Βρέθηκαν –λέει- φάρμακα των αρχαίων Ελλήνων…
Πως το περιεχόμενο χαπιών που έφτιαχναν οι γιατροί στην αρχαία Ελλάδα «αποκρυπτογράφησαν» αμερικανοί αρχαιοβοτανολόγοι. Τα φάρμακα εντοπίστηκαν σε γυάλινα δοχεία, μέσα σε ναυάγιο ελληνικού πλοίου που ανακαλύφτηκε το 1989 ανοικτά της Τοσκάνης. Το πλοίο από ξύλο καρυδιάς, που ναυάγησε το 130 π.Χ., μετέφερε γυαλικά από τη Συρία και φάρμακα, τα οποία είχαν παραμείνει άθικτα από το νερό, αφού τα προστάτευαν τα γυάλινα δοχεία (!)…
ΤΟ ΘΕΜΑ βέβαια δεν είναι σημερινό αλλά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ακόμη περισσότερο όταν ο γράφων επί σειρά ετών στις τηλεοπτικές εκπομπές του είχε πολλές φορές φιλοξενούμενο τον Καθηγητή της Ιστορίας της Επιστήμης κ. Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο ο οποίος, πέραν των άλλων, έγραψε το περίφημο έργο του: «Αρχαίοι Έλληνες Ιατροί «.
Μετά από 20 χρόνια ερευνών, λένε ορισμένα δημοσιεύματα, οι μελετητές κατάφεραν να αναλύσουν τα σκευάσματα, διαπιστώνοντας πως κάθε χάπι (1) ήταν μείγμα από τουλάχιστον δέκα διαφορετικά εκχυλίσματα φυτών, όπως ο ιβίσκος και το σέλινο, και τα οποία χρησίμευαν για τη θεραπεία των ασθενών στην αρχαία Ελλάδα.
«Για πρώτη φορά έχουμε, πια, φυσικά στοιχεία όσων περιέχονται στα γραπτά των αρχαίων Ελλήνων γιατρών Διοσκουρίδη και Γαληνού», δήλωσε ο Αλέν Τουγουέιντ του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με το New Scientist.
Στα χάπια εντοπίστηκαν ίχνη από καρότο, ραπανάκι, σέλινο, άγριο κρεμμύδι, βαλανίδια, λάχανο, ήμερο τριφύλλι (αλφάλφα), αχίλλεια, όπως και ιβίσκος, που πιθανώς είχε εισαχθεί από την Ανατολική Ασία, την Ινδία ή την Αιθιοπία.
Ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης, ιατρός και βοτανολόγος (πρόδρομος των φαρμακοποιών), κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., περιέγραφε στα κείμενά του το καρότο ως πανάκεια για πολλά προβλήματα υγείας, θεωρώντας, για παράδειγμα, ότι αν κανείς το έχει φάει προκαταβολικά, δεν τον βλάπτουν τα ερπετά, ενώ παράλληλα βοηθά στη σύλληψη παιδιού.
Η ανάλυση των αρχαίων παρασκευασμάτων-χαπιών, εκτός από τις νέες πληροφορίες, έχει δημιουργήσει και νέα μυστήρια για τους αρχαιοβοτανολόγους. Η μελέτη του DNA δείχνει ότι τα χάπια πιθανότατα περιείχαν και ηλίανθους, ένα φυτό που οι επιστήμονες ως τώρα πίστευαν ότι δεν υπήρχε στον «παλαιό κόσμο», πριν οι Ευρωπαίοι το ανακαλύψουν στην Αμερική. Αν το εύρημα επιβεβαιωθεί, οι βοτανολόγοι θα πρέπει να αναθεωρήσουν την παραδοσιακή ιστορία του φυτού και την παγκόσμια διασπορά του, όπως δήλωσε ο Τουγουέιντ, αν και παραμένει ακόμα η πιθανότητα η παρουσία ηλίανθου στα αρχαία χάπια να προέρχεται από πρόσφατη γενετική «μόλυνση».
Ελπίζουν μάλιστα οι επιστήμονες πως θα καταφέρουν να αποκρυπτογραφήσουν και τις ακριβείς μετρήσεις που έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί για να παρασκευάσουν τα φάρμακά τους (2), αισιοδοξώντας πως ίσως ανοίξουν έτσι νέοι δρόμοι στη φαρμακολογική έρευνα.
Τα φάρμακα στην αρχαία Ελλάδα και η … ομοιοπαθητική!
Οι Έλληνες -λέει- είχαν τον μεγάλο ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και πολλούς άλλους ναούς σε όλη τη χώρα που λέγονταν «Ασκληπιεία» (στην ουσία ήταν θεραπευτήρια) το σημαντικότερο από τα οποία ήταν στο νησί Κω. Στους χώρους αυτούς προσέρχονταν οι ασθενείς. Εκεί οι ιερείς του θεού τους έδιναν διάφορα φάρμακα από βότανα και τους συνιστούσαν την κατάλληλη δίαιτα. Οι ασθενείς εξαγνίζονταν και προσέφεραν τα δώρα τους στους ναούς. Κατόπιν κατέλυαν σε δωμάτια στα οποία τη νύκτα ερχόταν, υποτίθεται, ο θεός μεταμορφωμένος – συνήθως σε φίδι – και τους θεράπευε. Στην πραγματικότητα η θεραπεία γινόταν από τους ιερείς που χρησιμοποιούσαν φυσικά φάρμακα και συχνά έκαναν και χειρουργικές επεμβάσεις!!!
Κι όχι μόνο!.. Ο Ιπποκράτης, σύμφωνα με τους ερευνητές, θεμελίωσε την ομοιοπαθητική με την περίφημη φράση του: «τα όμοια των ομοίων εισίν ιάματα΄΄ (3), δηλαδή το όμοιο μπορεί να θεραπευτεί με το όμοιο. Δεν είναι διόλου απίθανο ο Ιπποκράτης ή άλλοι ιατροί της αρχαίας Ελλάδος να χρησιμοποιούσαν ομοιοπαθητικά φάρμακα, δηλαδή ισχυρά φάρμακα αραιωμένα σε τέτοιο βαθμό που να μην είναι τοξικά, αλλά να προκαλούν συμπτώματα όμοια με τη νόσο και με τον μηχανισμό αυτό να την θεραπεύουν.
Τέλος, τα φυσικά φάρμακα των αρχαίων Ελλήνων περιείχαν τις ουσίες τις οποίες η φαρμακολογία αργότερα απομόνωσε και προχώρησε στη συνθετική τους παραγωγή!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) χάπι
το, Ν· 1. καταπότιο· 2. (ειδικά) κοινή ονομασία για τα γυναικεία αντισυλληπτικά· 3. (μτφ.) χάχας, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hap]. [Πάπυρος, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας]
(2) φάρμακο
το / φάρμακον, ΝΜΑ· 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό· 2. (μτφ.) μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση δυσάρεστων ή αρνητικών καταστάσεων (α. «το χοντρό ντύσιμο είναι φάρμακο για το κρύο»· β. «ἀλλ’ ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾱς ἀρετᾱς ἄλυξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις» Πίνδ.)· || (νεοελλ.) 1. (φαρμ.) χημική ουσία που επηρεάζει τις λειτουργίες τών έμβιων όντων και τών μικροοργανισμών οι οποίοι τά προσβάλλουν· 2. (φρ.) α) «γεωργικά φάρμακα»· ουσίες ή μίγματα ουσιών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια τής παραγωγής, επεξεργασίας ή αποθήκευσης τών γεωργικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται τα εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα κ.ά., ουσίες που ελκύουν ή απωθούν έντομα και ακάρεα καθώς και ουσίες που απωθούν πτηνά και άλλα ανώτερα ζώα, χημειοστειρωτικές ουσίες εντόμων, ουσίες φυτορμονικής ή άλλης φύσης που επιδρούν στη φυσιολογία τών φυτών και, τέλος, ιχνοστοιχεία, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τών φυτών από τις τροφοπενίες· β) «γαληνικά φάρμακα» ή «γαληνικά σκευάσματα»· (φαρμ.) φάρμακα που παρασκευάζονται στο φαρμακείο ή στη φαρμακοβιομηχανία από δραστική ουσία, έκδοχο και βοηθητικές ουσίες, όπως είναι οι αλοιφές, τα βάμματα, τα σιρόπια, και τα οποία αποτελούν, μαζί με τις δρόγες και τα καθαρά χημικά σκευάσματα, τις κύριες ομάδες φαρμάκων· || (αρχ.) 1. βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες· 2. δηλητήριο, φαρμάκι· 3. ποτό ή αλοιφή με μαγικές ιδιότητες·4. (κατ’ επέκτ.) μαγεία, μαγγανεία· 5. βοηθητικό μέσο, βοήθημα («οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο», Θεόκρ.)· 6. αλισίβα που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο· 7. μέσο ή τρόπος («μνήμης τε… και σοφίας φάρμακον εὑρέθη», Πλάτ.)· 8. βαφική ουσία, χρώμα· 9. είδος υγρού που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες· 10. (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακον· ἡ ὑποστάθμη· ἄλλοι σύνθεσις ἧ κηδεύουσι τὰ ἱερὰ τῶν ζῴων»· 11. (φρ.) α) «τὰ τῆς λήθης φάρμακα»· τα γράμματα (Πλάτ.)· β) «φάρμακον μανίας»· λάδι χρήσιμο στους παλαιστές (Διογ. Λαέρ.)· γ) «φάρμακα ἐπίπαστα» και «φάρμακα καταπλαστά»· τα έμπλαστρα και τα καταπλάσματα, αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ., όπως πιθανότατα και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. ἀμάρακος, πιστάκη). Κατ’ άλλη ωστόσο άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και αποτελεί θεματική μορφή αμάρτυρου τ. *φάρμ-αξ (< *φάρμα + επίθημα -αξ, -ακος, πρβλ. ἕρμα: ἕρμ-αξ). Για την προέλευση τού τ. *φάρμα έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες επικρατέστερη είναι η ακόλουθη, επειδή στηρίζεται στην αρχική σημ. τής λ. «βότανο»: ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα φαρ- τού ρ. φέρω* (πρβλ. φάρω, φαρέτρα), οπότε πρόκειται για το φυτό, το βότανο που φέρει, που παράγει η γη (πρβλ. φέρμα [II] «καρπός τής γης» και αλβ. bār «άχυρο» αλλά και «βότανο»). Αντίθετα, οι απόψεις που θεωρούν ως αρχική σημ. τής λ. την έννοια τής μαγείας, τής θεραπείας με μαγικό τρόπο, όπως είναι η σύνδεση της με το λιθουαν. burti «γοητεύω, θέλγω, μαγεύω» και η αναγωγή της στη ρίζα *bher- «χτυπώ» (οπότε *φάρμα «χτύπημα τής μοίρας, τού δαίμονα» και φάρμακον «θεραπεία, τρόπος αντιμετώπισης τού χτυπήματος») δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι η λ. φάρμακον προήλθε από αμάρτυρο τ. *φαρμα-μακον «μίγμα που χρησιμοποιείται για μαγικούς σκοπούς» (< *φάρμα «μαγεία» + μάσσω «αναμιγνύω»), διότι εκτός από τις σημασιολογικές δυσχέρειες, προσκρούει και σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με το β’ συνθετικό -μακον, αφού το ρ. μάσσω δεν απαντά σε κανένα άλλο σύνθ. με αυτήν τη μορφή. Απίθανη, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση τής λ. με ρ. φύρω «ανακατεύω, συγχέω». Η λ. φάρμακον με αρχική σημ. «βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες» χρησιμοποιήθηκε αφ’ ενός με σημ. «ουσία, ποτό ή αλοιφή που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς», αφ’ ετέρου με σημ. «ουσία με μαγικές ιδιότητες», από όπου, κατ’ επέκταση, η σημ. «μαγεία, μαγγανεία» και η «ἐπὶ κακῷ» σημασιολογική εξέλιξη τής λ. «δηλητήριο, φαρμάκι». Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ουσία, κατάλληλη για βαφή, χρώμα και γενικά οτιδήποτε μπορεί να παραχθεί με χημικές διαδικασίες.
ΠΑΡ. φαρμακεύω, φαρμάκι(ον), φαρμακώδης, φαρμακώ(νω)· (αρχ.) φαρμακηρός, φαρμακία, φαρμακίς, φαρμακίτης, φαρμακίων, φαρμακώ, φαρμακωνίτις, φαρμάσσω· (αρχ.-μσν.) φαρμακεύς, φαρμακόεις, φαρμακών· (μσν.) φαρμακικός, φαρμάκισσα· (νεοελλ.) φαρμακάδα, φαρμακείο, φαρμακερός, φαρμακίλα, φαρμακούσα.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) φαρμακοθήκη, φαρμακοποιός, φαρμακοπώλης, φαρμακοτρίβης·(αρχ.-μσν.) φαρμακοδοσία φαρμακόμαντις· (μσν.) φαρμακουργός, φαρμακοφόρος· (μσν.-νεοελλ.) φαρμακεργάτης· (νεοελλ.) φαρμακαποθήκη, φαρμακέμπορος, φαρμακοβιομήχανος, φαρμακοβοηθός, φαρμακοβοτανική, φαρμακογενής, φαρμακόγλωσσος, φαρμακογνώστης, φαρμακογραφία, φαρμακοδόχος, φαρμακοδυναμικός, φαρμακοθεραπεία, φαρμακοκάπηλος, φαρμακοληψία, φαρμακολογία, φαρμακολύτρια, φαρμακομανής, φαρμακομύτης, φαρμακοπότης, φαρμακοστεγής, φαρμακοσυλλέκτης, φαρμακοτέχνης, φαρμακοφυσική, φαρμακοχημεία. (Β’ συνθετικό) (αρχ.) αλεξιφάρμακος, αφάρμακος, ευφάρμακος, παμφάρμακος, πενταφάρμακος, πολυφάρμακος, τετραφάρμακος, φιλοφάρμακος].
(3) «Τα εναντία των εναντίων εστίν ιάματα». Φράση του Ιπποκράτη, που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Γαληνός στα συγγράμματά του, όπως βλέπουμε σε ένα εξ αυτών μέσα από τα ψηφιοποιημένα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
ΠΗΓΗ: iellada.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου