δεν άντεχαν τη δοκιμασία της γέννας. Η βοήθεια που μπορούσε να παράσχει μια έμπειρη μαία δεν ήταν πάντοτε αρκετή.
Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας το δέρμα μιας ευυπόληπτης γυναίκας έπρεπε να είναι λευκό από τη σκιατραφία. Το ίδιο χαρακτηριστικό στον άνδρα ήταν δείγμα επονείδιστης θηλυπρέπειας και απολιτικής βαρβαρότητας. Στα αγγεία και στα επιζωγραφισμένα αγάλματα, η χρωματική διάκριση ήταν ιδιαίτερα τονισμένη: κατάλευκες οι γυναίκες (όπως και οι κάθε λογής βάρβαροι), μαυρισμένοι από την έκθεση στον μεσογειακό ήλιο οι άνδρες (και οι μεγάλοι ήρωες του παρελθόντος).
Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεώρησαν τον άνδρα και τη γυναίκα ως συμπληρωματικά αντίθετα, η σωστή εναρμόνιση των οποίων παράγει οικογενειακή σταθερότητα και πολιτική ισορροπία. Ο διαχωρισμός των σφαιρών δράσης για τα δύο φύλα υπήρξε σαφέστατος: το μέσα, το κλειστό, το περιορισμένο, προστατευμένο και ιδιωτικό ήταν ο χώρος του θηλυκού, ενώ το έξω, το ανοιχτό, το υπαίθριο, δημόσιο και εντέλει πολιτικό ήταν ο χώρος του αρσενικού.
Φυσικά η αντίθεση αυτή δεν ίσχυε πλήρως στην πραγματικότητα. Το ιδανικό της ελεύθερης γυναίκας που δεν βγαίνει από το σπίτι της παρά μόνο για να μετάσχει σε κάποια ιερά πανήγυρη ή εορτή μπορούσε να εφαρμόζεται μόνο στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Οι πολλές άλλες γυναίκες, είτε πολίτιδες είτε μέτοικοι, ήταν αναγκασμένες να βοηθούν τους συζύγους τους στις αγροτικές και λοιπές εργασίες και να πωλούν διάφορα προϊόντα (λουλούδια, μέλι, οπωροκηπευτικά, άνθινα στεφάνια, κορδέλες) στη δημόσια αγορά.
Οι γυναίκες αυτές υπολείπονταν από το πρότυπο της λευκής ομορφιάς, αλλά, αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα μειονεκτικά.
Από την άλλη μεριά, οι αστές των καλών οικογενειών, που μπορούσαν πράγματι να ανταποκρίνονται στο ιδανικό της κοινωνίας τους, είχαν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εκλέγονται ιέρειες και να πρωτοστατούν στις θρησκευτικές τελετές των θηλυκών θεοτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου