Το βράδυ της 18ης Αυγούστου 1936 κι ενώ διάβαζε ένα βιβλίο στο κρεβάτι του, ο Λόρκα άκουσε την πόρτα να χτυπά.
Ήταν ο Ραμόν Ρουίζ Αλόνσο που διοικούσε τότε την Εσκουάντρα Νέγκρα. Ο Λόρκα ανέβηκε στην ταράτσα για να πηδήξει στις στέγες των διπλανών σπιτιών. Η απόσταση όμως ήταν μεγάλη για ένα ανθρώπινο άλμα.
Ο Λόρκα οδηγήθηκε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα και ο διοικητής Βαλντές πήρε την αμετάκλητη απόφαση. Θάνατος, χωρίς δίκη. Άλλωστε δεν υπήρχε κατηγορητήριο. Οι φίλοι του ποιητή κινητοποιήθηκαν αμέσως με διαβήματα, ενώ ο μουσικός ντε Φάλλια πήγε ο ίδιος στο τμήμα, αλλά τον πέταξαν έξω με χαστούκια.
Στις 19 Αυγούστου το πρωί ένα απόσπασμα, από αστυνομικούς, κρατούμενος και εθελοντές, πήρε τον ποιητή και άλλους καταδικασμένους. Ο αρχηγός της ομάδας ζήτησε να σκοτώσει εκείνος τον Λόρκα, «επειδή ήταν διεφθαρμένος». Αφού πυροβόλησαν τους υπόλοιπους, ο εκτελεστής έσυρε τον Λόρκα μέχρι το λάκκο. Ο ήχος της τουφεκιάς σκεπάστηκε από την αναμμένη μηχανή του αυτοκινήτου.
Στην αρχή του καλοκαιριού ο ποιητής είχε ματαιώσει ένα ταξίδι στην Αμερική και σκεφτόταν αν έπρεπε να πάει στη Μαδρίτη για περισσότερη ασφάλεια ή να μείνει στη Γρανάδα.
Αποφάσισε το δεύτερο. Εγκαταστάθηκε σε συγγενικό σπίτι στη Φίνκα ντε Σαν Βιθέντε, αλλά μια ημέρα χτύπησαν την πόρτα δύο άνδρες της εθνικιστικής Φάλαγγας που αναζητούσαν τον αδελφό του κηπουρού. Όταν ο ποιητής πήγε να δώσει την ταυτότητά του ο ένοπλος τον κτύπησε με το κοντάκι και του είπε ότι γνωρίζουν πως είναι ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Κατάλαβε αμέσως ότι είχε στοχοποιηθεί και προσπάθησε να φύγει. Βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του ποιητή Λουί Ροζάλες, τα αδέλφια του οποίου όμως ήταν Φαλαγγίτες και το σπίτι, έγινε γρήγορα στόχος.
Ο Λόρκα ήταν ανάμεσα στους 10.000 ανθρώπους που βρήκαν τον θάνατο στη Γρανάδα, στη γη που μεγάλωσε, στην καρδιά της Ανδαλουσίας, στα ελαιόδενδρα που έπαιζε παιδί. Ακόμη το ακριβές σημείο της εκτέλεσης παραμένει άγνωστο.
Ο ποιητής της Ανδαλουσίας
Η «Γέρμα» ήταν το πρώτο θεατρικό έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που ανέβηκε στο 1961 στην Ισπανία, 25 χρόνια μετά τον θάνατό του στον εμφύλιο.
Έως τότε, τα έργα του είχαν μεταφραστεί και παιζόταν σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, αλλά όχι στην πατρίδα του.
Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης του ποιητή, ο οποίος είχε και σαν άνθρωπος τη συμπεριφορά και τη γοητεία των Ανδαλουσιανών.
Γιος προύχοντα, γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος που απέχει 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Γρανάδας και πήρε το όνομα «Λόρκα» από τη δασκάλα μητέρα του.
Από το μπαλκόνι του σπιτιού του έβλεπε τα 30 εκτάρια της οικογενειακής περιουσίας με το αλώνι όπου οι άντρες χτυπούσαν τα φασόλια. Τσαμπιά από σταφύλια, γλυκοκρέμμυδα, καλαμπόκια και το παραδοσιακό χοιρομέρι, κρέμονταν από τα τσιγκέλια στους τοίχους του αρχοντικού.
Ο Λόρκα ήταν ανάμεσα στους 10.000 ανθρώπους που βρήκαν τον θάνατο στη Γρανάδα, στη γη που μεγάλωσε, στην καρδιά της Ανδαλουσίας, στα ελαιόδενδρα που έπαιζε παιδί. Ακόμη το ακριβές σημείο της εκτέλεσης παραμένει άγνωστο. Wikimedia Commons.
Όμως, ο μικρός Φεντερίκο ερωτεύτηκε το φλαμένγκο και αφού έμαθε κιθάρα, ήταν η ψυχή της παρέας στο χωριό. Ο προοδευτικός δάσκαλός του τον άφηνε να τραγουδά τη Μασσαλιώτιδα και σαν να μην έφτανε αυτό, πήρε τον Φεντερίκο και τον μικρότερο αδελφό του, Αντώνιο, οικότροφους στο σπίτι του.
Ταυτόχρονα, τα δύο αδέλφια είχαν αναλάβει και μια άλλη αποστολή που τους είχε αναθέσει η μητέρα τους. Να παρακολουθούν τον πατέρα τους τον οποίο ζήλευε. Ο Δον Αντόνιο αποδείχθηκε «αθώος», αλλά τα δύο παιδιά μίλησαν στη μητέρα τους για την άστατη ζωή του δασκάλους τους…
Τα αγόρια μπορούσαν και έπρεπε να σπουδάσουν και η οικογένεια μετακόμισε στη Γρανάδα, όπου ο Φεντερίκο μελετούσε φιλολογία και νομικά. Όμως, αφοσιώθηκε στο πιάνο που μπήκε στο διαμέρισμα της οδού Καρρέρα ντελ Χενίλ.
Γνώρισε τον σπουδαίο δάσκαλο της ισπανικής μουσικής Μανουέλ ντε Φάλια και ενορχήστρωσε εκ νέου περίπου 300 λαϊκά τραγούδια.
Ο Λόρκα έγραψε το πρώτο του ποίημα στα 17 του χρόνια, σε μια όχθη ενός ποταμού στην Ανδαλουσία.
Αμέσως μετά έγραψε ένα θεατρικό έργο και κάλεσε την οικογένεια και τους φίλους του να το παρακολουθήσουν, στο σαλόνι του σπιτιού του.
Είχε κάνει τη σκηνοθεσία, είχε φτιάξει τα σκηνικά, είχε τυπώσει πρόγραμμά και φυσικά έπαιξε κιόλας, μαζί με τις αδελφές του την Κόντσα και την Ιζαμπελίτα.
Το χειρόγραφο του έργου «Το κοριτσάκι που ποτίζει τον βασιλικό και ο ενοχλητικός πρίγκιπας» έχει χαθεί. Σώθηκαν κάποιοι στίχοι από τις μαρτυρίες των αδελφών του:
Έχω μάτια γαλανά, όπως τα μάτια του σύννεφου
και μια καρδιά που μοιάζει με την αιχμή της φλόγας
Σε ηλικία 19 ετών δημοσίευσε στο πρώτο του βιβλίο «Εντυπώσεις και τοπία». Απόλυτη αποτυχία, αλλά ο Λόρκα ήταν ακόμη 19 ετών. Πήγε στη Μαδρίτη και έγινε φίλος με τον Σαλβαντόρ Νταλί, τον Αλμπερτο Χιμένεθ (Νόμπελ 1956) και τον σκηνοθέτη Μπουνιουέλ, σε μια εποχή που στην τέχνη βασίλευε ο σουρεαλισμός.
Στον «Κόκορα», το λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδωσε, κάλεσε τους μεγάλους ευρωπαίους καλλιτέχνες να απαγκιστρωθούν από την παράδοση και να στραφούν στην ελευθερία.
Ο Λόρκα ήταν πάνω απ΄ όλα ελεύθερος άνθρωπος και αυτή ήταν και η πολιτική του αντίληψη.
Όπως συνήθιζε να λέει: «Είμαι καθολικός, κομμουνιστής, αναρχικός, φιλελεύθερος και συγχρόνως συντηρητικός και μοναρχικός». Ίσως δεν ήθελε να ανήκει πουθενά.
Επίσης, λάτρευε να προκαλεί με φάρσες την καλή κοινωνία. Χαρακτηριστικό περιστατικό είναι όταν πήγε σε δείπνο στο σπίτι μιας κόμισσας ντυμένος βασιλιάς μάγος και αντί για γενειάδα, κρατούσε με τα δόντια του μια ασημένια ζαχαριέρα!
Η οικογένειά του τον έστειλε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Γύρισε ενθουσιασμένος γιατί είχε γράψει πολλά ποιήματα.
Αποδέχτηκαν τη μποέμικη ζωή του μετά την επιτυχία που σημείωσε το έργο του «Romancero Gitan».
Μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τους στίχους προσάρμοσε ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ο δίσκος με τη φωνή της Αρλέτας επρόκειτο να κυκλοφορήσει το 1967, αλλά λόγω της δικτατορίας βγήκε το 1978.
Είχαν μεσολαβήσει ηχογραφήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη στο εξωτερικό.
Είχε προηγηθεί η μελοποίηση του «Ματωμένου Γάμου» από τον Μάνο Χατζηδάκη σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου το 1965, βασισμένο στην παράσταση που είχε ανεβάσει στο θέατρο τέχνης ο Κάρολος Κουν το 1948.
Η παρουσία του Λόρκα στην ελληνική δισκογραφία είναι τεράστια.
Ο θρυλικός θίασος «Μπαράκα»
Το 1932 ο Λόρκα πήρε μια επιχορήγηση και σχημάτισε ένα περιοδεύον θέατρο με σπουδαστές, που ονόμασε «Μπαράκα».
Για τρία χρόνια, ο θίασος κατασκήνωσε στις πλατείες των χωριών και το σανίδι στηνόταν στο ύπαιθρο.
Οι Ισπανοί αγρότες γνώρισαν τον Θερβάντες και τον Καλντερόν και ο Λόρκα σκηνοθετούσε, έφτιαχνε σκηνικά, φρόντιζε τα ρούχα και ανέβαινε στη σκηνή όταν ήταν αναγκαίο, αφού πρώτα έβγαζε τη φόρμα του τεχνίτη.
Δεν παρέλειπε ωστόσο να παίρνει τις απαραίτητες ανάσες για να εκφράζεται, στο χαρτί.
Αποσυρόταν στο σπίτι του πατέρα του Σαν Βιθέντε. Εκεί έγραψε τη «Γέρμα», το δράμα μιας γυναίκας χωρίς παιδί, για την ηθοποιό Μαργαρίτα Ξίργκου. Αυτή ήταν και η μούσα του στο τελευταίο του έργο το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», που ανέβηκε στο Παρίσι το 1945 και στην Αθήνα παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1954 από τον θίασο της Κατίνας Παξινού.
Σαλβαδόρ Νταλί και Γκαρσία Λόρκα,1925. Wikimedia Commons
Το σπίτι ήταν αληθινό και βρισκόταν στο μικρό χωριό Βαλντερούμπιο κοντά στη Γρανάδα, όπου πήγαινε τα καλοκαίρια όταν ήταν μικρός. Πραγματικό ήταν και το όνομα «Άλμπα» της πρωταγωνίστριας, μίας από τις έξι γυναίκες που ζούσαν δίχως άνδρα και πενθούσαν για χρόνια.
Η επιτυχία των έργων του ξεπέρασε την Ευρώπη και έφτασε στη Λατινική Αμερική μέσω της κοινήε γλώσσας που ήταν λυτρωτική για τη διάδοση του έργου του.
Η οδός του πνεύματος ήταν εκείνη που είχε οδηγήσει τον Λόρκα από την κοινωνία των χωρικών στην αστική τάξη και το έργο του τον είχε κάνει λαϊκό. Τον αγαπούσαν ακόμη και εκείνοι που δεν μπορούσαν να τον ερμηνεύσουν.
Σε μια ταβέρνα είχε θυμώσει όταν τον είπαν λαϊκό ποιητή. Έσβησε εκνευρισμένος το τσιγάρο του, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να απαγγέλει:
Πράσινο, εγώ εσένα αγαπώ, πράσινο,
πράσινο του ανέμου και πράσινο των κλαδιών.
Το άλογο στο βουνό και η βάρκα στη θάλασσα.
Ξαφνικά σταμάτησε και ρώτησε τον σερβιτόρο αν του άρεσε. Ο σερβιτόρος απάνητησε καταφατικά. Τότε ο Λόρκα τον ρώτησε αν κατάλαβε το ποιήμά του. Ο σερβιτόρος απάντησε αρνητικά.
«Να λοιπόν πώς είμαι λαϊκός», είπε ο ποιητής στην παρέα του.
Το ξέσπασμα του εμφυλίου προβλημάτισε τον Λόρκα που αφιέρωσε πολλή από την έμπνευσή του στον θάνατο. Τον παρουσίαζε σαν μαύρο καβαλάρη που κυνηγάει έναν τσιγγάνο. Το μαχαίρι που βυθίζεται στην ασάλευτη σάρκα και το αίμα που βογκά το άφωνο φιδίσιο τραγούδι του.
Το τραγούδι που ποτέ δεν θα το πω
Αποκοιμήθηκε στα χείλη μου
Τραγούδι από ζωντανά άστρα
Πάνω σε μια αιώνια μέρα
Ο Λόρκα δεν ήταν κομμουνιστής. Καταδίκαζε όμως έμπρακτα το φασισμό. Για τους δεξιούς ήταν αριστερός και εχθρός της εκκλησίας. Επίσης ήταν ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής της χώρας με παγκόσμια ακτινοβολία, αλλά δεν ήταν δικός τους.
Με καμία έννοια, γιατί οι δυνάμεις του Φράνκο σιχαίνονταν τους ομοφυλόφιλους. Για τους εθνικιστές λοιπόν ήτα πολύ αριστερός, πολύ διεφθαρμένος και παρ όλα αυτά πολύ πετυχημένος.
Δεν υπηρχε περίπτωση να τον αφήσουν να ζήσει. Και τον εκτέλεσαν, αγνοώντας ότι οι ποιητές δεν πεθαίνουν από τις σφαίρες. Κανείς δεν ξέρει ακόμη που είναι ο τάφος του.
Νόμιζαν ότι έτσι θα τον εξαφανίσουν, αλλά δεν ισχύει ακόμη ότι, ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος εστί;
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Flickr/Wikimedia Commons.
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου