Ηλίας Κ. Σβέρκος Επίκ. Καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Εισαγωγή
Παράλληλα με την Αθήνα και τη Σπάρτη, η Μακεδονία υπήρξε το ελληνικό κράτος που προκαλούσε και εξακολουθεί να προκαλεί ιστορικό αλλά και γενικότερο ενδιαφέρον. Η άνοδος ενός κράτους γεωργών και κτηνοτρόφων σε πρώτη ελληνική δύναμη κατά τον Δ΄ αιώνα π.Χ., ο ιστορικός ρόλος που έπαιξε ως «πρόφραγμα» (Πολύβιος, ΙΧ 35.1-4) της Νότιας Ελλάδος, αντιμετωπίζοντας τις εισβολές των λαών της Βόρειας Βαλκανικής, η κοσμοϊστορικής σημασίας εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή (η οποία δεν ήταν μόνον έργο μιας στρατιωτικής μεγαλοφυίας αλλά και των Μακεδόνων που τον ακολούθησαν), οι τρεις πόλεμοι κατά των Ρωμαίων, που αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιστάσεως στη ρωμαϊκή επέκταση στην Ανατολή, είναι τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία της Μακεδονίας ως ανεξαρτήτου κράτους και δικαίως προκάλεσαν και προκαλούν αυτό το ιδιαίτερο ιστορικό και γενικό ενδιαφέρον.
Σε αντίθεση προς αυτόν τον εξαιρετικά σημαντικό ιστορικό ρόλο, οι πηγές που διαθέτουμε για την ιστορία των Μακεδόνων έως την ρωμαϊκή κατάκτηση, είναι σχετικά πολύ λίγες. Ως την εποχή του Φιλίππου Β΄, δηλαδή έως το β΄ μισό του Δ΄ αιώνος π.Χ., οι πληροφορίες που διαθέτουμε έχουν στο σύνολό τους περιστασιακό χαρακτήρα, παρατίθενται δηλαδή ως παρεκβάσεις σε έργα που αφορούν την ιστορία των πόλεων-κρατών της Νότιας Ελλάδος.
Ιστορικά έργα που πραγματεύονταν την ιστορία της Μακεδονίας, γράφονται από την εποχή του Φιλίππου και αργότερα· από αυτά σώθηκαν όμως ελάχιστα αποσπάσματα ή μόνον οι τίτλοι. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι με την κλασσικιστική στροφή που παρατηρήθηκε την εποχή του Αυγούστου, τα έργα αυτά -όπως κι ένα μεγάλο μέρος της λοιπής γραμματείας των ελληνιστικών χρόνων- παραμερίσθηκαν, με αποτέλεσμα να χαθούν. Την απώλεια π.χ. του έργου του Ιερωνύμου του Καρδιανού (350-270 π.Χ.), όπου εξιστορούνται τα γεγονότα των πενήντα ετών από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως τον θάνατο του Πύρρου (323-272 π.Χ.), δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα ελάχιστα αποσπάσματα από αυτό, που περιέχονται στο γενικό έργο του Διοδώρου (Α΄ αιώνας π.Χ.) ή σε πληροφορίες που παραθέτει ο Πλούταρχος στις βιογραφίες του, ούτε το από έντονο ρητορισμό διακρινόμενο ειδικό έργο του Πομπήιου Τρόγου HistoriaePhilippicae, το οποίο μας παραδίδεται μέσα από μία επιτομή του Ιουστίνου, γύρω στο 150 μ.Χ.
Από τις άλλες γραμματειακές πηγές, η Πολιτική Ρητορική του Δ΄ αιώνος είναι γνωστή κυρίως από τους λόγους του Δημοσθένη, οι οποίοι αποτυπώνουν την αναμφισβήτητη προκατάληψη που χαρακτηρίζει τη στάση του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού κατά της νέας ανερχομένης ελληνικής δυνάμεως. Αυτοί οι πολιτικοί λόγοι άσκησαν, ως γνωστόν, σημαντική επίδραση στην κατοπινή γραμματεία των αυτοκρατορικών χρόνων αλλά και στη νεώτερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, με το εξής παράδοξο αποτέλεσμα: σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει συχνά -ή μάλλον πάντοτε- η ιστορία της συγκρούσεως Αθηνών και Μακεδονίας μας είναι γνωστή όχι από την πλευρά του νικητή, αλλά από την πλευρά του ηττημένου.
Η ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή είναι γνωστή από πολύ μεταγενέστερα έργα, την βιογραφία δηλαδή του Πλουτάρχου και την «Ανάβαση» του Αρριανού, τα οποία όμως επικεντρώνονται στην προσωπικότητα του βασιλέως και σε αρκετά σημεία είναι επηρεασμένα από την κλασσικιστική τάση της εποχής, κατά την οποία γράφηκαν (Α΄-Β΄ αιώνας μ.Χ.). Όσον αφορά την ιστορία της αντιστάσεως κατά των Ρωμαίων, στα γενικά έργα, στα οποία αυτή περιέχεται, οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι όχι μόνον σχετικά περιορισμένες αλλά και οπωσδήποτε επηρεασμένες από το γεγονός της τελικής επικρατήσεως των Ρωμαίων. Αυτό ισχύει για το έργο του Πολυβίου (Β΄ αιώνας π.Χ.), που έχει ως κύρια ιδέα την άνοδο της Ρώμης σε παγκόσμια δύναμη και πολύ περισσότερο για την Ρωμαϊκή Ιστορία (από την ίδρυση της Ρώμης) του Τίτου Λίβιου (Α΄ αιώνας π.Χ.).
Αυτό που απομένει αναφορικά με την ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων είναι -εκτός από τις παρεκβάσεις που αναφέρθηκαν και τα λίγα αποσπάσματα από έργα αφιερωμένα στη Μακεδονία- οι επιγραφές, από τις οποίες όμως ελάχιστες αναφέρονται στον Ε΄ ή Δ΄ αιώνα (οι πρώτες από την Αθήνα), ενώ στη μεγίστη πλειοψηφία τους προέρχονται από τον Γ΄ ή τον Β΄ αιώνα π.Χ. και ιδιαίτερα από την Αυτοκρατορική Εποχή.
Υπάρχει όμως, επίσης, ένα αριθμητικά σημαντικό ονοματολογικό υλικό, δηλαδή ονόματα προσώπων, θεσμών, εορτών κ.ά., γνωστό από γραμματειακές πηγές αλλά και από επιγραφές καθώς και λίγα κατάλοιπα της μακεδονικής διαλέκτου. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν ―κι έχουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία― τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών που έγιναν κυρίως στο β΄ μισό του Κ΄ αιώνος, ευρήματα τα οποία -χωρίς βέβαια να μπορούν να πληρώσουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψη άλλων πηγών- αποτελούν μία σημαντική πηγή για την τέχνη και γενικά για τον πολιτισμό αλλά και για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Μακεδόνων σε όλες τις φάσεις της ιστορίας τους.
Tα βασικά θέματα που έχουν τεθεί και εξακολουθούν να τίθενται στην ιστορική έρευνα της αρχαίας Μακεδονίας ως ανεξαρτήτου κράτους (και με αυτό εννοούμε τους αιώνες από την ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου, στα μέσα του Ζ΄ αιώνος π.Χ., έως την κατάλυσή του από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ.), είναι τέσσερα: το πρώτο αφορά την καταγωγή των Μακεδόνων ή αλλιώς την «ελληνικότητά» τους· ακριβέστερα, εάν δηλαδή αποτελούν ένα ελληνικό φύλο, όπως τα άλλα, ή κάτι διαφορετικό (το οποίο όμως δεν προσδιορίζεται ακριβώς από τους αρνητές της ελληνικότητος των Μακεδόνων). Το δεύτερο θέμα αφορά την εσωτερική οργάνωση του κράτους, από τη σύσταση του μακεδονικού βασιλείου (περίπου στα μέσα του Ζ΄ αιώνος π.Χ.) έως την εποχή του Φιλίππου του Β΄. Το τρίτο θέμα αναφέρεται στις πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων με τους Νότιους Έλληνες, ενώ το τέταρτο στον ιστορικό ρόλο της Μακεδονίας από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως και την αντίσταση εναντίον των Ρωμαίων.
Η καταγωγή των Μακεδόνων
Eικóνα απó την ανασκαφική έρευνα πoυ έγινε στoν μεγάλo τύμβo πoυ υψώνεται στo ανατoλικó óριo τoυ Δήμoυ Aγίoυ Aθανασίoυ, 25 χλμ δυτικά της Θεσσαλoνίκης. To βóρειo άκρo της ζωpóρoυ τoυ μακεδoνικoύ τάφoυ. Oπλίτες με μακεδoνική ενδυμασία παρακoλoυθoύν τη σκηνή τoυ συμπoσίoυ.
Όσον αφορά το πρόβλημα της καταγωγής των Μακεδόνων, πρέπει να ειπωθεί ότι, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το είδος των πληροφοριών που διαθέτουμε και από τις αντιλήψεις που διατυπώνουν συγγραφείς προερχόμενοι από τη Νότια Ελλάδα και φυσικά ανεξάρτητα από τις κρίσεις ή τις προκαταλήψεις παλαιοτέρων και σύγχρονων ερευνητών, εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι το τί πιστεύουν οι ίδιοι οι Μακεδόνες για τους εαυτούς τους και -σε άμεση συνάρτηση με αυτό- ποιά είναι εκείνα τα αδιαμφισβήτητα (αντικειμενικά θα μπορούσε να πει κανείς) στοιχεία, που τεκμηριώνουν αυτή την προβαλλόμενη από τους ιδίους αυτοσυνειδησία· ή με διαφορετική διατύπωση: αν οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίζονται από μία ορισμένη εποχή (συγκεκριμένα από τον Δ΄ αιώνα π.Χ.) και καθ' όλη την κατοπινή ιστορική τους παρουσία ως Έλληνες και εάν τα γλωσσικά στοιχεία που αποδίδουν διάφορες πλευρές του πολιτισμού τους είναι ελληνικά, τότε το πρόβλημα της αρχικής καταγωγής είναι άνευ σημασίας. Άλλωστε, όπως έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί από την παλαιότερη κυρίως έρευνα και είναι αυτονόητο, κανένας λαός δεν μπορεί να επιδείξει μία αμιγή εθνική καταγωγή, χωρίς επιμειξίες ή επιδράσεις από άλλους λαούς.
Στο περίφημο επίγραμμα που συνόδευε την αφιέρωση των περσικών ασπίδων, λάφυρα από τη νίκη του Αλεξάνδρου στον Γρανικό ποταμό (324 π.Χ.), ο Μακεδόνας βασιλιάς κάνει αναφορά στον εαυτό του και στους άλλους Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμονίους
Αλέξανδρος Φιλίππου καί οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των τήν Ασίαν κατοικούντων, Αρρ. Ανάβασις, Ι.16.7, Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 16.18).
Η επιστολή που έστειλε στον Δαρείο μετά τη μάχη της Ισσού, αρχίζει με την φράση «οι δικοί σου πρόγονοι, όταν ήλθαν στη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα, μας προξένησαν πολλές καταστροφές. Εγώ, αφού ορίστηκα ηγεμόνας των Ελλήνων, θέλησα να εκδικηθώ τους Πέρσες περνώντας στην Ασία, … αφού εσύ έκανες την αρχή των εχθροπραξιών» (Αρρ., Ανάβασις, ΙΙ.14).
Στο Σύμφωνο του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε΄ με τον Αννίβα (215 π.Χ.) που παραθέτει ο Πολύβιος (VII.9), η Μακεδονία αναφέρεται εμφατικά ως μέρος της Ελλάδος· γίνεται αναφορά στους θεούς «που κατέχουν την Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα», ενώ ως σύμμαχοι των Καρχηδονίων προβάλλονται ο Βασιλεύς Φίλιππος, οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες.
Εξάλλου, μισόν περίπου αιώνα αργότερα ένας άσημος Μακεδόνας από την Θεσσαλονίκη, σε μία αφιέρωσή του για τον Ρωμαίο Στρατηγό Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, τονίζει την μακεδονική και συνάμα ελληνική του καταγωγή με τη φράση «αρετής ένεκεν καί ευνοίας ής έχων διατελεί εις τε αυτόν καί την πατρίδα καί τούς λοιπούς Μακεδόνας καί τούς άλλους Έλληνας» (IG X 2.1, 1031).
Τα στοιχεία αυτά, στα οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα από τους κατοπινούς αιώνες, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίζονταν ως ελληνικό φύλο. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν στη μεγάλη πλειοψηφία τους και τα γλωσσικά κατάλοιπα που έχουν σωθεί: τα ονόματα των μακεδονικών μηνών, όπως Ξανδικός, Δίος, Αρτεμίσιος, Υπερβερεταίος, Περίτιος κλπ., τα οποία ανάγονται (όπως και στις πόλεις της Νότιας Ελλάδος) σε γιορτές, είναι ελληνικά. Τα ονόματα των προσώπων (και μάλιστα όχι μόνον εκείνων που ανήκουν στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα αλλά και εκείνων που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα) είναι, εκτός από ελάχιστα, επίσης ελληνικά. Αυτά ανάγονται στον ΣΤ΄-Ε΄ αιώνα π.Χ. και, όπως και τα ονόματα των εορτών, δεν οφείλονται φυσικά στον «εξελληνισμό» των Μακεδόνων από τις ελληνικές παραλιακές πόλεις.
Σε όλες τις περιπτώσεις επικοινωνίας των Μακεδόνων με τους άλλους Έλληνες δεν αναφέρεται διερμηνέας, πράγμα που σημαίνει ότι η μακεδονική διάλεκτος, όπως και η αττική, ήταν εύκολα κατανοητή από τις αντίστοιχες πλευρές. Αυτό καταδεικνύει επίσης ένα απόσπασμα από την κωμωδία «Μακεδόνες» που έγραψε ο ποιητής Στράττις τον Ε΄ αιώνα, όπου υπάρχει η αποδιδόμενη σ' έναν Μακεδόνα (πρόσωπο της κωμωδίας) φράση, στην οποία προφανώς χρησιμοποιεί την προσιδιάζουσα στην καταγωγή του διάλεκτο: «κέστραν μέν ύμμες ωττικοί κικλήσκετε» («αυτό που εσείς οι Αθηναίοι ονομάζετε κέστρα», J. M. Edmonds, TheFragmentsofAtticComedy, τόμ. 1 Leiden 1957, απ. 28). Μόνο αν δεχθεί κανείς αυτή την ελληνική ταυτότητα της μακεδονικής διαλέκτου, καταλαβαίνει γιατί η αττική έγινε η γλώσσα της διοικήσεως του μακεδονικού κράτους από τον Φίλιππο τον Β΄ και μόνον έτσι αντιλαμβάνεται επίσης γιατί οι Μακεδόνες, μετά την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο, χρησιμοποιούν την αττική. Ένας λαός με τέτοια πολιτικά επιτεύγματα -τόσο στην περίπτωση του Φιλίππου Β΄, με τη νίκη του επί των Αθηναίων όσο και στην περίπτωση του Αλεξάνδρου, με την κατάκτηση της Ανατολής- έχει τόσο ισχυρό αυτοσυναίσθημα, ώστε να μην αφήσει τη γλώσσα του για να χρησιμοποιήσει μία άλλη. Αυτό, όπως σωστά παρατηρήθηκε από τον K. J. Beloch και άλλους ιστορικούς, θα αποτελούσε το μοναδικό παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία.
[....ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ...] |
Ο ισχυρισμός από επικριτές της ελληνικότητος των Μακεδόνων ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσαν την ελληνική όπως ο Μ. Φρειδερίκος και η Μεγάλη Αικατερίνη χρησιμοποιούσαν γαλλικά, είναι δείγμα προκαταλήψεως, διότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση δε χρησιμοποιούνταν στην Πρωσία ή στη Ρωσία ως επίσημη γλώσσα τα γαλλικά· ή ακόμη το να υποστηρίζεται η «ιδιαιτερότητα» της μακεδονικής γλώσσης με αναφορές σε φράσεις «ανεβόα Mακεδονιστί» (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 51.4) ή «Mακεδονιστί τη φωνή», (Πλούτ., Ευμένης, 14.5) προδίδει αφέλεια ή προκατάληψη, εφόσον η φράση «Πελοποννασιστί λαλεύμες» (Θεόκριτος, ΧV, στ. 92) αφορά την διάλεκτο και όχι, φυσικά, την πελοποννησιακή γλώσσα.
Η αμφισβήτηση της ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων έγινε κυρίως (ανεξάρτητα από τις εκάστοτε προϋποθέσεις ή προκαταλήψεις της σχετικής επιχειρηματολογίας) με αναφορά στον διαχωρισμό Ελλήνων και Μακεδόνων, που απαντάται σε γραμματειακές πηγές από τον Ε΄ αιώνα π.Χ. Κατά την αμφισβήτηση αυτή δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε σχετικά ελάχιστες φράσεις, όπου με έκδηλη πολιτική φόρτιση χαρακτηρίζονται οι Μακεδόνες ως πολιτιστικά κατώτεροι («βάρβαροι», π.χ. Δημοσθένης, Γ΄ Φιλιππικός, 31, ΧΙΧ 327). Παρά το γεγονός ότι οι φράσεις αυτές και με την κοινή εμπειρία δεν μπορούν να αποτελέσουν τεκμήρια για μία γενικευμένη αρνητική τοποθέτηση των Νοτίων Ελλήνων απέναντι στους Μακεδόνες και φυσικά πολύ λιγότερο για κάποια δήθεν «βαρβαρότητα», θεωρείται αναγκαία εδώ η παράθεση λίγων, οπωσδήποτε όμως ενδεικτικών στοιχείων, που αντικατοπτρίζουν την ιστορική πραγματικότητα ή αναμφισβήτητα την τεκμηριώνουν και κατόπιν θα γίνει λόγος γι' αυτές τις φράσεις, όπου γίνεται ο διαχωρισμός που προαναφέρθηκε.
Η πρώτη χρονικά μαρτυρία που διαθέτουμε, δηλαδή το έργο του Ηροδότου, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η ονομασία Μακεδόνες αποδίδει ένα ελληνικό φύλο. Στην πρώτη σχετική αναφορά (Ι 56) γίνεται λόγος για το δωρικόν έθνος, το οποίο «οίκεε εν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον». Στη δεύτερη (VIII 43) ως «Δωρικόν και Μακεδνόν έθνος» χαρακτηρίζονται πόλεις της Πελοποννήσου (Λακεδαιμόνιοι, Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι), που έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.). «Μακεδνός» είναι, ως γνωστόν, επίθετο που απαντά στα ομηρικά έπη και σημαίνει τον υψηλό-λυγερό (η 106: «φύλλα μακεδνής αιγείροιο»).
Την ιστορική πραγματικότητα αντικατοπτρίζει και η μαρτυρούμενη στον Ησίοδο μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Μακεδών, ο γενάρχης των Μακεδόνων, είναι γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφός του Μάγνητος, που κατοικούσαν ο πρώτος στον Όλυμπο και ο άλλος στα Πιέρια (R. Merkelbach-M.L.West, FragmentaHesiodea, Οξφόρδη 1967, απ. 7). Ως γιοι του Μακεδόνος αναφέρονται ο Ευρωπός, ο Πίερος και ο Άμαθος, ονομασίες, ως γνωστόν, μακεδονικών πόλεων. Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, ο Μακεδών είναι γιος του Αιόλου, αδελφού του Δώρου και του Ξούθου (FGrHist 4 F74, Ελλάνικος), μία παράδοση που δηλώνει σαφώς τη σύνδεση με τα ελληνικά φύλα. Στα στοιχεία αυτά, όπως και σε άλλα (γλωσσικά προπάντων, που δείχνουν τη συγγένεια των διαλέκτων), βασίζεται η υποστηριζόμενη στην παλαιότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα άποψη, σύμφωνα με την οποία η Μακεδονία φιλοξενεί ένα από τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, με χώρο προέλευσης την περιοχή της Πίνδου.
Χαρακτηριστικό δείγμα από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα της αντιλήψεως ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα ελληνικό φύλο είναι η επισήμανση του Ακαρνάνα πολιτικού Λυκίσκου, σε λόγο του που εκφωνεί το 211 π.Χ. στη Σπάρτη, σύμφωνα με την οποία οι Μακεδόνες είναι «ομόφυλοι των Αχαιών» και των Δωριέων Σπαρτιατών. Με τους «ομοφύλους» Μακεδόνες και τον βασιλιά τους Φίλιππο πρέπει να ενωθούν οι λοιποί Έλληνες, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η απειλή από τους «αλλοφύλους», δηλαδή τους Ρωμαίους («τώρα απειλεί τους Έλληνες πόλεμος με βαρβάρους, που θέλουν να τους υποδουλώσουν» Πολύβιος, IX 37.7).
Ως ελληνικό φύλο, με το οποίο θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους οι άλλοι Έλληνες για την αντιμετώπιση του εχθρού, προβάλλονται οι Μακεδόνες και στον λόγο του Αιτωλού πολιτικού Αγελάου το 217 π.Χ., στη Ναύπακτο (Πολύβιος, V 104). Εκτός από αυτές τις μαρτυρίες -που αναφέρονται σε κρίσιμες, εξαιτίας της εξωτερικής απειλής περιστάσεις- υπάρχουν και άλλες, που αναφέρονται σε επιμέρους περιπτώσεις· είναι όμως εξίσου ενδεικτικές: από τον Δ΄ αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται Μακεδόνες ως νικητές σε Πανελληνίους Αγώνες· μεταξύ των ελληνικών πόλεων από διάφορες περιοχές, που αναγνωρίζουν την ασυλία του Ασκληπιείου της Κω το 243 π.Χ., είναι και οι μακεδονικές Πέλλα, Κασσάνδρεια, Αμφίπολη, Φίλιπποι (Hatzopoulos, Institutions II, àρ. 36, 41, 47, 58). Το 209/8 π.Χ. ο Βασιλιάς Φίλιππος ο Ε΄ προσπαθεί να επηρεάσει τη συμμετοχή της Χαλκίδος στην πανελλήνια εορτή της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής που οργανώνει η Μαγνησία του Μαιάνδρου, τονίζοντας, όπως δηλώνει η παρατιθέμενη στο Ψήφισμα της Χαλκίδος φράση από σχετική επιστολή του, ότι οι Μάγνητες είναι συγγενείς των Μακεδόνων (I. Magnesia, 37). Από την Αυτοκρατορική Εποχή θα αρκούσε εδώ ένα παράδειγμα, το Ψήφισμα δηλαδή της πόλεως της Εφέσου (162/163 ή 163/164), όπου οι Μακεδόνες αναφέρονται μαζί με τα λοιπά ελληνικά έθνη, στ. 16-20: «τον μήνα που εμείς ονομάζουμε Αρτεμισιώνα, οι Μακεδόνες και τα λοιπά ελληνικά έθνη ονομάζουν Αρτεμίσιο» (Ι. Ephesos, 24B).
Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από αυτά τα λίγα -ωστόσο ενδεικτικά- στοιχεία, είναι ότι η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, εάν δεν οφείλεται σε πολιτικές προκαταλήψεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Δημοσθένη, πρέπει να αποδοθεί στην εύλογη απουσία επαφών που υπήρχε κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή· μία έλλειψη επαφών που δικαιολογεί και την άγνοια των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Μακεδονία. Ωστόσο, επειδή έχει γίνει αρκετός λόγος γι' αυτόν τον διαχωρισμό, είναι ανάγκη να επιχειρηθεί εδώ μία σύντομη παρουσίασή του.
Στη Νότιο Ελλάδα, η Μακεδονία είναι γνωστή κυρίως με την έκταση και την οργάνωση που είχε στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄ (περ. 495-452 π.Χ.). Και για τα δύο θα ακολουθήσει σύντομη αναφορά παρακάτω· εδώ όμως χρειάζεται να επισημανθεί ότι το κράτος αυτό περιελάμβανε περιοχές από την Άνω Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Ένα τέτοιο κράτος που περιελάμβανε διάφορα μακεδονικά φύλα καθώς και περιοχές όπου κατοικούσαν άλλα, μη ελληνικά φύλα, όπως Ιλλυριοί, Παίονες και Θράκες και εκδιώχθηκαν κατόπιν, ελάχιστα γνωστό μπορούσε να γίνει -και έγινε τελικά- στους Έλληνες της Νότιας Ελλάδος. Ελάχιστα γνωστό μπορούμε να πούμε ακόμα ότι ήταν το φύλο, από το οποίο προέρχονταν οι Αργεάδες βασιλείς που με τον Αλέξανδρο τον Α΄ και τους προγόνους του είχαν καταστήσει κέντρο του κράτους την «Μακεδονίδα γη» (Ηρόδ., VII 127), την περιοχή δηλαδή που ορίζεται μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Λουδία. Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία διασώζουν ο Ηρόδοτος (VIII 137-138) και ο Θουκυδίδης (II 99.2), οι Μακεδόνες βασιλείς κατάγονταν από το Άργος και ήταν απόγονοι του Τημένου, ανήγαγαν δηλαδή την καταγωγή τους στον Ηρακλή. Μία αναθηματική στον Ηρακλή Πατρώο επιγραφή από την Βεργίνα ―αν και χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του Περσέα (178-169 π.Χ.)― είναι ενδεικτική της συνδέσεως της βασιλικής οικογενείας με τον «προπάτορά» της (SEG XLVI 829).
Δύo απó τα σημαντικóτερα αγγεία πoυ βρέθηκαν στις παλιóτερες ανασκαφές τoυ αρχαίoυ Φάγρητα. Πρóκειται για αττικoύς κρατήρες ύψoυς 0,50 μέτρoυ και χρoνoλoγoύνται γύρω στoν 6o π.X. αιώνα (530-520 π.X.).
Τον Ε΄ αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε ότι έγιναν ομαδικές εγκαταστάσεις από τη Νότιο Ελλάδα στη Μακεδονία: για παράδειγμα το 478 π.Χ., με την καταστροφή των Μυκηνών από τους Αργείους, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της κατέφυγε στη Μακεδονία, χάρη στο ενδιαφέρον που επέδειξε ο Μακεδόνας Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α΄(Παυσανίας VII, 25, 6), ενώ το 446 π.Χ. κάτοικοι της Ιστιαίας στη Βόρεια Εύβοια, μετά την κατάληψη της νήσου από τον Περικλή, μετανάστευσαν στη Μακεδονία (FGrHist115, F387, Θεόπομπος)· το 423 π.Χ., σύμφωνα με πληροφορία του Θουκυδίδη, Έλληνες οπλίτες υπηρετούσαν στον στρατό του Περδίκκα του Β΄(IV 124.1). Μακεδόνες όμως μάλλον θα έρχονταν σπάνια στη Νότιο Ελλάδα κι έτσι η χώρα άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι πόλεις που βρίσκονται στον χώρο της Μακεδονίας και ανήκουν στην Αττική-Δηλιακή Συμμαχία, αναφέρονται στους σχετικούς φορολογικούς καταλόγους ως ανήκουσες γεωγραφικά στη Θράκη. Έχω την άποψη ότι αυτή η έλλειψη γνώσεων για τη χώρα και τους κατοίκους της στάθηκε μία βασική αιτία του διαχωρισμού των Μακεδόνων από τους Έλληνες. Η άλλη ήταν ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν μετάσχει στις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις της ελληνικής ιστορίας του ΣΤ΄-Ε΄ αιώνος και το βασικό στοιχείο των εξελίξεων αυτών, δηλαδή η δημοκρατική πόλη-κράτος, δεν υπήρχε στην διοικούμενη από μονάρχη Μακεδονία. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στα μέσα του Δ΄ αιώνος ακόμη και ο Ισοκράτης, στην επιστολή που απευθύνει προς τον Φίλιππο και στην οποία του συνιστά την ένωση των Νοτίων Ελλήνων υπό την ηγεσία του στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαχωρίζει τους Μακεδόνες από τους Έλληνες (Φίλιππος, 107-108). Παρ' όλα αυτά, οι λίγες σχετικές αναφορές στις πηγές που διαθέτουμε, δεν επιτρέπουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη γενίκευση αυτού του διαχωρισμού ως καθολική στάση των Νοτίων Ελλήνων. Στον λόγο του Περί του στεφάνου (330 π.Χ.), ο Δημοσθένης κατηγορεί έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών σε πόλεις της Νότιας Ελλάδος που ακολουθούσαν φιλομακεδονική πολιτική, ως προδότες (Περί του στεφάνου, 295). Θα επιθυμούσε κανείς να γνωρίζει τις αντιλήψεις αυτών των «προδοτών» για την Μακεδονία, αλλά δυστυχώς μας είναι γνωστή μόνον η φορτισμένη περιγραφή του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού, την οποία άλλωστε σχολιάζει αρνητικά και ο Πολύβιος (XVIII 14).
Πάντως, η τοποθέτηση ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης και της παλαιότερης ―σχετικής με την καταγωγή όπως και με τη γλώσσα των Μακεδόνων― ερεύνης, η οποία δεν επηρεάζεται από τον διαχωρισμό αυτόν και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την ελληνικότητα των Μακεδόνων ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα τους, είναι απόλυτα σωστή, ενώ η αντίθετη προσκρούει όχι μόνον στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά συχνά και στην κοινή λογική. Εάν κάποιο κύριο όνομα ή κοινή λέξη έχει μη ελληνική προέλευση είτε κάποιο έθιμο (π.χ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1324b 15-16) θεωρείται μη ελληνικό, αυτό και με βάση την κοινή εμπειρία δεν αποτελεί αντεπιχείρημα και το γεγονός ότι εξακολουθεί να προβάλλεται ως τέτοιο, κάθε άλλο παρά επιστημονικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί. Στη σύγχρονη ιστορική έρευνα καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση επιγραφικά και άλλα ευρήματα -λίγα βέβαια, οπωσδήποτε όμως αρκετά ενδεικτικά- από απομακρυσμένες περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας, τα οποία καταδεικνύουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων, χωρίς την αποδοχή της θολής -και γι' αυτό κάθε άλλο παρά πειστικής- αντιλήψεως για τον εξελληνισμό τους από τους κατοίκους των ελληνικών παραλιακών αποικιών
Ενδεικτική βιβλιογραφία Γλώσσα: J. N. Kalléris, LesanciensMacédoniens. Étudelinguistiqueethistorique I-II, Αθήνα 1988 (με επισκόπηση της παλαιότερης έρευνας), E. Kapetanopoulos, «Xennias, μακεδονίζων τÉ φωνÉ», ΑΕ 132 (1993)
ellinondiktyo.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου