Το Μνημείο του Καστά όπως έχει βρεθεί ως τώρα, εντός του τύμβου Καστά στην Αμφίπολη, συνιστά μία μοναδική περίπτωση οικοδομήματος της ύστερης κλασικής ή πρώιμης ελληνιστικής περιόδου, η οποία αποτελεί το πιο σημαντικό και λαμπρό από τα υπόλοιπα παραδείγματα όχι μονο της ταφικής αρχιτεκτονικής αλλά και εν γενει της αρχαίας Ελληνικής Αρχιτεκτονικής. Η ιδιαιτερότητα του μνημείου έγκειται όχι μόνο στην κλίμακά του και στη σχεδόν άρτια διατήρησή του, αλλά πρωτίστως στην πολυεπίπεδη συμβολική και αρχιτεκτονική του δομή.
Καταρχάς, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του μνημείου βασίζεται στην εφαρμογή αυστηρών γεωμετρικών προτύπων που συνίστανται σε επάλληλες γεωμετρικές σχέσεις βασισμένες σε διαδοχικά τετράγωνα, οι οποίες προσδιορίζουν με ακρίβεια τις βασικές διαστάσεις των θαλάμων, των ανοιγμάτων και των διακοσμητικών ζωνών. Η αναγνώριση αυτών των κανόνων σε τριάντα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του μνημείου επιβεβαιώνει τη συστηματική εφαρμογή μιας ενιαίας σχεδιαστικής λογικής, η οποία προϋποθέτει γνώση της γεωμετρίας και εφαρμογή αρχιτεκτονικού κανόνα με έντονο θεωρητικό υπόβαθρο, πιθανώς συνδεόμενο με πλατωνικές ή πυθαγόρειες αντιλήψεις. Στην ελληνιστική Μακεδονία, η χρήση τέτοιου είδους γεωμετρικών προσεγγίσεων έχει εντοπιστεί σποραδικά στα βασιλικά ταφικά μνημεία της Βεργίνας, σε Μακεδονικούς Τάφους της Πέλλας και στα Λευκάδια της Νάουσσας, αλλά ποτέ στο εύρος και την αυστηρότητα που καταγράφεται στον Καστά. Η ένταση και η συστηματικότητα του γεωμετρικού κανόνα καθιστούν το μνημείο μοναδικό από άποψη αρχιτεκτονικής ακρίβειας.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η σχέση του μνημείου με την ηλιακή πορεία. Νεότερες αναλύσεις μέσω τρισδιάστατων μοντέλων και υπολογιστικών εργαλείων καταδεικνύουν ότι το μνημείο είναι προσανατολισμένο και διαμορφωμένο ώστε κατά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου τα αρχιτεκτονικά μέλη να επιτρέπουν την είσοδο ηλιακής ακτινοβολίας στον ταφικό θάλαμο με συγκεκριμένο συνδυασμό σκιάσεων. Η φωταγώγηση αυτή, διάρκειας περίπου 70 λεπτών, επιτυγχάνεται μέσω της ευθυγράμμισης συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών ανοιγμάτων, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη σχεδιαστικής πρόθεσης για ένταξη του μνημείου σε ένα ετήσιο ηλιακό και κοσμικό κύκλο.
Πέραν όμως της ημέρας του ηλιοστασίου, το μνημείο παρουσιάζει ηλιακά φαινόμενα και αλληλεπιδράσεις με αρχιτεκτονικά του στοιχεία για περίπου οκτώ μήνες ετησίως. Η παρακολούθηση της πορείας του φωτός του Ήλιου κατά την είσοδο στο μνημείο, αποκαλύπτει μια προοδευτική διείσδυση που ακολουθεί και αναδεικνύει σταδιακά τις δομές του εσωτερικού, φθάνοντας στην αποκορύφωση που συμβαίνει στον φωτισμό του ταφικού ορύγματος. Το εύρος και η συχνότητα αυτών των φαινομένων επιβεβαιώνουν τον αναλυτικό και ακριβή σχεδιασμό του μνημείου, καθώς και τη σαφή σκοπιμότητα των ηλιακών αλληλεπιδράσεων, καταρρίπτοντας την πιθανότητα τυχαίων ευθυγραμμίσεων. Καμία άλλη μακεδονική ή ελληνιστική ταφική κατασκευή, ή και άλλο μνημείο εν γένει δεν έχει τεκμηριωθεί ότι διαθέτει τόσο συνεχή και περίπλοκη σχέση με το ηλιακό φως σε επίπεδο εσωτερικής αρχιτεκτονικής λειτουργίας.
Η επιλογή του χειμερινού ηλιοστασίου δεν είναι τυχαία. Συνδέεται ενδεχομένως με εορταστικές πρακτικές και μυστηριακές λατρείες της ύστερης κλασικής και ελληνιστικής Μακεδονίας, όπως τα Καβείρια ή λατρείες της Μητέρας των Θεών, Κυβέλης ή Ρέας και της Περσεφόνης ή του Άδωνη, οι οποίες εμπεριείχαν έντονο το στοιχείο της αναγέννησης και της επιστροφής από τον Άδη. Το μνημείο, επομένως, ενδέχεται να λειτουργούσε όχι μόνο ως ταφικός χώρος, αλλά και ως χώρος τελετουργιών, εναρμονισμένων με τις φάσεις του ηλιακού έτους και τις αντίστοιχες κοσμολογικές και θρησκευτικές αφηγήσεις.
Η κατασκευή του μνημείου εντός του τύμβου, το μνημειώδες περίγραμμα του περιβόλου, οι καρυάτιδες και οι σφίγγες, όπως και το ψηφιδωτό της Περσεφόνης, συγκροτούν ένα σύνθετο και πολυδιάστατο αρχιτεκτονικό και εικονογραφικό πρόγραμμα, που υπερβαίνει τη συμβατική μακεδονική ταφική τυπολογία. Η σύνθεση αυτή μαρτυρεί πιθανότατα την επιθυμία προβολής πολιτικής και δυναστικής ισχύος, ίσως σε σχέση με τη γενιά του Αλεξάνδρου ή ανώτερους αξιωματούχους του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Σε κάθε περίπτωση τα εικονιστικά στοιχεία του Μνημείου παραπέμπουν σε Βασιλικό Μνημείο.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι το γεωμετρικό πρότυπο που εντοπίζεται στον Καστά βρίσκει αντίστοιχες εφαρμογές και σε άλλα μακεδονικά ταφικά μνημεία, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι υπήρχε ευρύτερη παράδοση γεωμετρικής σύλληψης και εφαρμογής στον σχεδιασμό των βασιλικών μακεδονικών ταφών. Επιπλέον, το ίδιο πρότυπο φαίνεται να επιβιώνει και να επανεμφανίζεται σε μνημεία της ύστερης ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως το Μαυσωλείο του Διοκλητιανού και το Πάνθεον της Ρώμης, γεγονός που υποδηλώνει διαχρονική επιρροή και πολιτισμική συνέχεια, από την ελληνιστική Μακεδονία έως τη ρωμαϊκή περίοδο. Η διάδοση αυτή πιθανώς καταδεικνύει τη σημασία του Καστά όχι μόνο ως μνημείου ταφής, αλλά και ως πρότυπου αρχιτεκτονικής και συμβολικής κοσμολογικής, θεολογικής και πολιτικής αναφοράς οικουμενικής εμβέλειας.
Εν κατακλείδι, το Μνημείο του Καστά καθίσταται μοναδικό στον αρχαιολογικό κόσμο λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας:
α) αρχιτεκτονικής και γεωμετρικής ακρίβειας με φιλοσοφικό υπόβαθρο,
β) κοσμολογικής ευθυγράμμισης με την ηλιακή πορεία σε μακρά διάρκεια του έτους,
γ) ενσωμάτωσης μυστηριακής και λατρευτικής λειτουργίας,
δ) προβολής ιδεολογικών και πολιτικών αφηγημάτων μέσω της αρχιτεκτονικής και
ε) αναγνωρίσιμης επιρροής σε μεταγενέστερες ελληνιστικές και ρωμαϊκές πρακτικές.
Η συνολική του σύνθεση υπερβαίνει κατά πολύ τη χρήση ενός απλού ταφικού χώρου και εγγράφεται σε ένα πολύπλοκο συμβολικό και τελετουργικό σύστημα, καθιστώντας το μνημείο σημείο αναφοράς για τη μελέτη της ύστερης μακεδονικής αρχιτεκτονικής και ιδεολογίας.
Δ.Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου