ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ
Το έπος της απόκρυψης και διάσωσης των αρχαιοτήτων, στα χρόνια της κατοχής 1941 -1944. Μια επιχείρηση - άθλος των εργαζόμενων, αρχαιολόγων, φυλάκων, εργατών και φοιτητών εθελοντών.
Κυριακή του Θωμά, 27 Απρίλη 1941, στις 8.10 το πρωί, εισβάλουν οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες των Γερμανών σε μια άδεια από κόσμο πρωτεύουσα. Ο λαός είναι κλεισμένος στα σπίτια του. Οι μόνοι που τους υποδέχονται στην είσοδο της πόλης – στη διασταύρωση Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Κηφισίας, στους Αμπελόκηπους — είναι: Ο Στρατηγός Καβράκος, ο Δήμαρχος της Αθήνας Αμβρόσιος Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιά Μανούσος και ο Νομάρχης Αττικής Πεζόπουλος.
Την άλλη κιόλας μέρα, Δευτέρα 28 Απρίλη, Γερμανοί αξιωματικοί επισκέπτονται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και αντικρίζουν άδειες αίθουσες…
Ηδη από το 1937 είχαν αναπτυχθεί προβληματισμοί για την διάσωση των αρχαιοτήτων σε περίπτωση αεροπορικών επιδρομών. Ένα μήνα μετά την έναρξη του ελληνοιταλικού πολέμου, στις 11 Νοέμβρη 1940, φτάνει σε όλα τα μουσεία επιστολή με τίτλο «Γενικαί τεχνικαί οδηγίαι για την προστασία των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους».
Οι οδηγίες πρότειναν δυο τρόπους: Ο ένας να καλυφτούν τα αγάλματα με σάκους γεμάτους με άμμο, αφου κλειστούν σε ξύλινα πλαίσια, και ο δεύτερος που τελικά προτιμήθηκε, ήταν να ασφαλιστούν τα αγάλματα και να θαφτούν στο πάτωμα της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων.
Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν σε επενδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα όρυγμα, σε οριζόντια θέση, να καλυφτούν με αδρανή υλικά και να σφραγιστεί το όρυγμα με πλάκα τσιμέντου. Τα χάλκινα και τα πήλινα έπρεπε να τυλιχτούν με πισσόχαρτο ή κερόχαρτο, για να αντιμετωπιστεί η πιθανή φθορά από υγρασία και να μπουν σε ασφαλή κιβώτια.
Αμέσως σήμανε συναγερμός στα μουσεία της χώρας. Σε όλα τα Μουσεία σχηματίστηκαν Επιτροπές Απόκρυψης και Ασφάλισης Αρχαιοτήτων από δικαστικούς και αρχαιολόγους , που με τους φύλακες των μουσείων και των αρχαιολογικών τόπων, τους τεχνίτες των μουσείων, τους εργάτες μερικούς εθελοντές φοιτητές και λίγους ξένους αρχαιολόγους ρίχτηκαν με αυταπάρνηση στον αγώνα για τη διάσωση του πολιτιστικού μας πλούτου.
Στο Μουσείο της Ακρόπολης τα γλυπτά φυλάχτηκαν σε διάφορες κρύπτες. Ανοίχτηκε μεγάλος λάκκος μέσα στην αίθουσα του Παρθενώνα και χωρίστηκε σε τρία διαμερίσματα. Στο τέλος του Γενάρη του 1941 ο λάκκος είχε γεμίσει από τα γλυπτά και κατασκευάστηκε μια καλυπτήρια πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οσα αρχαία δεν χώρεσαν στο λάκκο φυλάχτηκαν «εις την κρύπτην της Εννεακρούνου», στις φυλακές του Σωκράτη, «εις την κρύπτην της πύλης του Μουσείου» και «εις την κρύπτην της αυλής». Χρησιμοποιήθηκαν επίσης πάνω στο Βράχο της Ακρόπολης, κατά μήκος της βόρειας πλευράς του Παρθενώνα, τέσσερα λαξευτά φρέατα, όπου τάφηκαν σε στρώσεις αρχαία, όπως επίσης τάφηκαν και «εις την λεγόμενην υπόνομον».
Στο Μουσείο του Πειραιά τα πολυτιμότερα γλυπτά καταχώθηκαν στον βαθύ ημικυκλικό αγωγό της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, που βρίσκεται έξω από το μουσείο. Τα μικρότερης αξίας γλυπτά μαζί με τα κεραμικά, τα χαλκά, τα γυάλινα και τα πήλινα θάφτηκαν στο δάπεδο της νέας αίθουσας του μουσείου.
Στο Μουσείο των Δελφών τα ευμετακόμιστα αρχαία, ανάμεσά τους ο Ηνίοχος, εξασφαλίστηκαν πρώτα – πρώτα στους δυο λαξευτούς τάφους που είναι και σήμερα θεατοί στον κήπο του μουσείου. Τα υπόλοιπα φυλάχτηκαν στον υπόγειο ελληνιστικό τάφο μεταξύ του μουσείου και του ιερού. Ο Ηνίοχος είχε χωριστεί σε δυο τμήματα, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε κιβώτια με άχυρο και μπαμπάκι. Μαζί με τα μέρη του αγάλματος είχαν τοποθετηθεί και μικρά χάλκινα του Μουσείου Δελφών.
Στο Μουσείο του Κεραμικού επτά γλυπτά τάφηκαν σε δυο λάκκους που ανοίχτηκαν πίσω από τα μνημεία του Δεξίλεω και της Δημητρίας και Παμφίλης, ενώ 19 κιβώτια γεμάτα αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Μουσείο.
Ανάλογος τιτάνιος αγώνας για την διάσωση των αρχαιοτήτων, δόθηκε με απόλυτη επιτυχία, από το σύνολο των Μουσείων της χώρας. Το Νομισματικό, το Βυζαντινό, τα Μουσεία Ολυμπίας, Κορίνθου, Θηβών, Χαλκίδας, Σπάρτης, Τεγέας, Βόλου, Κέρκυρας, Κεφαλονιάς, Ρεθύμνου, Θεσσαλονίκης, Ελευσίνας, Ναυπλίου και τα υπόλοιπα.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συστάθηκε μια Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων, με υπουργική απόφαση, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη (ο μετέπειτα Εθνοσύμβουλος στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), και η Σέμνη Παπασπυρίδη -Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας.
«Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω.
«Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερα από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.
Όταν οι Γερμανοί κατακτητές μπήκαν στην Αθήνα στις 28 Απρίλη 1941 αντίκρισαν τις άδειες αίθουσες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι προθήκες άδειες, τα αγάλματα άφαντα. Στις επίμονες ερωτήσεις των Ναζί για το που βρίσκονται τα εκθέματα έπαιρναν την μονότονη απάντηση των αρχαιολόγων: «Τα αρχαία είναι θαμμένα στη γη».
Οι Αρχαιολόγοι επέμεναν. Αλλωστε χρειάζονταν χρήματα για να επανέλθουν τα αρχαία στα Μουσεία και η εμπόλεμη Γερμανία δεν μπορούσε να διαθέσει. Επρεπε να περιμένουν τη λήξη του πολέμου.
Μόνο στο Μουσείο του Κεραμικού, το οποίο στέγαζε εκθέματα από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και οι Ναζί απαίτησαν και πέτυχαν το ξεθάψιμο των αρχαίων, προκειμένου οι Γερμανοί αρχαιολόγοι να συνεχίσουν να δουλεύουν. Μόλις ξεθάφτηκαν και επανεκτέθηκαν έγινε ξενάγηση Γερμανών Αξιωματικών, στις 9 Νοέμβρη1941, όπου μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου Getauer ένας από αυτούς ενθουσιάστηκε με έναν πήλινο μελανόμορφο πίνακα «εξαιρετικής τέχνης μετά παραστάσεως προθέσεως νεκρού» και τον πήρε. Το έκθεμα δεν βρέθηκε ποτέ.
Ο Χρήστος Καρούζος , σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΜΕΝΤΩΡ» της Αρχαιολογικής Εταιρείας (16 Ιούνη 1945), υπογραμμένη με τα αρχικά Μ.Α.Β., διηγείται:
«Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους απαιτήσανε πρώτα – πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας, γλύτωσε τα σπουδαιότερα μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία. Γιατί όπου βρήκαν ευκαιρία, όχι πολύ συχνά ευτυχώς, τα έκαμαν και τα δύο. Πέτυχαν να ανοίξουν το Μουσείο του Κεραμικού, που το είχαν κάμει αυτοί: Σε λίγες μέρες Γερμανοί αξιωματικοί έκλεψαν μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου , που τους οδηγούσε, έναν ωραίο πήλινο αρχαϊκό πίνακα, με παράσταση πρόθεσης του νεκρού. Σε διάφορα άλλα επαρχιακά Μουσεία (Μέγαρα, Θήβα, Χαιρώνεια, Τανάγρα, Αλμυρό, Λάρισα, Βέροια, Θέρμο, Κόρινθο, Αργός, Δήλο, Σίφνο, Κνωσό, Χανιά, Σάμο), Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν στα μουσεία, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, αλλού πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν. Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους. Μερικά έπαθαν ανεπανόρθωτες καταστροφές για να κάμουν αυτοί τα «απόρθητα» οχυρώματά τους (Βασιλικός τάφος Κνωσού, Ακρόπολη Ασίνης, βωμός ανακτόρου Τίρυνθος, Ναός Ποσειδώνος – Σούνιο, ανατίναξη του Λαβυρίνθου της Γύρτυνος, του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάτων, τείχη του Κόνωνος). Η Αρχαιολογική μας Υπηρεσία δεν άφησε καμία ευκαιρία που να μην απευθυνθεί στη στρατιωτική τους «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» και να τους καταγγείλει, με σπάνια παρρησία και με πολύ έντονα έγγραφα, τα εγκλήματα τους. Οι αρχαιολογικοί σταυρωτήδες, όμως, που υπηρετούσαν εκεί, μόνη έγνοια είχαν το πώς θα γλιτώσουν το μέτωπο. Η γενναιότητά τους ξεθύμαινε με έγγραφα απερίγραπτης τραχύτητας και θρασύτητας, με τα οποία κατά κανόνα έριχναν πάντα την ευθύνη στους Ελληνες και φοβέριζαν τους αρχαιολογικούς μας υπαλλήλους για τη δυσφήμιση του στρατού κατοχής. Αρκετοί φύλακες φυλακίσθηκαν και βασανίστηκαν, επειδή είχαν τολμήσει να κάμουν τέτοιες καταγγελίες. Ας αφήσουμε τις παράνομες λαθραίες ή τις φανερές ανασκαφές τους».
Στη διάρκεια της κατοχής ο Χρήστος Καρούζος αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1942) και μαζί με τον Μαρίνο Καλλιγά, τον Γιάννη Μηλιάδη και άλλους αγωνιστές μέλη του ΕΑΜ Αρχαιολόγων, μαζί με τον καθημερινό αγώνα να εμποδίσουν τις καταστροφές και τις λεηλασίες των αρχαιολογικών θησαυρών, ξεκινούν το 1943, την πρώτη απόπειρα καταγραφής της λεηλασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Παρά την γιγάντια προσπάθεια της διάσωσης των αρχαίων, σε έκθεση του ΕΑΜ Αρχαιολόγων που εκδόθηκε το 1946, καταγράφονται κλοπές αρχαιοτήτων από τους κατακτητές σε 37 πόλεις, κύρια στην Κρήτη και τη Θεσσαλία. Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι έκαναν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές της Ελλάδας, στέλνοντας τα ευρήματα στη Γερμανία. Κατά την αναχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές σε αρχαιότητας. Με πυροβολισμούς και με ξιφολόγχες κατέστρεψαν αγάλματα και αγγεία στην Ακρόπολη και τον Κεραμεικό.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι Γερμανοί διέπραξαν κλοπές και αφαίρεσαν αρχαιότητες μεγάλης επιστημονικής και καλλιτεχνικής αξίας από τα εξής μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: Κεραμεικού, Πειραιά, Σκαραμαγκά, Βούλας, Βάρης, Κορωπίου, Κερατέας, Σουνίου, Ελευσίνας, Αίγινας, Μεγάρων, Θήβας, Λιβαδειάς, Ευπαλίου, Γαλαξιδίου, Τανάγρας, Χαιρώνειας, Κωπαΐδας, Δελφών, Χαλκίδας, Ερέτριας, Κορίνθου, Αργους, Λακωνίας, Κυθήρων, Βασιλικού Μεσσηνίας, Πεταλιδίου Μεσσηνίας, Θερμού, Μονής Βελάς, Ν. Αγχιάλου, Λάρισας, Καλαμπάκας, Χασίων(Μονή Αναλήψεως), Μονής Γκούρας, Θεσσαλονίκης, Ποτιδαίας, Κομοτηνής, Μυτιλήνης, Σάμου, Τηγανίου, Μήλου, και Καστελίου Κισσάμου, Κνωσού, Αγίας Τριάδας, Γόρτυνας, Φαιστού (Κρήτη).
Ανάμεσα στις αθλιότητες των κατακτητών που καταγράφονται με λεπτομέρεια, αναφέρονται ενδεικτικά και χαρακτηριστικά:
Ελευσίνα: «Μορφωμένοι Γερμανοί στρατιωτικοί κατόπιν επισταμένης μελέτης του Μουσείου απεφάσισαν και εξετέλεσαν κλοπήν , αφού προηγουμένως κατεσκεύασαν και το προς την κλοπήν κατάλληλον εργαλείον. Εθραυσαν δηλαδή δια καταλλήλως προητοιμασμένου κοντού το παράθυρον της παρά το Μουσείον αποθήκης και δια του κοντού αφήρεσαν αγγεία και ειδώλια εξ αυτής. Γενόμενοι δε αντιληπτοί έφυγον επί μοτοσικλέτας. Αναιδής και αχαρακτήριστος είναι επίσης η δικαιολογία, την οποίαν έδωσεν η γερμανική υπηρεσία προστασίας καλλιτεχνημάτων δια του από 27.2.42 εγγράφου της (Kraiker) όπερ έχει επί λέξει ως εξής: «Η προκειμένη περίπτωσις δέον να μη θεωρηθή ως κλοπή, δι ής θα επλούτιζον οι δράσται. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι πρόκειται περί μορφωμένων ανθρώπων οίτινες έχουν ενδιαφέρον διά την ελληνικήν αρχαιότητα, όπερ συνάγεται εκ του ότι εγνώριζον την Αγγλικήν και έκανον χρήσιν του αγγλιστί γεγραμμένου οδηγού. Οι αποκομίσαντες θα είχον προφανώς την πρόθεσιν ν’ αποκτήσουν ενδεχομένως διά του τρόπου τούτου έν ενθύμιον»»!!!
Αθήνα: Τον Αύγουστο του 1941 εγκαταστάθηκαν στο χώρο του Ολυμπίου των Αθηνών, για δυο μήνες, γερμανικές στρατιωτικές φάλαγγες, αναζητούσες προστασία στον αρχαιολογικό χώρο. Τον χειμώνα του 1941 – 42 γερμανική πυροβολαρχία εστάθμευε στην πλατεία της Παλαιάς Αγοράς απέναντι από την βιβλιοθήκη Αδριανού.
Ολυμπία: Από την 19.6.43 μέχρι την 8.9.43 μέσα στο ιερό της Αρχαίας Ολυμπίας ανάμεσα στα ερείπια γερμανικές μηχανοκίνητες φάλαγγες, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα μετέτρεψαν τον χώρο σε σταθμό αυτοκινήτων…
Η ίδια η Ακρόπολη μετατράπηκε πολλές φορές σε πορνείο, ακόμα και σε δημόσιο ουρητήριο: «Δια τους στρατιωτικούς της κατοχής όλα τα μνημεία της Ακροπόλεως ήσαν ουρητήρια, κατά προτίμησιν δε ο Παρθενών. Την νύκτα της 27-28 Νοεμβρίου 1942 στρατιωτικός των στρατών κατοχής εκόπρισεν εις το εσωτερικόν του Παρθενώνος». Στις σχετικές διαμαρτυρίες των Ελλήνων Αρχαιολόγων ο Kraiker με θράσος απαντά ότι «δεν υπάρχουν αρκετά ευκρινώς τοποθετημέναι πινακίδες, αίτινες να υποδεικνύουν που υπάρχουν WC»!!!
Μετά την απελευθέρωση…
Μετά την απελευθέρωση ήρθαν τα Δεκεμβριανά. Αυτό που φοβόντουσαν οι Αρχαιολόγοι να συμβεί στη διάρκεια του Πολέμου, συνέβη τον Δεκέμβρη του 1944, όταν οι Αγγλοι βομβάρδισαν με αεροπορικές επιδρομές, ανάμεσα σε άλλους στόχους και το κτίριο του Μουσείου, κυνηγώντας τον εχθρό λαό της Αθήνας.
Ο Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Χρήστος Καρούζος ανέφερε χαρακτηριστικά το 1945 στα «Ελεύθερα Γράμματα»: «Το Μουσείο μας κατορθώσαμε και το γλυτώσαμε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, που ζήτησαν πολλές φορές να το μεταχειριστούν, όχι όμως και από τους ‘Ελληνες ανθρωπιστές. Αυτοί το έκαμαν φυλακή και ιατρεία για δημόσιες γυναίκες».
Το 1945 ξεκίνησε το έργο της επανέκθεσης των συλλογών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κάτι που τελικά ολοκληρώθηκε το 1964.
Δεν ήταν η πρώτη φορά
Υπάρχει προηγούμενο διάσωσης με τέτοιο τρόπο, αγαλμάτων, στην ιστορία μας. Ηταν το 86 – 85 π.Χ. όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επιτέθηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά καταστρέφοντας και λεηλατώντας ότι βρήκε στο δρόμο του.
Τότε οι Πειραιώτες, για να γλυτώσουν τα χάλκινα αγάλματα, τα έθαψαν και παρέμειναν θαμμένα μέχρι το καλοκαίρι του 1959 που βρέθηκαν, μαζί με άλλα τρία μαρμάρινα αγάλματα, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, σε έργα αποχέτευσης στη γωνία των οδών Βασιλέως Γεωργίου και Φίλωνος.
Σήμερα στις αίθουσες 3 – 4 του Μουσείου παρουσιάζονται τέσσερα μοναδικά και εντυπωσιακά χάλκινα αγάλματα. Ένα του Απόλλωνα, ένα της Αθηνάς και δυο της Αρτέμιδας, μαζί με ένα τραγικό προσωπείο που είχαν φυλαχτεί όλα μαζί για να γλυτώσουν από την ιερόσυλη μανία του Σύλλα.
Αξίζει , αν δεν έχετε επισκεφτεί το Μουσείο του Πειραιά, να το προγραμματίσετε.
ΠΗΓΕΣ:
— Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια’-κ’.
— Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη».
— Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944»
— «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», Αθήναι 1946
Βασισμένο στον Ημεροδρόμο 3 Οκτώβρη 2016 και 26 Απρίλη 2020
imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου