Η μετανάστευση στις ΗΠΑ των αρχών του περασμένου αιώνα ήταν για πολλούς Έλληνες το ταξίδι στη γη της επαγγελίας. Εκεί όπου θα έβρισκαν καλύτερες συνθήκες ζωής και θα μπορούσαν να χτίσουν ένα αύριο πιο ελπιδοφόρο για τα παιδιά τους.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, για τη συντριπτική πλειονότητα εκείνων που έκαναν το υπερατλαντικό ταξίδι ήταν πολύ διαφορετική και σίγουρα εξαιρετικά πιο σκληρή από αυτό που περίμεναν να συναντήσουν.
Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί πως, υπήρχαν περιπτώσεις, που οι Έλληνες εργάτες έπαιρναν 1,75 δολάρια για 12 ώρες δουλειάς την ημέρα ενώ οι «προνομιούχοι» Ουαλοί ή Γερμανοί έπαιρναν 2,50 δολάρια. Οι συνθήκες εργασίας ήταν μεσαιωνικές και δύσκολά κάποιος σήκωνε κεφάλι στα αφεντικά καθώς αφενός οι δολοφονίες εργατών για… παραδειγματισμό ήταν συχνές, αφετέρου οι απεργοσπαστικοί μηχανισμοί ήταν ιδιαίτερα ισχυροί.
Μέσα σε όλο αυτό το μαύρο σκηνικό, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που τόλμησαν να αντισταθούν στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Ένας από αυτούς ήταν και ο Έλληνας Λούης Τίκας ο οποίος από τη φρικτή δολοφονία του μέχρι και τις ημέρες μας αποτελεί σημείο αναφοράς για το αμερικάνικο συνδικαλιστικό κίνημα.
Το ταξίδι προς τις ΗΠΑ και η νέα ζωή του νεαρού από το Ρέθυμνο
Το 1884 στα Λούτρα Ρεθύμνου, γεννήθηκε ο Ηλίας Σπαντιδάκης. Παιδί μιας φτωχής οικογένειας γνώρισε από τα πρώτα του κιόλας βήματα τι σημαίνει ανέχεια και καθημερινή μάχη για ένα πιάτο φαγητό.
Ο Ηλίας αποφάσισε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ προκειμένου να βρει ένα καλύτερο αύριο. Λίγο πριν φύγει για το μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι φόρεσε την παραδοσιακή κρητική στολή, έβγαλε μια φωτογραφία και την άφησε ενθύμιο στους γονείς τους.
Τα 18α του γενέθλια τα γιόρτασε στο πλοίο της μεγάλης φυγής προς τη γη της επαγγελίας.
Σχεδόν αμέσως με την άφιξη του πλοίου στη Νέα Υόρκη ο Σπαντιδάκης φεύγει για το Κολοράντο όπου πιάνει δουλειά στη χαλυβουργία του Πουέμπλο (σε μια περιοχή κοντά στο Ντένβερ όπου και έμενε).
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1910, ο νεαρός κρητικός ορκίζεται Αμερικανός πολίτης, αλλάζει το όνομά του σε Λούης Τίκας και λίγο αργότερα ανοίγει ένα καφενείο στην οδό Μάρκετ. Εκείνη την περίοδο στο Ντένβερ υπήρχε μια μικρή ελληνική κοινότητα που αριθμούσε 240 μέλη.
Ο Λούης Τίκας είχε ξεχωρίσει. Έμαθε γρήγορα αγγλικά και έτσι μπορούσε να βοηθάει τους συμπατριώτες σε διάφορες συναλλαγές αλλά και επαφές με το κράτος, ενώ και ο ίδιος είχε υιοθετήσει ένα διαφορετικό στυλ. Ντυνόταν κομψά ενώ είχε κόψει και το μουστάκι του, πράγμα σπάνιο για Έλληνα και δη Κρητικό!
Η πρώτη επαφή με το συνδικαλιστικό κίνημα και η δράση
Απέναντι απ’ το καφενείο που είχε ανοίξει ο Τίκας στο Ντένβερ, βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies).
Τα όσα ζούσε ο Λούης Τίκας τον έκαναν να ριζοσπαστικοποιηθεί και να αποκτήσει μια «διπλή ζωή». Από τη μια, ένας άνθρωπος που ήθελε να αφομοιωθεί πλήρως στον αμερικάνικο τρόπο ζωής και από την άλλη ένας ενεργός πολίτης που δεν άντεχε άλλο την εργοδοτική τρομοκρατία και αντέδρασε.
Είναι ενδεικτικό πως την ίδια εποχή που, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ήρθε σε επαφή με την Wobblies και το Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, οργάνωσε μια κινητοποίηση ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σέντς) αλλά παράλληλα, έκανε και αίτηση, ώστε να προσληφθεί στην τοπική αστυνομία.
Η φήμη του, ωστόσο, προηγούταν και έτσι η αίτηση απορρίφθηκε εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies!
Ο πανίσχυρος Ροκφέλερ και οι άγριες απεργίες των ανθρακωρύχων
Το 1912, ενώ ξεσπούσε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, ο Λούης Τίκας, ανεξήγητα, εγκατέλειψε το καφενείο και πήγε να δουλέψει στα Ορυχεία. Κανείς δεν ξέρει για ποιόν λόγο έκανε κάτι τέτοιο.
Μερικοί λένε πως αυτό σε συνδυασμό με τη διπλή «ιδιότητα» που αναφέρθηκε νωρίτερα «δείχνει» ξεκάθαρα πως ο Τίκας πήγε στα ορυχεία ως «scab», δηλαδή ως χαφιές της εργοδοσίας και, μάλιστα, με καλύτερο μισθό απ' ότι οι υπόλοιποι.
Άλλοι πάλι, λένε, πως ο Τίκας δεν άντεξε να βλέπει την αδικία γύρω του και έτσι πήγε να δουλέψει στα ορυχεία με μοναδικό σκοπό να οργανώσει απεργίες και συγκρούσεις με κράτος και αφεντικά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Οι απεργίες ήταν άγριες και διαρκώς υπήρχαν συλλήψεις, συγκρούσεις ακόμα και νεκροί.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Οι απεργίες ήταν άγριες και διαρκώς υπήρχαν συλλήψεις, συγκρούσεις ακόμα και νεκροί.
Ο Τίκας εκείνη την περίοδο είχε περάσει σχεδόν απ’ όλα τα ορυχεία του Νότιου Κολοράντο και οργάνωνε εξεγέρσεις και απεργίες. Η έντονη δράση του, του «έδωσε» τα παρατσούκλια «Louis the Greek» και «Leo the Cretan»!
Τελευταίος σταθμός της συνδικαλιστικής του δράσης αλλά και της ζωής του το Λάντλοου. Εκεί, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1913 ξεκίνησε μια σκληρή απεργία η οποία οδήγησε σε μια - δίχως προηγούμενο - σφαγή των απεργών!
Οι συνδικαλιστές ζητούσαν συστήματα ασφαλείας για τους εργαζόμενους, υψηλότερους μισθούς, αναγνώριση του συνδικάτου, οκτάωρο και το δικαίωμα να ζουν έξω από τους οικισμούς των εταιρειών, να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας!
Εκείνο τον Σεπτέμβρη σχεδόν 13.000 εργάτες και οι οικογένειες τους άφησαν τα χαμόσπιτα του οικισμού και έστησαν σκηνές όπου εγκαταστάθηκαν και οργανώθηκαν με όποιο τρόπο μπορούσαν.
Στην αντίπερα όχθη, οι ιδιοκτήτες των ορυχείων, σημαντικότερος εκ των οποίων ο πανίσχυρος Τζον Ντ. Ροκφέλερ (αφεντικό της Colorado Fuel and Iron), που επεδίωκαν να συνεχιστούν οι μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας.
Η οικογένεια Ροκφέλερ ήταν αυτή που προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά και να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε φήμη σ' όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ' ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο!
Η σφαγή του Λάντλοου και το φρικτό τέλος του Τίκα
Η απεργία ήταν πολύμηνη και ιδιαίτερα σκληρή και αιματηρή με αρκετούς εργάτες να χάνουν τη ζωή τους στις σχεδόν καθημερινές συγκρούσεις.
Η ώρα της κρίσης, ωστόσο, έφτασε το πρωινό της 20ης Απριλίου 1914 όταν οι εθνοφρουροί σε συνεργασία με τους απεργοσπάστες- προβοκάτορες της «Μπάλντουιν-Φελτς» άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο (ήταν Δευτέρα του Πάσχα). Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες.
Ο Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης μαζί με τον Τζον Λώζον, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία. Ο επικεφαλής της Εθνοφρουράς υπολοχαγός Λίντερφελντ, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες τον χτύπησε τόσο δυνατά που ο υποκόπανος έσπασε στα δυο ενώ και το κεφάλι του Τίκα σχεδόν πολτοποιήθηκε. Την ίδια στιγμή εθνοφρουροί πυροβόλησαν τον ξαπλωμένο στο έδαφος Έλληνα και τον αποτελείωσαν. Δυο σφαίρες τον βρίσκουν στην πλάτη και μια στο κεφάλι.
Την ίδια ώρα οπλισμένοι εργάτες από άλλα ανθρακωρυχεία συγκρούστηκαν με την εθνοφρουρά του Κολοράντο. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Στο Κογκρέσο, ο σοσιαλιστής βουλευτής του Ουισκόνσιν Βίκτωρ Μπέργκερ ζήτησε απ' τους εργαζομένους να πάρουν τα όπλα για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους. Δεκάδες άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους γυναίκες και παιδιά, σκοτώθηκαν. Ο ομοσπονδιακός απολογισμός αναφέρει πως οι νεκροί προσέγγισαν τους 70!
Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον ο οποίος έστειλε στη περιοχή τον ομοσπονδιακό στρατό που αφόπλισε τους απεργούς, που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους.
Η σφαγή του Λάντλοου ξεχάστηκε γρήγορα. Βόλευε τόσο το κράτος όσο και τους ιδιοκτήτες των ορυχείων. Στους κόλπους των συνδικαλιστών στις ΗΠΑ, ωστόσο, το τι έγινε τότε αλλά και η δράση του Τίκα ουδέποτε πέρασαν στη λήθη.
Το 1944 ο τραγουδιστής Woody Guthrie έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60. Έπειτα ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: «Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας».
Τη ζωή του Έλληνα συνδικαλιστή επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο ενώ το 2013 η δημοσιογράφος Λαμπρινή Θωμά και ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας γύρισαν το ντοκιμαντέρ Παλικάρι (Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου