Είναι γεγονός ότι οι νεκρικές αντιλήψεις και οι ταφικές συνήθειες ενός λαού προσφέρουν ένα εξαιρετικά πρόσφορο πεδίο για τη μελέτη της «βιο-κοσμοθεωρίας» του. Συνηθίζεται μάλιστα το γεγονός του θανάτου να συνδέεται με μια χωροταξική διαίρεση του Κοσμικού σύμπαντος σε Απάνω (επίγειο) Κόσμο των ζωντανών και σε Κάτω (υπόγειο) Κόσμο, όπου είναι η ζοφερή περιοχή των νεκρών ψυχών και η «επικράτεια
του Χάρου». Έτσι λοιπόν και ο ελληνικός λαός φαντάζεται τον Άδη σαν έναν απέραντο υπόγειο Χώρο μέσα βαθιά στη γη, κοινό τόπο όλων των νεκρών, δικαίων και αδίκων, αλλά χωρισμένο οριστικά και διακριτά σε χώρο δικαίων και σε χώρο αμαρτωλών, όπως δηλαδή πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες τουλάχιστον από την κλασική εποχή και ύστερα, οι Εβραίοι της Π. Διαθήκης και όλοι σχεδόν οι λαοί της γης. Ειδικότερα οι ιδέες και οι παραστάσεις της νεότερης λαογραφικής μας παράδοσης για τον Άδη, σαν κοινό τόπο διαβίωσης των νεκρών, είναι ανάλογες με αυτές των αρχαίων Ελλήνων, της Π. Διαθήκης, της Κ. Διαθήκης, της δογματικής διδασκαλίας των μεγάλων Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, της υμνογραφίας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και της βυζαντινής αγιογραφίας, χωρίς βέβαια να εκλαμβάνονται κατά γράμμα αυτές οι τοπογραφικές ιδέες και περιγραφές του Άδη.
Συνεπώς, όπως σχεδόν σε όλες τις αρχαίες θρησκείες γίνεται λόγος για έναν κόσμο (σύμπαν) χωρισμένο σε τρία επίπεδα, δηλαδή στον κόσμο του ουρανού, της γης (ή της θάλασσας) και στον κάτω κόσμο του Άδη, έτσι και στην αρχαία ελληνική θρησκεία βλέπουμε ότι ακόμη και ο μέγιστος Δίας, «ο πατήρ θεών τε και ανθρώπων», μολονότι απέναντι στο σύνολο των άλλων θεών έχει την υπέρτατη εξουσία, εμφανίζεται στη σύνθεση μιας «ιερής Τριάδας (sic) μαζί με τον Ποσειδώνα και τον Άδη για να ορίσει τα κοσμικά πεδία». Ο απέραντος ουρανός λοιπόν («ουρανός ευρύς») και το φως του επάνω κόσμου θα ανήκουν στο Δία, η θάλασσα («πολιής άλας») στον Ποσειδώνα, και ο Κάτω Κόσμος με το πυκνό σκοτάδι κληρώθηκε στον Άδη, ο οποίος έγινε έτσι βασιλιάς των νεκρών και μέγας κριτής των θνητών. Βέβαια και οι τρεις από κοινού θα ορίζουν την επιφάνεια της Γης και θα συνοικούν στον Όλυμπο. Ο Άδης όμως ζούσε χωριστά από τους άλλους θεούς και από τότε «υπό χθονί δώματα ναίει νηλεές ήτορ έχων». Ποιος είναι όμως ο Άδης;
α. Ο Άδης ως χθόνιος θεός του Κάτω Κόσμου και ως τόπος διαμονής των νεκρών
Ο Άδης ή Αϊδης ή Αϊδωνεύς ή Αις ή Αΐδας (δωρική διάλεκτος), γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα και της Ήρας, δεν ήταν παλιός θεός της προ-ελληνικής λατρείας, αλλά «γνήσιο επικό κατασκεύασμα της αριστοκρατικής κοινωνίας των πρωτογεωμετρικών χρόνων, με σκοπό να απορροφήσει πλήθος τοπικών χθονίων θεοτήτων ή δαιμόνων του Κάτω Κόσμου και φυσικά να υποκαταστήσει στο υποχθόνιο βασίλειο τον “γαιάοχο” Ποσειδώνα και τον “καταχθόνιο” Δία, τους οποίους οι ίδιοι οι μυθοπλάστες ύψωσαν σε ουράνιες θεότητες». Πάντως, στα ομηρικά έπη εμφανίζεται μία θεότητα, ο Άδης ο τρομερός, τον οποίο φοβούνται και απεχθάνονται θεοί και άνθρωποι και επίσης ένα βασίλειο για τη διαμονή των νεκρών ψυχών καθορισμένο τοπογραφικά και μορφολογικά, στο οποίο βασιλεύει αυτός και η επίσης φοβερή σύζυγός του Περσεφόνη.
Παρόλα αυτά, ο Άδης, αντίθετα με τους άλλους ολύμπιους θεούς, δεν μνημονεύεται πολύ συχνά από τη μυθολογία. Ελάχιστες φορές παρουσιάζεται να βγαίνει από το σκοτεινό βασίλειό του, είτε για να απαγάγει την Περσεφόνη, μετά από εντολή του Δία, είτε για να θεραπευθεί από τον Παιώνα στον Όλυμπο, μετά τον τραυματισμό του από τον Ηρακλή. Κατά τη θεομαχία επίσης εμφανίζεται να αναπηδά από το θρόνο του φωνάζοντας, επειδή φοβάται μήπως ανοίξει η γη και έρθει στο φως το βασίλειό του, φρικτό, μουχλιασμένο, βδέλυγμα των θεών.
Τα ομηρικά επίθετα για τον Άδη εκφράζουν την αγριότητα, τη φρίκη και τον τρόμο που εμπνέει ο υποχθόνιος αυτός θεός: «Ίφθιμος», «Κρατερός» , «Στυγερός», «Αμείλιχος» και «Αδάμαστος». Με την ομηρική αυτή ιδιότητα του φοβερού βασιλιά των νεκρών, ο υποχθόνιος θεός Άδης, θα διατηρηθεί και από τους μεταγενέστερους ποιητές, όπως φαίνεται από τα κοινά επίθετα που χρησιμοποιούν.
Οι άνθρωποι έτρεμαν τον Άδη τόσο πολύ, ώστε του αφιέρωναν και επιτάφια επιγράμματα, σπάνια όμως με το όνομα Άδης, αλλά με τα παλιά προσωνύμια του θεού, όπως Άναξ κρατερός, Πολυδέγμων ή Πολυδέκτης ή Αΐδης πολυσημάντωρ (που προστάζει πολλούς), καθώς και Άδμητος (αδάμαστος) και Νηλεύς (άσπλαχνος). Επειδή τα άλογα του Άδη, με τα οποία αρπάζει κάθε άνθρωπο, όπως άρπαξε την Κόρη στο Νύσιον πεδίον, ήταν θεϊκά και μοναδικά στον κόσμο για τη γρηγοράδα και την ευφυΐα τους, στον Όμηρο χαρακτηρίζεται επίσης Αΐδης κλυτόπωλος. Υπήρχαν βέβαια και τοπικά ονόματα για το θεό του Κάτω Κόσμου, όπως Ζευς ο καταχθόνιος. Οι Ορφικοί τον θεωρούσαν ως άλλη «διάσταση» του Διόνυσου και ως ευεργετικό θεό και τον αποκαλούσαν Ζαγρέα (μεγάλος κυνηγός που πετυχαίνει πάντοτε τη «λεία του»).
Ο πρωταρχικός αυτός τύπος του φοβερού Άδη δεν έμεινε βέβαια αμετάβλητος σε όλη την αρχαιότητα, αφού μεταγενέστερα θα μεταμορφωθεί και από «αμείλιχτος» και «στυγερός» θα μετατραπεί σε θεό ευεργετικό, τον οποίο επικαλούνται οι άνθρωποι να τους χαρίζει άφθονα τα αγαθά της γης (ο Άδης ως Πλούτων), αλλά να τους δώσει ακόμη και καλές συμβουλές (κατ’ ευφημισμό Εύβουλος ή Ευβουλεύς, δηλαδή αυτός που δίνει καλές συμβουλές ή Κλύμενος, δηλαδή ο ένδοξος, ο ξακουστός ή Αγησίλαος, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει τους ανθρώπους στο βασίλειό του). Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και την άλλη όψη, τη θετική και ευεργετική των χθονίων θεοτήτων (ακόμη και του Άδη), διότι, όπως αναφέρει και ο W. Burktert, «ο φόβος του κακού είναι η μία μόνο πλευρά των χθονίων». Το γεγονός και μόνο ότι ο σχετικός μύθος ταυτίζει την Κόρη με την «πάρεδρο» του Άδη και την παρουσιάζει να μοιράζει τη φροντίδα της τόσο στον κόσμο των νεκρών όσο και στη βλάστηση των καρπών της γης. είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι οι χθόνιες θεότητες είχαν εξελιχθεί σε θεότητες της ευφορίας. Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, αφ’ ότου υπάρχει γεωργία, είναι φυσικό η τροφή και επομένως η ζωή να αναπτύσσεται από τα βάθη της Γης. Έτσι, η βασική γεωργική πηγή των σιτηρών θα οδηγήσει στη βεβαιότητα ότι «τα δημητριακά έρχονται από τους νεκρούς». Μάλιστα ακόμη και ο Άδης δεν είναι μόνο θεός που προκαλεί απόγνωση, τρόμο και φρίκη. Έχοντας το βασίλειό του μέσα στη Γη, η οποία παράγει τους δημητριακούς καρπούς, θεωρείται συγχρόνως και θεός της γεωργικής αφθονίας και γι’ αυτό μετονομάζεται και Πλούτων, δηλαδή ένα παράγωγο της λέξης «πλούτος». Με τη δεύτερη αυτή ιδιότητά του, ο Άδης ως Πλούτωνας, είναι θεός ευεργετικός, καθώς είναι κάτοχος και χορηγός όλου του πλούτου της γης, ακόμη και των μετάλλων, προπάντων όμως είναι ο φύλακας και ο δωρητής του πλούτου των δημητριακών, γι’ αυτό και συνδέεται με τη θεά Δήμητρα, με την ευνοϊκή διάθεση και τη βοήθεια της οποίας, παράγεται η καλή σοδιά.
Η συσχέτιση του Πλούτωνα με την ευφορία της γης συμπεραίνεται κυρίως από το κυρίαρχο σύμβολό του, το κέρας της Αμαλθείας. Μάλιστα σε μεγάλο ανάγλυφο της Ελευσίνας (περίπου 450-430 π.Χ.) είναι χαρακτηριστική η παράσταση του Πλούτου, ο οποίος παρουσιάζεται ως μικρό παιδί ανάμεσα στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Επίσης, όπως αναφέρει ο Π. Παχής, σε θραύσμα από αμφορέα της περιοχής των Λοκρών της Κ. Ιταλίας (530-520 π.Χ.), στο οποίο διακρίνονται οι μορφές της Δήμητρας, της Αθηνάς, του Ηρακλή και του Τριπτόλεμου, ο οποίος μάλιστα παριστάνεται να κρατά στο χέρι του σιτηρά, απεικονίζεται δίπλα σ’ αυτές τις μορφές γενειοφόρος άνδρας με την επιγραφή Πλουτοδότας (sic). Και ο Ν. Παπαχατζής αναφέρει ότι ο θεός Πλούτωνας εμφανίζεται προς το τέλος των πρωτογεωμετρικών χρόνων, για να αντικαταστήσει τον «Δία καταχθόνιο» και ότι η ίδια αντίληψη για την ταύτιση των δύο αυτών μορφών συναντάται συχνά και στα κλασικά χρόνια. Η στενή αυτή σχέση των δύο θεών γίνεται ακόμη πιο κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή προσευχή που απευθύνει ο ευσεβής γεωργός στη Δήμητρα και στο χθόνιο Δία, πριν την έναρξη της σποράς και του οργώματος του αγρού του.
Για τον τρόπο λατρείας του Άδη και των άλλων χθόνιων θεών έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Οι αρχαίοι ποιητές γενικότερα αναφέρουν ότι οι άνθρωποι, όταν ήθελαν να επικαλεστούν τους νεκρούς ή τις χθόνιες θεότητες έπεφταν στο έδαφος και χτυπούσαν με την παλάμη ή τις γροθιές τους τη γη, για να τους εισακούσουν και να τους απαλλάξουν από τα βάσανα της ζωής ή να συμβάλλουν στην ευφορία της γης (ανακάλημα ή «ανακαλείν»). Βέβαια τέτοιες επικλήσεις προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους θεούς από τον 5ο Π.Χ. αιώνα και μετά θα αλλάξουν νόημα και σκοπό και θα αποβλέπουν στην κατάρα και γενικά στη βλάβη των εχθρών. Έτσι, στη θέση της προφορικής επίκλησης των θεών εμφανίστηκε η γραπτή μαγική πράξη των καταδέσεων επάνω σε «πλάκες μολύβδου».
Ποιος είναι όμως πιο αναλυτικά ο Άδης, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές πηγές και κυρίως με τα ομηρικά έπη;
Καταρχάς αξίζει να τονίσουμε ότι η ομηρική Νέκυια (ραψωδία λ) και η Δευτερονέκυια (ραψωδία ω, 1-204), όπως επίσης η ονειρική εμφάνιση του νεκρού Πάτροκλου στον φίλο του Αχιλλέα (ραψωδία Ψ), καθορίζουν γενικότερα τις μεταθανάτιες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τις ψυχές των νεκρών και τον τόπο διαμονής τους.
Ο Όμηρος λοιπόν αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ’ το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ’ αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε. Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ’ αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων. Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ’ το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία . Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο.
Επειδή θεωρούσαν τον Άδη ανεξιλέωτο και «κρυερό» θεό, πολλοί πίστευαν πως δεν είχε ναούς και βωμούς και πως δεν λατρευόταν πουθενά, διότι ήταν «αμείλιχος ηδ’ αδάμαστος». Από τα πρώιμα ιστορικά χρόνια και όταν οι φοβεροί χθόνιοι θεοί άρχισαν να γίνονται «στρεπτοί» και «μειλίχιοι», σε αρκετά μέρη θεώρησαν ότι και ο καταχθόνιος Άδης ο «στυγερός» και «θεός έχθιστος απάντων», θα μπορούσε με τη λατρεία και τις προσφορές να εξευμενιστεί. Έτσι άρχισε να λατρεύεται σε ελάχιστες βέβαια περιοχές, όπως π.χ. στη Νύσσα, στην Οπούντα, στην Τροιζήνα και ιδιαίτερα στην Πύλο της Ηλείας (Ήλιδα), με τελετές που γίνονταν μόνο κατά τη διάρκεια της νύκτας ή μέσα σε σκοτεινό χώρο. Ο Παυσανίας εντυπωσιασμένος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Ήλιδας είναι οι μόνοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο που τιμούν τον Άδη, όπου μάλιστα υπήρχε «ιερός του Άϊδου περίβολός τε και ναός», στο βωμό του οποίου πρόσφεραν ταύρους και μαύρα κριάρια. Άλλωστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω, στους ουράνιους θεούς θυσιάζονταν άσπρα βόδια ή αρνιά, ενώ στους υποχθόνιους μαύρα. Πάντως με το όνομα Άδης, ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, μαζί με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, λατρευόταν και στο βουνό Μίνθη της Τριφυλίας (σύνορα Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας).
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι το ιερό δέντρο του Άδη ήταν η «αίγειρος» (πανύψηλη λεύκη) και η κυπάρισσος, το γνωστό κυπαρίσσι που «διακοσμεί» συμβολικά και τα σημερινά νεκροταφεία. Ως ιερό φυτό έχει το πολύτριχο και ως ιερό άνθος το νάρκισσο, ενώ ο ηδύοσμος (δυόσμος) και ο ασφόδελος ήταν τα ιερά φυτά της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου. Τέλος, το φίδι, το «ιερότερο» ζώο των νεκρών, αποτελεί στις εικονογραφικές παραστάσεις το βασικότερο σύμβολο της λατρείας των χθόνιων «δυνάμεων». Άλλωστε ήταν γενική η πίστη των αρχαίων Ελλήνων ότι ο νεκρός μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή φιδιού και να τρομοκρατήσει τους ζωντανούς, όπως και το φίδι προξενεί μεγάλο φόβο στον άνθρωπο, καθώς εμφανίζεται αιφνίδια, «για να γλείψει τα υπολείμματα των σπονδών, και εξαφανίζεται γρήγορα στη φωλιά του».
Όπως προαναφέραμε, στενά συνδεμένη με τον Άδη-Αϊδωνέα ή Άδη- Πλούτωνα είναι η θυγατέρα της θεάς Δήμητρας, η Κόρη, η οποία έχει το δικό της, αινιγματικό όνομα της προ-ελληνικής βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, της «επαινής» Περσεφόνης ή Φερσεφόνης ή Φερσέφασσας ή Φερέφαττας ή Πηριφόνειας.
Για το όνομα της Περσεφόνης και κυρίως για τον γνωστό μύθο της αρπαγής ή του «γάμου» της «Κόρης» των νεκρών ή «Κόρης» της Δήμητρας με τον θεό Πλούτωνα (Άδης) δόθηκαν διάφορες ερμηνείες. Ο W. Burktert επισημαίνει ότι από τους πρώτους που ερμήνευσαν το μύθο της «Αρπαγής» ή «Καθόδου της Κόρης» στον Κάτω Κόσμο με βάση την αγροτική συνήθεια της αποθήκευσης των σιτηρών σε υπόγειες αποθήκες επί τέσσερις μήνες μετά τη συγκομιδή τους και λαμβάνοντας υπόψη το μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας ήταν ο Cornfort και ο Μ. Nilsson. Πράγματι ο Μ. Nilsson διαπίστωσε ότι κατά το μεσοδιάστημα των τεσσάρων αυτών θερινών μηνών, λόγω καύσωνα, παύει κάθε βλάστηση και αναπαραγωγή και «νεκρώνεται» κάθε είδος ζωής. Οι άνθρωποι, λοιπόν, ερμηνεύοντας το σχετικό μύθο, πίστευαν ότι όσον καιρό η Περσεφόνη παραμένει στον Κάτω Κόσμο και η Δήμητρα θρηνεί και οδύρεται για την «Κόρη» της, επικρατεί αντιστροφή της κανονικής ζωής, διότι νεκρώνεται τι φύση και διακόπτεται η παραγωγή των σιτηρών. Συγχρόνως, η σπορά των σιτηρών τον Οκτώβριο και η εμφάνιση της νέας βλάστησης της φύσης, μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, συνδυάστηκαν με την επιστροφή («άνοδο της Κόρης») στον Επάνω Κόσμο και τον εξευμενισμό της Μητέρας Δήμητρας, της θεάς των δημητριακών, η οποία από τη χαρά της για την επιστροφή της «Κόρης» της, θα επιτρέψει τον κανονικό ρυθμό της φύσης και θα συμβάλλει στη βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας των σιτηρών και συγχρόνως στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, θεσμοθετώντας τη λατρεία της στην Ελευσίνα. Μάλιστα ο Μ. Nilsson επισημαίνει ότι «οι δύο διαφορετικές όψεις της Κόρης, οι σχετικές με τη ζωή και το θάνατο, δηλαδή της θυγατέρας της Δήμητρας και της συζύγου του Πλούτωνα (Περσεφόνη), αποτελούσαν πηγή θρησκευτικού πλούτου για τα Ελευσίνια Μυστήρια». Κατά συνέπεια, η «Κόρη του σίτου», μετά από τέσσερις μήνες, «ανεβαίνει» στον Επάνω Κόσμο, για να συναντηθεί και να παραμείνει (για τους επόμενους οκτώ μήνες) μαζί με τη «Μητέρα των σιτηρών», ενώ συγχρόνως η αποθηκευμένη συγκομιδή της προηγούμενης σοδιάς θα βγει από τις υπόγειες σιταποθήκες, για να σπαρθεί, ώστε να παραχθεί η καινούργια σοδιά. Έτσι «η βλάστηση του νέου σιταριού θα γίνει το σύμβολο της αιωνιότητας της ζωής».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, ο Άδης συγκατοικεί με τη σύζυγό του Περσεφόνη, την «Κόρη» της Δήμητρας, σε αόρατο θρόνο ενός ανακτόρου με τεράστια «Πύλη», την οποία θα διαβούν όλοι οι θνητοί, χωρίς όμως να μπορούν επιστρέψουν στην εδώ ζωή.
Περιστοιχίζεται από τους μόνιμους συνοδούς του: τις Κήρες, μαύρες θεότητες και πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης, τις Μοίρες τις φονικές, οι οποίες θανατώνουν τους ανθρώπους και στέλνουν τις ψυχές τους στον Ερμή, για να τις οδηγήσει μέχρι την «Πύλη» του σκοτεινού βασιλείου του, τη Νέμεση, η οποία εκδικείται τους αδικημένους, την Άτη, τη θεά της βλάβης και της παραπλάνησης, τις Άρπυιες, αρπακτικές θεότητες, και τις Ερινύες, τις ανελέητες θεότητες της κατάρας και της εκδίκησης, δηλαδή τις θυγατέρες της Νύχτας, τις οποίες έστελνε στον κόσμο η σύζυγός του Περσεφόνη. Επίσης, ο Άδης, εκπροσωπούνταν και από τις άλλες υποχθόνιες θεότητες: Τριπτόλεμο, Γη χθονία, Εκάτη, Αφροδίτη, Μεαινίδα, Δήμητρα Μέλαινα, Δήμητρα Ερινύν, Ήρα Μειλιχία, Σεμέλη, Ευρυδίκη. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη είναι η λατρεία της χθόνιας Εκάτης, η οποία ήταν η κύρια πηγή και δημιουργός όλων των φαντασμάτων και την οποία περιέβαλλαν ένα άγριο συνονθύλευμα από αλλόκοτα καταχθόνια φαντάσματα, όπως η Γοργώ, η Μορμώ, η Δάμια, η Βαυβώ, η Γελλώ ή η Έμπουσα. Η χθόνια θεότητα Εκάτη συγχέεται συχνά με την Περσεφόνη και γι’ αυτό θεωρείται ως βασίλισσα στον Άδη, να μοιράζεται το θρόνο του Πλούτωνα.
Σαν σκληρός τιμωρός και κριτής των αδίκων, ο Άδης, είχε το άχαρο έργο να καταγράφει σε βιβλίο τις ανθρώπινες πράξεις. Γι’ αυτό, όπως η μυθολογία έτσι και η τέχνη, δεν ασχολήθηκαν πολύ με τη σκιαγράφηση του προσώπου του, παρά μόνο τον παρίσταναν συνήθως καθισμένο επάνω σε θρόνο, φτερωτό, με μακριά μαύρα μαλλιά ριγμένα στο μέτωπό του. Τα λιγοστά αγάλματά του τον παράσταιναν σκυθρωπό, να κρατεί στο ένα χέρι το σκήπτρο του και στο άλλο τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου, με τον τρομερό Κέρβερο μονοκέφαλο (ή πολυκέφαλο) συχνότερα τρικέφαλο, δίπλα στο θρόνο και στα πόδια του να φρουρεί τις ψυχές και να μην αφήνει να δραπετεύσουν από τον Άδη. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, ο Άδης ως Πλούτωνας πολύ συχνά εικονίζεται στο πλευρό της Περσεφόνης κρατώντας στο χέρι το «κέρας της αφθονίας». Πολλές φορές ταυτίζεται ή εναλλάσσεται με τον Θάνατο και σχετίζεται με το Διόνυσο ήδη από την εποχή του Ηράκλειτου, όπως φαίνεται από ανάγλυφες παραστάσεις σε τάφους και αγγεία.
Για τον Άδη, ως τόπο διαμονής των νεκρών, η επικρατέστερη αντίληψη είναι αυτή της Ιλιάδας, η οποία τον τοποθετεί στα βάθη της γης, σε τόπο καλυπτόμενο από πυκνό σκοτάδι. Η άλλη παράλληλη παράδοση, η οποία διασώθηκε στην Οδύσσεια, τον τοποθετεί πέρα από τον Ωκεανό, στο τέρμα της δύσης, στη χώρα των μυθικών Κιμμερίων, σ’ έναν τόπο άγονο και θλιβερό, με το «λιβάδι των ασφόδελων» και με το δάσος της Περσεφόνης γεμάτο από ψηλές λεύκες («αιγείρους»), όπου όλα τα τυλίγει η συννεφιά και η ομίχλη και βασιλεύει αιώνια νύχτα. Προσπερνώντας το ζήτημα των ομηρικών αντιφάσεων, αξίζει να επισημάνουμε ότι από τις δύο παραπάνω παραδόσεις η επικρατέστερη και δημοφιλέστερη είναι η παράδοση της Ιλιάδας.
Πάντως και στις δύο ομηρικές παραδόσεις ο Κάτω Κόσμος οριοθετείται από τον Επάνω από φοβερούς ποταμούς, τα ονόματα των οποίων συμβολίζουν τις θλίψεις και τους στεναγμούς που δοκιμάζουν οι ψυχές στον Άδη. Στον Όμηρο, λοιπόν, μνημονεύονται ο Αχέροντας ποταμός (ποτάμι του «άχους», δηλαδή της στενοχώριας και της θλίψης), στον οποίο χύνονται ο Κωκυτός (ποταμός των «κλαυθμών» και των θρηνητικών κραυγών), ο Πυριφλεγέθοντας («πύρινο ποτάμι») και η πηγή του Κάτω Κόσμου, η Στυξ, με το «μαύρο νερό» (ποτάμι του «μίσους», στύγω= μισώ), δηλαδή η φοβερή κόρη του Ωκεανού, που, κατά τον Ησίοδο, προκαλεί τρόμο ακόμη και στους αθάνατους θεούς γι’ αυτό και την επικαλούνται, όταν ορκίζονται.
Αναλυτικότερη και από την ομηρική περιγραφή των ποταμών του Κάτω Κόσμου, έχουμε και στον Πλάτωνα (Φαίδων 112e 113c), όπου κατονομάζονται τέσσερα μεγάλα ρεύματα: Ο Ωκεανός, ο Αχέροντας, ο Πυριρλεγέθοντας και ο Κωκυτός. Στους ποταμούς αυτούς αργότερα προστέθηκε και ο ποταμός της Λήθης (ή της λησμονιάς), που τα νερά του έφερναν τη λησμονιά του Επάνω Κόσμου. Στη θέση του Αχέροντα ποταμού, απ’ την κλασική εποχή και μετά, εμφανίζεται η Αχερουσία λίμνη, στη μία όχθη της οποίας ο πορθμέας Χάροντας παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με πλοιάριο στην απέναντι όχθη της λίμνης, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Τέλος ο Λουκιανός -πιθανότατα από δική του έμπνευση, διότι δεν μνημονεύεται σε άλλα αρχαία κείμενα- κάνει λόγο και για το Αχερούσιον πεδίον, στο οποίο μάλιστα παρουσιάζει να συνυπάρχουν διάφοροι νεκροί (ημίθεοι, ηρωίδες, βασιλιάδες, ζητιάνοι και δούλοι).
Συμπερασματικά θα τονίσουμε ότι όλες αυτές οι παραστάσεις και οι περιγραφές για τον Άδη, ως θεό του Κάτω Κόσμου και ως τόπο διαμονής των νεκρών ψυχών, καθώς και οι ιδέες για τις ψυχές των νεκρών διαμορφώθηκαν από την ομηρική «θρησκεία» και διατηρήθηκαν σχεδόν αναλλοίωτες σε όλη την ελληνική αρχαιότητα. Βέβαια οι δοξασίες αυτές συμπληρώθηκαν κατά καιρούς και από άλλες παραδόσεις, όπως αυτές των ορφικών και των πυθαγορείων, με τις διδασκαλίες τους περί «αμοιβών και ποινών», καθώς και από τις λαϊκές διηγήσεις για «καθόδους» ή «καταβάσεις» στον Κάτω Κόσμο ζωντανών ηρώων ή και θεών, για τις οποίες αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά.
Στις περισσότερες «μυθολογίες» των λαών και στις σχετικές δοξασίες για τον Κάτω Κόσμο, είναι κοινή η αντίληψη ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ ζωντανών και νεκρών δεν παύει, αλλά απεναντίας υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των κόσμων τους: οι νεκροί μπορούν, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, να γυρίζουν στη γη, αλλά και οι ζωντανοί μπορούν να επισκέπτονται τον άλλο κόσμο. «Η αντίληψη αυτή σταδιακά», όπως αναφέρει ο Στέλιος Λαμπάκης, «πήρε τη μορφή αυτοτελούς διήγησης, και έτσι από τέτοιες διηγήσεις προήλθαν οι αφηγήσεις ταξιδιών στον κόσμο των νεκρών».
Τι ήταν όμως οι «καταβάσεις» στον Άδη;
Οι «καταβάσεις» ήταν άτεχνα συναρπαστικά λαϊκά αναγνώσματα απευθυνόμενα τις περισσότερες φορές σε μέλη των μυστηριακών λατρειών. Με τις παράξενες τολμηρές περιπέτειες των ηρώων που προσπαθούσαν να φτάσουν στο βασίλειο του Άδη, καθώς και με τους κινδύνους από τους φρουρούς του Άδη και από τα ίδια τα «αμενηνά κάρηνα των τεθνεώτων», τα οποία ως άϋλα ήταν και δυσκολοπολέμητα, επιδίωκαν να συγκινήσουν και να τονώσουν την ευλάβειά τους.
Έχοντας υπόψη ότι η λέξη κατάβασις αποτέλεσε όρο για την κάθοδο ζωντανού ατόμου, ο Στ. Λαμπάκης κάνει λόγο για τρεις ομάδες, στις οποίες μπορούν να χωριστούν οι αρχαίες καταβάσεις στον Κάτω Κόσμο: α) οι μυθολογικές, με κύριο κείμενο την ομηρική Νέκυια, β) οι φιλοσοφικές (Πλάτωνας, Πλούταρχος) και γ) οι κωμικοσατιρικές, οι οποίες αποτελούν την πληρέστερη μορφή του είδους στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία, με σπουδαιότερο συγγραφέα το Λουκιανό. Μάλιστα ο Λαμπάκης επισημαίνει ότι στην κωμωδία είναι ευκολότερο να βρει κανείς προσφιλή θέματα καταβάσεων απ’ ό,τι στην τραγωδία.
Οι πιο γνωστές μυθικές καταβάσεις θεών και ηρώων στον Κάτω Κόσμο ήταν οι καταβάσεις της Περσεφόνης, του Διόνυσου, του Ορφέα, του Ηρακλή, του Οδυσσέα, του Πειρίθου και του Θησέα. Βέβαια, η λογοτεχνική αξιοποίηση αυτών των «καταβάσεων» αρχίζει από την ομηρική Οδύσσεια, όπου το ενδέκατο βιβλίο (ραψωδία λ 90-151), η γνωστή Νέκυια, περιγράψει το γνωστό ταξίδι του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο, για να συμβουλευτεί τον μάντη Τειρεσία σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη.
Ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους», περιγράφει με σκωπτικό τρόπο την κατάβαση του θεού Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία στον Κάτω Κόσμο, για να επαναφέρει στη ζωή τον Ευριπίδη, αφού προηγουμένως συμβουλεύτηκε τον Ηρακλή για το πώς θα πάνε εκεί.
Στον Κάτω Κόσμο κατέβηκαν επίσης, σύμφωνα με τη διήγηση του Ομήρου, ο Θησέας και ο Πειρίθους, για να απαγάγουν την Περσεφόνη, με σκοπό να την παντρευτεί ο Πειρίθους, αλλά δεν τα κατάφεραν, τους συνέλαβαν και τους κράτησαν εκεί. Τελικά τον Θησέα τον ελευθέρωσε ο Ηρακλής, όταν είχε κατέβει στον Άδη για να πραγματοποιήσει έναν από τους άθλους που του ανάθεσε ο θείος του Ευρυσθέας, και συγκεκριμένα να συλλάβει και να ανεβάσει στον επάνω κόσμο τον τρομερό φύλακα Κέρβερο, τον οποίο είχε γεννήσει η Έχιδνα με τον Τυφώνα. Ο ίδιος ήρωας ξανακατέβηκε στον Άδη για να φέρει πίσω την Άλκηστη, η οποία είχε δεχτεί να πεθάνει αντί για το σύζυγό της Άδμητο. Αυτό το αφηγηματικό στοιχείο είναι παραλλαγή της γνωστής από τον Όμηρο μονομαχίας του Ηρακλή με τον Άδη, η οποία καταλήγει σε τραυματισμό του βασιλιά των νεκρών. Τέλος στον Άδη κατέβηκε και ο Ορφέας, για να επαναφέρει στη ζωή τη σύζυγό του Ευρυδίκη.
Όλες αυτές οι λαϊκές διηγήσεις για «καταβάσεις» θεών και κυρίως ηρώων στον Άδη, οι οποίες διαδόθηκαν σε όλη την αρχαία Ελλάδα, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών παραδόσεων και μύθων γύρω από τις υποτιθέμενες εισόδους για τον Κάτω Κόσμο (τα γνωστά «στόμια» ή «Πύλες» καθόδου στον Άδη). Πανάρχαιες λαϊκές δοξασίες, των οποίων οι ρίζες τους χάνονται στο βάθος της προϊστορίας, είχαν συνδεθεί με την πίστη ότι οι λίμνες και τα ποτάμια, που συχνά εξαφανίζονται μυστηριωδώς στα έγκατα της γης και κυρίως εκεί όπου υπήρχαν απόκρημνα και υπόγεια ρήγματα το έδαφος έβγαζε αποπνικτικές αναθυμιάσεις, ήταν «ο δρόμος που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο», αυτόν δηλαδή που ακολουθούσαν και οι ψυχές των νεκρών ή οι «Πύλες» από τις οποίες κατέρχονταν στον Κάτω Κόσμο ή ανέρχονταν στον Επάνω οι χθόνιοι θεοί και οι ήρωες.
Στα «στόμια» αυτά ή αλλιώς «Πύλες» του Άδη, χτίζονταν ναοί και ιερά, τα γνωστά νεκρομαντεία ή νεκυομαντεία ή ψυχομαντεία. Από τα πιο γνωστά νεκρομαντεία ή νεκυομαντεία ήταν αυτό του χθόνιου Ποσειδώνα στο νοτιότερο ακρωτήριο της Πελοποννήσου, το Ταίναρο της Λακωνίας, στο οποίο καταλήγει η χερσόνησος που διαμορφώνεται από τον Ταΰγετο. Εκεί υπήρχε ένας ναός του Ποσειδώνα, κοντά σε μια σπηλιά, από την οποία, κατά τη μυθολογία, ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη, για να ανεβάσει τον Κέρβερο.
Ένα από τα πιο περίφημα ελληνικά ψυχομαντεία της αρχαιότητας είναι της ιταλικής Κύμης, στη λίμνη Άορνον (Avernus), η οποία πρέπει να ήταν ένας ηφαιστειακός κρατήρας με νερό, μέσα σε μια πυκνή και σκοτεινή βλάστηση, όπου οι ψυχές παρουσιάζονταν και συνομιλούσαν με όποιον τις προσκαλούσε με τις γνώριμες τελετουργικές πράξεις των χοών. Κατά την παράδοση από την «είσοδο» αυτή κατέβηκε στον Άδη ο Αινείας. Άλλα τέτοια νεκρομαντεία ή νεκυομαντεία. που αλλιώς ονομάζονται και Χαρώνια ή Πλουτώνια, είναι της Κορώνειας στη Βοιωτία, της Ηράκλειας του Πόντου κ.ά..
Το αρχαιότερο όμως και πιο φημισμένο ελληνικό νεκρομαντείο είναι της Εφύρας στην Πρέβεζα της Θεσπρωτίας, εκεί όπου οι ποταμοί Αχέρων και Κωκυτός σχηματίζουν την Αχερουσία λίμνη. Πληροφορίες για το νεκρομαντείο της Εφύρας έχουμε στην Οδύσσεια (ραψωδίες κ και λ), αλλά και στο έργο του Λουκιανού Μένιππος ή Νεκυομαντεία, στο οποίο ο συγγραφέας, μολονότι τοποθετεί το νεκρομαντείο στην Ανατολή και ειδικότερα ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη, αντί για τον Αχέροντα (αν και γίνεται αναφορά στο Αχερούσιον πεδίον -μόνο στο έργο αυτό), η περιγραφή ταιριάζει απόλυτα με αυτήν του νεκρομαντείου της Εφύρας.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην κεντρική αίθουσα του νεκρομαντείου της Εφύρας βρέθηκαν, κατά τις ανασκαφές που έκανε ο καθηγητής Σωτ. Δάκαρης από το 1958, «σιδερένιοι τροχοί, τροχαλίες και άλλα εξαρτήματα που ανήκαν σε μια μηχανή η οποία ανεβοκατέβαζε ιερείς, οι οποίοι έπαιζαν το ρόλο των φαντασμάτων, δηλαδή τα είδωλα των νεκρών συγγενών τους. Οι ιερείς αυτοί κρύβονταν μέσα στον πλίνθινο τοίχο που ήταν κούφιος και είχε διαδρόμους και εμφανίζονταν ξαφνικά μπροστά στους προσκυνητές, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε κατάλληλη ψυχοσωματική προετοιμασία».
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι από τις «Νέκυιες» και τις άλλες λαϊκές «Καταβάσεις» και από ποιητικές συνθέσεις, όπως η «Μινυάς» και οι «Νόστοι» που περιγράφουν την κάθοδο ηρώων στον Άδη, καθώς και τις εκεί τιμωρίες των μεγάλων αμαρτωλών, εμπνέονταν και πολλοί ζωγράφοι, οι οποίοι έδιναν δική τους εικόνα του Κάτω Κόσμου με τις προσωπικές τους συνθέσεις. Η σπουδαιότερη ανάμεσα στις συνθέσεις αυτές είναι η περίφημη Νέκυια του Πολυγνώτου στη δελφική Λέσχη των Κνιδίων. Μέσα στις μορφές αυτής της περίφημης ζωγραφικής σύνθεσης του Πολυγνώτου, κυριαρχούν οι μυθολογικοί αντιπρόσωποι του Άδη (Θανάτου), δηλαδή ο Χάρων να οδηγεί τη βάρκα του, ο Ερμής ψυχοπομπός να συνοδεύει το νεκρό στη βάρκα, ο Ύπνος και ο Θάνατος να μεταφέρουν το σώμα ενός πολεμιστή με πλήρη πανοπλία.
β. Ύπνος – Θάνατος – Χάρων
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι ομηρικές ψυχές μετά τον χωρισμό τους απ’ το σώμα πηγαίνουν «στα δώματα του Άϊδος» σαν «είδωλα» των νεκρών (βροτών είδωλα καμόντων), δηλαδή «ομοιώματα νεκρών» ή αλλιώς ψυχές «ολόιδιες με σκιές». Η ιδέα του νεκρού πτώματος που προκαλούσε ανέκαθεν φόβο και αγωνία στους ανθρώπους λόγω των πανάρχαιων αντιλήψεων ότι ο νεκρός είναι εστία μόλυνσης (μίασμα), είναι ξένη στην «εσχατολογία» του, μολονότι στον Όμηρο (και στον Ησίοδο) χρησιμοποιείται συχνά η λέξη νέκυς («νεκρός»). Αυτή η σημαντική αλλαγή στην ομηρική εικόνα για τον Κάτω Κόσμο και τις μεταθανάτιες αντιλήψεις θεωρήθηκε από τους ερευνητές ως τυπικό παράδειγμα ελληνικής προόδου, καθώς στην επική ποίηση οι αντιλήψεις των νεκρών ψυχών είναι «απελευθερωμένες από πανάρχαιες δεσμεύσεις».
Στην Οδύσσεια, λοιπόν, ο θεός Ερμής έχει την εξουσία να αποκοιμίζει ή να ξυπνάει από τον ύπνο τους ανθρώπους, όπως ακριβώς έχει τη δύναμη να οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων στον Κάτω Κόσμο, περνώντας τους – όλες σαν σκιές- από το «λιβάδι του ασφοδέλου», το οποίο συνορεύει με τη «χώρα των ονείρων» (δήμος ονείρων). Επίσης, όπως ο Αχιλλέας θέλει να αγκαλιάσει τον Πάτροκλο, έτσι και ο Οδυσσέας στον Κάτω Κόσμο συνομιλώντας με τη μητέρα του Αντίκλεια προσπαθεί τρεις φορές να την αγκαλιάσει, αλλά εξαπατάται, γιατί η ψυχή της μητέρας του είναι «είδωλον» και σαν «όνειρο» και «σκιά» πετιέται κάθε φορά μέσα από τα χέρια του, «μεγαλώνοντας τον πόνο του».
Συγκρίνοντας κανείς τα παραπάνω χωρία της Οδύσσειας με τα χωρία της Ιλιάδας για τους δίδυμους αδελφούς (δηλαδή τον Ύπνο και τον Θάνατο) και τη γνωστή παράστασή τους να κουβαλούν το πτώμα του Σαρπηδόνα, μπορεί μιλήσει για ομηρική αναφορά στη σχέση ανάμεσα στο όνειρο και την ψυχή, η οποία είναι ενδεικτική της σχέσης του ύπνου με τον θάνατο.
Όπως αναφέρει ο Rohde, σύμφωνα με την ομηρική άποψη, οι άνθρωποι ζουν δύο φορές• την πρώτη με μια σωματική και ορατή μορφή, και την άλλη σαν μία αόρατη «εικόνα» που ελευθερώνεται μόνο τη στιγμή του θανάτου, δηλαδή ως Ψυχή. Στο συγκεκριμένο συμπέρασμα βοήθησε η εμπειρία ενός άϋλου ομοιώματος της ανθρώπινης υπόστασης, όπως εκδηλώνεται στο όνειρο και στις λιποθυμίες. Ο Πίνδαρος (απόσπ. 131), με μεγαλύτερη βέβαια σαφήνεια απ’ τον Όμηρο, αναφέρει ότι το σώμα υπακούει στον παντοδύναμο Θάνατο, αλλά η εικόνα του ζωντανού πλάσματος συνεχίζει να ζει «μιας και μόνο αυτή προέρχεται από τους θεούς» (δοξασία που φυσικά δεν είναι ομηρική), και αυτό διότι αυτό το είδωλον (ψυχή) κοιμάται, όταν τα μέλη είναι δραστήρια, αλλά όταν το σώμα κοιμάται, το άτομο ονειρεύεται.
«Ο κόσμος της εικόνας-ψυχής είναι ο κόσμος του ύπνου», γράφει χαρακτηριστικά ο Ε. Rohde και διευκρινίζει ότι, «μολονότι το σώμα βυθίζεται στον ύπνο, ακίνητο, ο κοιμισμένος ζει στο όνειρό του και βλέπει πολλά και παράξενα και θαυμαστά πράγματα». Το ίδιο συμβαίνει και σε στιγμές «λιποθυμίας», όπου το σώμα «ναρκώνεται» και η ψυχή φαίνεται να το εγκαταλείπει προσωρινά -άλλωστε υπάρχει η ομηρική έκφραση «η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα»-, αλλά το άτομο που λιποθυμά εξακολουθεί να ζει. Έτσι και στην περίπτωση του θανάτου, μολονότι η ψυχή δεν θα επιστρέψει ποτέ στο σώμα, δε θα χαθεί στην ανυπαρξία, όπως δε χάθηκε στου ς παροδικούς αποχωρισμούς της «λιποθυμίας».
Οι επικοί ποιητές, λοιπόν, εκφράζοντας τις μεταθανάτιες ιδέες της εποχής τους, παρομοιάζουν τον Θάνατο με τον Ύπνο ή και το αντίθετο. Έτσι ο Όμηρος, παρομοιάζοντας τον ωραίο και ήσυχο ύπνο του Οδυσσέα πάνω σε πλοίο, την ώρα που πλέει προς την Ιθάκη, με τον θάνατο, γράψει χαρακτηριστικά ότι «βάραινε τα βλέφαρά του ένας ύπνος ήσυχος και γλυκός, ολόιδιος με το θάνατο».
Κατά τον Ησίοδο, ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί, έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στα Τάρταρα, «ένθα δε γης δνοφερής και ταρτάρου ηερόεντος», όπου ο Ήλιος ποτέ δεν τους βλέπει, «ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό ούτε όταν κατεβαίνει». Ο πρώτος (ο Ύπνος) τριγυρίζει αθόρυβα στις στεριές και τις θάλασσες και είναι ήσυχος και καλός με τους ανθρώπους, ενώ ο δεύτερος (ο Θάνατος) είναι σκληρός και ανάλγητος θεός με σιδερένια καρδιά, μισητός και σ’ αυτούς ακόμη τους αθάνατους θεούς.
Ο Ύπνος στον Όμηρο, αντίθετα από τον Ησίοδο, δεν έχει την κατοικία του στα Τάρταρα, αλλά στη Λήμνο και εκεί, με τη βοήθεια της Ήρας, παίρνει γυναίκα του την Πασιθέη (μία από τις Χάριτες). Ο μύθος αναφέρει ότι η Ήρα, η οποία ήθελε να αποκοιμίσει τον Δία για να επηρεάσει η ίδια τη διεξαγωγή του Τρωικού Πολέμου, πήγε στη Λήμνο, συνάντησε τον Ύπνο και, αφού τον προσφώνησε «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ ανθρώπων», του υποσχέθηκε να του δώσει για γυναίκα του την Πασιθέη, με την προϋπόθεση όμως ο Ύπνος να κρατήσει κοιμισμένο για ένα διάστημα τον πατέρα των θεών. Τελικά ο Ύπνος, αφού πείσθηκε από την Ήρα, κατάφερε ν’ αποκοιμίσει τον Δία, πλησιάζοντάς τον με τη μορφή ενός πουλιού της νύχτας (νυχτοπούλι).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι τον Ύπνο οι καλλιτέχνες τον φαντάζονταν και τον παρίσταναν νέο με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους, καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς χύνει υπνωτικούς χυμούς, κουνώντας τα φτερά του.
Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σαν προσωποποίηση της λήξης της ζωής, στον Όμηρο συνοδεύεται με το επίθετο «μόρος» και το ουσιαστικό «κηρ», ενώ υποδηλώνεται ακόμη με τις φράσεις «μαύρη μοίρα» «κήρ μέλαινα», «ερεβενή νυξ», «νυξ μέλαινα», «νηλεές ήμαρ», «μόρος αινός», «στυγερόν σκότος», «θανάτου μέλαν νέφος», «μοίρα κακή θανάτοιο», «κηρ κακή μέλανος θανάτου», «τέλος θανάτοιο». Ο Ησίοδος χαρακτηρίζει τις Μοίρες και τις Κήρες, τις αδελφές του Θανάτου και θυγατέρες της Νύχτας, ως «νηλεόπηνοι», δηλαδή αυτές που τιμωρούν ανελέητα, χαρακτηρισμός που συνήθως αφορά τις Ερινύες. Ως προσωποποιημένος θεός ο Θάνατος, χαρακτηριζόταν επίσης «μελάμπεπλος άναξ νεκρών», «κακός», «τανηλεγής», «αιέννυπνος», «δυσηλεγής», «δυσηχής» κ.λπ. Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα χαρακτηρίζεται «κακός δαίμων», «βαρύς», «άκριτος», «λυπηρός», «βάσκανος», «αλόγιστος», «κακός», κ.ά. Μερικές φορές πιστεύεται ότι έπινε και το αίμα των νεκρών.
Ο Θάνατος επηρεάζεται από τους θεούς και μάλιστα από τη Μοίρα και την Αίσα. Εκτός από τις Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με τη βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους τρόπους, «εχθρούς γε θνητοίς και θεοίς στυγουμένους». Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί ότι ευχαριστείται να παίρνει από τη ζωή πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει στον Άδη. Ο Θάνατος δε δωροδοκείται, διότι είναι ο μόνος από τους θεούς, ο οποίος «ου δώρων ερά», ευχαριστιέται όμως με τις τιμές που του κάνουν οι άνθρωποι. Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν το Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες• με άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Γι’ αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του.
Οι τραγικοί ποιητές όμως, όπως π.χ. ο Φρύνιχος στη χαμένη «Άλκηστη», ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ (1574-8) ή ο Ευριπίδης στην Άλκηστη (24-76), μετριάζουν τη σκληρότητά του και μάλιστα μερικές φορές, όταν απαλλάσσει τους ανθρώπους από συμφορές και αφόρητα βάσανα, τον παρουσιάζουν και ως ευεργέτη και γι’ αυτό, όπως γράφει και ο Όμηρος, οι άνθρωποι τον επικαλούνται για «βοήθεια». Πώς παριστανόταν όμως ο Θάνατος στην τέχνη;
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, όπως και τον αδελφό του Ύπνο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου. Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις. Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη. Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα! Άλλωστε, έτσι περιγράφει και ο Όμηρος τη μεταφορά του «μισοπεθαμένου» ή «υπνωτισμένου» Σαρπηδόνα από το στρατόπεδο της Τροίας στην πατρίδα του, τη Λυκία, θανάσιμα χτυπημένο από τον Πάτροκλο, όχι όμως νεκρό ακόμη, διότι ο θεός πατέρας του Δίας δεν θέλει να εκπνεύσει ο Σαρπηδόνας μακριά από τους δικούς του.
Απεικονίσεις της καταλυτικής δύναμης του Θανάτου έχουμε και στην ασπίδα του Ηρακλή, στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς και μαζί με τον Ύπνο στην αγκαλιά της μητέρας τους της Νύκτας στη λάρνακα του Κυψέλου. Ο Παυσανίας επίσης μας πληροφορεί για ένα άγαλμα του Θανάτου στη Σπάρτη.
Ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Στυγός, στα όψιμα ιστορικά χρόνια ήταν γνωστός στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ως δαιμονική υποχθόνια ύπαρξη. Αργότερα και κυρίως κατά την κλασική περίοδο, εξελίχθηκε σε πορθμέα των ψυχών, ίσως από ξενική επίδραση (αιγυπτιακή ή μινωική). Μερικές φορές ο Χάρων παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη, είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με το δικό του καραβάκι στην απέναντι όχθη της Αχερουσίας λίμνης, δηλαδή με το ακάτιόν του, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Ο Λουκιανός στο έργο του Περί πένθους (10), αναρωτιέται «εφόσον για να γίνει δεκτός στον Κάτω Κόσμο ο νεκρός πρέπει να έχει μαζί του έναν οβολό για την αμοιβή του περαματάρη (sic), δεν θα ήταν προτιμότερο να μην έχει “ναύλα” μαζί του, ώστε να τον στείλουν και πάλι πίσω στη ζωή»!
Ως θεϊκός πορθμέας ήταν εξαρτημένος από το βασιλιά του Κάτω Κόσμου (Άδης), ο οποίος είχε εγκρίνει και την αμοιβή του Χάρωνα με τον οβολό, απαγόρευε όμως τη μεταφορά ζωντανών ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αμοιβή. Αξίζει να μνημονεύσουμε τον γνωστό μύθο της κατάβασης του Ηρακλή στον Άδη, έναν από τους ελάχιστους μύθους για τον Χάροντα, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο Χάρων αρνήθηκε να μεταφέρει τον Ηρακλή στον Κάτω Κόσμο, ο ήρωας κατάφερε να συλλάβει τον Χάροντα και, αφού τον ξυλοκόπησε, τον ανάγκασε να συμμορφωθεί με την επιθυμία του. Τότε ο Άδης τιμώρησε κι αυτός με τη σειρά του τον Χάροντα επειδή παραβίασε τις ρητές εντολές του.
Πάντως, η έννοια του Χάρωνα, σαν εκτελεστή των εντολών του Άδη και σαν πορθμέα ψυχοπομπού, είναι άγνωστη στον Όμηρο και στον Ησίοδο. Κατ’ αυτούς οι ψυχές έφταναν στον Άδη μόνες τους ή με τη συνοδεία του πορθμέα Ψυχοπομπού Ερμή. Φαίνεται επομένως ότι ο Χάρων των αρχαίων Ελλήνων έχει καθαρά λαϊκή βάση. Συγκεκριμένα, μνημονεύεται για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα στο χαμένο έπος «Μινυάς», το οποίο αποδίδεται στον ποιητή Πρόδικο τον Φωκαέα. Είναι γνωστό ότι από μία σκηνή, σχετικά με τον Άδη, που υπήρχε στο έπος αυτό, εμπνεύστηκε, όπως προαναφέραμε, ο ζωγράφος Πολύγνωτος και ζωγράφισε σε τοίχο της Λέσχης των Κνιδίων στους Δελφούς τον Χάρωνα, σαν γέροντα πορθμέα, να μεταφέρει από τη μια όχθη του Αχέροντα ποταμού στην άλλη, τις ψυχές του έφηβου Τέλιδα και της κόρης Κλεοβοίας.
Από την τοιχογραφία αυτή στη Λέσχη των Δελφών προέκυψαν μεταγενέστερες παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών για τον Χάρωνα (Χάροντα), ο οποίος από τότε μνημονεύεται από τον Αισχύλο, κυρίως τον Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη, τον Λουκιανό και τον Βιργίλιο, άλλοτε ταυτιζόμενος ή εναλλασσόμενος με τον Θάνατο και άλλοτε πάλι συγχεόμενος στη λαϊκή φαντασία με τον Θάνατο και τον Άδη. Μάλιστα ο Λουκιανός, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, στα έργα του αντιμετωπίζει τις νεκρικές αντιλήψεις και συνήθειες της εποχής του με ορθολογική κριτική και με ειρωνική και σκωπτική διάθεση, στο έργο του Κατάπλους ή Τύραννος (1) παρουσιάζει τον Χάροντα να παραπονιέται στην Κλωθώ σαν επιχειρηματίας για διαφυγόντα κέρδη, αντιμετωπίζοντας εντελώς κερδοσκοπικά τον ρόλο του πορθμέα. Ο Ευριπίδης, Άλκηστις (441), χρησιμοποιεί για τον Χάροντα το επίθετο νεκροπομπός, το οποίο ο Λουκιανός και οι άλλοι συγγραφείς συνηθίζουν να χρησιμοποιούν για τον θεό Ερμή.
Ο Χάρων παριστανόταν συνήθως σαν ρωμαλέος αυστηρός γέροντας με ξανθά μαλλιά, με σπινθηροβόλα μάτια, μαυροφορεμένος, με βρώμικο χιτώνα από τις λάσπες του Αχέροντα ποταμού. Η μορφή του Χάροντα είναι πιο ήπια στα ανάγλυφα και τις νεκρικές ληκύθους της αττικής τέχνης, στα έργα της οποίας απεικονίζεται «με πολύ γλυκιά και γενικά υπομονετική και μελαγχολική φυσιογνωμία, σαν συμπονετικός φίλος των νεκρών».
Από τις διάφορες παραστάσεις του Χάροντα καλύτερη είναι αυτή της αττικής ληκύθου (Εθνικό Μουσείο), κατά την οποία απεικονίζεται «ως γέρων ναύτης του αρχαίου ναυτικού στόλου του Πειραιά, προς το πλοιάριο του οποίου ο Έρμης οδηγεί μια νεκρή, ενώ γύρω από αυτόν πετούν στον αέρα πολλές μικρές φτερωτές μορφές, δηλαδή οι ψυχές των νεκρών, τα είδωλά τους».
Τέλος, στις νεότερες λαϊκές παραδόσεις, ο ελληνικός λαός φαντάζεται το Χάροντα μαυροφορεμένο, καβαλάρη πάνω σε μαύρο άλογο, που στο πέρασμά του μαυρίζουν τα πάντα, να μεταφέρει τις ψυχές στο σκοτεινό βασίλειο. Με την πάροδο του χρόνου ο νεοελληνικός Χάρος έγινε τόσο δημοφιλής, ώστε αντικατέστησε πρώτα τον Άδη και ύστερα τον επίσης δημοφιλή Θάνατο των αρχαίων Ελλήνων.
γ. Ο Ερμής σαν ψυχοπομπός
Ο Ερμής ή με το επικό όνομα Ερμείας, είναι ένας απ’ τους παλαιότερους θεούς με γνήσια ελληνική «λαϊκή» καταγωγή. Κατά τη μυθολογία γεννήθηκε σε μια σπηλιά στην Κυλλήνη (στο σημερινό όρος Ζήρια) της Κορινθίας, από τον Δία και την πανέμορφη Νύμφη Μαία, την κόρη του Άτλαντα. Στον Όμηρο μνημονεύεται με το αρχαιότερο όνομά του Ερμής ο Κυλλήνιος, αλλά και με τους επιθετικούς προσδιορισμούς «εύσκοπος αργεϊφόντης», «διάκτορος», δηλαδή ψυχοπομπός. Στον Όμηρο χρησιμοποιούνται συχνότερα τα επίθετα «χρυσόραβδος» Ερμής, «αγγελιοφόρος» Ερμής, ενώ στον Ησίοδο «ξακουστός κήρυκας των θεών» και «προστάτης των βοσκών και των αιγοπροβάτων».
Η μυθολογία αναφέρει ότι αμέσως μετά τη γέννησή του επινόησε και κατασκεύασε την πρώτη λύρα και έδειξε, από τη βρεφική του ακόμη ηλικία, την επιδεξιότητά του να μπορεί να κλέβει ακόμη και τα βόδια του Απόλλωνα. Ο Ερμής, όπως και ο Προμηθέας, επειδή ανακάλυψε τη φωτιά και τα πυρεία, και συγχρόνως τη θυσία, προφανώς μια θυσία για το δωδεκάθεο, θεωρείται κατά βάση «ένας ανταγωνιστής του δόλιου πυρφόρου Προμηθέα».
Ο Ερμής, μολονότι στην επική ποίηση φαίνεται να έχει βοηθητική θέση έναντι των άλλων ολύμπιων θεών, πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε τόσο πολυσχιδή θεότητα ώστε κάλυπτε σχεδόν κάθε εκδήλωση της ζωής. Είναι ο πλέον πολυάσχολος θεός, καθώς έχει πολλά καθήκοντα στον Επάνω Κόσμο: πριν απ’ όλα είναι ο αγγελιοφόρος του Δία, είναι επίσης θεός των διασταυρώσεων των δρόμων και των ορίων (συνόρων) (Ερμής Τρικέφαλος ή Τετρακέφαλος), προστάτης των θυρών των σπιτιών και των πυλών των ναών (Πύλαιος και Προπύλαιος Ερμής), θεός των γραμμάτων και της ρητορικής (λόγιος Ερμής), προστάτης των αθλητών και των αγώνων (αγώνιος Ερμής), προστάτης των εμπόρων (αγοραίος και κερδώος Ερμής) -μάλιστα προστάτευε όχι μόνο το θεωρούμενο σήμερα ως νόμιμο, αλλά και το τυχαίο εύρημα, το λεγόμενο έρμαιον, που σημαίνει «δώρο του Ερμή», δηλαδή το θεόσταλτο δώρο (εξ ου και Ερμής Τύχων) ή το απροσδόκητο πολύτιμο εύρημα ή ακόμη και το προϊόν κλοπής ή αρπαγής (εξ ου και άναξ φηλητών ή δόλιος ή ληιστήρ Ερμής). Κατά τη Γιγαντομαχία, φορώντας την Άϊδος κυνήν (αόρατη περικεφαλαία), σκότωσε τον γίγαντα Ιπόλλυτο, έσωσε τον Δία επανασυνδέοντας τα νεύρα των ποδιών του, τα οποία είχε κόψει ο Τυφωέας και απελευθέρωσε τον θεό Άρη, τον οποίον είχαν φυλακίσει οι Αλωάδες για ένα και πλέον έτος.
Σε όλη την αρχαιότητα ο Ερμής θεωρούνταν ο πιο έξυπνος και ο πιο φιλάνθρωπος θεός (Ερμής αλεξίκακος και αγαθών δωτήρ) και γι’ αυτό ο πιο αγαπητός και διασκεδαστικός θεός του ελληνικού πανθέου, «έκφραση όλων των προτερημάτων και όλων των ελαττωμάτων του αρχαίου Έλληνα». Σε όλη την ιστορία του όμως, την πρώτη θέση είχαν τα χθόνια γνωρίσματά του και ιδίως η γνωστή πανελλήνια ιδιότητα του ψυχοπομπού ή ψυχαγωγού.
Ως ψυχοπομπός στον Κάτω Κόσμο εξυπηρετεί τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Συγκεκριμένα μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών και συγχρόνως παρευρίσκεται στο δικαστήριο του Άδη, δηλαδή εκτελεί καθήκοντα με τα οποία απέκτησε εξαιρετική θέση ανάμεσα στους θεούς του Κάτω Κόσμου.
Πολλές είναι οι αρχαίες πηγές που παρουσιάζουν τον Ερμή συνδεμένο με καθαρά χθόνιες θεότητες, όπως είναι η Δήμητρα, ο Πλούτων, ο Τροφώνιος κ.ά. «Χθόνιο», λ.χ., αποκαλούν τον Ερμή ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης. Δεν είναι όμως απίθανο η ιδιότητα του χθόνιου θεού να προήλθε από την άλλη ιδιότητά του, του κήρυκα των θεών και του ψυχοπομπού. Έτσι, σαν κήρυκας μπορούσε να διαβιβάσει ειδήσεις ή ευχές από τον Επάνω Κόσμο στον Κάτω ή να μεταφέρει τις ψυχές στους χθόνιους, και ως εκ τούτου να θεωρήθηκε και ο ίδιος χθόνιος. Στους Ορφικούς Ύμνους, ο Ερμής ο χθόνιος οδηγεί τις «αθάνατες ψυχές» στον Άδη και τις ξαναφέρνει πίσω στον Επάνω Κόσμο (για καινούριες ενσωματώσεις). Ως ψυχαγωγός αναφέρεται επίσης και στις «Χοηφόρους» του Αισχύλου (στ. 622), μολονότι ο Ορέστης αναμένει από αυτόν όχι απλά να διαβιβάσει την ευχή του στους άλλους χθόνιους και στο νεκρό πατέρα του, αλλά και να τον συμπαρασταθεί στην προσπάθειά του να εκδικηθεί τους δολοφόνους του πατέρα του (στ. 727-29). Τη χθόνια θεότητά του μαρτυρεί και ο Παυσανίας, ο οποίος αναφέρει ότι είδε στον Άρειο Πάγο άγαλμα του Ερμή δίπλα σε αγάλματα των άλλων μεγάλων «υπογαίων θεών».
Για την εξαιρετική θέση του Ερμή ανάμεσα στους θεούς του Κάτω Κόσμου μας πληροφορεί και ο Πλούταρχος, καθώς στη γιορτή Ελευθέρια της Πλάταιας συνήθιζαν πρώτα να προσεύχονται στον χθόνιο Ερμή και στον χθόνιο Δία κατά τη θυσία του ταύρου και κατόπιν να καλούν στην «αιμακουρία» τις ψυχές εκείνων που είχαν σκοτωθεί στη μάχη κατά των Περσών, το 479 π.Χ..
Τον Ερμή όμως, ως φοβερό χθόνιο θεό, τον επικαλούνταν οι Έλληνες κατά τον 5ο π.Χ. αι. και στους λεγόμενους «καταδέσμους» (defixiones), δηλαδή στις επικλήσεις προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους θεούς, για να βλάψουν όσους μισούσαν. Στην αρχαϊκή εποχή κάθε ταφικό μνημείο ήταν αφιερωμένο ως «άγαλμα» του ψυχοπομπού θεού του Κάτω Κόσμου. Ο Πίνδαρος, ένα λίθινο γλυπτικό έργο στημένο πάνω σε τάφο το αποκαλεί «άγαλμα Αϊδα». Πάντως, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στον Όμηρο δε γίνεται μνεία του πορθμέα Ερμή, αφού οι ψυχές των νεκρών και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια μπαίνουν στον Άδη «χωρίς τη βοήθεια κάποιου πλωτού μέσου, αρκεί βέβαια να έχουν καεί». Όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, το ρόλο του πορθμέα (του περαματάρη) στη μεταγενέστερη (μεθομηρική) εποχή θα τον χρεωθεί ο Χάρων (Χάροντας), ο οποίος μετέφερε με το πλεούμενό του τους νεκρούς στην απέναντι όχθη των ποταμών του Κάτω Κόσμου (κυρίως της φοβερής Στύγας) και της Αχερουσίας λίμνης.
Η ιστορία του θεού Ερμή είναι ίσως η πιο διδακτική για την εξέλιξη και τη διαρκή ανανέωση του περιεχομένου όλων των χθόνιων θεών. Μάλιστα η περίπτωση του Ερμή δικαιώνει τη νεότερη επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με την οποία -όπως προαναφέρθηκε- κάθε μελέτη ή παρουσίαση της ελληνικής θρησκείας θα πρέπει να ξεκινάει από την προ-ομηρική θρησκεία των Ελλήνων. Σ αυτήν λοιπόν την πλούσια «λαϊκή» θρησκευτική παράδοση και στο τελετουργικό της μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τις άφθονες χθόνιες καταβολές κάθε ολύμπιου θεού και να καταγράψει την εξέλιξη και τη σταδιακή ανανέωσή του, η οποία σε μερικές περιπτώσεις είναι τόσο σημαντική, ώστε από την αρχική θεότητα δεν επιζεί παρά μόνο το όνομα, όπως λ.χ. η περίπτωση του χθόνιου θεού Ερμή, στη μετεξέλιξη του οποίου αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά:
Ο Ερμής, στα πρώιμα χρόνια είχε συνδεθεί με τους παρόδιους λιθοσωρούς που ήταν είτε τάφοι είτε «όροι» (ορόσημα). Και το ελληνικό όνομά του εξάλλου σημαίνει κυριολεκτικά «αυτόν που προβάλλει μέσα από σωρό με πέτρες». Υπήρχε λοιπόν μια παλιά συνήθεια του αρχαίου Έλληνα αγρότη που, όταν έβρισκε στο δρόμο ένα σωρό από πέτρες, έριχνε άλλη μια πέτρα επάνω του, γιατί πίστευε ότι κάποια θεϊκή δύναμη (θεός-δαίμων) κατοικούσε μέσα σ’ αυτές. Ο Μ. Nilsson θεωρεί ότι σ’ αυτήν τη συνήθεια υποκρύπτονται ίχνη παλιάς λιθολατρίας, και σημειώνει ότι αυτές τις πέτρες τις ονόμαζαν «έρμα» και την μεγαλύτερη από αυτές -στην κορυφή του σωρού- την ονόμαζαν «Ερμή». Και ο W. Burkert επισημαίνει ότι οι λιθοσωροί, όπως και η πρωτόγονη οριοθέτηση των περιοχών με φαλλό, είχαν πάντοτε την ίδια αποτρεπτική δύναμη. Οι λιθοσωροί αυτοί, δηλαδή οι «Ερμές», τους οποίους οι άνθρωποι της υπαίθρου χρησιμοποιούσαν ως «οδοδείκτες» για τους ταξιδιώτες, αλλά και ως ορόσημα των αγρών και των ιδιωτικών κτημάτων, φαίνεται πως αποτελούσαν τεμένη του χθόνιου Ερμή, ο οποίος μάλιστα τιμωρούσε όποιον τολμούσε να καταπατήσει ξένη γη. Μολονότι η «παρουσία» του θεού των «συνόρων» (Ερμή) εμπόδιζε την παράνομη καταπάτηση, οι γείτονες φαίνεται ότι μετακινούσαν τα σύνορα, για να επεκτείνουν τη δική τους γη, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των κτημάτων να χρησιμοποιούν ως ορόσημα ακόμη μεγαλύτερες πέτρες σε όρθια εμφανή θέση. Στην κορυφή αυτών των λιθοσωρών (είτε «όροι» ήταν είτε τάφοι) στηνόταν μία ακόμη μεγαλύτερη πέτρα, η «ερμαϊκή στήλη». Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι λιθοσωροί αυτοί χρησιμοποιούνταν και ως σύνορα των χωρών.
Στις λίθινες ή αργότερα ξύλινες αυτές «Ερμές», τις οποίες μεταγενέστερα τοποθετούσαν σε διασταυρώσεις οδών, στις πλατείες των πόλεων και στις εισόδους των σπιτιών ή των ναών, τονίζονταν με έμφαση οι φαλλοί. Από την παρουσία των φαλλών, σύμβολο της γονιμικής του ιδιότητας, ο Ηρόδοτος συμπεραίνει ότι ο Ερμής ήταν προϊστορικός θεός, τον οποίο οι Αθηναίοι είχαν παραλάβει από τους Πελασγούς. Τέλος, το 520 π.Χ. ο γιος του Πεισίστρατου Ίππαρχος πρότεινε στους Αθηναίους τη λίθινη μορφή του Ερμή που αργότερα επιβλήθηκε γενικώς.
Αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό την επισήμανση του Μ. Nilsson ότι από την αντίληψη των αγροτικών λαών ότι μέσα στις πέτρες κατοικούσε κάποια θεϊκή «δύναμη» (ένας δαίμων) που είχε ανάγκη από εξαγνισμούς και χοές, δημιουργήθηκε η αντίληψη για την υπόγεια κατοικία των νεκρών, δηλαδή για το σκοτεινό Άδη κάπου βαθιά, κάτω από τη γη. Κατά συνέπεια, μέσα από τις «δαιμονικές τελετουργίες» των αγροτικών λαών, γεννήθηκε η πίστη σε ένα θεό που θα παραλαμβάνει τις ψυχές των νεκρών, για να τις οδηγεί στον Κάτω Κόσμο ή μερικές φορές θα τις επαναφέρει στην εδώ ζωή. Και αυτός ο θεός ήταν ο Ερμής Ψυχοπομπός ή Ψυχαγωγός.
Ως ψυχοπομπός, ο Ερμής, αναφέρεται καταρχάς στη «δευτερο-νέκυια» της Οδύσσειας να παραλαμβάνει τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων και, με το χρυσό και όμορφο μαγικό ραβδί του, να τις οδηγεί απευθείας στον Άδη («κατ’ ευρώεντα κέλενθα») μέχρι τον ασφοδελόν λειμώνα, «ένθα ναίουσι ψυχαί, είδωλα καμόντων» και όχι όπως αναφέρουν οι μεταγενέστερες δοξασίες και δείχνουν οι αττικές λήκυθοι να οδηγεί τις ψυχές στη λέμβο («ακάτιο») του πορθμέα Χάροντα.
Ο ψυχοπομπός Ερμής σε αγγειογραφίες εμφανίζεται να επαναφέρει στον Επάνω Κόσμο τη βασίλισσα του Άδη, την Κόρη Περσεφόνη, να μεταφέρει τη νεκρή Αλκμήνη από τη Θήβα στα Νησιά των Μακάρων και να συνοδεύει τον Πρίαμο κατά τη μεταφορά του Έκτορα για ενταφιασμό. Με την ίδια ιδιότητα ο Ερμής μεταφέρει και την Ελένη στην Αίγυπτο, αφήνοντας στη θέση της ένα ομοίωμά της. Επίσης, ο Ερμής, παριστάνεται στο περίφημο ανάγλυφο του Ορφέα να υπενθυμίζει στην Ευρυδίκη, πιάνοντάς της ελαφρά το χέρι, ότι πρέπει να επιστρέψει οριστικά στον Κάτω Κόσμο.
Κατά τη μυθολογία, ο Ερμής, φορά φτερωτά χρυσά σανδάλια, με τα οποία μπορεί σαν γλάρος να γλυστρά πάνω στα κύματα, όποτε χρειάζεται, ενώ κρατάει τη θαυματουργική του ράβδο, με την οποία όποτε θέλει αποκοιμίζει ή ξυπνά από τον ύπνο τους ανθρώπους. Γι’ αυτό άλλωστε τιμάται και ως υπνοδότης, ύπνου προστάτης και ονειροπομπός. Κατά το Διογένη Λαέρτιο (8,31) ο Πυθαγόρας αποκαλούσε τον Ερμή «θεϊκό ταμία των ψυχών», «πομπαίο» και «πυλαίο και χθόνιο», επειδή συνόδευε τις ψυχές των νεκρών στο υποχθόνιο βασίλειο μέσω της «Πύλης» του Άδη, όπου και φρόντιζε ο ίδιος ο Ερμής να συγκεντρωθούν οι καθαρές ψυχές στον «υψηλότερο χώρο», ενώ οι ακάθαρτες να βρεθούν σε «άρρηκτα δεσμά» με τις Ερινύες.
Στη Θεσσαλία είχε επικρατήσει η συνήθεια στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά χρόνια να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν κάτω από το όνομα του νεκρού, στο κάτω μέρος της επιτάφιας στήλης, μια μικρή ερμαϊκή στήλη με τις λέξεις «Ερμάου χθονίου», που σημαίνουν ότι η στήλη με το όνομα του νεκρού αφιερωνόταν στο χθόνιο Ερμή. Και ο Πλούταρχος αναφέρει την τοπική συνήθεια των κατοίκων του Άργους, τριάντα ημέρες μετά το θάνατο συγγενικού τους προσώπου να θυσιάζουν για τον Ερμή, ο οποίος «δέχεται τις ψυχές των ανθρώπων, όπως το χώμα δέχεται τα σώματά τους». Παρόμοιο μνημόσυνο για τους δικούς τους νεκρούς είχαν και οι Αθηναίοι στη γιορτή των Χύτρων, την τρίτη και τελευταία ημέρα των Ανθεστηρίων, οπότε θυσίαζαν για τον ψυχοπομπό Ερμή και όχι για τους ολύμπιους θεούς.
Η δημοτικότητα του Ερμή αυξήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας, τότε που ολοκληρώθηκε και η μετεξέλιξή του, καθώς απέκτησε πολλαπλές ιδιότητες εντελώς ξένες προς την αρχική του χθόνια φύση. Έτσι, από χθόνιος θεός του Κάτω Κόσμου και ψυχοπομπός των νεκρών ψυχών θα μετεξελιχθεί μέχρι και σε θεό των γυμναστηρίων και του αθλητισμού, προστάτη των αθλητικών αγώνων. Πολλά γυμνάσια αφιερώθηκαν τότε στον Ερμή τον αγώνιο ή εναγώνιο, τον οποίο τιμούσαν συνήθως μαζί με τον Ηρακλή. Σε αρκετά γυμνάσια έχουν βρεθεί πολλά αναθήματα με την επιγραφή «Ερμήι και Ηρακλεί», ενώ, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, στη Μεγαλόπολη υπήρχε κοινός ναός για τους δύο θεούς, κοντά σε στάδιο. Μεγάλες γιορτές προς τιμήν του Ερμή, ως προστάτη των αθλητών και αθλητικών συλλόγων (τα λεγόμενα Ερμαία) τελούνταν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και της Ρώμης, ενώ η τέταρτη ημέρα του μήνα ήταν αφιερωμένη στον Ερμή, όπως στη Ρώμη η τετάρτη ημέρα της εβδομάδας. Οι Ρωμαίοι πρώτοι μεταμόρφωσαν τον Ερμή σε θεό εμπορίου, τον Mercurius, με το γεμάτο βαλάντιο στο χέρι. Πάντως, τα γυμναστήρια με τον καιρό έχασαν τον αρχικό χαρακτήρα της σωματικής αγωγής, καθώς σε ειδικές αίθουσές τους, μετά τις σωματικές ασκήσεις γινόντουσαν και θεωρητικά μαθήματα. Μάλιστα δίδασκαν διακεκριμένοι λόγιοι της εποχής (ιδίως ρήτορες και φιλόσοφοι), με αποτέλεσμα ο Ερμής αυτόματα να γίνει προστάτης και των γραμμάτων και της ρητορικής (λόγιος Ερμής).
Ριζικά επίσης άλλαξε και η εικαστική του παράσταση: ενώ οι αρχαϊκοί αγγειογράφοι, εκφράζοντας τις μεταθανάτιες αντιλήψεις της εποχής τους, απεικόνιζαν σε λευκές ληκύθους το σκυθρωπό χθόνιο Ερμή, ως σεβάσμιο γενειοφόρο ψυχοπομπό, κατά την κλασική και ιδιαίτερα την ελληνιστική εποχή παριστανόταν ως ωραίος έφηβος με καλογυμνασμένο (πραξιτέλειο) σώμα, όπως φαίνεται από το γυμνό άγαλμά του που βρέθηκε στην Άνδρο (μόνο ένα φίδι που ελίσσεται σε παρακείμενο κορμό
δέντρου, μαρτυρεί το χθόνιο χαρακτήρα του). Άλλωστε, μ’ αυτήν τη μορφή ο Ερμής γίνεται αργότερα, μαζί με τον Έρωτα και τον Ηρακλή, ο θεός της αθλούμενης νεολαίας και των γυμναστηρίων. «Η πραξιτέλεια αυτή εικόνα του Ερμή απέχει τόσο πολύ από τη σεβάσμια μορφή του παλιού χθόνιου θεού, ώστε φαίνεται σα να παριστάνει άλλο θεό», επισημαίνει ο Ν. Παπαχατζής.
Ο Ερμής παριστάνεται συνήθως και με φτερωτά πέδιλα και με το πλατύγυρο καπέλο του, τον πέτασο, σύμβολα της αέρινης ταχύτητας του αγγελιοφόρου θεού και κρατώντας τη μαγική χρυσή ράβδο του, το κηρύκειον, αρχαιότατο σύμβολο της ποιμενικής του φύσης και της αφθονίας. Άλλα ιερά σύμβολα, εκτός από τον φαλλό, σύμβολο γονιμότητας, είναι η αόρατη κυνή, το ξίφος και το δρέπανο, σύμβολα της χθόνιας φύσης του, ο δίσκος, σύμβολο του θεού προστάτη της γυμναστικής και των αθλητικών αγώνων, ο αυλός (σύριγξ), η λύρα και η κιθάρα, σύμβολα της μουσικής του φύσης, και τέλος το βαλάντιον, σύμβολο του θεού προστάτη του εμπορίου και των συναλλαγών.
δ. «Μακάρων νήσοι» ή «Ηλύσια Πεδία»
Οι περισσότεροι από το γένος των ηρώων γνώρισαν την απλή μοίρα του θανάτου. Μια μικρή όμως μειοψηφία ευνοημένων ανθρώπων μεταφέρθηκαν από το Δία σε ένα ειδυλλιακό μέρος, στα νησιά των Μακάρων, στα οποία, σε αντίθεση με το σκοτεινό και ανήλιο Άδη, ο ήλιος λάμπει μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σκοτεινιάζει και οι κάτοικοί του (μόνιμοι ή φιλοξενούμενοι) ζουν μια ξέγνοιαστη παραδεισένια ζωή. Αρχικά η έκφραση «νήσοι Μακάρων» πρέπει να σήμαινε «τα νησιά των θεών», γιατί το επίθετο μάκαρες αναφέρεται κατεξοχήν σ’ αυτούς. Είναι γνωστό ότι οι ολύμπιοι θεοί δε μένουν διαρκώς στον Όλυμπο. Συχνά πηγαίνουν σε ακραίες περιοχές της γης, όπου επισκέπτονται αγαπημένους τους λαούς, όπως λ.χ. στους Αιθίοπες ή στους Υπερβόρειους, όπου έρχεται τους χειμερινούς μήνες να «παραθερίσει» ο Θεός Απόλλων και αλλού. Μάλιστα στα πέρατα της γης βρίσκεται και ο κήπος των θεών (ο κήπος των Εσπερίδων), καθώς και διάφορα εξαιρετικά πλάσματα, όπως ο Χρυσάωρ, οι Γοργόνες, οι Σειρήνες κ.ά.. Παρομοίως και τα νησιά των Μακάρων, βρίσκονται σε μακρινή χώρα, «Παρ’ Ωκεανόν βαθυδίνην», εκεί όπου ορισμένοι θνητοί είχαν το προνόμιο να συνδειπνούν μαζί με τους θεούς.
Βασική προϋπόθεση της παραμονής στα νησιά των Μακάρων ήταν η «αθανασία» που χάριζαν οι θεοί στους αγαπημένους τους ήρωες και κυρίως σ’ αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία ή στη Θήβα. Στις σκηνές των μαχών της Ιλιάδας διαφαίνεται συχνά η πεποίθηση ότι ένας θεός μπορούσε ξαφνικά να απομακρύνει τον εκλεκτό του ήρωα από τα μάτια των ανθρώπων και να τον μεταφέρει αόρατα μακριά με την αύρα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Πηνελόπης, η οποία επιθυμεί να μεταφερθεί ζωντανή απ’ τις Άρπυιες, τις καταχθόνιες θεότητες του ανέμου. Μάλιστα η Πηνελόπη, για να εξηγήσει στην Άρτεμη την επιθυμία της να μεταφερθεί ζωντανή στη μακρινή και ξεχωριστή «χώρα των Νεκρών», θυμάται το λαϊκό μύθο που συνήθιζαν να λένε οι γυναίκες για τις κόρες του Πανδάρεω.
Όπως προαναφέρθηκε, στην Οδύσσεια ακόμη και μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας, ο Αίας και ο Αγαμέμνων παρουσιάζονται στον Άδη ως απλές σκιές. Αντίθετα ο Μενέλαος, μόνιμος τρόφιμος των νήσων Μακάρων, πληροφορείται απ’ τον θαλάσσιο γέροντα Πρωτέα ότι οι θεοί είχαν γι’ αυτόν αποφασίσει, μιας και ήταν άνδρας της Ελένης, δηλαδή γαμπρός του Δία, «να μην τον αφήσουν να πεθάνει σαν κοινός άνθρωπος στο παλάτι του, αλλά να τον στείλουν στα Ηλύσια Πεδία, που βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, εκεί όπου ζει ο ξανθός Ραδάμανθυς, εκεί όπου οι άνθρωποι ζουν ξέγνοιαστα, χωρίς να τους ταλαιπωρούν ούτε χιόνια ούτε βροχή κι ούτε βαρύς χειμώνας, μόνο πάντα ο Ωκεανός χύνει το ήσυχο αεράκι του γλυκόπνευστου Ζεφύρου, φέρνοντας ανάσα στους ανθρώπους».
Αντίθετα με την ομηρική εικόνα της μεταθανάτιας ζωής, η οποία είναι «έργο παραίτησης και όχι ελπίδας», βλέπουμε ότι οι στίχοι αυτοί φανερώνουν έναν αισιόδοξο κόσμο για τον οποίο τα ομηρικά ποιήματα γενικά σιωπούν. Στην άκρη του κόσμου, δίπλα στον ποταμό Ωκεανό, βρίσκεται το «Ηλύσιο Πεδίο», όπου ο ουρανός είναι πάντα καθαρός, όπως δηλαδή και στη χώρα των θεών. Η χώρα αυτή δεν αποτελεί τμήμα του βασιλείου του Άδη, βρίσκεται στην επιφάνεια της γης, αλλά όχι ως τόπος διαμονής των εξαϋλωμένων ψυχών, μιας και οι μεταφερμένοι απ’ τους θεούς κάτοικοί της δε «χωρίστηκαν από την ορατή υπόστασή τους». Βέβαια η μεθομηρική ποίηση είναι πλούσια σε αφηγήσεις «μεταφερμένων» ηρώων που σκοτώθηκαν αλλά επανήλθαν στη ζωή. Π.χ. οι δύο αντίπαλοι, ο Αχιλλέας και ο Μέμνονας, ελευθερώνονται από τη μοίρα των θνητών χάρη στις θεές-μητέρες τους. Τα νεκρά σώματά τους επανέρχονται στη ζωή, συνεχίζουν να ζουν, όχι ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε ανάμεσα στους θεούς, αλλά σε μια απομακρυσμένη χώρα των θαυμάτων -ο Μέμνονας στην Ανατολή και ο Αχιλλέας στο «Νησί της Λευκής».
Όπως είδαμε παραπάνω, οι θεοί με τη θέληση και τη δύναμή τους υπόσχονται να «μεταφέρουν» το Μενέλαο ζωντανό σε απρόσιτη ευτυχισμένη χώρα, τη χώρα των μακάρων και όχι να του παραχωρήσουν αθάνατη ζωή στο σκοτεινό Άδη. Αυτοί λοιπόν οι ήρωες που «μεταφέρονται» στα Ηλύσια Πεδία δεν επηρεάζουν τον κόσμο των ζωντανών. Μολονότι μοιάζουν με τους θεούς στην αιώνια χαρά που τους παραχωρείται, δεν έχουν το παραμικρό μερίδιο στην παντοδυναμία τους, καθότι αυτός που κατέχει την αθανασία δεν κατέχει απαραίτητα και την «ισόθεον δύναμιν».
Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες για την αφετηρία και το χαρακτήρα των μύθων για τους «μεταφερμένους» εκλεκτούς (ήρωες) των θεών σε τόπους κατοικίας σαν τα Ηλύσια Πεδία. Οι μύθοι αυτοί δεν προέρχονται από κάποια προηγούμενη επίγεια λατρεία, αλλά είναι αποτέλεσμα των ποιητικών (και όχι των θρησκευτικών) αναγκών. Ο Rohde αναφέρει ότι η ελεύθερη ποιητική φαντασία δημιούργησε το «τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης φιλοδοξίας για το Ηλύσιο Πεδίο με ειδυλλιακές σκηνές μιας ήρεμης, ευχάριστης καθημερινής ζωής». Οι Έλληνες ποιητές είχαν ανέκαθεν τη δελεαστική φαντασίωση μιας απομακρυσμένης χώρας μακαριότητας, στην οποία θα ήταν δυνατόν να «μεταφερθούν» κάποιοι ξεχωριστοί θνητοί, ευνοημένοι των θεών. Βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, οι κάτοικοι της Σπάρτης και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας τιμούσαν με ιδιαίτερα «λαϊκό» τρόπο τον Μενέλαο και την Ελένη στη Θεράπνη, τον Αχιλλέα (τον «κύριο της Μαύρης Θάλασσας») στο «νησί της Λευκής» κοντά στον Ευρώτα, την «Αλεξάνδρα», η οποία ταυτίστηκε αργότερα με την Τρωαδίτισσα ηρωίδα Κασσάνδρα και λατρευόταν στις Αμύκλες. Παρόλα αυτά όμως η ομηρική επίδραση πρέπει να ήταν πολύ σημαντική στα μεθομηρικά έπη, αφού η λατρεία αυτών των ηρώων «υπήρξε αποτέλεσμα και όχι κίνητρο ή αιτία του μύθου».
Σχετικό με τους ήρωες είναι επίσης και το γνωστό έργο του Ησίοδου Έργα και Ημέραι (στ. 109-201). Εδώ ο Ησίοδος, με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες, παρουσιάζει το μύθο των Πέντε Εποχών των Ανθρώπων (Γένη), μεταξύ των οποίων ήταν και το τέταρτο γένος, που ήταν δικαιότερο και καλύτερο, καθώς ήταν το «ανδρών Ηρώων θείον γένος» (Ήρωες «Ημίθεοι»). Ο μύθος των γενών στην πραγματικότητα αποτελεί ένα δεύτερο αίτιο (μετά το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας) στην προσπάθεια να δοθεί μια ερμηνεία για τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη. Ο μύθος αυτός φαίνεται ότι περιλάμβανε αρχικά μόνο τέσσερα μεταλλικά γένη (χρυσό, αργυρό, χάλκινο, σιδερένιο), το ένα χειρότερο από το άλλο. Σ’ αυτό το αρχικό σχήμα κάποιος (είτε ο ίδιος ο ποιητής είτε κάποιος πρόδρομός του) παρενέβαλε μεταξύ του χάλκινου και σιδερένιου γένους το γένος των Ηρώων (αυτών που πολέμησαν στην Τροία και τις Θήβες), το οποίο όμως διακόπτει την πορεία της παρακμής, αφού είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενό του, το χάλκινο.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω γεννιούνται κάποια εύλογα ερωτήματα: Ποιος είναι ο λόγος που ορισμένοι εκλεκτοί ήρωες έχουν τέτοια εξαιρετική εύνοια από τους αθάνατους θεούς να μεταφέρονται -ακόμη και ζωντανοί- στους θεϊκούς παράδεισους; Η χώρα, στην οποία μεταφέρθηκαν ο Μενέλαος και οι υπόλοιποι ήρωες, ήταν ένας παράδεισος μόνο για τους ευσεβείς και τους δίκαιους ή για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους;
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, με βάση την ομηρική αντίληψη, είναι μάλλον αρνητική, καθώς ο Μενέλαος ποτέ δε διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις υψηλές αρετές του στην ομηρική εποχή. Επομένως, ο λόγος αυτής της τύχης κάποιων επώνυμων ηρώων φαίνεται ότι δεν είναι ούτε η εύνοιά τους σε κάποιους «ηθικά καταξιωμένους» ούτε ο έρωτας των θεών ή κάτι ανάλογο, αλλά η στενή συγγένειά τους με τους θεούς. Ο Μενέλαος, στον οποίο, πριν ο θάνατος «ασκήσει τα φυσικά του δικαιώματα» επεμβαίνουν οι θεοί για να του χαρίσουν την αθανασία και να τον μεταφέρουν σ’ εκείνο το λιβάδι, στην άκρη του κόσμου (όπου τον περιμένει «η παραδεισένια άνετη ζωή» και ένα ευχάριστο κλίμα), είχε αυτήν την εύνοια επειδή απλά ήταν σύζυγος της Ελένης και συνεπώς γαμπρός του Δία. Παρομοίως και ο μόνιμος κάτοικος των Ηλυσίων, ο Ραδάμανθυς που, μολονότι όλοι ανεξαιρέτως οι μεταγενέστεροι ποιητές του αποδίδουν την προσωνυμία «Δίκαιος», δεν πρέπει να ήταν η αρετή ή κάποια ξεχωριστή ικανότητά του ο λόγος που του χάρισαν οι θεοί την αιώνια μακαριότητα. Απλά και αυτός, ως αδελφός του Μίνωα, ήταν επίσης γιος του Δία.
Όχι μόνο στον Όμηρο, αλλά και στον Ησίοδο δεν είναι η ανώτερη ηθική των ηρώων εκείνη που διέκοψε τη σειρά των διεφθαρμένων γενεών. Αυτό που διακρίνει την Ηρωική εποχή από τις άλλες είναι ο τρόπος που κάποιοι Ήρωες φεύγουν από την παρούσα ζωή χωρίς να πεθάνουν, αφού «μεταφέρονται» στις ειδυλλιακές Νήσους των Μακάρων.
Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι μόνο αυτή η πολύ ευγενική καταγωγή (η στενή συγγένεια με τους θεούς), όπως προαναφέραμε, μπορεί να διαφυλάξει έναν άνθρωπο απ’ την κάθοδο στο κοινό βασίλειο «της ανέλπιδας ανυπαρξίας μετά τον αποχωρισμό της ψυχής απ’ το σώμα». Μόνο οι απόγονοι των θεών και των βασιλιάδων, δηλαδή η αριστοκρατία, είχε αυτήν την εκλεκτή μοίρα να μεταφερθούν στη χώρα της αιώνιας ευτυχίας. Όπως αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς, η παλιά παράδοση της προελληνικής μαγικοθεϊκής βασιλείας -ο βασιλιάς είναι ένας «θεός» και επομένως συγγενής των θεών- είναι αρκετά δυνατή για να επηρεάσει και τους αχαιούς βασιλιάδες του Ομήρου. Άλλωστε το προ-ελληνικό Ηλύσιο Πεδίο σε μεταγενέστερους χρόνους θα μετονομαστεί σε Νησιά των Μακάρων, στα οποία βασιλεύει ένας θεός-βασιλιάς, ο Κρόνος. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι πουθενά στον Όμηρο δεν αναφέρεται ένας γενικός κανόνας για όλους τους βασιλείς ή τους ήρωες.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω επανερχόμαστε στο ερώτημα: Μόνο ορισμένοι εκλεκτοί των θεών ήρωες είχαν τη δυνατότητα να «επισκεφθούν» τα Ηλύσια Πεδία και να απολαύσουν την «τρυφή του Παραδείσου»; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει απαραίτητα να αναφερθεί στη μεταγενέστερη -μεθομηρική- ποίηση και στη λαϊκή πίστη, οι οποίες μετέβαλαν το χαρακτήρα του ομηρικού Ηλυσίου Πεδίου.
Καταρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι και η μεθομηρική ποιητική φιλοδοξία συνέχισε να «μεταφέρει» ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό λαμπρών προσωπικοτήτων «στη φωτεινότητα της αιώνιας ευτυχίας». Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Ε. Rohde, «ακόμη και τον 5ο π.Χ. αιώνα ένα λαϊκό τραγούδι μιλούσε για το Διομήδη σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά να απολαμβάνει την αθάνατη ζωή στα “Νησιά των Μακάρων”».
Φαίνεται λοιπόν ότι οι ποιητές μεταγενέστερων εποχών, σε απομίμηση της ομηρικής φαντασίας, φαντάστηκαν τη μεταφορά πολλών άλλων ηρώων και ηρωίδων του μυθικού παρελθόντος στο Ηλύσιο Πεδίο ή Νήσους Μακάρων. Μάλιστα στη μεθομηρική εποχή και με την επίδραση των μυστικών λατρειών στο Ηλύσιο Πεδίο μπορούσαν να μεταβούν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να είχαν ζήσει με τρόπο έντιμο και ευχάριστο στους θεούς. Επίσης, σε αντίθεση με το ομηρικό Ηλύσιο που βρισκόταν στην επιφάνεια της γης, τώρα οι ποιητές τοποθετούν τα Ηλύσια Πεδία στο εσωτερικό της γης, δηλαδή σε μέρος απρόσιτο για όλους τους ζωντανούς, εκτός από τις εξαϋλωμένες ψυχές κάποιων εκλεκτών ηρώων.
Συνοψίζοντας αξίζει να επισημάνουμε γενικότερα ότι οι αντιλήψεις για τον θάνατο και τον Κάτω Κόσμο, καθώς και οι μεταθανάτιες ιδέες -λιγότερο σαφείς και ενιαίες από τις αντιλήψεις για τους θεούς- ήταν εκτεθειμένες σε μεγάλες και ριζικές μεταβολές. Έτσι, σύμφωνα με τη βασική αρχαιοελληνική αντίληψη ότι η ζωή συνεχίζεται μετά το θάνατο και ότι ο Κάτω Κόσμος δεν είναι παρά επανάληψη του Εδώ, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ζουν και στην άλλη ζωή, όπως ακριβώς και πάνω στη γη. Βέβαια το ομηρικό έπος «αντιστάθηκε βίαια σε κάθε ιδέα συνειδητής ή δραστήριας ύπαρξης της ψυχής μετά το θάνατο». Η ομηρική αντίληψη περί θανάτου υπόσχεται στον άνθρωπο μόνο «ένα αδιάκοπο, άσκοπο φτεροκόπημα, δηλαδή μια ύπαρξη στερημένη από οποιαδήποτε ευχαρίστηση που θα την καθιστούσε αντάξια της ζωής».
Άλλωστε, από την ομηρική περί θανάτου αντίληψη λείπει το αίτημα της απονομής της δικαιοσύνης και συνεπώς της δικαίωσης των καλών ή αντίστοιχα της τιμωρίας των ασεβών και αδίκων. Στον ομηρικό Άδη δεν υπάρχουν ποινές και αιώνια βασανιστήρια. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρώτη ακριβής περιγραφή των τριών κριτών του Άδη, δηλαδή του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Αιακού να δικάζουν τις πράξεις των ανθρώπων στη γη, εμφανίζεται αρχικά στον Πλάτωνα, σε μία απλή περιγραφή του άλλου κόσμου, χωρίς βέβαια να απηχεί τις λαϊκές πεποιθήσεις της εποχής του, αφού λίγο αργότερα η αττική λαϊκή φαντασία θα προσθέσει και τον Τριπτόλεμο στη θέση του Μίνωα. Βέβαια υπάρχει η γνωστή ιστορία με τους δεσμώτες (Τιτυός, Τάνταλος, Σίσυφος κ.λπ.) της ομηρικής Νέκυιας, αυτή όμως αφενός μεν εκφράζει περισσότερο τη δύναμη και όχι τη δικαιοσύνη των θεών, αφετέρου θεωρείται «ως μια μεταγενέστερη παρεμβολή από ορφικούς κύκλους». Η παρεμβολή μάλιστα αυτή είναι «η αρχή της μετατροπής του Κάτω Κόσμου σε τόπο τιμωρίας των ασεβών, όπως τον διαμόρφωσαν οι Ορφικοί, οι οποίοι εμφανίζονται με την υπόσχεση να εξασφαλίσουν στους μυημένους “μακαριότητα” στον Άλλο Κόσμο, σε αντίθεση με τους αμύητους». Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Erwin Rohde κάνει λόγο για μια «επανορθωτική δικαιοσύνη», δηλαδή για μια λαϊκή αντίληψη που αυτήν την έχει κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή, σχετικά με την ανταμοιβή των ενάρετων και την τιμωρία των ανόμων σε μια μέλλουσα ζωή. Πιο συγκεκριμένα ο Ε. Rohde επισημαίνει ότι αυτήν την περίοδο οι καταπιεσμένοι και οι ενδεείς που αισθάνονται ότι στερούνται τα αγαθά αυτού του κόσμου, σκέφτονται πολύ απλά ότι μετά θάνατον πρέπει να υπάρχει και γι’ αυτούς κάπου -πέρα από τα όρια αυτής της κοσμικής πραγματικότητας- ένας τόπος στον οποίο θα έχουν τη δυνατότητα «να απολαύσουν καρπούς που μόνο άλλοι (οι εκλεκτοί) επιτρέπεται να κόψουν στη γη».
Κατά συνέπεια, όσοι είχαν μυηθεί στα μυστήρια προσδοκούσαν το ευτυχισμένο μέλλον που είχαν φανταστεί. Αντίθετα, τους αμύητους τους περίμενε μια ζοφερή μοίρα. Αυτόν το διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο τάξεις, όπως δίδασκαν οι μυστηριακές λατρείες, τον βλέπουμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη (Βάτραχοι), κάτι που δείχνει ξεκάθαρα την αλλαγή που έχει συντελεσθεί από τη Νέκυια της Οδύσσειας. Βέβαια, στον Αριστοφάνη βλέπουμε ότι οι τιμωρίες που αρχικά προβλέπονταν για αυτούς που δεν ανήκουν στον ορφικό «τρόπο ζωής», τώρα εφαρμόζονταν σε όποιους υπέπιπταν σε ηθικά ατοπήματα της πολιτικής ζωής, όπως λ.χ. οι επίορκοι, οι πατροκτόνοι και οι βεβηλωτές των νόμων της φιλοξενίας. Και τούτο διότι οι πνευματικά αφυπνισμένοι άνθρωποι της εποχής είχαν συσχετίσει την ηθικότητα της θρησκευτικής ζωής με την ηθικότητα που έπρεπε να διέπει την καθημερινή ζωή τους ως πολιτών.
Συνεπώς, στον Ορφισμό και στις άλλες μυστικές λατρείες οφείλεται ο μετασχηματισμός της ομηρικής αντίληψης για το Ηλύσιο πεδίο ή αλλιώς Μακάρων νήσοι και από τόπος «μεταφοράς» και παραμονής αποκλειστικά για τους ζωντανούς εκλεκτούς ήρωες (Ησίοδος, Έργα 170-3) έγινε τόπος παραδεισένιας ευτυχίας για τις εξαϋλωμένες ψυχές όλων των δικαίων και κυρίως των μυημένων (και όχι αποκλειστικά μόνο κάποιων εκλεκτών ηρώων). Βέβαια στον «παράδεισο» δικαιούταν να πάει η ψυχή του νεκρού που θα είχε ζήσει μια ενάρετη ζωή και, κυρίως, που θα είχε μυηθεί σε μια μυστική λατρεία, ενωμένος στενά με κάποια θεότητα. Εάν αντίθετα κάποιος ήταν άδικος και ασεβής απέναντι στους θεούς, τότε μετά θάνατον η ψυχή του θα υποβαλλόταν σε φοβερά βασανιστήρια. Εάν πάλι δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, η ψυχή του «παρέμενε» προσωρινά στον κήπο των ασφοδέλων, μέχρις ότου οι θυσίες των συγγενών του νεκρού «συγκινήσουν τους θεούς».
Ο Πίνδαρος μάλιστα, στο παλαιότερο κείμενό του με τίτλο «2ος Ολυμπιόνικος» (476 π.Χ.) σημειώνει για το Θήρωνα τον Ακραγαντίνο ότι υπάρχουν «τρεις δρόμοι στον Κάτω Κόσμο, τρεις δυνατότητες: όποιος έζησε με ευσέβεια και δικαιοσύνη βρίσκει στον Κάτω Κόσμο χαρούμενη ζωή, απαλλαγμένη από βάσανα, εκεί που τις νύχτες λάμπει ο ήλιος, ενώ οι κακοί υποφέρουν δεινά. Κατόπιν η ψυχή επιστρέφει στον Επάνω Κόσμο, όπου η τύχη της καθορίζεται από τις προηγούμενες πράξεις της• όποιος δοκιμαστεί τρεις φορές πηγαίνει στη Νήσο των Μακάρων».
Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτή θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε στις συνθήκες ζωής των Νήσων Μακάρων ή αλλιώς Ηλύσια Πεδία, αφού όμως υποσημειώσουμε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για την ετυμολογία της λέξης «Ηλύσιον».
Προηγουμένως αξίζει να επισημάνουμε ότι εάν παραβλέψουμε ότι τα Ηλύσια Πεδία σχετίζονται με κάμπους, πεδιάδες, λιβάδια, ενώ οι νήσοι των Μακάρων με μυθικά νησιά, οι δύο αυτοί παραδεισένιοι τόποι φαίνεται πως στη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων ταυτίζονταν. Και οι δύο μυθικοί τόποι βρίσκονταν στα πέρατα της γης, κοντά ή πέρα απ’ τον Ωκεανό, και οι δύο έχουν τις ίδιες καιρικές συνθήκες και τέλος και στους δύο κυβερνήτες και δικαστές είναι ο Ραδάμανθυς, ο Αιακός και ο Μίνωας.
Ως προς τον τρόπο ζωής και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στους εξωτικούς αυτούς τόπους, αυτονόητο είναι ότι οι πηγές σκιαγραφούν την εικόνα ενός παραδείσου, ο οποίος χαρίζει στους εκλεκτούς ευνοημένους ό,τι δεν μπορούν να χαρούν σι κοινοί άνθρωποι πάνω στη γη.
Λεπτομερή τοπογραφική και κλιματολογική περιγραφή των Μακάρων νήσων και της χαρισάμενης ζωής που περνούν εκεί οι μάκαρες μας δίνει ο Λουκιανός (120-192 μ.Χ.) στο έργο του Αληθή Διηγήματα ή Αληθής Ιστορία (Β ). Στο έργο αυτό, το οποίο θεωρείται παρωδία των φαντασιόπληκτων μυθιστορημάτων της ελληνιστικής εποχής, περιγράφεται με λεπτομέρεια η ζωή στα «νησιά των Μακάρων» (κεφ. 5-3 1). Τα βασικά στοιχεία ενός εξωτικού παραδεισένιου τόπου (ξέγνοιαστη ζωή, ήπιο κλίμα, ανθόσπαρτοι κάμποι, ποτάμια με γάλα, μέλι και κρασί κτλ.) έχουν και εδώ κρατηθεί, η γνωστή όμως ειρωνική διάθεση του συγκεκριμένου συγγραφέα τον σπρώχνει να επινοήσει πλήθος εξωφρενικές λεπτομέρειες, ακριβώς για να μην αφήσει στον αναγνώστη αμφιβολία πως παραμυθολογεί. Άλλωστε με τη δική του δήλωση, στην αρχή του έργου (κεφ. Α’, 4), ο Λουκιανός διασαφηνίζει ότι στο έργο περιγράφει πράγματα που «ούτε τα έπαθε ούτε τα έμαθε από άλλους ούτε και έγιναν ποτέ»!
Αξίζει πάντως να γίνει μια σύντομη αναφορά σε μερικά μόνο στοιχεία της περιγραφής που κάνει ο Λουκιανός στο έργο του αυτό, καθώς της φαντασίας του τα δημιουργήματα ανήκουν ως ένα βαθμό στην περιοχή της μυθολογίας: Τα τείχη της πολιτείας των Μακάρων ήταν χτισμένα με σμαράγδια, τα σπίτια της υψώνονταν μαλαματένια, οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με φίλντισι, οι ναοί και οι βωμοί με μονόλιθους αμέθυστους (πολύτιμα πετράδια). Το έδαφος ήταν από ελεφαντοκόκαλο, ενώ γύρω από την πολιτεία τρέχει ένας ποταμός από την πιο διαλεχτή μυρωδιά. Όλα έχουν παραμυθένια ομορφιά, υπάρχει παντοτινή άνοιξη και οι «αναφείς και άσαρκοι» κάτοικοί της ζουν σε αιώνιο λυκαυγές, χωρίς να γερνούν πέρα από την ηλικία που είχαν όταν έφτασαν εκεί (στ. 12). Η χώρα στολίζεται από όλα τα είδη λουλουδιών. Τα πάντα είναι πολύ εύφορα, τα στάχυα βγάζουν έτοιμο ψωμί σαν μανιτάρια, τα αμπέλια καρποφορούν δώδεκα φορές το χρόνο, οι ροδιές, οι μηλιές και τα άλλα δέντρα δεκατρείς. Στην πολιτεία έβλεπες τριακόσιες εξήντα πέντε πηγές που έτρεχαν νερό, άλλες τόσες μέλι, και πεντακόσιες μικρότερες μύρο. Ρέουν επτά ποταμοί με γάλα και οκτώ με κρασί.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας (ο Λουκιανός) και οι σύντροφοί του μετέχουν σε ένα συμπόσιο, όπου έχουν υπηρέτη τον άνεμο. Απ’ τα δέντρα αντί για καρπούς κρέμονται ποτήρια, τα οποία γεμίζουν μόνα τους κρασί κάθε φορά που κάποιος θέλει να πιει. Το γέλιο στη χώρα αυτή είναι άφθονο, καθώς οι Μάκαρες πίνουν από δύο πηγές, «η μεν γέλωτος, η δε ηδονής» (στ. 16).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι την ίδια περιγραφή των Ηλυσίων Πεδίων κάνουν και οι Βυζαντινοί λογοτέχνες, εμφανώς επηρεασμένοι απ’ τον Λουκιανό. Δύο γνωστά εκτενή έργα, ο Τιμαρίων και ο Μάζαρις, είναι τα πιο χαρακτηριστικά των βυζαντινών σατιρικών καταβάσεων. Τέλος, και ο Βιργίλιος, στο έκτο βιβλίο της Αινειάδας, περιγράφοντας την κάθοδο του Αινεία στον Άδη για την αναζήτηση της Ευρυδίκης, αναφέρεται στα Ηλύσια Πεδία, με βάση τις ανάλογες ελληνικές περιγραφές.
Υ.Γ. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι για να αντιληφθεί κανείς πλήρως το κείμενο, είναι, να διαβάσει τις ατελείωτες υποσημειώσεις του συγγραφέα στο ίδιο το πρωτότυπο. Είναι περίπου ίσες σε μέγεθος με το παραπάνω κείμενο, αν όχι μεγαλύτερες!
Αθανασίου Π. Παπαδόπουλου,
‘’Οι λαϊκές περί θανάτου δοξασίες και τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων”,
Εκδόσεις Ερωδιός.
egolpion.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου