Ξυπνάς ένα πρωί και νιώθεις ξένος. Ξένος στο σώμα σου, στο μυαλό σου, στην ίδια σου τη ζωή. Κοιτάς γύρω σου, δεν αναγνωρίζεις το δωμάτιο σου, έχεις ξεχάσει τι μέρα είναι -βασικά δε σε νοιάζει τι μέρα είναι. Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και δεν ταιριάζεις με τίποτα και κανέναν.
Είναι εκείνη η στιγμή που βρίσκεσαι ανάμεσα σε κόσμο, αλλά νιώθεις μόνος. Το λεπτό που δέχεσαι αγκαλιά αλλά νιώθεις κάκτος. Η ιστορική μέρα που οι φίλοι σου μιλούν για ποτά, γκομενάκια, ρούχα, ταξίδια κι εσύ σιωπηλός μετράς τα πλακάκια της βεράντας σου ξανά και ξανά. Είμαι σίγουρη πως δεν ξέρεις πόσο ξαφνικά κι απροσδόκητα μπορείς να ανεβάσεις τον εαυτό σου σ’ ένα βάθρο και απλά να μην αναπνέεις τον ίδιο αέρα με τους υπολοίπους.
Κοιτάς γύρω σου μια μέρα και λες «πού βρίσκομαι Θεέ μου». Δεν μπορεί κάποιο λάθος έγινε. Στόματα κουνιούνται γύρω σου, άνθρωποι δρουν, αντιδρούν κι εσύ ζεις σε αργή κίνηση μην μπορώντας να συνειδητοποιήσεις τι έχει συμβεί. Μόνο τα γοερά κλάματα θα σε σώσουν, όχι τίποτα άλλο, μπας και σε ακούσει κάποιος όμοιος σου και έρθει να σε σώσει.
Το μόνο που παίζει σε replay στο μυαλό σου είναι το εξής ερώτημα: «Μήπως ανήκω σε άλλο κόσμο ή όλοι οι υπόλοιποι είναι για το Δαφνί;»
Είναι εκείνη η στιγμή που νιώθεις μια βαθιά απελπισία , ένα πηγαίο πανικό. Θέλεις να ξαποστάσεις και για λίγο να μην προσπαθείς για τίποτα. Τι θα γινόταν τότε άραγε; Θα συνέχιζαν όλα να έρεαν ή απλά η εικόνα θα πάγωνε σα να περίμενε τον πρωταγωνιστή της να αναπνεύσει ξανά; Πού κουράγιο για ακόμη μια αναπνοή, θα μου πεις. Ένα φιλί ζωής χρειάζεται για να πάρεις τα πάνω σου, ένα χέρι να σε αδράξει και να φροντίσει τις πληγές από τα γόνατα σου, μια σφαλιάρα αγάπης να αφυπνίσει τα κρυσταλλωμένα από καιρό συναισθήματα.
Καιρός να ξυπνήσεις φίλε μου, δεν παίζεις σε ταινία και προφανώς δε θα βρεθεί ο άνθρωπος της ζωής σου στο δρόμο σου τυχαία να σε σώσει. Προφανώς κι εθελοτυφλείς αν περιμένεις κάποιον να σου βάλει τον ορό που σου τοποθετούν όταν «κλατάρεις» σωματικά. Άραγε υπάρχει τέτοιος ορός για την ψυχή;
Όταν λοιπόν φτάσεις σε αυτή τη στιγμή, λίγο πριν καταδικάσεις βίαια τον εαυτό σου και πριν του τοποθετήσεις την ταμπέλα του καταθλιπτικού, γύρνα γύρω σου και τσέκαρε ποιοι σε περιτριγυρίζουν.
Ο Γουίλιαμ Γκίμπσον είχε πει: «Πριν διαγνώσεις τον εαυτό σου με κατάθλιψη, σιγουρέψου ότι δε συναναστρέφεσαι με μαλάκες». Μήπως όσοι είναι δίπλα σου ανήκουν στη κατηγορία ανθρώπων που ρουφούν την ενέργειά σου, κόβουν τα φτερά σου και σου δημιουργούν τύψεις κι ενοχές; Μήπως ζεις γι’ αυτούς και για τις υποχρεώσεις τους;
Είναι ανάγκη ν’ αναρωτηθείς αν σε περιτριγυρίζουν άνθρωποι που σ’ αγαπούν και σου δίνουν χώρο να είσαι αυτό που θέλεις. Δεν απαιτούν μάταιες συγγνώμες και δε θα σε βαρύνουν με προσδοκίες και όνειρα για το ποιος θα έπρεπε να γίνεις. Θα είναι αυτοί που θα θέλουν να σε κάνουν να χαμογελάς και δε θα τρέχουν δίπλα σου μόνο για να παριστάνουν το «βράχο» κάθε φορά που λυγίζεις. Κοίταξε προσεκτικά ποιος από αυτούς προσπαθεί να χωρέσει το όλον σου σε καλούπια και ποιος σε αφήνει ελεύθερο να γίνεις αυτό ακριβώς που έχεις ανάγκη.
Παρατήρησε αν υπάρχει κάποιος που σε «μαστιγώνει» με τα λάθη σου κάθε που βρίσκει ευκαιρία. Ή αν έχεις άτομα που σε θυμούνται μόνο όταν έχουν την ανάγκη σου. Επίσης βάλε στο μικροσκόπιο αυτούς που δεν έχουν χώρο στη ζωή τους για σένα. Όχι μόνο δεν είσαι στις προτεραιότητες τους, αλλά τσαλακώνεσαι για να χωρέσεις στην ατζέντα τους. Ρώτα τον εαυτό σου: «έχω πραγματικά χρόνο και χώρο για τέτοιους ανθρώπους;»
Αν η απάντηση είναι όχι, μην ψάχνεις την λύση σε ψυχιατρικές διαγνώσεις και μην κρύβεσαι πίσω από «ψυχολογικά» προβλήματα. Η λύση είναι στο να ξεσκαρτάρεις όσους είναι εκεί, δίπλα σου. Επίλεξε λοιπόν να κρατήσεις στη ζωή σου αυτούς που σ’ αφήνουν ν’ αναπνεύσεις και δε σε θάβουν κάτω από απαιτήσεις και ταμπέλες.
Άλλωστε είμαστε συνδυασμός όλων αυτών που κρατάμε στη ζωή μας. Γι’ αυτό πρόσεχε τι θα κρατήσεις.
Γράφει η Χαρά Βλαχοδήμου
Πηγή: anapnoes.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου