Η Ρόκκα, ημιορεινό χωριό της επαρχίας Κισσάμου Χανίων στην ενδοχώρα της δυτικής Κρήτης, είναι κτισμένη σε υψόμετρο 210 μ. σε ένα απαράμιλλο φυσικό περιβάλλον, στην πλαγιά ενός εντυπωσιακά υψηλού βράχου, που δεσπόζει στο γύρω τοπίο. Στις παρυφές του βράχου, στα νότια, διακρίνονται τα οικιστικά λείψανα αρχαίας θέσης, που είχε αναπτυχθεί στην πλαγιά και εκτεινόταν μέχρι τον σύγχρονο οικισμό. Τμήματα των οικιών του 4ου αι. π.Χ. εντοπίζονται κάτω από τις σημερινές κατοικίες.
Η αρχαία Ρόκκα δεν συγκαταλέγεται στις αυτόνομες κρητικές πόλεις, αλλά πιθανότατα ήταν εξαρτημένη διοικητικά από την ισχυρή γειτονική Πολυρρήνια.
Πρόκειται για περιφερειακή ελληνιστική πόλη που δεν έκοψε δικά της νομίσματα. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Κολένη (Φαλελιανά, Λυριδιανά, Νοπήγεια, Κολένι, Δελιανά, Τρία Αλώνια, κ.ά.) συνενώθηκαν στο Κοινόν των Μωδαίων, έναν συνασπισμό με πρωτεύουσα την Ρόκκα και επίνειον τα παραλιακά Νοπήγεια.
Πρώτος ο R. Pashley, Βρετανός περιηγητής στην Κρήτη, ταύτισε το 1837 τα ερείπια των Νοπηγείων με την αρχαία πόλη Μήθυμνα, ενώ στο κοντινό χωριό Ρόκκα τοποθέτησε την αρχαία ομώνυμη πόλη.
Πυξίς, μυροδοχείο, κάνθαρος, αμφορέας...
Η άποψη ότι το όνομα είναι βενετσιάνικο από το ιταλικό rocca, που σημαίνει φρούριο επάνω σε οχυρό φυσικό ύψωμα, δεν φαίνεται να ευσταθεί, δεδομένου ότι το όνομα αναφέρεται από τον Αιλιανό (II, 55) ήδη από τον 3° αι. μ.Χ. Η μαρτυρία αυτή με την επιβίωση του τοπωνυμίου οδηγεί στην ταύτιση του ελληνιστικών χρόνων οικισμού με την αρχαία Ρόκκα. Ο Ρωμαίος συγγραφέας στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος» αναφέρει το ιερόν της Αρτέμιδος Ροκκαίας, η οποία φημιζόταν για τις θεραπευτικές της ιδιότητες.
Στην κορυφή του λόφου Τρουλλί, σε μια φυσική ακρόπολη, σώζονται ελάχιστα λείψανα βυζαντινής οχύρωσης.
Ο G. Gerola Ιταλός αρχαιολόγος επισκέφτηκε το 1905 - 1906 τον χώρο και αποτύπωσε την οχύρωση, καθώς και τα κατάλοιπα ρωμαϊκών δεξαμενών και άλλων κατασκευών. Ο τρόπος δόμησής τους χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως και οι δεξαμενές της γειτονικής Πολυρρήνιας.
Νότια, κατηφορίζοντας την πλαγιά διακρίνονται τα λείψανα του αρχαίου οικισμού, που πιστοποιούν ότι ο χώρος ήταν πυκνοκατοικημένος. Πρόκειται για οικίες λαξευτές στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, με κτιστές προσόψεις στις δύο ή τρεις πλευρές τους, οι οποίες δεν σώζονται σήμερα. Επίσης, στον ίδιο χώρο διατηρούνται λαξευτές κλίμακες, δρόμοι και αγωγοί ομβρίων υδάτων, καθώς και υπόγειες δεξαμενές συλλογής αυτών.
Το νεκροταφείο ευρίσκεται εκτός του αρχαίου οικισμού, στα χαμηλά πρανή ΝΑ. και ΝΔ. του σύγχρονου οικισμού. Περιλαμβάνει λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους ορθογωνίου σχήματος και κτιστούς κιβωτιόσχημους.
Το 1960, ο αείμνηστος αρχαιολόγος Ν. Πλάτων ανέσκαψε διώροφο κιβωτιόσχημο τάφο. Τότε ήρθαν στο φως αρκετά αγγεία μεταξύ των οποίων ένας αμφορέας με έκτυπα εμβλήματα και στρεπτές λαβές. Το αγγείο φέρει τέσσερα εμβλήματα με εικονογραφικά θέματα, τα οποία αντλούνται κυρίως από μυθικούς κύκλους που συνδέονται με άθλους ηρώων.
Και λύχνος.
Στην μία όψη εικονίζεται ο Ηρακλής με το ρόπαλο έτοιμος να επιτεθεί στον σκύλο Κέρβερο και στην άλλη ο Ιάσων να παλεύει με τον δράκοντα της Κολχίδος, στον Πόντο, που φυλούσε το Χρυσόμαλλο Δέρας. Τα αγγεία με εμβλήματα αποτελούν χαρακτηριστική κατηγορία σκευών, γνωστή κυρίως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και την δυτική Κρήτη, κατά την εποχή των Πτολεμαίων Μακεδόνων.
Πιθανότατα στην ευρύτερη περιοχή της Ρόκκας υπήρχε κεραμικό εργαστήριο παραγωγής ανάλογων αγγείων.
Το 1986 στην επαρχιακή οδό Ρόκκας – Κεράς ήλθαν στο φως τρεις τάφοι με πλούσια κεραμικά κτερίσματα, που χρονολογούνται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έως το πρώτο ήμισυ του 2ου αι. π.Χ. Όλα σχεδόν τα αγγεία, ένας οξυπύθμενος αμφορέας, μια υδρία, δύο πώματα, ένας σκύφος, ένας κάνθαρος, μυροδοχεία, κ.ά. είναι προϊόντα τοπικού εργαστηρίου της ευρύτερης περιοχής Κισσάμου, με εμφανείς επιρροές από μεγάλα κέντρα της εποχής, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μακεδονία, αλλά και η Αθήνα, η Κόρινθος και η Ρόδος. Οι επιρροές αυτές μαρτυρούν τις επαφές και τις σχέσεις της Ρόκκας με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο της εποχής. Όλα σχεδόν τα ανασκαφικά ευρήματα της περιοχής εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κισσάμου.
Με επίκεντρο τον ιδιαίτερο αυτό αρχαιολογικό χώρο διοργανώνονται κάθε καλοκαίρι στους οικισμούς Ρόκκας και Κεράς οι «Γιορτές Ρόκκας», μία συνάντηση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Μέσα από το δυναμικό και πρωτότυπο πρόγραμμα εκδηλώσεων, ολόκληρη η περιοχή μετατρέπεται σε μια ανοικτή καλλιτεχνική σκηνή, όπου μουσικές, εικαστικές και θεατρικές δημιουργίες αναδεικνύουν την πολιτισμική φυσιογνωμία του τόπου, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες. Στην απομακρυσμένη και δύσβατη αρχαία ακρόπολη της Ρόκκας πάνω από το σπάνιας ομορφιάς φαράγγι καταξιωμένοι μουσικοί και καλλιτέχνες ερμηνεύουν έργα διαχρονικής εμβέλειας, επαναπροσδιορίζοντας τρόπους της καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργώντας νέες, δραστικές συνθήκες επικοινωνίας με αυτήν.
[*] Το χωριό απέχει 35 χλμ από τα Χανιά και είναι στον 35ο παράλληλο [35°28′27″N 23°43′57″E]. Στην κορυφή του λόφου, στην η ακρόπολη, σώζεται και αρχαίο μονοπάτι. Από το βυζαντινό φρούριο διασώζονται ελάχιστα ερείπια. Μέσα στον χώρο του φρουρίου ευρίσκεται ο ΙΝ του Αγίου Γεωργίου. Ο οικισμός αναφέρεται από τον Φρ. Μπαρόκιο το 1577 ως Rocha και από τον Καστροφύλακα το 1583 με το ίδιο όνομα. Δεν αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834. Το 1842 την αναφέρει ο Χουρμούζης στο έργο του "Κρητικά". Το 1881 ανήκε στον Δήμο Πανευθύμου και είχε 85 κατοίκους, όλους χριστιανούς. Κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος με απόφαση του υπ. Πολιτισμού και Τουρισμού, το 2011. - ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις".
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Σπανάκης Στ. "Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων", εκδ. Δετοράκης, 1993.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΧΑΝΙΩΝ. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου