Amfipoli News: ΣΩΚΡΑΤΗΣ [469-399] 2.420 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ: ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ: 6η ΘΑΡΓΙΛΙΩΝΟΣ, περί την 20ήν Μαΐου

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

ΣΩΚΡΑΤΗΣ [469-399] 2.420 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ: ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ: 6η ΘΑΡΓΙΛΙΩΝΟΣ, περί την 20ήν Μαΐου



Του συγγραφέα Γιάννη Σ. Γκανάσουganassosi@gmail.com

 

ΟΥΔΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΑΛΛΟΝ ΕΞΟΧΟΣ ΑΥΤΟΥ,

ΜΑΛΛΟΝ ΔΙΚΑΙΟΣ,

ΜΑΛΛΟΝ ΝΟΥΝΕΧΗΣ.

Πυθία, Μαντεῖον Δελφῶν

 

@’Επειός

 δἀντωμοσία τῆς δίκης τοῦτον εἶχε τὸν τρόπον· ἀνάκειται γὰρ ἔτι καὶ

νῦν, φησὶ Φαβωρῖνος, ἐν τῷ Μητρῴῳ·

«τάδε ἐγράψατο καὶ ἀντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεὺς

Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν·

 

ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων,

ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσηγούμενος· ἀδικεῖ δὲ καὶ

τοὺς νέους διαφθείρων. τίμημα θάνατος».

 

Ὁ Σωκράτης δὲν ἀναγνωρίζει τοὺς θεοὺς ποὺ ἡ πόλη ἀναγνωρίζει καὶ εἰσάγει «καινὰ δαιμόνια», δηλαδὴ νέους θεούς, καὶ ὅτι διαφθείρει μὲ τὶς ἰδέες του τοὺς νέους. Ποινὴ θάνατος.

Διογένης Λαέρτιος. 2.40.1-7.

 Κατηγορία συνταχθεῖσα ἀπὸ τοὺς Λύκωνα καὶ Ἄνυτο καὶ κατατεθεῖσα ἀπὸ τὸν Μέλητο

στὴν στοὰ τοῦ ἄρχοντα βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν τὸ ἔτος –399.

Διὰ τὰ 2.420 ἔτη ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Σωκράτους

[Ἀθήνα. Ἄνοιξη τοῦ - 399]

 

«Τῇ ἕκτῃ τοῦ Θαργηλιῶνος ἱσταμένου τὴν Σωκράτους ἀγαγόντες γενέθλιον.»

Πλούταρχος.

 Εἴθισται, γιὰ κάποιους φίλους, κάθε χρόνο περὶ τὴν 20ην Μαΐου, ἀντιστοιχοῦσα στὴν 6ην ἱσταμένου τοῦ ἀττικοῦ μηνὸς Θαργηλιώνος, ἡ συνάντησή μας στὴν ἀρχαία ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, ἔμπροσθεν τοῦ δεσμωτηρίου καὶ ἡ κατάθεση ἑνὸς ἄνθους ἀπ’ τὸν καθένα μας, ὡς ἀπότιση ἐλαχίστου φόρου τιμῆς στὴν μνήμη τοῦ Σωκράτους, γιοῦ τοῦ λιθοξόου Σωφρονίσκου καὶ τῆς μαίας Φαιναρέτης, τοῦ δήμου Ἀλωπεκῆς, τῶν Ἀθηνῶν.

Τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ πραγμάτωση τῆς Δημοκρατίας, διὰ τῆς ἀμέσου συμμετοχῆς τῶν πολιτῶν, καὶ ἡ πτώση τῆς ἐνδόξου τῶν Ἀθηναίων Πολιτείας τοῦ Περικλέους, μετὰ καὶ ἀπὸ τὶς μεγαλειώδεις νῖκες τοῦ Μαραθῶνος (-490) καὶ τῆς Σαλαμῖνος (-480), ἀνατέλλει καὶ παραμένει ἔκτοτε στὸ στερέωμα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ ἡ αὐτοφυὴς καὶ γνησία ἑλληνικὴ μορφὴ τοῦ Σωκράτους.

        Στὸ διάβα της ἡ ἀνθρωπότητα ὑπέφερε ἀπὸ τοξικὰ ἰδεολογήματα, μυστικιστικὰ συστήματα καὶ παράλογες κοσμοθεωρίες ποὺ συνεχίζουν νὰ τὴν ταλανίζουν μέχρι σήμερα.

        Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κοσμοδιορθωτές καὶ γιὰ τὶς σαγηνευτικὲς προτάσεις τους, ἐλλοχεύει μέσα μας ἡ ὑποψία τοῦ στημένου παραλογισμοῦ καὶ εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ποὺ τοὺς καθιστᾶ, δυστυχῶς, ἐξαιρέτους, στὰ μάτια τῶν ἀνυποψίαστων ὀπαδῶν τους. Οἱ συντηρητές, μέντορες καὶ διαλαλητὲς ὅλων αὐτῶν τῶν θεωριῶν, μὲ ἀποκλειστικὴ πρόθεση καὶ σκοπὸ τὴν κατοχὴ τῆς ἐξουσίας, τὶς διασκευάζουν δεόντως κατὰ ἐποχὴ καὶ περίσταση, προσφέροντας, στοὺς ἄβουλους ὀπαδοὺς τους, τὸ ἴδιο πάντοτε καταναλωτικὸ προϊὸν μὲ διαφορετικὸ κατὰ τὸ δοκοῦν περιτύλιγμα.


     Ἀθήνα, πρὶν περίπου δύο χιλιάδες τετρακόσια ἔτη (-399, +2021), σ’ ἕνα στενὸ χωμάτινο δρομάκι ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀγορά, ὁ μεσήλικας, χωρὶς ψιμύθια καὶ περιττὰ κοσμήματα ἢ στολίδια, συνήθως ξυπόλυτος καὶ μὲ ἕνα ἐλαφρὺ χιτῶνα χειμῶνα καλοκαίρι, μᾶλλον μετρίου ἀναστήματος, δασύτριχος καὶ ἄσχημος κατὰ τὴν αὐτοκριτικὴ του, εὐθυτενὴς καὶ σίγουρος τοῦ ἑαυτοῦ του ἄνδρας, ὀνόματι Σωκράτης (-470, -399) γιὸς τοῦ ζευγίτου γλύπτου Σωφρονίσκου καὶ τῆς μαίας Φαιναρέτης ἀπὸ τὸν δῆμο Ἀλωπεκῆς (Λυκαβηττοῦ), νυμφευμένος τὴν Ξανθίππη καὶ πατέρας τριῶν παιδιῶν, μὲ τὴν μεγαλοφυῆ, λεπτὴ αἴσθηση εἰρωνικῆς παιδιᾶς ποὺ τὸν διακρίνει, στέκεται μπροστὰ στὸ μειράκιο (νεαρό), μὲ τὸ ὄνομα, Ξενοφῶν, ἐρχόμενο πρὸς αὐτὸν καὶ τὸ ἐρωτᾶ:

 

ΣΩ. Ξέρεις νεαρὲ ποῦ πουλᾶνε ψάρια;

ΞΕ. Ναί, στὴν ἀγορά.

ΣΩ. Ξέρεις καὶ ποῦ γίνονται οἱ ἄνθρωποι ἐνάρετοι;

ΞΕ. Ὄχι.

ΣΩ. Τότε, ἀκολούθησέ με.

 

Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τυχεροὺς τῆς ἱστορίας, ποὺ ἀκολούθησε τὸν Σωκράτη, καὶ ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δεινὸς ποιητὴς ἔκαψε τὰ ποιήματά του μετὰ τὴν συνάντησή τους, ἦταν ὁ Πλάτων (-423,-348) ἢ Ἀριστοκλῆς τοῦ Ἀριστίωνος καὶ τῆς Περικτιόνης.


Πλούσιος Ἀθηναῖος, ἀριστοκράτης, τῆς γενιᾶς τοῦ Κόδρου ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ τοῦ Σόλωνος ἀπὸ τὴν μητέρα του. Ἄνθρωπος μὲ βαθεῖα μόρφωση, σπάνιο τάλαντο καὶ ἀριστοτέχνης τοῦ λόγου.


Ἐπηρέασε, μαζὶ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τέρας τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς λογικῆς, Ἀριστοτέλη, καὶ συνεχίζουν νὰ ἐπηρεάζουν τὴν παγκόσμια πολιτική, φιλοσοφικὴ καὶ πολιτιστικὴ σκέψη ὅλων τῶν αἰώνων, νῦν καὶ ἐσαεί.


Εὑρηματικός, δικοὶ του οἱ διάλογοι καὶ ἡ Ἀκαδήμεια, ἡ ὁποία σημειωτέον ἐλειτούργησε ἐπὶ ἐννιακόσια δέκα ἕξι (916) συναπτὰ ἔτη, ἤτοι μέχρι τὴν ἀπαρχὴ τῆς πνευματικῆς ὑποδουλώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Γιὰ τὴν ἵδρυσή της διέθεσε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ παρέσχε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία, ἐντελῶς δωρεάν, ἐκπαίδευση σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ μάθουν. Σὲ ἄνδρες, σὲ γυναῖκες, Ἀθηναίους ἢ μή, πολῖτες, μετοίκους, ἐλευθέρους ἢ δούλους. Μόνη καὶ ἀμετάκλητος προϋπόθεση  τὸ «ὀρέγεσθαι τοῡ εἰδέναι» καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας.


Ἀπὸ τὰ ἔργα πολλῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀλλὰ κυρίως τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ξενοφῶντος καὶ τοῦ Ἀντισθένους ἀναδεικνύεται ἡ προσωπικότητα τοῦ φιλοσόφου καὶ τοῦ ἀνθρώπου Σωκράτους.


Ἄνθρωπος καλόψυχος, σθεναρός, ἔξυπνος, εὐσεβής, νομοταγής, ἀνεκτικὸς καὶ ταυτοχρόνως ἄτεγκτος.

Ὁ ἄνδρας ἔτυχε σπουδαίων δασκάλων καὶ δὲν ἔχει ταξιδέψει ποτὲ ἐκτὸς Ἀθηνῶν. Μὲ τὸν μεστὸ καὶ εἰρωνικὸ του λόγο δὲν προτείνει προγράμματα καὶ δὲν ὑπόσχεται οὐτοπίες. Δὲν προβαίνει σὲ ἀπὸ καθέδρας κατηχήσεις πρὸς ἄβουλα ποίμνια καὶ δὲν ἀρύεται σωτηριολογιῶν καὶ ἀπαγορευτικῶν δοτῶν πινάκων. Δὲν ἀπαξιοῖ τοῦ Κόσμου τούτου ἀλλὰ συμμετέχει στὰ συμπόσια καὶ στὶς ἐκδηλώσεις τῆς πόλεώς του, τὴν ὁποία σημειωτέον ὑπεραγαπᾶ καὶ σέβεται τοὺς νόμους της. Εἶναι δυνατός, ἀνθεκτικὸς καὶ γενναῖος πολεμιστής. Στὴν Ποτείδαια, (432-429 π.Χ.), σώζει τὴν ζωὴ τοῦ Ἀλκιβιάδου. Ὀκτὼ χρόνια ἀργότερα (424 π.Χ.) σὲ μάχη μὲ τοὺς Βοιωτοὺς στὸ Δήλιον ἐντυπωσιάζει μὲ τὴν ἀδιαφορία του στὶς κακουχίες  καὶ ὅτι δὲν τὸν ἀγγίζει ὁ φόβος. Στὰ σαράντα ἑπτὰ του χρόνια ξανὰ ἐπιστρατεύεται καὶ ἐκτελεῖ στὸ ἀκέραιο τὸ καθῆκον του πρὸς τὴν πόλη, λαμβάνοντας μέρος στὴν μάχη τῆς Ἀμφιπόλεως (422 π.Χ.).

Δὲν φιλοσοφεῖ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σὲ σπήλαια καὶ κρύπτες, δὲν χαϊδεύει τὰ νωχελικὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ ἐκτιθέμενος δημοσίως συνδιαλέγεται ἐν τριβῇ, δοκιμασία καὶ κινδύνῳ στὸν ἀνοικτὸ χῶρο τῆς ἀγορᾶς. Τὸν καθαρῶς ἑλληνικῆς ἐμπνεύσεως χῶρο τοῦ ἔμφρονος ἀνθρώπου, στὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου διαμορφώνεται ἡ πολιτικὴ καὶ προάγεται ὁ πολιτισμός.

Ὁ ἄνδρας εἶναι λιτοδίαιτος ἀλλὰ ἂν παραστῆ ἀνάγκη ἀναδεικνύεται δεινὸς πότης χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτὲ κάποιος μεθυσμένον. Πάντα νηφάλιος, σταθερός, μὲ παρρησία στὶς ἀπόψεις του, ἀγέρωχος μὲ βαθεῖα προσήλωση στὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν σεβασμὸ στοὺς νόμους τῆς πόλεως.

Ἀναζητεῖ καὶ προσπαθεῖ, μέσω τῆς συζητήσεως καὶ τοῦ διαλόγου, νὰ ἐκμαιεύσει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς συνομιλητὲς του, χωρὶς συμβιβασμούς, πρᾶγμα ἀληθινὸ καὶ ἀγαθό, ἀλλὰ ταυτοχρόνως ἐπιζήμιο γιὰ τὸν ἴδιο ἀφοῦ προκαλεῖ τὸν φθόνο τῶν ἀδαῶν. Ἂν καὶ διαισθάνεται τὸν κίνδυνο στὸν ὁποῖο ἐκτίθεται, συνεχίζει ἀπτόητος καὶ τελικῶς θὰ πληρώσει γι’ αὐτὸ τὸ τόλμημά του ἐν πλήρη συνειδήσει καὶ νηφαλιότητι, μὲ τὴν ἴδια του τὴν ζωή.

Οἱ δίκες φιλοσόφων, ὅπως αὐτὴ τοῦ Σωκράτους, εἶχαν κατὰ βάθος πάντοτε πολιτικὰ ἐρείσματα καὶ κίνητρα. Ἐρωτηθεῖσα ἡ Πυθία στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τί ἐφρόνει ὁ Ἀπόλλων γιὰ τὸν Σωκράτη, ἀπάντησε:

 

«οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἔξοχος αὐτοῦ,

μᾶλλον δίκαιος, μᾶλλον νουνεχής».

 

Καὶ ὅμως οἱ τόσο κατασυκοφαντημένοι, ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους, ὅσιοι τοῦ μαντείου, διατύπωσαν ρητῶς καὶ λακωνικῶς τὴν γνώμη τους καὶ τὴν βαθεῖα πεποίθηση τους, χωρὶς νὰ διαψευσθοῦν ποτὲ καὶ ἡ ἱστορία τοὺς δικαίωσε τὰ μέγιστα.

Ἡ συνειδητή, ἀμετάκλητος καὶ πλήρης συναισθήσεως διὰ τὴν προσφορὰ του, στάση τοῦ ἀνθρώπου Σωκράτους, ἔμπροσθεν τῶν νόμων τῆς πόλεώς του καὶ ἡ ἁπτὴ ἐπίρρωση ἐφαρμογῆς τῆς διδασκαλίας του, στὰ βουρκωμένα μάτια τῶν μαθητῶν του, ὑπενθυμίζοντας ὅτι οὐδέποτε καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν τὸν ἐγκατέλειψε ἕως τὶς τελευταῖες στιγμὲς του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἤρεμος πορεία του πρὸς τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἀψηφώντας τον μὲ ἕνα εἰρωνικὸ καὶ πρᾶο μειδίαμα, ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ κορυφαῖες στιγμὲς καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρὲς παραγράφους τῆς πνευματικῆς μας διαθήκης, ποὺ κληρονόμησε, ὄχι μόνον στὸν στενὰ ἀπὸ βιολογικῆς καὶ γεωγραφικῆς ἀπόψεως Ἕλληνα ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε σκεπτόμενο ἔλλογο καὶ ἀδογμάτιστο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει συμφώνως μὲ τὸν Ἰσοκράτη, τῆς ἡμετέρας ἑλληνικῆς παιδείας.

 

«ὅταν δ' ἔλθῃ τὸ πεπρωμένον τέλος, οὐ μετὰ λήθης ἄτιμοι κεῖνται, ἀλλὰ μετὰ μνήμης τὸν ἀεὶ χρόνον ὑμνούμενοι θάλλουσι.»

Ξενοφών. 2.1.33.11.

 

Παντοῦ στὸ Σύμπαν παρατηρεῖται μιὰ συνεχὴς ἀνακύκληση ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ θάνατος δημιουργεῖ τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Ἡ ζωὴ καταλήγει στὸν θάνατο καὶ ὁ θάνατος γεννᾶ ζωὴ μέχρι τὴν αἰωνιότητα ἢ τὴν λήξη τῶν κύκλων. Μὲ τὸν θάνατο ἡ μνήμη στρέφεται πρὸς τὰ ὀπίσω γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὶς καταξιωμένες πράξεις καὶ στάσεις ζωῆς.

Ἡ ζωὴ εἶναι ὁ οἶμος, ἡ κέλευθος καὶ ἡ ἀτραπός, ἡ ὁδὸς τῶν καταξιωμένων πράξεων ποὺ τὴν στόλισαν καὶ τὴν ἀνέδειξαν.

Γνώση, ἀγωγή, ἦθος, ἐργασία καὶ ὁ ἐν γένει ἐνάρετος βίος ἑτοιμάζουν τὸ μονοπάτι ποὺ ἐπάνω σ’ αὐτὸ ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων θὰ πορευθεῖ γιὰ τὴν νέα ζωὴ τοῦ θανάτου. Κι' ὁ φιλοσοφικὸς βίος εἶναι βίος θανάτου.

Ὁ ὀργανικὸς θάνατος εἶναι ἀναπόφευκτος ἀλλὰ ὄχι καὶ ὁ μεταφυσικὸς ἢ τῆς ψυχῆς, γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι αἰώνια.

Ἡ πορεία τοῦ βίου ἔχει ἀπαιτήσεις καὶ ὑποχρεώσεις γιὰ νὰ μπορέσει κάποιος νὰ ἀποκτήσει δικαιώματα στὸν χῶρο τῆς μνήμης καὶ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ ζωή, κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ Κοσμοθέαση, δὲν εἶναι σὲ καμμία περίπτωση κατάσταση Νιρβάνας, ἀναχωρητισμὸς ἢ ἀπαξίωση τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱερὸς ἐξ ἴσου μὲ τὸν νοητό. Δὲν εἶναι στάση, παθητικότητα καὶ ἀκινησία. Εἶναι κόπωση σώματος καὶ κυρίως κόπωση πνεύματος. Εἶναι δρόμος ἀγώνων καὶ ἠθικῶν ἐπιδόσεων στὰ ἐπιχθόνια στάδια τῆς ὑπάρξεως πρὸς τὴν πορεία μιᾶς συμπαντικῆς ἀνελίξεως κάθε ὄντος, γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἀνωτέρας συνειδήσεως. Ἀναγκαιεί, κι' αὐτὸ χωρὶς καμμία ἔκπτωση ἢ συγχωρητικὴ διαπραγμάτευση, ἐκ μέρους ἑκάστου ἀνθρώπου, ἡ προσφορὰ τοῦ στὴν οἰκογένεια, ἡ προσφορὰ του στὴν ὁμάδα, ἡ προσφορὰ του στὴν πόλη, ἡ προσφορὰ του στὴν φυλὴ του, ἡ προσφορὰ του στὸ σύνολο γενικώτερα.

Ὄχι, τυχαίως καὶ ἀδίκως, ὁ Ἀριστοτέλης ἀποδίδει τὸν χαρακτηρισμό, Ἄνθρωπος, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον σὲ ἐκεῖνον ποὺ συμμετέχει τῶν κοινῶν τῆς πόλεως του, τὸν μόνον ποὺ μπορεῖ νὰ κληθεῖ πολίτης.

               Τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ζωῆς τοὺς περιμένει ἀνυπόμονα γιὰ νὰ τοὺς ἀγκαλιάσει ἡ ἱστορία, γι’ αὐτὸ  κι' ὁ τραγωδὸς θὰ πεῖ:

 

«οὔτοι λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἀφαιρεῖται χρόνος·

ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσι λάμπει.»

Εὐριπίδης. Ἀνδρομάχη. 773-776.

 

Σ’ αὐτούς, (τώρα) λείψανα ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ὁ χρόνος δὲν ὑπάρχει,

ἡ δὲ ἀρετή, ἂν καὶ θανόντες, συνεχίζει νὰ λάμπει.

 

Πνευματικὸ μνημόσυνο στὸν παπποῦ μας, ποὺ μᾶς χωρίζει ὁ χρόνος μόλις ὀγδόντα (80) γενεῶν.

 

Ἡ ἀνάμνηση τῆς εἰκόνας αὐτοῦ ποὺ ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα, μὲ τὸ μειδίαμα στὰ χείλη, ἐν πλήρη ἐπιγνώσει τῆς ἀθανάτου πορείας του πρὸς ἕνα λαμπρὸ ἐπέκεινα, τὸ καλύτερο μνημόσυνο εἶναι ἡ μνήμη του. Δηλαδή, ἡ προβολὴ καὶ ἀποτύπωση, τῆς στάσεως καὶ τῶν πράξεων τῆς ζωῆς του, στὶς συνειδήσεις τῶν συνανθρώπων του.

Ὁ θάνατος εἶναι πράξη ζωῆς καὶ στὸν Σωκράτη ἐπιβεβαιώνεται περιτράνως καὶ ἀπεριφράστως, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἱστορικῶς ζεῖ στὶς μνῆμες μας καὶ στὶς συνειδήσεις μας, ὡς αἰώνιο σύμβολο σεβασμοῦ καὶ μιμήσεως. Κι' αὐτὸ γιατὶ μὲ τὴν σοφία του καὶ τὴν λογικὴ του, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ξεπέρασε μειδιώντας αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν θάνατο, ὑπενθυμίζοντας στὸν καθένα μας τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς.

Νὰ δίνει στὴν ὕπαρξη του ἕνα κατανοητὸ περιεχόμενο καὶ συνεπῶς μιὰ δικαίωση.


Εἰς ὅλους χάριτας πλείστας ὀμολογῶ.


ΔΙΙ Μαΐου ΧΧΔΔΙ (12.5.2021)


@’Επειός


Μπροστά στο δεσμωτήριο του Σωκράτους

 

Στὸ πελιδνὸ τοῦ οὐρανοῦ, στὸ ματωμένο δείλι,

ἀμέριμνη, κρυστάλλινη ὡς θεία ὀπτασία,

ἔλαμψε στὸ στερέωμα καθὼς ἀνυψωνόταν,

καθάρια, ἀκηλίδωτη, Σωκράτη ἡ ψυχή σου.

 

Προσκυνητὴς στὴν μνήμη σου, στὸν ἄηχόν σου λόγο,

ἀκτῖν’ ἀδράχτω τοῦ φωτός, τὸν μίτο τῆς φυλῆς μας,

καὶ μπρὸς  στὸ δεσμωτήριο π’ ἄφησες τὴν πνοή σου

κλίνω τὸ γόν’ εὐλαβικὰ κι ἀφήνω ἕνα ἄνθος,

στὴν πέτρ’ αὐτὴν ποὺ ἔγειρες τὸ γέρικο κορμί σου,

πίνοντας κώνειο πικρὸ μπροστὰ στοὺς μαθητές σου.

 

Τὸν θάνατο ἀψήφησες, μειδίασες μαζί του,

γιατ’ ἡ ψυχή σου γνώριζε τὴν θεία της πορεία,

σὲ κόσμους ἄλλους φωτεινοὺς κοντὰ στοὺς ἀθανάτους,

τοῦ δαιμονίου μέσα σου ἀκούγοντας τὶς ρήσεις.

 

Ζάθεο χῶμα ἀττικὸ τὴν χούφτα μου γεμίζω

τὸ σφίγγω πάνω στὴν καρδιὰ καὶ νοιώθω τοὺς παλμούς του,

ἀκούω τὴν ἀνάσα του, τὶς μύχιές του σκέψεις,

τὸ τύπωμα ποὺ ἄφησαν τὰ  ἴχνη τῆς ψυχῆς σου.

 

Στρέφω τὸ βλέμμα στὴν Ἠῶ, στὸν Ζέφυρο καὶ Νότο

καὶ μέσ’ ἀπ’ τὰ ἐρείπια, τὴν νοητὴ αἰγίδα,

τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ κάλυψε τὸν θεῖο τοῦτο βράχο,

κραυγὴ ὀρθώνω στοὺς θεούς, καλέω τὴν ψυχή σου.

 

Σωκράτ’ ἐλθὲ στὴν ἀγορά, ἄρχισε νὰ διδάσκεις,

ἦρθαν νὰ σὲ ἀκούσουνε καὶ ἄλλοι μαθητές σου.

 

Κρίκοι κι αὐτοὶ ἁλύσεως, ποὺ κάποτε σκορπίσαν,

ξανὰ συγκλίνουν, δένονται, στὸ ἅρμα τῆς Ἑλλάδος.

 

Ἡ χώρα τούτη δὲν ξεχνᾶ, τὸ ‘χει στὸ κύτταρό της,

προσμέν’ αἰῶνες καὶ σκιρτᾶ, τινάζεται στὰ ὕψη,

τὰ χίλια χρόνια εἲν’ στιγμή, μακρὰ ἡ ὕπαρξή της

κι ἂν τὸ σκεπάρνι κι ἡ φωτιὰ σύντριψε τοὺς ναούς της,

τοῦ Πραξιτέλη, Μύρωνα, Φειδία καὶ Ἰκτίνου,

τὰ ἔργα ποὺ δὲν μπόρεσε κανεὶς νὰ τ’ ἀντιγράψη,

γιατί δὲν φθάνει τὸ σφυρί, ἡ σμίλη καὶ τὸ χέρι,

θέλει ψυχὴ συμπαντική, τὸ πνεῦμα τοῦ Ὀρφέα,

τοῦ Πυθαγόρα μουσική, τοῦ Σόλωνα τὸ ἦθος,

τοῦ Ὅμηρου τὴν ποίηση, τοῦ Ἡρακλῆ τοὺς ἄθλους.

 

Μέσ’ στὰ συντρίμμια ποὺ ‘σπείραν σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση,

οἱ ἄμουσοι καταστροφεῖς μὲ ὅπλο τους τὸ μίσος,

τὴν ζήλεια τους π’ ἀντίκριζαν ἔργα ἀνθρώπων θεῖα,

δὲν τεμαχίσαν τὴν ψυχὴ ποὺ λέγεται Ἑλλάδα

κι ἄς ἦταν ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ δὲν τὸν λησμονᾶνε.

Πετάει στὰ χάη τ’ οὐρανοῦ φωτοπλανήτης μέγας,

ἔχει ἀκτῖνα καὶ τροχιά, ἐμβέλεια καὶ ὕψος,

τοῦ Ἥλιου τὴν ἐνέργεια, τοῦ Δία προστασία,

νέα φωτίζει συνεχῶς, ἀγαλματένια κρίνα,

ἄνθη ψυχῆς καὶ πνεύματος σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη,

στὸν λογισμὸ τῶν ἐκλεκτῶν, στοὺς κήπους φιλοσόφων.

 

ΠΗΓΗ: Γ. Σ. Γκανάσος, @Ἐπειὸς. Ἐγράφη τὴν 12 Μαΐου 2001.

ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου