«Ο Διόνυσος είναι Θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των Θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους». Ευρυπίδης
«Όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει» Πλάτωνας
Ο Αριστοφάνης λέει στον Θεό της Ζωής, της Θείας Ποίησης και Μουσικής «Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ’ εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν’ ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο «Εύιος, Εύιος». Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος»
Η Καρναβαλική Εύθυμη Ελεύθερη Ζωή
Το Καρναβάλι είναι μια Ιερή μαγικοθρησκευτική γιορτή που εξυμνεί τη χαρά της ζωής, την αναγέννηση και την ανανέωση του ανθρώπου, της φύσης και ολόκληρης της Δημιουργίας. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται, υπερβαίνουν τα στενά όρια της ύπαρξης, χάνουν το γνώριμο εαυτό τους και ταυτίζονται με το σύνολο των ανθρώπων, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής που ανατρέπει την κατεστημένη εικόνα του κόσμου και τις κοινωνικές συμβάσεις. Αποτελεί έναν «ύμνο» στο πνευματικό φως το οποίο ελεύθερο από περιορισμούς εκφράζεται, μετουσιώνοντας και αναγεννώντας τα πάντα.
Με άλλα λόγια, τα δρώμενα του Καρναβαλιού μας προσφέρουν την ευκαιρία για μια πηγαία έκφραση των βαθύτερων περιεχομένων του εαυτού μας, αλλά και την εμπειρία μιας άμεσης αυθεντικής επαφής με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε, υπερβαίνοντας έτσι κάθε χωριστική τεχνητή κοινωνική διάκριση. Είναι μια γιορτή που ικανοποιεί την ανάγκη μας να βρεθούμε όλοι μαζί, να διασκεδάσουμε, να γιορτάσουμε, πέρα από το μονότονο ρυθμό της καθημερινότητας. Η ψυχική ευφορία και το πολύτιμο θεραπευτικό γέλιο απελευθερώνονται τότε και ενισχύονται μέσα από τη γενικότερη διονυσιακή ατμόσφαιρα της γιορτής.
Η λέξη «καρναβάλι» προέρχεται από τη λατινική έκφραση: carne vale, που σημαίνει «κρέας αντίο» Η Encyclopaedia Britannica κάτω από τον τίτλο «Καρναβάλι» αναφέρει: «Η προέλευση της λέξης είναι αβέβαιη, παρ’ ότι πιθανόν να προέρχεται από το Μεσαιωνικό Λατινικό carnem levare ή carnelevarium, που σημαίνει να παίρνεις ή να αφαιρείς κρέας.
Σύμφωνα με το «Standard Dictionary of Folklore, Mythology and Legend» των Funk και Wagnalls: «Το καρναβάλι προέρχεται από τη φράση: «carrus navalis» που σημαίνει: κάρο της θάλασσας, ένα τροχοφόρο όχημα με μορφή πλοίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στις πομπές του Διόνυσου και από το οποίο έψαλλαν όλα τα είδη των σατυρικών τραγουδιών». Η λέξη επίσης σχετίζεται με τα Κάρνεια και τον Θεό Κάρνειο Απόλλωνα, αλλά τα Κάρνεια γιορτάζονταν τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο και δεν είχαν τα έθιμα των μασκαράδων, ανάμνηση νεκρών κτλ. Επίσης σχετίζεται με τον χοροπηδηχτό χορό των Σατύρων που είναι μεταμφιεσμένοι ως τράγοι. Έτσι το καρναβάλι μπορεί να σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο είναι κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον. Έτσι οι τράγοι που είναι τα βοσκήματα, βαλλίζουν δηλ. χοροπηδάνε. Ίσως αυτή η ετυμολογία είναι πιο σωστή από τις άλλες και να συμβαδίζει και με τα αρχαία έθιμα.
Όσα στοιχεία ενσωμάτωσε το καρναβάλι τις αρχαίες γιορτές, τα διαιωνίζει μέχρι σήμερα. Δεν νοείται παρέλαση καρναβαλιού δίχως άρματα. Με πρώτο και καλύτερο αυτό του Βασιλιά Καρνάβαλου.
Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Γαλλία, το Καρναβάλι έχει για πρωταγωνιστή του, μια κωμική μορφή η οποία έπειτα από μια σύντομη σταδιοδρομία γεμάτη δόξα και παραλυσία, καίεται δημόσια. Αυτός ο περίεργος τύπος, ο Ευρωπαίος Καρνάβαλος δεν είναι άλλος από τον διάδοχο του αρχαίου Βασιλιά των οργίων, των Σατουρναλίων.
Το Καρναβάλι είναι μια περίοδος ευθυμίας και χαρούμενης ελευθερίας, όπου οι κανόνες του κόσμιου βίου [ειδικά του θρησκευτικού δογματισμού] αναστέλλονται προσωρινά και βασιλεύει η λησμονιά της καθημερινότητας. Τα ταμπού και οι απαγορεύσεις παραμερίζονται και όλες οι εκτροπές επιτρέπονται. Εκδηλώσεις, γλέντια και πλουσιοπάροχα συμπόσια, όπου κυριαρχούν η έξαρση του αισθησιασμού, η μέθη, η αθυροστομία, οι ξέφρενοι χοροί, οι μεταμφιέσεις και οι πομπές προσωπιδοφόρων, συνθέτουν την όλη εικόνα. «Αγριάνθρωποι» που φορούν δέρματα ζώων, φυλλώματα δέντρων, άχυρα και κουδούνια και κρατούν ρόπαλα ή μαγκούρες, άνθρωποι ντυμένοι αρκούδες και άλλα ζώα αναστατώνουν τα πάντα.
Αποτελούσε την κορύφωση των μιμητικών πράξεων που σκοπό είχαν να καλοπιάσουν τη γη και να την πείσουν να προσφέρει πλούσια τα ελέη της την εποχή του θερισμού και της συγκομιδής.
Προκαλούν με πειράγματα τους περαστικούς, παράγουν εκκωφαντικούς θορύβους, πετούν αντικείμενα, μπαίνουν μέσα στα σπίτια και ξεφαντώνουν. Ποικίλα είναι τα έθιμα και τα τελετουργικά δρώμενα του Καρναβαλιού, μεταξύ των οποίων καθαρμοί, απομάκρυνση των δαιμόνων, άναμμα και σβήσιμο των φώτων ή της πυράς, αγώνες μεταξύ αντίπαλων ομάδων, στέψη και καθαίρεση ενός πλασματικού βασιλιά, κάψιμο ή ενταφιασμός ενός ανδρεικέλου, αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, του θανάτου και της νεκρανάστασης, παρωδίες του γάμου και της κηδείας.
Όμως, τα καρναβαλικά δρώμενα διακρίνονται γενικότερα από την τάση τους να αντιστρέφουν επίμονα και συστηματικά την τάξη του κόσμου και τις ιεραρχικές δομές της κοινωνίας. Ολόκληρος ο κόσμος ξεπροβάλει μέσα από ένα καθολικό αναποδογύρισμα, οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα και τα ξαναφορούν ανάποδα, οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες. Καθετί «ανώτερο» υποβιβάζεται, τη στιγμή που οτιδήποτε «κατώτερο» αναβιβάζεται και εξυμνείται.
Ο ζητιάνος ενθρονίζεται βασιλιάς και ο καντηλανάφτης παπάς, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός, ο διάβολος δοξολογείται, η θεία λειτουργία τρέπεται σε βωμολοχία. Σύμβολα, θεσμοί, τίτλοι και αξιώματα, ιερά και όσια διακωμωδούνται και εκθρονίζονται, ενώ στη θέση τους ενθρονίζεται η τρέλα και το αλλόκοτο. Κάθε υψηλή ιδέα γελοιοποιείται και στη θέση της δοξάζεται μεταξύ άλλων η ανδρική και γυναικεία «φύση».
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα συνθέτουν ένα οργιώδες ανατρεπτικό κλίμα, μέσα από το οποίο αναδύεται το αρχέτυπο του «τρελού», που ξεσκεπάζει με τις κουβέντες του κάθε ψέμα ή υποκρισία και ανακοινώνει δημόσια δυσάρεστες αλήθειες, που συγκαλύπτονται στην καθημερινή μας ζωή. Και επειδή στο καρναβάλι όλοι γίνονται «τρελοί», τούτο σημαίνει πως ακόμα και ο λαός κατορθώνει τότε να πει στην εξουσία, χάρη στην ασυλία της γιορτής, τη δική του αλήθεια• να κρίνει και να επικρίνει, να ελέγξει τους δυνατούς, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, να επισημάνει τα στραβά, να καταγγείλει το άδικο, να σατιρίσει την εξουσία, διορθώνοντας ή βελτιώνοντας την κοινωνία.
Το Καρναβάλι στην Αρχαιότητα
Όταν, λοιπόν, λέμε Καρναβάλι εννοούμε κάθε εκδήλωση μεταμφιέσεων, που έχει ως κεντρικό θέμα τον περιοδικό εορτασμό της ανακύκλωσης των εποχών και της αναγέννησης του κόσμου, με το τέλος του παλιού, την αρχή του καινούργιου και την ανατροπή όλων των πραγμάτων. Τα δρώμενα του Καρναβαλιού τελούνται όχι μόνο κατά την περίοδο των Αποκριών του χριστιανικού κόσμου, αλλά και κατά το Δωδεκαήμερο ή ακόμα και σε άλλες περιόδους του έτους. Αυτά τα έθιμα είναι πολύ παλιά και η σύνδεσή τους με το χριστιανικό εορτολόγιο αιώνες μεταγενέστερη.
Γιορτές Καρναβαλιού διαπιστώνονται ήδη από το 2000 π.κ.ε. στην Ασία, και συγκεκριμένα στη Μεσοποταμία και τη Βαβυλώνα, όπου υπήρχε το έθιμο οι υπηρέτες να ντύνονται αφέντες και οι δούλες κυράδες. Ανάλογα έθιμα υπήρχαν στην Ινδία, κατά την ανοιξιάτικη γιορτή της αγάπης, Ηοli, όταν οι νέοι υποδύονταν τους γέρους προεστούς, οι υπηρέτες τους αφέντες και οι γυναίκες τον αυταρχικό σύζυγό τους. Σε γιορτές της αρχαίας Κίνας, οι άντρες πάλευαν με τις γυναίκες, για την αρπαγή των ρούχων ο ένας του άλλου. Καρναβαλικά δρώμενα περιλαμβάνονταν και στα πανάρχαια Σάκαινα των Βαβυλωνίων, στο Πουρίμ των Ιουδαίων και στο Κουρμπάνι των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, αλλά και σε ακόμα περισσότερες γιορτές.
Οι βαθύτερες όμως ρίζες των καρναβαλικών εθίμων βρίσκονται στα αρχαία μαγικοθρησκευτικά δρώμενα των ποιμενοαγροτικών κοινωνιών, στα οποία συναντάμε τη φωτιά, ως μέσο καθαρμού και αποτροπής του κακού, τη μεταμφίεση (μάσκα, κεφαλοκάλυμμα, κοστούμι), το εικονικό όργωμα, τη σπορά, την πάλη, το θάνατο και την ανάσταση, το χορό και τη μουσική.
Οι φυλές των Οτεντότων της Νότιας και των Μπαντού της Ανατολικής Αφρικής δεν γνώριζαν το Καρναβάλι αλλά την κατάλληλη εποχή τελούσαν λατρευτικές γιορτές που μπορούσαν και άγιο να σκανδαλίσουν. Στη στροφή του ΙΘ’ προς τον εικοστό αιώνα, ο αιδεσιμότατος H. Rowley βρέθηκε σε μια τέτοια τελετή των Μπαντού κι έγραψε ότι επρόκειτο για «αληθινά βακχικά όργια»: «Είναι αδύνατο να παρευρεθεί κάποιος (λέει) και να μην αισθανθεί ντροπή. Όχι μόνο επιτρέπεται στον επισκέπτη η πλήρης σεξουαλική ελευθερία αλλά συχνά του επιβάλλεται υποχρεωτική συμμετοχή. Η πορνεία είναι ελεύθερη και η μοιχεία κανέναν δεν ενοχλεί. Το μόνο που απαγορεύεται στους άνδρες, είναι να κάνουν σεξ με τις νόμιμες γυναίκες τους».
Ανάλογες γιορτές στην Αγγλία συνδέονται με την Πρωτομαγιά. Στον μεσαίωνα ήταν παντού διάσημες στην «γιορτή των Τρελών». Στην αρχαία Ρώμη, συνέπιπταν με τα Σατουρνάλια. Στην Ελλάδα, με τις γιορτές της Διονυσιακής λατρείας. Στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, γιόρταζαν τα Τριετηρικά, κάθε τρία χρόνια. Μόνο γυναίκες συμμετείχαν: Νύχτα, στο φως των πυρσών, φορώντας προβιές ελαφιών, με ξέπλεκα μαλλιά, στεφανωμένες με κισσούς και κρατώντας ιερούς θύρσους (ραβδιά τυλιγμένα με φύλλα κισσού) το έριχναν σε ξέφρενο χορό κι αχαλίνωτο τρέξιμο, καλώντας τον Διόνυσο με ουρλιαχτά. [αναζήτησε το άρθρο: Μαινάδα η Ενθεη Τρελή Γυναίκα]
Το Καρναβάλι ως Διονυσιακή Λατρεία
Ανάλογα δρώμενα υπήρχαν και στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και συγκεκριμένα στα Διονύσια, τα Ανθεστήρια, τα Λήναια, τα Θεσμοφόρια, τα Κρόνια, τα Θεσσαλικά Πελώρια, τις γιορτές του Ερμή στην Κρήτη και διάφορες άλλες μικρότερες, με έντονο πάντα το Διονυσιακό στοιχείο, όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν μια πίστη σε μαγικές γονιμικές πράξεις.
Σύμφωνα με τον πανάρχαιο μύθο, ο Διόνυσος ή Βάκχος λατρευόταν φανατικά στον Ορχομενό της Βοιωτίας αλλά οι κόρες του μυθικού βασιλιά Μινύα (Λευκίππη, Αλικιθόη και Αρσίππη) περιφρονούσαν τις τελετές. Ο Θεός θύμωσε με την ασέβειά τους και τις τρέλανε. Γεμάτες μανία, ρίχτηκαν στον Ίππασο, τον γιο της Λευκίππης, τον κατασπάραξαν κι έπειτα φύγανε στα βουνά. Από τότε, οι γυναίκες απόγονοι του Μινύα ονομάζονταν «ολείαι», ολέθριες.
Και υποχρεώνονταν σε βαρύ τίμημα: Στο βουνό της Γρανίτσας, το αρχαίο Λαφύστιο, οι κάτοικοι του Ορχομενού, επί τέσσερις συνεχείς νύχτες, τελούσαν τα Αγριώνια, προς τιμήν του Αγριώνιου Διονύσου. Τις τρεις πρώτες νύχτες, γυναίκες του Ορχομενού, με παρθένες του οίκου του Μινύα ανάμεσά τους, περιφέρονταν εκστασιασμένες στο βουνό ψάχνοντας να βρουν τον Διόνυσο, καλώντας τον να παρουσιαστεί. Αποκαμωμένες, την τέταρτη νύχτα ετοίμαζαν συμπόσιο και το έριχναν στο φαγοπότι.
Τη γιορτή παρακολουθούσαν υποχρεωτικά οι άνδρες της οικογένειας του μυθικού Μινύα, ντυμένοι με κουρέλια, βρόμικοι και τελείως αμέτοχοι στα δρώμενα. Πάνω στην έξαψη, εμφανιζόταν ο ιερέας του Διονύσου, μεταμφιεσμένος σε δαίμονα εχθρό του Θεού και με γυμνό ξίφος έστρωνε τις γυναίκες στο κυνήγι, χωρίς οι άνδρες να έχουν το δικαίωμα να επέμβουν. Οι γυναίκες έφευγαν πανικόβλητες αλλά ο ιερέας κυνηγούσε κυρίως τις παρθένες από την οικογένεια του Μινύα. Όποια προλάβαινε πρώτη, την σκότωνε θυσιάζοντάς την στον Βάκχο.
Αργότερα, όταν πια δεν υπήρχαν απόγονοι του Μινύα, ο ιερέας θυσίαζε την όποια παρθένα έπιανε πρώτη. Μετά, το έθιμο ατόνησε. Στους ιστορικούς χρόνους, η σφαγή της παρθένας είχε αντικατασταθεί από συμβολική θυσία. Μια μόνο φορά, πολύ αργότερα, στα χρόνια του Πλουτάρχου (Β’ μ.κ.ε. αι.), ο ιερέας Ζωίλος θέλησε να τηρήσει το έθιμο κι έσφαξε μια παρθένα. Αποτέλεσμα ήταν οι Ρωμαίοι κατακτητές να απαγορεύσουν τις τελετές, ο Ορχομενός να πληρώσει βαρύ πρόστιμο και η οικογένεια του Ζωίλου να αποκλειστεί από το ιερατικό επάγγελμα.
Ήταν τα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού, που προσπαθούσε να εξαλείψει το φαινόμενο των ανθρωποθυσιών από τη ρωμαϊκή λατρεία, καθώς ανάλογα κρούσματα δεν έλειπαν ούτε στην ίδια τη Ρώμη. Η ανθρωποθυσία είχε βαθιές ακόμα ρίζες, καθώς ερχόταν από τους εβραίους (θυσία του Αβραάμ), τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικες, που θυσίαζαν στον Μολώχ.
Διόνυσος Ζαγρέας και Ορφέας, με περίπου κοινή μοίρα, αποτέλεσαν τον μοχλό της πίστης των ορφικών που τελούσαν τα ορφικά μυστήρια, ανοιχτά μόνο στους μυημένους. Ο Ορφισμός λατρευόταν με όργια και αναπτύχθηκε με κέντρο λατρείας τον Διόνυσο Ζαγρέα, τον Θεό που δίνει ψυχή στα πάντα. Ο άνθρωπος που εκπλήρωνε τις επιταγές της ορφικής διδασκαλίας, μπορούσε να ελπίζει στη λυτρωτική χάρη του Διονύσου και να απαλλαγεί από τη μεταθανάτια κόλαση του Άδη. Αλλιώς, η ψυχή του κινδύνευε να υποστεί τα μύρια όσα, ώσπου να φθάσει στον καθαρμό.
Ξεκινώντας από τη Θράκη, ο Ορφισμός εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και γύρω στον Στ’ π.κ.ε. αιώνα, είχε καταντήσει αληθινή μάστιγα, καθώς διάφοροι απατεώνες οι «ορφεοτελεστές» περιφέρονταν από τόπο σε τόπο και έναντι αμοιβής, αναλάμβαναν να απαλλάξουν από τις αμαρτίες τους, όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους πεθαμένους. Στην πραγματικότητα, ήταν οι εφευρέτες της επιχείρησης που μετά από 2000 χρόνια, ο πάπας Λέων Ι’ (1513 – 1521) ξεκίνησε με τα συγχωροχάρτια, προκαλώντας το σχίσμα της δυτικής Εκκλησίας σε καθολικούς και διαμαρτυρόμενους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα στις χριστιανικές κυρίως εκκλησίες. Κάτι ανάλογο έγινε και στην αρχαία Αθήνα του Στ’ π.κ.ε. αιώνα. Ήταν γύρω στα 535 π.κ.ε. όταν ο τύραννος Πεισίστρατος, άνθρωπος ξύπνιος και βαθιά μορφωμένος, καθιέρωσε τα Μεγάλα Διονύσια. Η λαμπρότητα του θεάματος αντιμέτωπη με τη θρησκοληψία και τη δεισιδαιμονία.
Οι γιορτές προς τιμήν του Θεού Διονύσου ήταν ξεχωριστές και περιλάμβαναν εύθυμες λατρευτικές πομπές, στις οποίες συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες χορευτές, τραγουδιστές, προσωπιδοφόροι, μεταμφιεσμένοι σε σατύρους και κενταύρους, ενώ αργότερα στις γιορτές της κλασικής εποχής συμμετείχαν ιδιαίτερες φαλλικές μορφές, πέρα από τους μασκοφορεμένους χορευτές. Η μεταμφίεση, και ιδιαίτερα η μάσκα είναι χαρακτηριστικό των εορτών του Διονύσου, που ενίοτε αποκαλείται Θεός – προσωπείο, καθώς το προσωπείο αποτελούσε την λατρευτική εικόνα του. Η μάσκα συμβόλιζε επίσης τη νέα μορφή του αναγεννημένου ανθρώπου, ενώ υπήρξε και σύμβολο μετουσίωσης, αλλά και επικοινωνίας με τους αόρατους κόσμους. Σύμφωνα μάλιστα με τον Γ. Φ. Όττο ο μασκοφόρος βιώνει την ιερή τρέλα, το πνεύμα του μαινόμενου Θεού, που εμποτίζει το προσωπείο του.
Για παράδειγμα, σε τελετουργίες του Διονύσου στη Θράκη, που θεωρείται η πλέον πιθανή πατρίδα του, υπήρχαν «ταυρόφθογγοι μίμοι» που μούγκριζαν προς τον Θεό, ενώ οι γυναίκες που τον λάτρευαν ως Διόνυσο Λαφύστιο έφεραν οι ίδιες κέρατα, μιμούμενες τον Θεό, γιατί τον φαντάζονταν ως ταυροκέφαλο. Αργότερα, μέσα από τις γιορτές του Διονύσου, γεννήθηκε το Ιερό Θέατρο, που σε πολλές παραστάσεις, όπως εκείνες του Αριστοφάνη, ο χορός μεταμφιεζόταν σε όρνιθες, νεφέλες, βατράχους, σφήκες κ.λ.π.
Ο Διόνυσος παρουσιάζεται πάντοτε ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό. Οι Μαινάδες, που ονομάζονταν επίσης και Βάκχες, ήταν Νύμφες. Οι Νύμφες είχαν αναθρέψει τον Διόνυσο στο βουνό Νύσα. Έγιναν οι πιστές ακόλουθες και συντρόφισσες του θεού του αμπελιού και τις βλέπουμε να καταγίνονται πρόθυμα με τον τρύγο, μαζί με τους Σειληνούς συχνά. Εμψυχωμένες από τον Διόνυσο, από το πνεύμα του θεού, ρίχνονταν αναμαλλιασμένες σε τρελές ορμητικές και ακανόνιστες διαδρομές, σαν με πηδήματα ελαφίνας, που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταδίωξη του κυνηγού. Βγάζουν δυνατές κραυγές, χτυπώντας κρόταλα σαν μανιασμένες.
Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω Μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη: «νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης». Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η Μανία είναι «Θείο δώρο» και αναφέρει 4 τύπους Μανίας: α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα): «Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ’ αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν».
Η Θεία Διονυσιακή Μανία είναι ομαδική και μεταδοτική
«Θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν» (Βάκχες, 75). Οι δυο τεχνικές του Διονύσου είναι το κρασί κι ο χορός` σκοπός του δε η «κάθαρσις» με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην κάθαρσιν, δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Ο Θεός Διόνυσος είναι ο Ελευθέριος, ο Λύσιος Θεός, δηλαδή ο Απελευθερωτής Θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί. Του δείχνει τον δρόμο της Ελευθερίας.
Ο οργιαστικός απελευθερωτικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Η ύπαρξή του για τους ανθρώπους του είναι μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδικα γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου προπάντων έπαιρναν μέρος οι γυναίκες. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα. Όμως ο ρόλος του Διονύσου δεν περιορίζεται στο να διώχνει θλίψεις και καημούς από τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τις καθημερινές έγνοιες με τα χαρούμενα μεθύσια.
Ο Διόνυσος τιμωρούσε τους εχθρούς της λατρείας του, μεταδίδοντάς τους την ίδια φρενίτιδα που έπιανε τις Μαινάδες και σπρώχνοντάς τους σε πράξεις αλλόφρονες κι εξωφρενικές. Μάλιστα η μανία των Μαινάδων δεν γνώριζε όρια. Ξεσκίζανε ζώα και έτρωγαν ωμές τις σάρκες τους. Δεν γλίτωναν μήτε οι άνθρωποι από τη φονική τους παράκρουση όπως στον μύθο του Ορφέα που τον κατασπάραξαν οι Βάκχες, οι μαινόμενες.
Ο Διόνυσος ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των δικών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία. Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης Θεό της ποίησης και της μουσικής.
Η κλασική αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν του Θεού Διόνυσου ήταν τα Ανθεστήρια, τριήμερη και γεμάτη γλέντια και κρασί, καθώς τότε άνοιγαν τους πίθους με το γιοματάρι. Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω) που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές.
Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία. Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής «τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος» έλεγε ο Α. Σικελιανός – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους «τα εξ αμάξης»
Τέλειωνε με την τελετή της χύτρας που περιφερόταν μουτζουρωμένη, γεμάτη σπόρους για προσφορά στον Διόνυσο, ενώ την ημέρα αυτή έζωναν τους ναούς με μια κορδέλα, απαγορεύοντας την είσοδο σ’ αυτούς. Οι εκδηλώσεις έκλειναν με θυσία σε δεκατέσσερις βωμούς, για τους επτά Τιτάνες και τις επτά Τιτανίδες, που είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο όταν ήταν μωρό. Την ίδια ημέρα, οι ψυχές των νεκρών ξαναγύριζαν στον Άδη και οι νοικοκυραίοι ξόρκιζαν αυτές που αρνιόνταν να φύγουν φωνάζοντας: «Έξω από το σπίτι, ψυχές! Τα Ανθεστήρια τέλειωσαν».
Το Καρναβάλι στην Αιώνια Πόλη
Γιορτές καρναβαλικού περιεχομένου υπήρξαν και στους Ρωμαίους, όπως τα Βακχανάλια, τα Σατουρνάλια, τα Λιμπεράλια, τα Λουπερκάλια, τα Φεράλια [ή Φε-(β)ρουάλια], τα Παρεντάλια· στο Βυζάντιο ήταν οι Καλένδες (ή Καλάνδες) και στη μεσαιωνική Δύση η Γιορτή των Τρελών, ένα παραεκκλησιαστικό Καρναβάλι, που τελούνταν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Στη Γιορτή των Τρελών κατώτεροι κληρικοί, διάκοι και παπαδοπαίδια, εξέλεγαν τον ψευδοκαρδινάλιο ή τον πάπα των τρελών και τον χειροτονούσαν μέσα στην εκκλησία.
Εκεί χόρευαν μασκαρεμένοι, έψελναν φάλτσα αθυρόστομες παρωδίες εκκλησιαστικών ύμνων, έπιναν, έτρωγαν και έπαιζαν ζάρια. Μετά έβγαιναν στους δρόμους, χοροπηδούσαν διαβολεμένα, έριχναν μαγαρισιές στον κόσμο, και πήγαιναν στις ταβέρνες, συνεχίζοντας το πιόμα και τα ανόσια τραγούδια. Η παντοδύναμη Εκκλησία ήξερε πως εάν δεν έδινε στον καταπιεσμένο, φοβισμένο λαό έστω και μα ημέρα για να εκτονωθεί, δεν θα συνέχιζε να «πουλά τον Χριστό με το ζύγι», καταπώς έλεγε κι ο Καζαντζάκης, κρατώντας τον υποταγμένο υπό την απειλή της Κόλασης.
Παρόμοιες καταστάσεις συνέβαιναν στις Καλένδες, τις πλέον επίσημες και λαμπρές εορτές των βυζαντινών χρόνων με μεταμφιέσεις, στις οποίες αν και συμμετείχαν κληρικοί, κρίνονταν μη αποδεκτές και απαγορευμένες από την Εκκλησία. Στις Καλένδες οι βυζαντινοί έψελναν χορεύοντας, μεταμφιεσμένοι σε ζώα, τράγους, καμήλες, ελάφια, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζαν ευθυμία για όλο το έτος. Τέτοια έθιμα υπήρξαν και σε νεότερους χρόνους, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, ακόμα και στην Ελλάδα.
Τα έθιμα του Καρναβαλιού πέρασαν με τον καιρό από την ύπαιθρο στις αναπτυσσόμενες πόλεις, όπου τα περιεχόμενά τους διαμορφώθηκαν ανάλογα και απέκτησαν καινούργια σημασία, αντανακλώντας νέους κοινωνικούς συσχετισμούς. Η μαγική αγροτική τελετουργία μετατράπηκε βαθμιαία σε πάνδημο αστικό θέαμα και ψυχαγωγία, με το λαό θεατή και πρωταγωνιστή. Στους νεώτερους χρόνους τα σύγχρονα Καρναβάλια έλαμψαν στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία, με τις γιορτές και τις πομπές των μασκοφόρων.
Στην Ιταλία τα Καρναβάλια απέκτησαν μεγάλη φήμη
Η Φλωρεντία του 15ου-16ου αιώνα γιόρταζε με τραγούδια, που είχαν αρχικά μυθολογικό περιεχόμενο, αλλά στη συνέχεια έγιναν επίκαιρα, αποκτώντας μεγαλύτερη απήχηση στο λαό. Την εποχή του ρομαντισμού είχε γίνει ξακουστό και το Καρναβάλι της Ρώμης· μια εικόνα του μας δίνει ο Γκαίτε, όταν μιλάει για ποικιλία κοστουμιών, που παρίσταναν φασουλήδες, δικηγόρους, ζητιάνους και γυναίκες του λαού, με κομφετί, εκκεντρικές κομμώσεις, αλλά και αλλόκοτα δρώμενα, όπως εκείνο της τελευταίας βραδιάς, που περιφέρονταν με κεριά τα οποία προσπαθούσαν μεταξύ τους να σβήσουν. Εκείνο όμως που ξεχώριζε πάντοτε για τη μεγαλοπρέπειά του ήταν το Καρναβάλι της Βενετίας, με εντυπωσιακές μάσκες και μεταμφιέσεις, πυροτεχνήματα, ακροβατικές επιδείξεις, παρελάσεις και ψευτομάχες.
Στη Γαλλία, από το 15ο αιώνα υπήρχαν οι «χοροί των μεταμφιεσμένων», γνωστοί ως μπαλ-μασκέ, ενώ κατά το 16ο αιώνα ήταν στη δόξα τους τα «momons», οχλαγωγίες από μασκαράδες και μουσικούς, που εισέβαλλαν απρόσκλητοι στα σπίτια και έπαιρναν μέρος στους χορούς και τις διασκεδάσεις· το 18ο αιώνα καθιερώθηκαν και τα μπαλ-μασκέ της Όπερας του Παρισιού. Στη Βόρεια Γαλλία χαρακτηριστικές ήταν οι παρελάσεις γιγάντων, στο Νότια Γαλλία οι πομπές των ζώων, στην Κεντρική Γαλλία οι «κερατάδες» του Σωγκζιλάνζ, και στα ανατολικά της χώρας οι «χοντροί» του Σαιν-Κλωντ.
Οι αποικισμοί και οι μεταναστεύσεις των λαών συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάμιξη των καρναβαλικών παραδόσεων που προέρχονταν από διαφορετικούς πολιτισμούς και στη διαμόρφωση της σύγχρονη μορφής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Αμερική, με την ανάμιξη ευρωπαϊκών, αφρικανικών, ασιατικών και αυτοχθόνων εθίμων, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων καρναβαλικών εορτών, όπως στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα και στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, στη Λουϊζιάνα και στη Νέα Ορλεάνη της Κεντρικής Αμερικής, στα νησιά Τρινιντάντ και Τομπάγκο της Καραϊβικής· αυτά τα δύο νησιά αποτελούν μάλιστα ένα όμορφο παράδειγμα του πώς το Καρναβάλι μπορεί να ενώσει τον κόσμο, αφού σε αυτό το μικρό έθνος οι πεποιθήσεις και οι παραδόσεις πολλών πολιτισμών ενώνονται κάθε χρόνο, ξεχνώντας τις διαφορές τους και γιορτάζοντας το θαύμα της ζωής!
Τα δρώμενα του Καρναβαλιού δανείστηκαν πολλά στοιχεία από τις αρχαίες αφρικανικές παραδόσεις, όπως παρελάσεις μεταμφιεσμένων μασκοφόρων με ρυθμούς τυμπάνων, μεγάλες μαριονέτες, ραβδούχους μαχητές και ξυλοπόδαρους χορευτές. Στα έθιμα αυτά συχνά συμπεριλάμβαναν κυκλικές πορείες γύρω από το χωριό, για να προκαλέσουν καλή τύχη, θεραπεία και εξευμενισμό των αποθανόντων συγγενών, αλλά και φυσικά αντικείμενα (οστά, φτερά, χόρτα, χάντρες, κοχύλια, ύφασμα) για να δημιουργούν μάσκες, καπέλα και φορεσιές με πνευματικές δυνάμεις και ιδιότητες. Η μάσκα αποτελούσε ιερό αντικείμενο σε νεκρικές τελετές, ενώ τα φτερά συμβόλιζαν τη δυνατότητά μας ως άνθρωποι να ανυψωθούμε πάνω από τα προβλήματα, τους πόνους και την ασθένεια της καθημερινότητας, αναγεννημένοι σε ένα νέο κόσμο. Σήμερα, τα φτερά χρησιμοποιούνται με πολλούς τρόπους στη δημιουργία αποκριάτικων στολών.
Η Αποκριά
Μια σημαντικότατη γιορτή καρναβαλικού χαρακτήρα, που τελείται σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο πριν από την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η γιορτή της Αποκριάς (ή των Αποκριών ή Αποκρεών), μια περίοδος διασκέδασης κι ανεμελιάς, που σημάνει το οργιαστικό ξέσπασμα της ζωής και την εκδίωξη του θανάτου, τον ερχομό της άνοιξης και το τέλος του χειμώνα, την ευφορία της γης και τη γονιμότητα -φυσική και πνευματική- όλων των υπάρξεων. Η γιορτή αυτή είναι ένα χαρούμενο καλωσόρισμα στο Πνεύμα της Θεότητας που κατακλύζει τα πάντα, και μεταβάλει το θάνατο σε ζωή, τη θλίψη σε χαρά, συμπαρασύροντας τους ανθρώπους και τη φύση σε μια θεία ιερή μέθη, γεμάτη από την αγάπη για τη ζωή και το χτίσιμο ιδανικών.
Η Αποκριά σε οποιοδήποτε μέρος γιορταζόταν, περιλάμβανε μεταμφιέσεις και αποκτούσε πάνδημο χαρακτήρα. Οι ρωμαιοκαθολικοί την καθιέρωσαν πριν από εκατοντάδες χρόνια στην Ιταλία. Ήταν μια ξέφρενη εορτή αμφίεσης, που την ονόμαζαν Carnevale, από το λατινικό carnem levare ή carnis levamen, που σημαίνει «αποχή από το κρέας», εφόσον τη γιορτή ακολουθούσε η Σαρακοστή, όπου δεν επιτρεπόταν η βρώση κρέατος. Οι κυριότερες εκδηλώσεις της Αποκριάς των καθολικών συνηθίζονται πλέον κατά τις τρεις τελευταίες μέρες της κρεοφαγίας, δηλαδή Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη (γνωστή στα γαλλικά ως Mardi Gras, Αμαρτωλή Τρίτη). Η επόμενη μέρα, η Καθαρή Τετάρτη (Mercredi des Cendres = Τετάρτη των Τεφρών) είναι η αρχή της νηστείας της Σαρακοστής (Careme), αντίστοιχη της δικής μας Καθαρής Δευτέρας.
Οι Αποκριές στην Ελλάδα
Οι Αποκριές στην Ελλάδα, που αποκαλούνται από το λαό και «Μεγάλες Αποκριές» (στην Κύπρο «Μεγάλες Σήκωσες»), διαρκούν τρεις εβδομάδες και ξεκινούν την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μαζί με το Τριώδιο – το βιβλίο των εκκλησιαστικών ύμνων, που ψάλλονται στην εκκλησία από την εν λόγω Κυριακή μέχρι το Μεγάλο Σάββατο. Οι επόμενες τρεις Κυριακές των Αποκριών είναι η Κυριακή του Ασώτου, της Απόκρεω και της Τυρινής. Η Κυριακή της Τυρινής σημάνει τη λήξη αυτή της περιόδου και την έναρξη της μεγάλης Σαρακοστής, από την Καθαρά Δευτέρα. Η πρώτη εβδομάδα ονομάζεται Προφωνή, Προφανή, Προφωνέσιμη ή Προφωνήσιμη, επειδή προφωνείται (ανακοινώνεται) η έναρξη των Αποκριών, επίσης Συγκόκαλη ή Απόλυτη, επειδή δεν εφαρμόζεται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, καθώς και Αμολυτή, Αποβολή ή Απόλυτη, γιατί τότε απολύονται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον Επάνω Κόσμο· επιπλέον, αποκαλείται Λόκρια, Αρνοβδομάδα, Αρτσι Βούρτσι ή Αρτσι Μπούρτσι.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή, γιατί θεωρείται η περίοδος της κρεοφαγίας που σταματάει την Κυριακή της Απόκρεω, τελευταία ημέρα που οι χριστιανοί επιτρέπεται να φάνε κρέας. Η τρίτη και τελευταία εβδομάδα, που ξεκινάει μετά την Κυριακή της Απόκρεω, ονομάζεται της Τυρινής ή Τυροφάγου, γιατί περιλαμβάνει βρώση τυροκομικών.
Ιδιαίτερη θέση στην Κρεατινή εβδομάδα κατέχει η Τσικνοπέμπτη (ή Τσικνοπέφτη) και το Ψυχοσάββατο (ή Σάββατο των Ψυχών). Την Τσικνοπέμπτη η τσίκνα είναι διάχυτη παντού, καθώς οι άνθρωποι γιορτάζουν ψήνοντας κρέατα έξω από το σπίτι, κάτι που έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή πίστευαν ότι οι νεκροί πετούσαν γύρω από τις φωτιές και γευμάτιζαν από τον καπνό και την τσίκνα. Ανάλογα, το Ψυχοσάββατο είναι αφιερωμένο στη λατρεία των νεκρών με προσφορά γευμάτων πάνω στους τάφους. Αυτά τα δύο έθιμα συνδέονται με τα Ανθεστήρια, που περιλάμβαναν προσφορές σπονδών και τροφίμων στους νεκρούς, για τους οποίους πίστευαν ότι τριγυρνούσαν εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς.
Αποκριάτικα Εθιμα στην Ελλάδα
Η Ανακύκλωση της Ζωής
Τα παλαιότερα χρόνια στον τόπο μας οι μέρες της Αποκριάς προσλάμβαναν ένα ιδιαίτερο λαϊκό χρώμα. Στο πλαίσιο του παραδοσιακού πανηγυρισμού οι άντρες μεταμφιέζονταν σε γυναίκες και αντίθετα, γινόταν η περιφορά του καρνάβαλου, του γαϊτανακιού και της καμήλας, με ομίλους χορευτών να γυρνάνε τις συνοικίες σκορπίζοντας το κέφι. Αναβίωναν διάφορες προλήψεις, μαντείες και δεισιδαιμονίες, ψάλλονταν εύθυμα και άσεμνα τραγούδια, γίνονταν εικονικές δίκες και επικρατούσε ένα γενικό ξεφάντωμα, μια γενική ευωχία.
Αναβαν φωτιές, που ονόμαζαν «Φανούς», «Κλαδαριές», «Μπουμπούνες», «Καψαλιές», «Χαλαούζιες» ή «Καλολόγους»· γύρω τους έστηναν χορούς και τις πηδούσαν με ευχές για υγεία και καλή τύχη, αντλώντας τη δύναμη που η φωτιά πίστευαν ότι έκρυβε. Στις μεταμφιέσεις χαρακτηριστικές μορφές ήταν ο γέρος, η νύφη και ο γαμπρός, ο αράπης και η αραπίνα, ο γιατρός και ο βοηθός του, ο παπάς και ο σατανάς, η καμήλα, η αρκούδα κ.λ.π. Αλλοτε πάλι έδιναν υπαίθριες παραστάσεις, κωμικού περιεχομένου, που ανάγονται στους αρχαϊκούς αγερμούς, ενώ διαδεδομένα ήταν και τα κοινά συμπόσια.
Γέννηση, ανάπτυξη, γάμος, θάνατος και αναγέννηση του ήρωα, ήταν ένα δράμα που παιζόταν ακατάπαυστα. Ήταν η ανακύκλωση της ζωής, στην οποία συμμετείχε ολόκληρη η κοινότητα, στην αγορά του χωριού ή της πόλης. Μέσα από τις μάσκες, τα ανδρείκελα, τις μεταμφιέσεις οι άνθρωποι «γίνονταν ένα σώμα» και βίωναν την αναγεννητική διαδικασία. Γιόρταζαν πάνω από όλα τον ερχομό του νέου – του νέου χρόνου, της νέας άνοιξης, της νέας ζωής – το καινούργιο που εμφανίζεται στον κόσμο.
Αυτά τα αποκριάτικα έθιμα διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στο Σοχό Λαγκαδά στη Θεσσαλονίκη, με πανηγυρισμούς, με αγερμούς και τραγούδι, από μεταμφιεσμένους με προβιές τράγου, ψηλά καλύμματα στο κεφάλι από πολύχρωμες κορδέλες, γουρουνοτσάρουχα στα πόδια και μάσκες με πούλιες και μακριά μουστάκια· κρατώντας ξύλινο γιαταγάνι ή αγκλίτσα, ταγάρι με ούζο, κρασί και πορτοκάλια, περπατούν ρυθμικά, πηδούν και σείονται, κουδουνίζουν και τραγουδούν, κερνούν τους ανθρώπους, πότε στα μαγαζιά και τις ταβέρνες, πότε στους δρόμους.
Στη Θράκη, κατά το παλιό αποκριάτικο δρώμενο του «Καλόγερου», η καμπουρίτσα Μπάμπω γεννάει ένα εφταμηνίτικο μωρό που μεγαλώνει στο άψε-σβήσε. Το καλάθι δεν το χωράει, τρώει και πίνει τον περίδρομο, ανδρώνεται, γυρεύει γυναίκα, παντρεύεται, έρχεται στα χέρια με τον κουμπάρο του, σκοτώνεται, μοιρολογιέται και κηδεύεται. Ξαφνικά όμως ανασταίνεται θαυματουργά και οργώνει τη γη μαζί με το μετανιωμένο του φονιά. Ο θάνατος και η ανάσταση του γαμπρού μας παραπέμπουν στο θάνατο του Διόνυσου το χειμώνα και στην ανάστασή του την άνοιξη, ενώ το καλάθι της γριάς το Λίκνο του, που χρησίμευε ως κόσκινο και κούνια (Λικνίτης ήταν γνωστή επωνυμία του Διόνυσου).
Στην ίδια περιοχή τη Δευτέρα της Τυρινής εβδομάδας τελείται ο «Μπέης» ή «Κιοπέκ Μπέης», ευετηριακό δρώμενο, με αγερμούς, ευχές σε κάθε σπίτι για «καλοχρονιά με πολύ στάρι και πολύ κριθάρι», εικονικό όργωμα, εικονική σπορά και αγώνες -πήδημα, ρίξιμο πέτρας, τρέξιμο, πάλη- χορούς και τραγούδια. Στη Νάουσα «Μπούλες» και «Γενίτσαροι» με παραδοσιακές στολές και προσωπίδες, χορεύουν σε ομάδες, με ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, σε ανάμνηση των αρματολών της τουρκοκρατίας, που κυκλοφορούσαν μεταμφιεσμένοι τις Αποκριές για να κρύβονται.
Στα χωριά του Παγγαίου, κατά το πανάρχαιο διονυσιακό έθιμο της Ντερβένας, που ανάγεται στην πυρολατρεία των αρχαίων χρόνων, οι άνθρωποι πηδούν πάνω από μεγάλες φωτιές (ντερβένες), που έχουν διπλό σκοπό· αφενός ζεσταίνουν τις καρδιές, αφετέρου εξαγνίζουν τους ανθρώπους, απαλλάσσοντάς τους από τα παλιά ακάθαρτα στοιχεία, σε μια φυσική και πνευματική αναγέννηση, με τον ερχομό της άνοιξης και της Ανάστασης του Πάσχα. Εξάλλου, η φωτιά είχε ανέκαθεν εξαγνιστικό χαρακτήρα και προκαλούσε την κάθαρση του ανθρώπου.
Στη Σκύρο έχουμε τους τραγόμορφους Γέρους και τις Κορέλες, σε ένα ερωτικό παιχνίδι, με μεταμφιεσμένους που σηκώνουν πάνω τους πολλά κουδούνια, συχνά τριάντα, πενήντα ή και περισσότερα, προκαλώντας πανδαισία ήχων. Στη Ζάκυνθο γίνονται θεατρικές παραστάσεις, οι λεγόμενες «Ομιλίες», αλλά και απαγγελίες αυτοσχέδιων σατιρικών στίχων με έντονη αθυροστομία. Στο Δαφνί της Σπάρτης οι άνδρες μεταμφιέζονται σε νύφη και γαμπρό, και επικρατούν αυτοσχέδιοι διάλογοι, χοροί γύρω από εθιμικές φωτιές, τραγούδια, κέφι, τολμηρά πειράγματα και κρασί.
Ο «Πεθαμένος στη Γκούβα», ένα Δρώμενο των Σαρακατσάνων της Ηπείρου με έντονο το στοιχείο της μαγείας, άρχιζε με το ηλιοβασίλεμα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς και τελείωνε τα χαράματα της Καθαρής Δευτέρας. Ένας θίασος ανδρών υποδυόταν το γαμπρό, τη νύφη, τα πεθερικά, τους γέρους, το γύφτο και άλλα πρόσωπα. Οι γέροι φορούσαν μάσκες και κάπες από προβιές ζώων, κουδούνια στη μέση, ενώ κρατούσαν μεγάλα ραβδιά, με τα οποία χτυπούσαν τη γη. Ένας τσοπάνης ξάπλωνε πεθαμένος μέσα σε μια γκούβα (γούβα ή λάκκος) και ο θίασος τον μοιρολογούσε, ενώ στο τέλος χόρευαν, με πρωτοχορευτή τον πεθαμένο και αναστημένο τσοπάνη.
Η λήξη των Αποκριών σηματοδοτείται από την πομπή και το κάψιμο του καρνάβαλου. Είναι σημάδι ότι η γεύση της Ελευθερίας, της ανεμελιάς και της ουσίας της Ζωής τελείωσε και ο σκλάβος-άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στην φυλακή της καθημερινότητας του αναλαμβάνοντας και πάλι τον ρόλο του πεπρωμένου του. Μέχρι τον επόμενο χρόνο … αν ήταν ζωντανός!
Ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα
Εκείνη τη μέρα στην Αγία Αννα της Εύβοιας οι γυναίκες τραγουδούν τα «γαμοτράγουδα», μαζί με τολμηρά αστεία, πειράγματα και λόγια χωρίς «ηθικούς φραγμούς», με θέμα το φαλλό και το αιδοίο, των οποίων οι μετέχοντες φέρουν ομοιώματα· ένα δρώμενο που ανάγεται στα Μικρά ή Κατ’ Αγρούς Διονύσια, και στα Μεγάλα Διονύσια, που ήταν χαρούμενες ελεύθερες γιορτές με πομπή φαλλού, τον οποίο συνόδευαν με χορωδίες, τραγούδια και προσφορές, ακόμα και οι δούλοι. Ο φαλλός ήταν σύμβολο του Διονύσου ως Θεού της γονιμότητας, και κάθε τέτοια μαζική πομπή αποσκοπούσε στο να προκαλέσει την ευφορία των αγρών και των κήπων, αλλά και τη γονιμότητα των σπιτικών.
Η χρησιμοποίηση, λοιπόν, σεξουαλικών και ερωτικών συμβόλων, που συνδυάζεται συχνά με τις παραδοσιακές λαϊκές εκδηλώσεις αυτής της περιόδου, δεν δηλώνει μόνο την σεξουαλική πράξη. Συμβολίζει ευρύτερα την πηγή, τη μήτρα της ζωής, τη ρίζα της ανανέωσης, την πηγή της ανάστασης. Αποτελούν ένδειξη της εκδήλωσης των γονιμοποιών δυνάμεων της ζωής και τη διαδικασία γέννησης ενός νέου «σώματος», με την ευρύτερή του έννοια, είτε πρόκειται για το ανθρώπινο σώμα, είτε για το σώμα της κοινωνίας ή ακόμα και ολόκληρης της φύσης και της Δημιουργίας.
Επιπλέον, το έθιμο του εικονικού γάμου, που περιλαμβάνεται στα καρναβαλικά έθιμα, ανάγεται στην αρχαιότητα και ήταν λατρευτικό στοιχείο των διονυσιακών τελετών· η «Ιερογαμία» του Θεού Διονύσου με τη σύζυγο του βασιλιά της πόλης, στο «Βουκολείον» Ιερό, αποτελούσε μέρος των αθηναϊκών Ανθεστηρίων και αποτελούσε μια μαγική πράξη επίκλησης της γονιμικής δύναμης για την καρποφορία, αλλά και την εξασφάλιση της καλής χρονιάς στην ευρύτερή της έννοια, που θα πρόσφεραν οι Θεοί. Όμως, πέρα από αυτά ο γάμος συμβολίζει την ενότητα και την υπέρβαση των χωριστικών τάσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και κάθε Καρναβάλι γιορτάζει την κρυμμένη ενότητα του παλιού και του καινούργιου, του γήρατος και της νεότητας, της άνοιξης και του χειμώνα, της ζωής και του θανάτου, είναι μια γιορτή που ανατρέπει, αλλά και συνταιριάζει.
Μες στην Τρελή Αποκριά
Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Αποκριές και γενικότερα τα καρναβαλικά δρώμενα, συνδέονται με αναγεννητικές, εξευμενιστικές δυνάμεις, που επιφέρουν λύτρωση και απελευθερώνουν τον άνθρωπο, την κοινωνία, τη φύση από τα δεσμά του φόβου και του θανάτου, που συγκρατούν τον κόσμο σε συγκεκριμένους χωροχρονικούς περιορισμούς, κάτω από την επιρροή οποιασδήποτε μορφής εξουσίας και κατεστημένου. Επιπλέον, οι γιορτές αυτές συμφιλίωναν ανέκαθεν τον άνθρωπο με το στοιχείο του θανάτου και του έδιναν τη δυνατότητα να λειτουργεί ελεύθερα σε σχέση με αυτό το ζήτημα, συμμετέχοντας στην διαδικασία του αέναου αναγεννητικού κύκλου των εποχών και της δημιουργίας.
Στις μέρες μας ο κόσμος βιώνει βαριά «την ανάσα του θανάτου και του νεκρού να περιπλανιούνται γύρω του», βιώνει έναν χειμώνα, μια σκοτεινή νύχτα της ψυχής. Όμως ο κύκλος του θανάτου και της ζωής είναι αέναος και σπειροειδής και οδηγεί την ανθρωπότητα μέσα από δυσκολίες και εμπόδια, μέσα από δοκιμασίες, μάχες και ανατροπές σε μια αναγέννηση, σε μια ανανέωση. Η μέθη και η χαρά της ζωής, η ορμή του φωτός και της θεότητας φέρνει ανάσταση, και μαζί με την αναγέννηση της θεότητας, αναγεννιέται ο άνθρωπος, η φύση, η Δημιουργία.
Ο άνθρωπός, η ζωή, ολόκληρος ο κόσμος μεταμορφώνεται, αλλάζει διαρκώς προσωπεία και μεταμφιέσεις παροδικές. Πίσω όμως από αυτές τις εφήμερες όψεις κρύβεται το αιώνιο, το άφθαρτο, το πνευματικό φως, ο τελικός θρίαμβός της ζωής, και οι άνθρωποι, μέσα από τις πανάρχαιες τελετές που φτάνουν σε εμάς ως Αποκριές, συμμετείχαν ανέκαθεν και ενίσχυαν την έλευση του καινούργιου. Ήταν μια σύμπραξη με τη Θεότητα, ένα κάλεσμα για το δυναμικό, πανηγυρικό ερχομό της, στη μορφή του αρχαίου Διονύσου, είτε στη μορφή οποιουδήποτε θυσιασμένου Θεού-Λυτρωτή.
Σήμερα, σε μια σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι καλούμαστε να ανατρέψουμε μέσα στην ίδια μας τη συνείδηση την εικόνα που έχουμε χτίσει για τον κόσμο και τον εαυτό μας, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάτι καινούργιο να λάμψει. Η Άνοιξη και ο Χειμώνας, η Ζωή και ο Θάνατος ουσίαστικά βρίσκονται μέσα μας. Ο κύκλος των εποχών δεν είναι ξεχωριστός από εμάς. Ο ρόλος του ανθρώπου είναι να συμμετέχει ενεργά στην εκδήλωση των δημιουργικών δυνάμεων της Ζωντανής Ζωής, ωθώντας σε ανανέωση κι εξέλιξη, σε κίνηση και αλλαγή. Αυτό ακριβώς γινόταν και παλιότερα, μέσα από τις Ιερές Τελετές και τα Μυστήρια, ενώ στις μέρες μας, σε μια εποχή που όλα ανατρέπονται, παρέχεται η ευκαιρία για μια εκ νέου Ιερή Μανία του ανθρώπου, του δημιουργικού, ανώτερου, πνευματικού ανθρώπου, που θα εξευμενίσει τον Θάνατο και θα φέρει Ελευθερία από την Ζωή.
Εξάλλου, το Διονυσιακό στοιχείο είναι βαθιά ριζωμένο στην ψυχή των Ελλήνων, συνυφασμένο με την Δύναμη και την Ελευθερία, το γλέντι και την χαρά, την δημιουργικότητα και την ανάταση, πάνω από τις καθημερινές τενχητές κι ασήμαντες δυσκολίες· το πνεύμα του Θεού Διονύσου είναι ζωντανό ανάμεσα μας, έτοιμο να μας ξεσηκώσει, μέσα στη Θεία Ιερή Μέθη και Μανία Του.
Πηγή: xorisorianews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου