Η ιστορία σύμμαχος στον τουρισμό της περιοχής - Ένα ταξίδι στη Μακεδονία των αρχαίων Ελλήνων με οδηγό τα μνημεία της
Από το Δίον, τόπο πανάρχαιας λατρείας του Ολύμπιου Διός, μέχρι την αρχαία Πέλλα και τις Αιγές, όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος και ηγεμόνευσε μετά τον πατέρα του Φίλιππο Β΄, η περιήγηση στην ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας προσφέρει μια ολιστική γνωριμία με τα πρόσωπα, τους τόπους, τα γεγονότα της κλασικής και ελληνιστικής εποχής.
Πύλη εισόδου στην ιστορία και τον πολιτισμό των Μακεδόνων, αλλά και στην ελληνιστική Οικουμένη, αποτελεί το Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών και η επίσκεψη σε αυτό είναι ένα ουσιαστικό και αξέχαστο ταξίδι στον χρόνο.
Το νέο Μουσείο, 146.000 τετραγωνικών μέτρων, εκτός από το εισαγωγικό έκθεμα «Παράθυρο στον κόσμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», φιλοξενεί πέντε εκθέσεις: αρχιτεκτονικών με κεντρικό έκθεμα το αναταγμένο τμήμα του ανακτόρου, γλυπτών, την κεντρική έκθεση «Αιγών μνήμη», την περιοδική «Οικουμένης Αντίδωρον» και την εικαστική «Ύλης μνήμη» με έργα του Χρήστου Μποκόρου.
Το Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών ενσωματώνει και ενώνει το νέο κτήριο με το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, δηλαδή το Ανάκτορο, την ταφική συστάδα των Τημενιδών και τους Βασιλικούς Τάφους.
Κτισμένο στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.), το Ανάκτορο των Αιγών είναι όχι μόνον το μεγαλύτερο, αλλά, μαζί με τον Παρθενώνα, και το σημαντικότερο κτήριο της κλασικής Ελλάδας.
Η νεκρόπολη των Αιγών είναι ο υπόγειος χώρος της μνήμης όλων των Μακεδόνων και ο υπέργειος χώρος των μνημείων που στέκονται για να συνέχουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν εκεί.
Η επίσκεψη και στην αιώνια κατοικία του βασιλιά Φιλίππου Β΄ είναι μια εμπειρία που καθένας πρέπει να ζήσει. Μέσα σε έναν μνημειώδη νεκρικό οίκο, ξαπλωμένος σε περίτεχνη χρυσελεφάντινη κλίνη, με το βαρύτιμο χρυσό στεφάνι βελανιδιάς στο κεφάλι, ο βασιλιάς παραδόθηκε το 336 π.Χ. ως νέος Ηρακλής στην πυρά. Ο Αλέξανδρος είναι πια ο βασιλιάς των Μακεδόνων. Σε κοντινή απόσταση, πάντα στον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών/Βεργίνα, βρίσκονται και άλλοι βασιλικοί τάφοι, μεταξύ των οποίων και της μητέρας του Φιλίππου Β’, Ευρυδίκης.
Στην αρχαία Πέλλα βρίσκεται το ανάκτορο όπου γεννήθηκε, εκπαιδεύτηκε και ανδρώθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος. Χώροι συμποσίων, κοιτώνες και εστιατόρια, παλαίστρα με ψηφιδωτά δάπεδα, λουτρά και χώροι προετοιμασίας και εκπαίδευσης των νεαρών γόνων των Μακεδόνων αριστοκρατών που χρονολογούνται στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνέθεταν το περίλαμπρο κτίσμα.
Στους πρόποδες του Ολύμπου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Δίου, ο οποίος αποτελείται από μια οχυρωμένη πόλη, έκτασης 360 στρεμμάτων, πλαισιωμένη από χώρους λατρείας που κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από τα κλασικά έως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια.
Κατασκευές του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. μαρτυρούν τον πλούτο και την ευμάρεια των κατοίκων της πόλης, όπως η έπαυλη του Διονύσου, ενώ έξω από τα τείχη αποκαλύφτηκαν τα ιερά του Δίου, το ελληνιστικό και το ρωμαϊκό θέατρο και το στάδιο. Το ιερό της Δήμητρας που βρίσκεται στα νότια, λίγο έξω από τα τείχη και την πύλη του κεντρικού δρόμου της πόλης, είναι το παλαιότερο μακεδονικό ιερό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ανατολικά του ιερού της Δήμητρας αποκαλύφτηκε ιερό αφιερωμένο στη λατρεία των Αιγύπτιων θεών, του Σάραπη, της Ίσιδας και του Άνουβη.
Πρέπει να αναφερθεί, βέβαια, και το σπουδαίο ταφικό μνημείο του Καστά στην Αμφίπολη Σερρών, το οποίο σύμφωνα με την υποργό Πολιτισμού, Λένα Μενδώνη, από το 2027-2028 θα ανοίξει το κοινό. Το μνημείο χρονολογείται στο 300 π.χ. με μια απόκλιση συν πλην 20 ετών, αλλά η ταυτότητα του νεκρού παραμένει ακόμα μυστήριο. Πολλές είναι οι υποθέσεις που έχουν γίνει, από πολύ πιο τολμηρές που κάνουν λόγο για τον Ηφαιστίωνα και τον Κάσσανδρο έως πιο ρεαλιστικές και προσγειωμένες που εκτιμούν ότι επρόκειτο για τον ναύαρχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Νέαρχο.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316/315 π.Χ. από τον βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, με τη συγχώνευση των οικισμών που υπήρχαν στη γύρω περιοχή, και αναδείχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό και διοικητικό κέντρο κατά τη ρωμαϊκή εποχή, καθώς επιλέχθηκε ως έδρα του Ρωμαίου διοικητή της Μακεδονίας.
Το μεγαλείο της πόλης αποδεικνύεται από το πλήθος των μνημείων που ανεγέρθηκαν εκείνη την εποχή, με σημαντικότερο όλων το ανακτορικό συγκρότημα του Γαλέριου στην περιοχή της πλατείας Ναυαρίνου. Το συγκρότημα του 4ου αιώνα μ.Χ. αποτελείτο από το κυρίως Ανάκτορο, το Οκτάγωνο, τον Ιππόδρομο, την Αψίδα του Γαλέριου (Καμάρα) και τη Ροτόντα, ενώ διέθετε και ιδιωτικό λιμάνι στη συμβολή των σημερινών οδών Μητροπόλεως και Δημητρίου Γούναρη. Τμήματα του ανακτόρου υπάρχουν κατά μήκος της οδού Ναυαρίνου -άλλα είναι επισκέψιμα, άλλα φέρουν ενημερωτικές πινακίδες, που δίνουν μια πλήρη εικόνα του.
Η Ροτόντα χτίστηκε γύρω στο 306 μ.Χ. ως ναός του Δία και κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους. Σε αυτήν την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου ανήκουν τα περίφημα ψηφιδωτά που είναι ορατά σήμερα στον χώρο. Το 1590 μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη και ανεγέρθηκε δίπλα ακριβώς ένας μεγάλος μιναρές.
Η αψίδα ή το θριαμβευτικό τόξο του Γαλέριου, η γνωστή Καμάρα, είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της ύστερης αρχαιότητας. Από το αρχικό οκτάπυλο του 305 μ.Χ. με τους 4 κεντρικούς, ογκώδεις πεσσούς και τους 4 δευτερεύοντες, σώζονται σήμερα δύο κύριοι και ένας δευτερεύων. Εξαιρετικές είναι οι ανάγλυφες παραστάσεις που αποπνέουν μια ελληνιστική χάρη και θεωρείται βέβαιο ότι φιλοτεχνήθηκαν από Έλληνες τεχνίτες.
Η Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης βρίσκεται μεταξύ των οδών Φιλίππου, Αγνώστου Στρατιώτου, Ολύμπου και Μακεδονικής Αμύνης. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως έναν μεγάλο ορθογώνιο χώρο (πλατεία), ένα Ωδείο, το ισόγειο τμήμα μίας πολυόροφης στοάς, τμήματα κιονοστοιχίας, ψηφιδωτά δάπεδα, μαρμάρινα σκαλοπάτια, οχετούς και αγωγούς αποχέτευσης, πλήθος νομισμάτων και γλυπτών κ.ά. Το μουσείο της Ρωμαϊκής Αγοράς Θεσσαλονίκης φιλοξενείται στο σύγχρονο υπόγειο κτήριο που κατασκευάστηκε ειδικά για τον σκοπό αυτόν στο δυτικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου.
Το μνημείο-σύμβολο της πόλης, ο Λευκός Πύργος, που σήμερα υψώνεται μοναχικός στην παραλία της πόλης, στο παρελθόν αποτελούσε τον νοτιοανατολικό πύργο της οχύρωσής της. Η ακριβής χρονολόγησή του δεν είναι γνωστή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι χτίστηκε στα τέλη του 15ου αι., μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς και στη μακρά ιστορία του έχει αλλάξει ονόματα και χρήσεις. Τον 18ο αιώνα αναφέρεται ως «Φρούριο της Καλαμαριάς», ενώ το 19ο αιώνα ως «Πύργος των Γενιτσάρων» και «Πύργος του Αίματος». Τα δύο τελευταία ονόματα οφείλονται στο γεγονός ότι ήταν φυλακή βαρυποινιτών. Σήμερα είναι από τα μνημεία που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών, καθώς στο εσωτερικό του παρουσιάζονται με συνοπτικό και εύληπτο τρόπο όψεις της ιστορίας της Θεσσαλονίκης.
Σπουδαία είναι και τα οθωμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης και αξίζει μια περιήγηση στα σημαντικότερα από αυτά, που είναι το Χαμζά Μπέη Τζαμί (Αλκαζάρ), το Γενί Τζαμί (Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο), το Μπέη Χαμάμ ή Λουτρά Παράδεισος, το Μπεζεστένι, το Γενί Χαμάμ (Αίγλη), αλλά και η οικία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στον χώρο του τουρκικού προξενείου που λειτουργεί και ως μουσείο.
Οι βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης αναδεικνύουν τη βαθιά θρησκευτικότητα του πληθυσμού. Ο παλαιότερος ναός είναι αυτός της Αχειροποίητου στο κέντρο της πόλης, με την ίδρυσή του να τοποθετείται μεταξύ 450/475 μ.Χ., πιθανόν μετά τη Γ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου του 431.
Μαζί με τον Άγιο Δημήτριο και τον Ναό της Του Θεού Σοφίας αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της παλαιοχριστιανικής ναοδομίας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι επίσης σημαντικό βυζαντινό μνημείο και στο υπόγειό του βρίσκεται ο χώρος μαρτυρίου του Αγίου.
Αξίζει επίσης μια επίσκεψη στη Μονή Βλατάδων στην Άνω Πόλη, που είναι το μοναδικό βυζαντινό μοναστήρι της πόλης το οποίο σώζεται έως σήμερα, με τις τοιχογραφίες της να προϋπάρχουν του 1430, αλλά και στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό στην ίδια περιοχή, κτίσμα του πρώτου μισού του 14ου αιώνα με αγιογραφίες αριστουργήματα της εποχής τους.
Κτισμένος τον 5ο αιώνα ως Καθολικό, ο ναός του Όσιου Δαυίδ (Μονή Λατόμου) χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα μνημεία, λόγω του μοναδικού παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού διάκοσμου και των βυζαντινών τοιχογραφιών, ενώ τέλος ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, κοντά στα βυζαντινά τείχη, που χρονολογείται την περίοδο 1320-1330, είναι χαρακτηριστικός της λεγόμενης «Μακεδονικής Σχολής».
Μ. Ριτζαλέου,
Πηγή: Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου