Ο ταύρος παρουσιάζεται με έντονο μυϊκό σύστημα και με σύσπαση του μπροστινού μέρους του κορμού και της κεφαλής κατά ¾ προς τα δεξιά. Το ζώο απεικονίζεται σε στάση επίθεσης (κυρίσσων ταύρος). Tο κεφάλι συσπάται προς τα κάτω και προς το κυρίως σώμα, σχηματίζοντας πτυχώσεις στη δεξιά πλευρά του λαιμού. Οι πιέσεις που δέχονται τα άκρα στο πίσω μέρος αποτυπώνονται στο μυϊκό σύστημα με έντονες συσπάσεις των όγκων. Το σωζόμενο τμήμα από το μπροστινό δεξί πόδι παρουσιάζεται κατακόρυφο. Αυτό πιθανόν να υποδηλώνει ένα λύγισμα του ποδιού προς τα πίσω σαν να χτυπάει έντονα με αυτό το χώμα και να ετοιμάζεται για επίθεση. Οι μύες των πίσω άκρων έχουν συσπαστεί σε τέτοιο βαθμό, σαν να προσπαθούν να συγκρατήσουν όλον τον όγκο του ζώου, γεγονός που δικαιολογεί αυτή την επιθετική του στάση. Από την έκταση προς τα μπρος του αριστερού μπροστινού άκρου, υποθέτουμε ότι το είχε τεντωμένο ώστε να μπορεί να ισορροπήσει τις δυνάμεις που αναπτύσσονται.
Ο μαρμάρινος όγκος στο πάνω μέρος του σβέρκου υποδηλώνει ένα μυώδες και δυνατό ζώο. Το τρίχωμα της κεφαλής φαίνεται να κατέχει κυρίως το τμήμα μεταξύ των δύο οφθαλμών και του πάνω μέρους της κεφαλής. Οι οφθαλμοί είναι με σαφή τρόπο λαξευμένοι με εμφανές βλέφαρο. Στο πίσω τμήμα του γλυπτού υπάρχει μέρος της βάσης της ουράς της οποίας το μεσαίο μέρος έχει αποκοπεί, ενώ πάνω στο δεξί μηρό του υπάρχει ό,τι έχει απομείνει από την άκρη της. Εκεί παρατηρείται εντορμία πληρωμένη με σιδερένιο ήλο. Το γεγονός ότι η αριστερή επιφάνεια του γλυπτού είναι αδρά κατεργασμένη σε αντίθεση με την στιλπνή και λεπτομερή δεξιά και μπροστινή πλευρά του, αποδεικνύει ότι μάλλον μόνο αυτές ήταν ορατές από το κοινό.
Το καλοκαίρι του 2024, κατά την διάρκεια εκτέλεσης έργου[1] εντοπίστηκαν εντός του οικισμού των Ωρεών και πλησίον του Κάστρου, θεμέλια τοιχίων, που σχημάτιζαν αψίδα σε κάτοψη.Η ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε έφερε στο φως τμήμα πρωτοβυζαντινής βασιλικής, το δάπεδο της οποίας ήταν στρωμένο με πλίνθους. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι με αδρούς και ημίεργους λίθους, κεράμους και πηλό, ενώ εξωτερικά φέρουν λεπτό στρώμα επιχρίσματος.
Στα σημεία γενέσεως του τόξου της αψίδας υπάρχουν δύο ογκώδεις πεσσοί, από τις εσωτερικές πλευρές των οποίων ξεκινούν δύο αναβαθμοί. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν δύο σιδερένιοι σταυροί, καθώς και μία χάλκινη στεφάνη πολυκάνδηλου που βρέθηκαν στην επίχωση.
Η βασιλική χρονολογείται στον 6ο μ.Χ. αιώνα, εποχή κατά την οποία η Επισκοπή Ωρεού υπαγόταν μαζί με τις υπόλοιπες τέσσερις επισκοπές της Εύβοιας στην μητρόπολη Κορίνθου και αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εύρημα που συμπληρώνει τις μέχρι σήμερα γνώσεις μας για τον 5ο και 6ο αι. στην περιοχή, καθώς στο παρελθόν είχαν εντοπιστεί μόνο μερικά εκκλησιαστικά γλυπτά, ορισμένα εκ των οποίων είναι εντοιχισμένα σε νεώτερες εκκλησίες.
Η βασιλική είναι «εγγεγραμμένη» σε παλαιότερο εκτεταμένο δημόσιο κτήριο, πιθανότατα μια ακόμη παλαιότερη βασιλική. Θα απαιτηθούν μελλοντικές ανασκαφές για να αποσαφηνιστεί η σχέση της βασιλικής με το ευρύτερο κτήριο, καθώς και του περιβάλλοντα χώρου αυτού.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου